Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Καθόταν μπροστά μου κι ανοιγόκλεινε ρυθμικά το στόμα της. Που και που χτυπούσε το μολύβι της πάνω σ' ένα ξύλινο πιαστράκι χαρτιών. Ήταν κόκκινο και τραβούσε την προσοχή μου. Παρακολουθούσα το μο­λύβι ν' ανεβοκατεβαίνει κι ένιωθα το μυαλό μου να μαγνητίζεται απ' αυτή την επαναλαμβανόμενη κίνηση που έμοιαζε να μετρούσε το χρόνο. Τα δάχτυλα της νευρικά άσπριζαν στο σημείο που κρατούσε το μολύ­βι. Σφίγγονταν. Δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια. Άλλωστε δεν μπορούσα να σταθεροποιήσω ούτε το μυαλό μου σε μια σκέψη. Διαχεόταν. Σκόρπιζε παντού. Το μολύβι σταμάτησε να χτυπά. Το βλέμμα μου έμεινε μετέωρο για λίγο. Ύστερα το τράβηξε το παράθυρο. Έμπαινε ήλιος. Η βροχή είχε σταματήσει πια. Όμως ακόμη τα σημάδια είχαν παραμείνει στους δρόμους. Πλατσουρίζαμε στις λάσπες. Μ" άρεσε πε­ρισσότερο αυτό το καφετί χωμάτινο χρώμα απ' την γκριζάδα της βροχής. Είχα την αίσθηση πως κάτι είχε τελειώσει. Κάτι περισσότερο απ' τη βροχή. Κάτι εσω­τερικό . Ήταν μέσα μου και βάθαινε συνέχεια χωρίς να πιάνει πάτο. Τράβηξα τα μάτια μου απ' τον ήλιο. Με τύφλωνε έτσι που τον κοιτούσα συνεχώς. Μ' άρεσε όμως γιατί ήταν κάτι ζεστό. Με τραβούσε. Σαν μαγνή­της. Ένιωθα τη ζέστη του στα κόκαλα και στο αίμα μου. Εδώ μπροστά μου. Κάτω απ' το πράσινο παλτό. Ένα πράσινο ανοιχτό που θύμιζε αγουρίδες. Μόλις τέλειωνε ο χειμώνας θα το πετούσα πια.
Την είδα με την άκρη του ματιού μου να σηκώνεται. Ερχόταν κατά πάνω μου. Για μια στιγμή ένιωσα φόβο. Τι θα προσπαθούσε να μου κάνει; Ύστερα μαλάκωσα. Κι άρχισα να παίρνω απόφαση πως από δω και μπρος θα ζούσα βλέποντας μπροστά μου μόνο θηρία και αγωνιζόμενη ν' ανοίξω δρόμο στη ζούγκλα. Ένιωσα τέτοια κούραση που θα 'θελα στ' αλήθεια να μείνω για πάντα εδώ. Σ' αυτό το άχρωμο δωμάτιο. Δίπλα στο παράθυρο. Καθισμένη σ' αυτή την καρέκλα. Μ' αυτό το απαίσιο άγουρο, πράσινο παλτό, θ' αφηνόμουν στα χέρια τους. Ήξεραν αυτοί τι να με κάνουν. Είναι τόσο απλό. Αφήνεσαι ν' ακολουθείς τις υποδείξεις. Σου δίνουν ένα σπαγκάκι. Δεν είναι ανάγκη καν να το κρατάς. Και δεν υπάρχει κίνδυνος ούτε να το χάσεις. Το δένουν στον καρπό σου. Και πας. Ακολουθώντας τους άλλους. Χωρίς να ξεφεύγεις σπιθαμή. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου δουλεύουν οι μπουλντόζες ανοί­γοντας τις τάφρους. Αν μείνεις στη γραμμή μαζί με τους άλλους δεν κινδυνεύεις να πέσεις. Αλλά αν ξεφύ­γεις και πέσεις στην τάφρο σε σκοτώνουν αμέσως. Ό­μως δεν πεθαίνεις τελείως. Εξακολουθείς να ζεις πε­θαμένος. Η διαφορά είναι ότι απ' την τάφρο βλέπεις συνεχώς τον ίδιο εφιάλτη. Τους άλλους στη γραμμή χαμογελαστούς να περνούν. Κι εσύ έχεις ξεχάσει με ποιο τρόπο βρέθηκες μέσα στην τάφρο. Και θες να μπεις ξανά στη γραμμή. Αλλά τον Ιούδα κανείς δεν τον εμπιστεύεται έστω και αν η προδοσία του δεν έχει κάνει κακό παρά μόνο στον εαυτό του. Δεν είμαι σί­γουρη όμως αν μέσα στην τάφρο ζει κανείς μια πιο ουσιαστική ζωή.
Ένιωσα το χέρι της στον ώμο μου. Μ' άρπαξε η ταραχή απ' τα μαλλιά. Μ' έστησε μπροστά της. Η κυ­ρία Αντωνία Σ. με κοιτούσε από ψηλά. Και ’γω περι­μένω στην τάφρο. Το βλέμμα της ψυχρό. Ίσως και λίγο παραξενεμένο. «Έχετε τίποτα;» Τι λέει τώρα αυ­τή η μαλακισμένη. Τι μπορεί να φαντάζεται ότι πηγαί­νει καλά για ν' απορεί που ίσως έχω κάτι. Προσπαθώ να την κοιτάξω όσο πιο ανέκφραστα μπορώ μην κατα­λάβει πως είμαι μέσα στην τάφρο. Αν δεν το ξέρει κιόλας. «Τίποτα.» Της λέω ψέματα. Η κυρία Αντωνία Σ. χαμογελά. Ησύχασε. Δεν κινδυνεύει να την κατηγο­ρήσω λοιπόν για τίποτα. Εκείνη έκανε απλώς τη δου­λειά της. Άλλοι ρυθμίζουν τους κανονισμούς. Και τις προτεραιότητες. Κάθε ίδρυμα, όπως θα ξέρω αφού εί­μαι σ' αυτή την ηλικία και εργαζόμενη, έχει τους νό­μους του και αυτό για να προστατεύεται το ίδιο αλλά και η λειτουργία και τα μέλη του και κατ' επέκταση όλοι οι άλλοι. Αυτό, το όλοι οι άλλοι κατ' επέκταση, μου άρεσε πολύ. Ενθουσιάστηκα γιατί υπέθεσα πως ακόμη με τοποθετούσε και εμένα στο «όλοι οι άλλοι». Δηλαδή δεν ήμουν μόνη μου. Η Αντωνία Σ. είναι φα­νερό δεν ήξερε για τη σχέση μου με την τάφρο. Έκανα λοιπόν κι εγώ πως ήμουν ακόμη μαζί τους. Χαμογέλα­σα. Το μετέφρασε σαν μια αποδοχή εκ μέρους μου κά­ποιων γεγονότων, τα οποία θα έπρεπε να μου είχε α­ραδιάσει προηγουμένως χτυπώντας ρυθμικά το μολύβι της στο κόκκινο πιάστρο και ’γω δεν είχα φυσικά ακού­σει ούτε λέξη, παλεύοντας μέσα στην τάφρο. «Ελάτε μαζί μου. Καλύτερα να τα πείτε οι δυο σας αμέσως τώρα. Μην αργοπορούμε.»
