Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
   
Ξύπνησα πάλι στ' άγρια χαράματα. Έξω η βροχή λαχανιασμένη χτυπούσε με μανία στα τζάμια. Μέρες τώρα ταλαιπωρούσε το τοπίο φτιάχνοντας γκριζοκίτρινους λεκέδες από λάσπη παντού.
Σχεδόν δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι έβρεχε α­σταμάτητα από την περασμένη Τετάρτη. Έμοιαζε τουλάχιστον  σατανικό. Ο ουρανός δεν προλάβαινε να πάρει λίγο γαλάζιο και νύχτωνε. Η μελαγχολία του τοπίου εξαφάνιζε κάθε διάθεση για αισιόδοξες σκέ­ψεις.
Είμαστε όλοι τεντωμένοι σαν θεατές έργου τρόμου στη σκοτεινή αίθουσα. Το μόνο που, προσωπικά, μπο­ρούσα να κάνω για ν' αντισταθώ σ' αυτή τη θλίψη ήταν να τραβήξω τις κουρτίνες στο παράθυρο.
    Έκανα να σηκωθώ. Μ' έριξε πίσω ακαριαία ένας πόνος αλλόκοτος. Θα έλεγα δολοφονικός. Μέσα μου αγκάθια γεμάτα δηλητήριο πάλευαν να τρυπήσουν τη σάρκα, να βγουν. Διπλώθηκα στα δυο κι έμεινα ασά­λευτη, τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα τοίχου-οροφής. Προσπαθούσα ν' αντιληφθώ τι γινόταν εντός μου. Στ' αυτιά μου έφταναν παράξενοι θόρυβοι. Δεν ήταν της βροχής. Μια πρωτόγονη ορχήστρα με ξυλάκια που έπαιζαν πάνω σε τεντωμένες κοιλιές σκοτωμέ­νων ζώων. Ένα ορμητικό ρυάκι κυλούσε λαχανιασμέ­νο πάνω από ασύμμετρες ακόμη αφάγωτες πέτρες. Μια φωνή φιμωμένη καλούσε: βοήθεια.
    Τέντωσα τ' αυτιά μου ν' ακούσω καλύτερα. Ήμουν και δεν ήμουν απόλυτα ξυπνητή. Οι ήχοι συνέχιζαν σκοτεινοί, ακαταλαβίστικοι. Ανασηκώθηκα. Και πάλι ξανάρθε ο πόνος. Αυτή τη φορά πιο δυνατός. Σχεδόν πολεμικός. Τ' αγκάθια έδωσαν τη θέση τους σ' ακονι­σμένα μαχαίρια. Μ' έλουσε κρύος ιδρώτας. Λουρίδες χαράζονταν στα τοιχώματα του εαυτού μου. Ήχοι α­πό μέταλλο που σκίζει τη σάρκα.
Άναψα το φως στο κομοδίνο. Το κοιμισμένο μυαλό μου άρχισε σιγά σιγά να ξυπνά. Να μετατρέπει τους θαμπούς ήχους και τις ασαφείς αισθήσεις σε πραγμα­τικότητα. Κατάλαβα. Η παράσταση που αντηχούσε στ' αυτιά μου δεν παιζόταν μακριά. Η σκηνή του θεά­τρου ήταν εντός μου. Στο πλάτωμα της κοιλιάς μου.
Ξάπλωσα ξανά σχεδόν χαλαρωμένη. Ο κίνδυνος δεν ερχόταν απ' έξω. Άρα δεν κινδύνευα στ' αλήθεια. Πί­στευα. Δεν μπορούσα βέβαια να πω ότι είχα και εντε­λώς ανακουφιστεί. Τον έξω εχθρό τον πολεμάς. Ο μέ­σα σε διαβρώνει αργά αργά. Ο εαυτός σαπίζει. Η α­ντίσταση του εαυτού χτυπιέται στη ρίζα της. Είχα λοι­πόν έναν εχθρό ταμπουρωμένο στην κοιλιά μου. Δεν ήμουν όμως απόλυτα σίγουρη ότι ο εχθρός είχε προελάσσει τόσο χαμηλά. Ίσως βρισκόταν ακόμη  στο επί­πεδο του μυαλού μου.
Οι ήχοι συνεχίζονταν κανονικά. Μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι έψαχνα να βρω τον κώδικα των σημάτων που μου 'δινε στη δική του γλώσσα το σώμα μου. Το μόνο που κατάλαβα ήταν πως θα 'χανα σίγουρα τον ύπνο μου πράγμα που με αναστάτωσε παραπάνω. Το πρωί είχα μια σημαντική συνάντηση που την περίμενα δυο χρόνια και ήθελα να 'χω φρέσκο το μυαλό μου. Ήταν όμως φανερό ότι ο εαυτός μου κι εγώ αξιολο­γούσαμε διαφορετικά τα πράγματα.
Σηκώθηκα. Οι πατούσες μου σ' επαφή με το γυαλι­στερό ξύλο στο δάπεδο, κρύο σαν πάγος.