Μου έδειξε με το χέρι της την πόρτα του γραφείου.
Εκείνη ήταν κιόλας εκεί. Χωρίς περιστροφές σηκώθη­κα κι εγώ. Βρέθηκα δίπλα της και δρασκελίσαμε βου­βές - τι άλλο να πούμε - την πόρτα. Έσφιγγα γύρω μου το παλτό. Ακόμη δεν ήξερα αν έπρεπε ή όχι να φανερώσω την κοιλιά μου. Περάσαμε ένα διάδρομο ανήλιαγο, σκοτεινό. Σε δέκα μέτρα μόνο μια λάμπα είκοσι πέντε κεριών. Οικονομία. Είχαν τόσα στόματα να θρέψουν. Την ακολουθούσα σιωπηλή, σχεδόν νυχοπατώντας. Η ησυχία βούιζε γύρω μας. Τώρα δεν ακούγονταν ούτε οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπροστά. Τη φωνή του Παναγιώτη ποτέ δεν την είχα ξεχωρίσει ανάμεσα τους. Πού με πήγαινε; Φτάσαμε, είπε, κι άνοιξε μια άλλη πόρτα. Έτριξε βαριά, καρυ­δένια ή δρυς, σκέφτηκα μόνο ένας ειδικός θα μπορού­σε να τις ξεχωρίσει.
Μ' άφησε να μπω πρώτη. Δωμάτιο σκοτεινό. Ένα μακρύ τραπέζι. Η αίθουσα συμβουλίου. Τράβηξε μια κουρτίνα. Φάνηκε η ταπετσαρία στους τοίχους. Ψηλό ταβάνι. Γύψινες διακοσμήσεις. Καθίσαμε αντικριστά. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τι και πώς κι άνοιξε μια άλλη πόρτα στο βάθος. Θαύμασα το συγχρονισμό των κινή­σεων τους.
Εμφανίστηκε μία άλλη κυρία με άσπρα που ήρθε γρήγορα κοντά μας. Κρατούσε χαρτιά κι ένα ντοσιέ. Θυμήθηκα τα τυπικά της κυρίας Αντωνίας παλιότερα. Η νέα γυναίκα ήταν όμως πραγματικά νέα και χαμογε­λούσε. Ωστόσο το χαμόγελο της μου φάνηκε πιο τυπι­κό και από 'κείνο παλιά της κυρίας Αντωνίας. Ίσως αν το έλεγα φαρμακερό θα 'ταν σωστότερο. Την αντι­πάθησα αυτομάτως. Έμοιαζε σαν να ήταν ο δολοφό­νος και πήγαινε στην κηδεία του θύματος του. Η Α­ντωνία Σ. μας σύστησε. Η κυρία, λέει, που μου είχε πει. Να λοιπόν για ποιον μου μιλούσε τόσες ώρες πριν. Η νέα γυναίκα κάθισε κι άνοιξε το ντοσιέ της. Έπεσε μια φωτογραφία του Παναγιώτη. Έκανα να την πιάσω και μου την άρπαξε. Πολύ μαλακισμένους τρόπους είχαν όλοι εκεί μέσα. Ύστερα με κοίταξε στα μάτια. Ύστερα κοίταξε την Αντωνία Σ. με σημασία. Εγώ μάλλον της έμοιαζα για χαζή, έτσι που χαμογε­λούσα χωρίς νόημα. «Την ενημερώσατε;» Η κυρία Α­ντωνία Σ. κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Αμέσως η νέα γυναίκα γύρισε πάλι σε μένα. Τότε άρχισε η αγω­νία να με τρώει. Κατάλαβα πως απ' το πρωί εδώ μέσα κάτι προσπαθούσαν όλοι να με κάνουν να καταλάβω κι εγώ τους ξέφευγα. Αλλά για να το προσπαθούν τό­σο πολύ θα πρέπει να 'ταν πολύ σημαντικό. «Είναι σημαντικό να το καταλάβετε αυτό.» Ποιο; Η νέα γυ­ναίκα ξανακοίταξε κεραυνοβολώντας την Αντωνία Σ. Η άλλη κατέβασε το κεφάλι. Εγώ ένιωθα την καρδιά μου να πηδά. Έφτανε μέχρι το λαιμό μου. Σε λίγο είχα την αίσθηση πως θα τη μασούσα. Σχεδόν αισθανόμουν τη γεύση απ' το αίμα της στη γλώσσα. Η νέα γυναίκα πήρε αμπάριζα. Δεν μας έπαιρνε άλλο. Έ­πρεπε να συνεννοηθούμε. Σφίχτηκα να κρατήσω τον εαυτό μου μέσα στο δωμάτιο. Στη σκληρή καρέκλα. Απέναντι τους. Με το μυαλό τεντωμένο.
Η καινούρια κυρία με τα άσπρα και το δολοφονικό χαμόγελο ήταν ψυχολόγος. Μου το 'χε, λέει, πει και πριν η κυρία Αντωνία. Βρισκόταν στο ίδρυμα γιατί εξέταζε τα παιδιά. Όσα βέβαια είχαν ανάγκη. Συνή­θως όμως τα ιδρυματικά παιδιά, έτσι έλεγαν όσα έμε­ναν στο ίδρυμα, είχαν λίγο πολύ αυτή την ανάγκη. Όχι βέβαια τα βρέφη αλλά τα μεγαλύτερα. Που είχαν μείνει καιρό εδώ μέσα. Τρία ή τέσσερα χρόνια. «Ανα­πτύσσουν μια διαφορετική προσωπικότητα. Διαφορε­τική ως προς τα άλλα παιδιά που ζουν έξω από ιδρύ­ματα με την οικογένεια τους ή με άλλους ανθρώπους, π.χ. θετούς γονείς.» Την παρακολουθούσα μ' ενδιαφέ­ρον. Μου 'χε κινήσει την περιέργεια η μικρή αυτή διά­λεξη. Άρχισα να τρώω τα νύχια μου. Η ψυχολόγος επέμενε ότι η προσωπικότητα αυτή είναι λίγο προβλη­ματική. Δηλαδή παρουσιάζει μια καθυστέρηση. Ωρι­μάζει αργότερα αλλά ίσως και να μη φτάσει στο φυ­σιολογικό στάδιο ωρίμανσης ποτέ. Είπε.
Το δάχτυλο μου μάτωσε. Έφαγα το νύχι μου πάλι μέχρι ρίζα. Τ' άφησα στο στόμα μου να κυλά το αίμα. Το ρουφούσα κιόλας που και που.
Αυτό το έλεγαν ιδρυματική καθυστέρηση γιατί παρουσιαζόταν στα παιδιά που κ.λ.π. Βέβαια σε μεγάλο ποσοστό όταν τα παιδιά έβγαιναν απ' το ίδρυμα κι έμπαιναν σε οικογένειες που έβρισκαν στοργή το ξεπερνούσαν, είπε επιγραμματικά. Εδώ ίσως είχα να της κάνω κάποιες εύλογες ερωτήσεις αλλά κόντεψα να πνιγώ στην προσπάθεια μου να μιλήσω με το δάχτυλο στο στόμα.
Φυσικά αυτό, συνέχισε η κυρία, δεν ήταν απόλυτα σίγουρο. Γιατί στην πραγματικότητα, πρέπει να το ομολογήσει, στην πράξη δεν ξεχωρίζεις εύκολα την ιδρυματική καθυστέρηση από την πραγματική καθυστέρηση.
Κοίταξα απεγνωσμένα την κυρία Αντωνία Σ. Τι ή­θελε τέλος πάντων αυτή η νέα γυναίκα να μου πει; Γιατί μου έτρωγαν το χρόνο μου; Πόσο ακόμη θ' άντε­χα με το παλτό αυτή τη ζέστη; Τόλμησα να ρωτήσω για τον Παναγιώτη. Αυτό ακριβώς. Προσπαθούσαν να μου μιλήσουν καθαρά για τον Παναγιώτη. Ότι δη­λαδή παρουσίαζε αυτή την ιδρυματική καθυστέρηση. Γι' αυτό και είναι τόσο συνεσταλμένος. Ναι, βέβαια και το ήξεραν από πριν. Όχι φυσικά, δεν μπορούν να το λένε απ' την αρχή. Το παιδί μπορεί να παρουσιάσει μια εξέλιξη, ποτέ δεν ξέρεις μ' αυτά τα πράγματα, και να του κόψουν μια καλή τύχη σε μια οικογένεια. Ση­μασία για το ίδρυμα έχει το ίδιο το παιδί. Φυσικά και ενδιαφέρονται και για το θετό γονέα γι' αυτό άλλωστε και τον ενημερώνουν. Όχι, καθόλου δεν πιστεύει πως η ενημέρωση γίνεται αργά. Ακόμη δεν έχει ολοκληρω­θεί άλλωστε η υιοθεσία επίσημα. Απλώς η αίτηση πέ­ρασε θετικά απ' το συμβούλιο. Τώρα αρχίζει η ουσια­στική διαδικασία.
Ο Παναγιώτης λοιπόν με λίγα λόγια είναι καθυστερημένος. Μου 'ρθε κατάμουτρα. Κάτι σαν το μοιραίο χτύπημα, που λέμε. Μοιάζει με έργο θρίλερ αυτό. Πού το σκέφτηκαν. Σκέτη τρέλα. Κάτι τώρα με σφίγγει μέ­σα στο μυαλό μου και κάνω ερωτήσεις που τις φέρ­νουν σε δύσκολη θέση. Η κυρία Αντωνία Σ. κατεβάζει πιο χαμηλά το κεφάλι και η νέα γυναίκα τινάζει επαγγελματικά τα μαλλιά της προς τα πίσω.
Προσπαθούν και οι δύο μ' ένα στόμα να με πείσουν ότι δεν θέλουν που τα κρατάνε τα παιδιά. Αλλά ότι δεν μπορούν να τα δίνουν σ' όποιον να 'ναι. Εντάξει, περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουν. Πρέπει όμως ν' αναλογισθούμε και τις χιλιάδες αιτήσεις που έχουν κάθε χρόνο. Τα παιδιά αντίθετα είναι λίγα. Οι γυναί­κες πλέον τα κρατάνε. Τα ζούνε μόνες τους. Δεν τα δίνουν στο ίδρυμα. Άλλαξαν αρκετά τα πράγματα. Υπάρχει βέβαια και το τρομερό εμπόριο των παιδιών εκτός του ιδρύματος από γιατρούς. Ακόμη και από μαμές. Ή νοσοκόμες. Το ίδρυμα δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό. Με τι δυνάμεις;
Ένιωθα μια προδοσία. Μια οργή πλημμύριζε το αί­μα μου. Εξ ονόματος των παιδιών που ήταν εκεί μέσα. Ή έξω από κει. Που μεγάλωναν προσπαθώντας να βρουν το δρόμο σκάβοντας με νύχια και με δόντια. Που εσκεμμένα τα έσπρωχναν να πέσουν στην τάφρο. Δεν είχαν καν δικαίωμα επιλογής. Η Αντωνία Σ. πήρε το λόγο. Αν τα 'διναν αμέσως όλα τα παιδιά, το ίδρυ­μα θα ’κλεινε. Δεν θα 'χε λόγο ύπαρξης χωρίς παιδιά. Καταλαβαίνετε. Με κοίταξε. Τόσα άτομα δουλεύουν εδώ μέσα. Θα 'ταν αδικία. Θα 'μεναν όλοι χωρίς δου­λειά.