Έμεινα για λίγο με το βλέμμα να χαζεύει την κίτρι­νη ομίχλη πάνω από τα σπίτια. Έριχνε ακόμη. Οι στέ­γες εκσφενδόνιζαν πίσω το χαλάζι. Τα δέντρα παγι­δευμένα χωρίς άμυνα. Πριν τον πόλεμο είχε να δει η πόλη τέτοιο καιρό έλεγαν χθες στην τηλεόραση. Πίεσα το μυαλό μου να θυμηθεί. Ύστερα γέλασα με τη σκέ­ψη. Πανάθεμα με. Είχα ο διάολος την εντύπωση ότι από πάντα υπήρχα. Ολόκληρος ο κόσμος γύρω μου υπάρχει όσο υπάρχω κι εγώ. Ανασαίνει μέσα από μέ­να. Ζει εξαιτίας μου. Μου ρίχνει τα βάρη του. Έχω την ευθύνη του. Κουβαλάω μέσα μου τις ενοχές του. Οι σκέψεις πάντα με κάνουν να νιώθω γερασμένη. Σώμα ξερό, αδειασμένο από χυμούς. Σχεδόν εν σήψει. Αν ήταν αλήθεια ότι είχα μέσα μου έναν εχθρό τότε οι ήχοι της κοιλιάς μου προμήνυαν κίνδυνο. Μια εσωτε­ρική επανάσταση. Μια μάχη που είχε ήδη αρχίσει. Το σώμα μου πολεμούσε τον εαυτό μου. Σίγουρα θα υ­πήρχαν σε λίγο θύματα. Αυτή η παράσταση εντός μου με τρόμαζε. Με μαγνήτιζε κιόλας. Πετάχτηκα απ' τη θέση μου νομίζοντας πως ξεφεύγω.
Βάδισα ξυπόλητη τουρτουρίζοντας μέχρι την τζα­μαρία της μπαλκονόπορτας. Στο λιγοστό ωχροκίτρινο φως της αυγής την ανακάλυψα. Με δέος. Τα τελευ­ταία χρόνια ήταν το έσχατο πράγμα που πίστευα ότι μπορούσε να μου συμβεί. Η κοιλιά μου άστραφτε τσι­τωμένη και λευκή. Και πελώρια σαν αυγό. Κάποιας γιγάντιας περιστέρας. Ήταν το πιο συγκλονιστικό πράγμα που είχα αντικρίσει μέχρι τότε.
Ακούμπησα το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι. Νόμιζα θα με συνέφερνε. Οι σκέψεις πάθαιναν φρενίτιδα στο μυαλό μου. Όλες τους σήμαιναν ένα γεγονός. Η κοι­λιά μου φούσκωνε ξαφνικά. Εκεί, μέσα της, στα σκο­τεινά, κάτι γινόταν εν αγνοία μου. Είχα πέσει σε παγί­δα. Η ορχήστρα μου συνέχιζε τον υπόκωφο ρυθμό της. Τα ξυλάκια τυμπάνιζαν τη μονότονη μελωδία στα εσωτερικά τοιχώματα της κοιλιάς μου. Συνέβαινε ένα γεγονός που με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να δεχτώ. Και να το πάρω απόφαση. Ήμουν γκαστρωμένη. Να λοιπόν ποια ήταν η παγίδα. Είχα μπει στο δρόμο που οδηγεί στην κατηφόρα. Εκεί δεν μπορείς να σταματή­σεις να περπατάς. Σε σπρώχνουν οι άλλοι καθώς κυ­λάνε μαζί σου. Ο δρόμος οδηγεί χαμηλά. Στο βάθος του υπάρχει μια μοναδική πινακίδα. Γράφει τέρμα. Τίποτ' άλλο. Έκανες τη διαδρομή για τη διαδρομή. Έζησες όπως όλοι. Τίποτ' άλλο. Είχες πέσει και συ  στην παγίδα.
Τράβηξα το φανελάκι να σκεπάσω την κοιλιά μου. Δεν ήθελα να τη βλέπω. Μέρες τώρα φοβόμουν πως κάτι επρόκειτο να μου συμβεί. Δεν τολμούσα όμως να ονοματίσω αυτό το φόβο. Γιατί πίστευα ότι ο φόβος μας για κάτι γεννάει μαζοχιστικά τον πόθο μας γι' αυ­τό.
Το φανελάκι δεν ήταν αρκετό για να σκεπάσει την κοιλιά μου. Η ζεστασιά του κρεβατιού είχε χαθεί εντε­λώς. Μαζί με την ανάσα μου κόλλησε στην τζαμαρία - λευκή πάχνη χρωμάτιζε το γυαλί. Η θέρμανση δεν δούλευε τέτοια ώρα και αμφέβαλλα πολύ αν θα την έβαζαν και αργότερα. Η διαχειρίστρια είχε πει ότι το πετρέλαιο σχεδόν τέλειωνε, με τις βροχές και την πλημμύρα στους δρόμους είχαμε αποκλεισθεί. Η κα­ταστροφή κατέκλυσε πάλι την Αθήνα. Παρέλυσε τη ζωή της. Εφτά μέρες βροχής ήταν αρκετές. Γέλασα στη σκέψη. Εφτά μέρες ήταν αρκετές για μια κατα­στροφή. Ανυπεράσπιστη πόλη. Στην αγωνία σου μ' έ­χεις καταπιεί. Κι