Δεν μπόρεσα να καταλάβω ακριβώς τι ήθελε να πει. Άρχιζα πάλι να βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Έβλεπα μπροστά μου τη θάλασσα. Ήταν γραμμένο τ' όνομα του Παναγιώτη στην άμμο. Η θάλασσα το άγγιζε. Το κύμα μεγάλωνε. Τ' όνομα χανόταν. Ο Παναγιώτης ερ­χόταν απ' το βάθος. Δεν κολυμπούσε. Περπατούσε στα κύματα. Ήταν πιο εύκολο έτσι. Αν βουτούσε κιν­δύνευε να πνιγεί.
«Από σας θέλουμε μέχρι αύριο την απάντηση. Αν θα πάρετε μ' αυτές τις συνθήκες ή όχι τον Παναγιώ­τη.»
Την κοίταξα. Η θάλασσα τη χτύπησε στο πρόσωπο. Κι ύστερα πρόβαλε το πρόσωπο ξανά χωρίς ούτε μια σταγόνα. Δεν χαμογελούσε πια. Είπε μπορούσα αν κάτι ήθελα να τη ρωτήσω. Δεν ήξερα όμως τι να ρωτή­σω. Δεν μου 'ρχόταν τίποτα στο μυαλό. Συνέχισε μόνη της. Θα μπορούσε βέβαια να πάει σχολείο ο μικρός αλλά όχι πέρα απ' την έκτη δημοτικού. «Θα μείνει για πάντα στα δώδεκα;» περισσότερο το ρώτησα τυπικά έτσι για να πω κάτι. Δεν ήταν σίγουρο, ήταν όμως πολύ πιθανό. Κάτι σαν ρίσκο. «Μήπως όταν κάνεις παιδί ξέρεις τι θα βγει;» Σοφή κουβέντα. Μου 'ρθε να ξεράσω. Η συζήτηση πήρε τις διαστάσεις φωτορομάντζου πια. Δεν άνοιξα το στόμα μου. Σκέφτηκα μονά­χα την κοιλιά μου. Και θυμήθηκα το λευκό φάκε­λο που είχα ρίξει στην τσάντα μου φεύγοντας απ’ το σπίτι το πρωί βιαστική. Δεν είχα προλάβει να τον διαβάσω. Το βράδυ μ' είχε πιάσει ο ύπνος τε­λείως ξαφνικά.
Η νέα γυναίκα μίλησε πάλι. Έπρεπε να φύγει, είχε δουλειά. Χαιρετιστήκαμε πολιτισμένα, χωρίς δαγκώματα και λοιπές εξάρσεις. Η κυρία Αντωνία Σ. με κοί­ταζε που προσπαθούσα με το βλέμμα να τρυπήσω το παράθυρο. Μου 'σφιξε το χέρι. Όταν την κοίταξα σχεδόν χαμογελούσε. Άρχισε κιόλας να μιλά. Κατα­λάβαινε πως μπορεί να μην ήθελα πια το μικρό Πανα­γιώτη. Αλλά να μην ανησυχούσα γι' αυτόν. Είχαν δέ­κα ακόμη αιτήσεις. Περιπτώσεις σαν τη δική μου. Κά­που θα βολευόταν. Ύστερα είχαν ακόμη και άλλη μια δυνατότητα. Μπορούσαν να τον βάλουν εσωτερικό σ' ένα σπίτι, που είχαν κι άλλα παιδιά, όπου για λίγο χρόνο θα τον κρατούσαν δοκιμαστικά έναντι αμοιβής μέχρι να δουν αν τους έκανε. Ύστερα ή θα τον κρα­τούσαν με υιοθεσία ή θα τον έδιναν σε άλλο σπίτι μέ­χρι να ενηλικιωθεί. «Σε ποια ηλικία ενηλικιώνεται ένα καθυστερημένο παιδί» ρώτησα. Δεν ήξερε να μου α­παντήσει. Η κυρία Αντωνία Σ. είχε μόνο το διοικητικό τμήμα και τις δημόσιες σχέσεις του ιδρύματος. Δεν ή­ξερε τίποτ' άλλο. Πριν φύγω τους διαβεβαίωσα πως σίγουρα αύριο θα τους απαντούσα. Και παρακάλεσα τη μέγαιρα να δώσει εκ μέρους μου αυτή τη σοκολάτα. Την είχα πάρει στο περίπτερο της πλατείας. Ήταν με αμύγδαλο. Ήξερα πως του άρεσε πολύ.

Η λάσπη κυλούσε πηχτή στα πεζοδρόμια. Μύριζε και κάτι άσχημο. Σαν αποσύνθεση. Φοβόμουν να κλει­στώ μέσα σ' ένα ταξί. Αν αυτή τη μυρωδιά την έβγαζα εγώ, θα δηλητηριαζόμουν στον κλειστό χώρο. Περπά­τησα βιαστικά μέχρι τη λεωφόρο. Ήθελα να βρεθώ ανάμεσα σε κόσμο. Σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους που είχαν βγει μετά τη βροχή σαν τα σαλιγκάρια. Έ­νιωθα μια απέραντη τρυφερότητα για όλο αυτό τον κόσμο. Που δεν ήξερε πού πηγαίνει και τι τον ευχαρι­στεί. Παίρνει πάντα την ίδια κατεύθυνση, δεν περνάει με κόκκινο, δεν στρίβει εκεί που απαγορεύεται, απο­φεύγει να μπει όπου υπάρχει πινακίδα με αδιέξοδο, το βράδυ προσεύχεται στο Θεό να τον βοηθήσει και το πρωί κλείνει στο άσυλο τους τρελούς και τα παιδιά πιστεύοντας πως έχει τη δυνατότητα της επιλογής. Ξαφνικά μια παράξενη αίσθηση με πλημμύρισε. Έ­νιωθα ελευθερία. Ίσως όχι όμως ακριβώς. Απλά είχα δυνατότητα επιλογής. Μ' άφηναν λοιπόν εμένα να διαλέξω. Αλλά αφού ήμουν κιόλας στην τάφρο τι νόη­μα είχε πια αυτή η δυνατότητα; Εκτός και αν το γεγο­νός ότι ήμουν στην τάφρο προέρχεται από την εξάσκη­ση του δικαιώματος μου της επιλογής. Οι σκέψεις κού­ρασαν πολύ το μυαλό μου. Άρχισε πάλι να μου φτιά­χνει φαντάσματα που θα αναλάμβαναν ξανά πρωτο­βουλίες. Χαιρόμουν όμως που μπορούσα έστω να βα­δίζω ελεύθερα χωρίς να τσαλαβουτάω σε νερά. Χωρίς να με περιμένει κανείς πουθενά. Χωρίς να με σκέφτε­ται κανείς. Χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογηθώ σε κανένα. Στην τάφρο είναι τελικά όμορφα. Είσαι αντι­μέτωπος μόνο με τον εαυτό σου.
Περπατούσα ακάθεκτη. Το πράσινο παλτό μου ανέ­μιζε. Άφηνε να προβάλει μπροστά η κοιλιά μου. Μου 'κοβε τη θέα να βλέπω τα πόδια μου να περπατούν. Λες και δεν υπήρχαν. Καβάλα στην κοιλιά μου τσου­λούσα στην άσφαλτο. Αντίθετα στο ρεύμα. Αντίθετη στον άνεμο. Μπροστά η κοιλιά. Την ένιωθα σήμερα τόσο ελαφριά. Δεν μου 'φερνε βάρος καθόλου. Χαμο­γέλασα. Έμοιαζε σαν ένα μπαλόνι. Σκέφτηκα να 'χα μια καρφίτσα κι έσκασα στα γέλια. Θα το 'λεγα στον Αντρέα αυτό. Καλύτερα να τον έπαιρνα όμως πρώτα στο τηλέφωνο. Ύστερα μετάνιωσα. Καλύτερα να πή­γαινα αυτοπροσώπως. Είχε πει αν δεν είχα λεφτά θα μπορούσε να μου πληρώσει εκείνος το ταξί, να μην το σκεφτόμουν καθόλου.
Η μυρωδιά της αποσύνθεσης είχε εξατμιστεί. Μπο­ρεί να ήταν του ιδρύματος και όχι δικιά μου. Κοίταξα γύρω γύρω για ταξί. Φώναξα ένα. Είχε μέσα και κά­ποιον άλλο. Μια νέα γυναίκα. Κοιταχτήκαμε. Καθό­μασταν στο πίσω κάθισμα και οι δύο. Αυτό που εξείχε μπροστά της κάτι μου θύμιζε. Φορούσε κόκκινο φου­στάνι. Το κόκκινο και το πράσινο μπαλόνι. Της το 'πα και με έπιασαν τα γέλια. Με κοίταξε παραξενεμένη. Δεν είναι στην τάφρο αυτή σκέφτηκα και παρηγορή­θηκα που δεν κατάλαβε ότι είμαι εγώ. Κατέβηκε δύο στενά παρακάτω. Βιαστικά. Σαν να 'χε δει εφιάλτη.
Έδωσα την ακριβή διεύθυνση στον ταξιτζή. Ήταν πιο ευγενικός απ' τους άλλους. Με κοίταζε προσεκτι­κά απ' το καθρεφτάκι φροντίζοντας μην τον δω. Τσά­κωσα το βλέμμα του και του τα 'πα χύμα. Όμως δεν με πείραζε να κοιτάζει το πράσινο μπαλόνι μου. Είχε το χρώμα του άγουρου καρπού. Γούρλωσε τα μάτια. Ξέρω τι σκέφτηκε. Το σκέφτονταν κι άλλοι για μένα. Ιδιαίτερα ο Λύσιος. Κακοήθειες μονάχα των ανθρώ­πων που δεμένοι με σπάγκο συνέχιζαν το δρόμο τους στο μονοπάτι. Στην άλλη γωνία κατέβηκα. Σκέφτηκα να πάρω και μια μπουκάλα κονιάκ. Δεν είχα όμως λε­φτά. Είπα στον ταξιτζή να περιμένει. Χτύπησα το κουδούνι. Δεν απάντησε κανείς. Κοίταξα το ρολόι μου. Αποκλείεται να ήταν η ώρα που έδειχνε. Φαίνε­ται δεν το είχα καθόλου κουρδίσει τελευταία.
Είδα τον Αντρέα να έρχεται βιαστικός απ' το απέ­ναντι πεζοδρόμιο. Με είχε δει. Ήταν ιδρωμένος σαν να 'τρεχε πολλή ώρα. Πήρε βαθιά ανάσα. «Νόμιζα θα 'χεις μπει στο μαιευτήριο. Σ' έψαχνα παντού.» Πλή­ρωσε το ταξί και με ρώτησε αν είχα φάει. Του 'δωσα να μου διορθώσει το ρολόι. Πήγαινε δέκα ώρες πίσω. Ανεβήκαμε πάνω. Μύριζε τσιγάρο. Άνοιξε τα παρά­θυρα. «Όχι δεν πεινάω. Μόνο λίγο γάλα.» Το πράσι­νο μπαλόνι έγινε γκρίζο. Άφησα το παλτό σε μια κα­ρέκλα. Θα 'θελα να 'κανα ένα μπάνιο. Δεν είχα ρούχα ν' αλλάξω θα φορούσα όμως κάτι δικό του. Μου πρό­τεινε να πηγαίναμε στο σπίτι του Λύσιου. Αρνήθηκα. Ήταν ακόμη νωρίς. Δεν είχα αποφασίσει. Άφηνα ό­λα τα σημαντικά να τα κάνω αύριο. Είχα ακόμη είκοσι τέσσερις ώρες καιρό. Έβγαλα από την τσάντα μου το λευκό φάκελο να τον διαβάσω αλλά η ανάγκη μου για ντους ήταν επιτακτική. Τον άφησα στο τραπεζάκι και μπήκα στο μπάνιο. Το νερό δεν είχε ακόμη καλά ζεσταθεί. Κοίταξα το τσιτωμένο μπαλόνι μπροστά μου. Τώρα το χρώμα ήταν κρεατί.

Ρουφούσα το γάλα μου με σπαστό καλαμάκι ξαπλωμένη στον καναπέ του Αντρέα στο καθιστικό. Είχε τραβήξει τα παντζούρια να μη μ' ενοχλεί το φως. Ή­ταν δυτικό. Είχε μπει εκείνος στο μπάνιο και πλενό­ταν. Άφησα το ποτήρι στο τραπεζάκι όταν άρχισε το καλαμάκι να μου δίνει σκέτο αέρα. Είχα τα μάτια μου όλη την ώρα κλειστά. Δεν ήθελα πια να βλέπω. Είχα την αίσθηση πως κολυμπούσα σε μια απέραντη θάλασ­σα, πηχτή σαν γιαούρτι, που δεν με άγγιζε όμως. Πε­ρισσότερο έμοιαζε με πάχνη. Δεν ήταν χειροπιαστή η μάζα της. Τόσο πολύ με είχε απορροφήσει αυτή η δραστηριότητα του μυαλού μου που σχεδόν αναπήδη­σα όταν ξανάρθε η πρώτη σουβλιά στην κοιλιά μου. Δαγκώθηκα να μη φωνάξω. Κουκουλώθηκα παραπά­νω περιμένοντας με υπομονή τη συνέχεια. Η δεύτερη σουβλιά δεν άργησε να έρθει με περισσότερη ένταση. Σχεδόν τα χείλη μου είχαν τρυπηθεί από τα μπροστινά μου δόντια. Προσπαθούσα να σταματήσω τον ένα πό­νο προκαλώντας κάποιον άλλο. Οι σουβλιές σιγά σιγά πλήθαιναν. Μ' έσπρωχναν να σηκωθώ. Παρέμενα ό­μως με το ζόρι ξαπλωμένη και κουκουλωμένη. Είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ άλλο με την κοιλιά.
Άκουσα τον Αντρέα που μπήκε στο δωμάτιο. Μύ­ρισε όλος ο χώρος σαπούνι. Μ' άρεσε. Δεν κουνήθηκα καθόλου. Είχα αποφασίσει να μην τον αφήσω να καταλάβει τίποτα για τους πόνους. Ότι και να γινόταν θα συνέβαινε εδώ μέσα. Τώρα ή λίγο αργότερα. Αν επρόκειτο να γεννήσω αυτό θα το 'κανα πάνω σ' αυτόν τον καναπέ. Κάτω απ' αυτή την κουβέρτα. Μόνη μου. Με τον Αντρέα θεατή. Έτσι κλαπ θα ξεπεταγόταν το παιδί από κάτω μου και θα του 'λεγα να δαγκώσει το λώρο να τον κόψει. Απλά. Σαν τα ζώα. Θα βάζαμε το μωρό σ' ένα διπλωμένο σεντόνι και θα φεύγαμε. Ή μπορεί να βύθιζα τα δόντια μου βαθιά στο λαιμό του και να ρούφαγα ό,τι ρουφούσε εκείνο μέχρι τώρα από μένα.
Οι σουβλιές τώρα είχαν κατέβει στο υπογάστριο και μου δημιουργούσαν ερεθισμό. Όσο πιο πολύ βάρος και πόνο αισθανόμουν εκεί κάτω τόσο πιο πολύ ήθελα να κάνω έρωτα. Ένιωθα τον εαυτό μου να 'χει φτάσει στα όριά του πλέον. Άπλωσα τα χέρια μου στον Α­ντρέα και ήρθε κοντά μου. Πέταξα από πάνω μου την κουβέρτα κι άφησα το παραμορφωμένο μου σώμα λεία στο βλέμμα του. Τον είδα να χαμογελά. Δεν τον ξένιζε τίποτ' απ' όλα αυτά. Σχεδόν τα περίμενε. Στο βάθος του είχε αποδεχτεί την ανθρώπινη φύση σαν τον πιο περίπλοκο λαβύρινθο του κόσμου. Ή είχε φτάσει και αυτός στα όριά του; Τον ευγνωμονούσα πάντως και ας συνέβαινε ότι ήθελε απ' τα δυο. Με κοιτούσε χωρίς να μιλά. Κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. Μπορούσα να τον οδηγήσω στον κόσμο μου άλλη μια φορά. Πήρα το χέρι του και χάιδεψα μ' αυτό την κοιλιά μου. Το κρά­τησα στο υπογάστριο την ώρα που οι σουβλιές διασχίζανε, αστραπές, τα τοιχώματα. Έκλεισα τα μάτια μην καταλάβει. Θα γεννούσα στα χέρια του. Μπορεί και στο στόμα του. Ή πάνω στην κοιλιά του. Στο σηκωμέ­νο του όργανο. Μισή διαλυμένη από ηδονή μισή στην προσμονή του γεγονότος. Που έμοιαζε να ’ρχεται. Να φτάνει αργά αργά. Θέλει λίγο ακόμη. Η κοιλιά μου σφίγγεται, σφαδάζει. Τα δάχτυλα του Αντρέα τρίβουν επιδέξια το φύλο μου. Έχω ερεθιστεί τρελά. Και πο­νάω. Και περιμένω. Πρώτος έρχεται ο οργασμός και διακόπτει τον πόνο. Και ύστερα γελάω. Ο Αντρέας με κοιτάζει στα μάτια. Και συνεχίζει. Ο πόνος σχεδόν υποχωρεί. Αφήνει ελεύθερο πεδίο στους οργασμούς μου. Μια μανία με κυκλώνει. Με σφίγγει πάνω της. Κάτι σαν θάνατος. Θέλω αυτός ο οργασμός να με πά­ρει μαζί του. Μια μείξη από φωτιά και κύμα. Ίπταμαι. Κολλάω στο ταβάνι. Αρχίζω να πυροδοτώ το χώ­ρο με φλόγες. Η σκεπή ξεκολλά κι ανεβαίνει. Οι ατμοί μας σπρώχνουν ψηλά. Ένα γέλιο δυνατό αγγίζει το μυαλό μου. Πονάνε οι παρειές μου καθώς τραβιούνται. Βλέπω τον Αντρέα. Τα μάτια του είναι καστανά. Ξα­πλωμένος στον καναπέ. Πάνω στην κοιλιά του το κρεάτινο μπαλόνι μου κουνιέται ρυθμικά. Μέσα στον κόλπο μου το όργανο του παλεύει, το νιώθω σκληρό και δυνατό. Με πονά. Πόνος ηδονικός που κάνει και τις σουβλιές να μου φέρνουν ευχαρίστηση. Τρίβομαι πάνω του με μανία. Η κλειτορίδα έχει πάρει φωτιά. Συνθλίβεται πότε στο σηκωμένο όργανο πότε στις τρί­χες του εφηβαίου. Καινούριο κύμα έρχεται από βα­θιά. Δυναμώνει. Ασπρίζει. Φουσκώνει, αγγίζει το ά­πειρο. Το περιμένω να ξεσπάσει. Και νάτο. Αφρισμέ­νο και δυνατό κατακλύζει το σώμα. Σπάει. Κομματιά­ζεται. Μας παίρνει μαζί του. Μόρια σκόνης ταξιδεύ­ουμε στον άνεμο. Αυτή η αίσθηση δεν έρχεται δεύτερη φορά. Είναι η γέννηση. Δεν είναι η κοιλιά μου που γεννάει. Είμαι εγώ που γεννιέμαι ξανά. Ρουφάω τον κόσμο απ' τις τεντωμένες αισθήσεις μου. Το μυαλό εί­ναι πλήρες. Δεν χωράει τίποτ' άλλο. Μπορώ τώρα να πεθάνω.
Ο Αντρέας μένει ακίνητος. Έχει κλείσει τα μάτια. Παγιδευμένος και 'κείνος στην αναγέννηση του εαυ­τού του. Σηκώνομαι.
Ο κόλπος μου έχει πλημμυρίσει υγρά. Καθώς τραβιέμαι στάζουν στην κοιλιά του. Πρέπει να πάω στο μπάνιο. Θυμάμαι ακόμη πού είναι ευτυχώς. Βαδίζω σχεδόν με τα μάτια κλειστά. Δεν θέ­λω ν' ανάψω το φως. Φτάνει όσο έρχεται απ' το μικρό παράθυρο. Ο λευκός φάκελος αστράφτει στο μικρό τραπεζάκι αλλά μπορεί να περιμένει. Το σπέρμα τρέχει στα πόδια μου. Κάθομαι στην κρύα λεκάνη και αδειάζω μέσα σ' αυτήν το περιε­χόμενο του κόλπου μου. Και τότε ξανάρχεται πάλι η σουβλιά χαμηλά. Πιο χαμηλά. Στην ίδια τη μήτρα. Κι είναι αβάσταχτα πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά. Αν γεννήσω τώρα, το μωρό θα πέσει μεσ' στη λεκάνη. Τραβιέμαι. Οι δυνάμεις μου μ' έχουν πια εγκαταλεί­ψει. Παραπατάω και πέφτω στο πάτωμα. Λευκά πλα­κάκια κοντά στο πρόσωπο μου. Λευκό. Είναι το χρώ­μα που πάντοτε μισούσα. Δεν μπορεί τίποτα να κρυ­φτεί πάνω σ' αυτό. Νιώθω να στάζω. Ο κόλπος μου έχει ακόμη υγρά. Ασταμάτητα. Ανοίγω τα πόδια με κόπο. Ακουμπώ την πλάτη γυμνή στα πλακάκια του τοίχου. Παραξενεύομαι, δεν νιώθω το κρύο. Το σώμα μου βγάζει ακόμη φωτιά. Και τότε αρχίζει ο κόλπος μου ν' αδειάζει. Τα υγρά από μέσα μου δεν σταματά­νε. Ένα ποτάμι που κυλάει ανάμεσα στα πόδια μου. Καυτό. Και γλοιώδες. Προσπαθώ ν' ανοίξω τα μάτια αλλά δεν μπορώ. Στο μυαλό μου αντηχούν εσωτερικές φωνές. Ένα κλάμα μωρού. Γοερό. Δεν ξεχωρίζω κα­λά. Μοιάζει να ζητάει βοήθεια. Κι εγώ πλημμυρίζω. Κάποιος γεννιέται εδώ μπροστά στα κλειστά μου μά­τια. Τι να ‘ναι αυτό που βγαίνει από μέσα μου, αν δεν είναι ο μικρός Παναγιώτης; Νιώθω ακόμη τα υγρά να κυλάνε. Ένας σπασμός. Βάζω το χέρι μου από κάτω. Κολυμπάω στα υγρά που βγαίνουν από μέσα μου. Και τότε μονάχα ανοίγω τα μάτια αργά.
Τα λευκά πλακάκια μπροστά μου προβάλλουν βαμμένα. Μ' ένα πολύ σκούρο κόκκινο χρώμα. Ζωηρό και βαθύ. Αραιό που πήζει στις άκρες. Ζεστό και γλοιώδες. Έκανε το δωμάτιο να μυρίζει σάπιο. Μια μυρωδιά που ερχόταν απ' τα λευκά πλακάκια του δαπέδου. Ήταν το κόκκινο χρώμα που άφηνε πάνω τους στά­μπες. Κάτι μεγάλα σκούρα λουλούδια που μπορεί και να μην έβγαιναν ποτέ. Το κόκκινο ταξίδευε στο πάτω­μα φτιάχνοντας μικρές γυαλιστερές, στην αρχή, κι ύ­στερα θαμπές, στεγνές λίμνες. Κοιτούσα χωρίς αγωνία τον εαυτό μου υγροποιημένο που χυνόταν στα πλακά­κια. Το κόκκινο δεν θα τέλειωνε ποτέ. Γλιστρούσε ζε­στό ανάμεσα στα πόδια μου γεμίζοντας το οπτικό μου πεδίο. Ό,τι έβλεπα ήταν κόκκινο. Το βλέμμα μου το ανακάλυπτε στις γωνιές του δωματίου, κάτω απ' την κλειστή πόρτα ν' απορροφιέται απ' το χαλάκι του δια­δρόμου. Έβγαινε από μέσα μου ζωντανό και πέθαινε στην επαφή του με την ατμόσφαιρα. Είχα την αίσθηση πως κάθε ίχνος ζωής μέσα μου εξατμιζόταν. Το μυαλό μου τυλιγμένο στο κόκκινο δεν έβλεπε πια παρά ελάχι­στα και θολά τον έξω κόσμο. Ήταν αποκομμένο απ' την πραγματικότητα. Ωστόσο εγώ, σε πείσμα, εξακο­λουθούσα ακόμη να ζω. Προσπάθησα να σηκωθώ αλ­λά το σώμα μου δεν είχε τη δύναμη να υπακούσει. Στις εντολές του μυαλού απαντούσε το σώμα μ' ένα μού­διασμα. Μια παραίτηση. Χωρίς αγωνία. Σαν θεατής εξακολουθούσα να παρακολουθώ πώς βουλιάζω μεσ' την δική μου πηχτή κόκκινη θάλασσα που ανέβαζε σταγόνα σταγόνα τη στάθμη της αδειάζοντας το περιεχόμενο της κοιλιάς μου. Την έβλεπα να μικραίνει σταδιακά. Σαν να ρουφιόταν. Σαν να ξερνούσε αυτά που είχε τόσο καιρό μαζέψει. Αίμα και τίποτα. Θυμή­θηκα το λευκό φάκελο ξανά. Το μυαλό μου δεν σταμα­τούσε να δουλεύει. Σαν από μακριά άκουσα τη φωνή του Αντρέα να μου φωνάζει: «Ο λευκός φάκελος γράφει ότι το τεστ είναι αρνητικό!» Η φωνή πολλαπλασιαζόταν σαν ηχώ. Αρνητικό! Αρνητικόοο! Δεν είχα βέ­βαια τη δύναμη να γελάσω. Αλλά ξαφνικά άρχισα να γελάω. Δυνατά. Εκκωφαντικά. Το γέλιο χτυπούσε στα κρύα πλακάκια και ξαναγύριζε τρυπώντας τ’ αυτιά μου. Δεν υπήρχε πια καμιά αμ­φιβολία. Αυτό που κυλιόταν στο πάτωμα δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά το αίμα μου. Μέσα απ' το σώμα μου έβγαινα υγροποιημένη μόνον εγώ. Η σκοτεινή ματωμένη τρύπα μου γεννούσε εμένα. Ήταν σα να μ’ έβλεπα κιόλας μπροστά μου. Ω, τι όμορφα που ήταν. Ευτυχώς βγήκα καλά. Πρώτο το κεφάλι. Το κλάμα που ακούστηκε προηγουμένως στο μυαλό μου σίγουρα ήταν η πρώτη μου ανάσα. Ναι, μαμά, είμαι καλά. Βουλιάζω αλλά ανα­πνέω. Κρυώνω έτσι ολόγυμνο βρέφος όπως είμαι. Και πεινάω τόσο ξαφνικά.
Ακούω βήματα και τεντώνω τ' αυτιά μου. Μπορεί να ‘ρχεται επιτέλους η μαμά να με σώσει. Μέσα σ' όλα αυτά τα υγρά θα μπορούσα να κρυώ­σω. Μα πώς με παράτησε έτσι νεογέννητο; Ευτυχώς που δεν είναι κλειδωμένη η πόρτα. Γα­μώτο, γιατί άναψε αυτό το απαίσιο φως; Αν δει πώς τα 'χω κάνει εδώ μέσα θ' αρχίσει να φωνάζει. Αν και μωρό, έχω συναίσθηση των πράξεων μου. Για σκέψου. Ποτέ δεν πίστευα πως τα νεογέννητα μπορούν να σκέφτονται τόσα πράγματα.
Η πόρτα τρίζει. Δεν θέλω να κοιταχτούμε στα μά­τια. Τα κλείνω. Το χέρι μ' ακουμπά στον ώμο. Κά­ποιος σκύβει από πάνω μου. Ζεστή ανάσα στο πρόσω­πο μου. Ευτυχώς γιατί κόντευα να ξυλιάσω. Με πιά­νει αγκαλιά. Ω, τι υπέροχα ζεστά που είναι εκεί μέσα.
Μπορώ να γείρω το κεφάλι μου στο μεγάλο στήθος. Να πιπιλίσω τη ρώγα, να ρουφήξω γάλα γιατί πεινάω. Να κουρνιάσω. Τι καλά! Όλα προσπαθούν να ξανα­γεννηθούν απ' την αρχή. Δεν έχει σημασία αν οι άλλοι δεν καταλάβουν και με πάρουν για τρελό. Όπως δεν έχει σημασία ποιανού είναι το χέρι που μ' ακουμπά. Το ‘χα ανάγκη αυτό το χέρι. Θέλω να φωνάξω τ’ όνομά μου: «Παναγιώτης», αλλά σιωπώ. Αφήνομαι σ' αυτό το χάδι. Παύω να πονώ. Έχω δραπετεύσει.
«Ευτυχώς, μαμά, δεν θ' άντεχα άλλο», ψιθυρίζω.





                   ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου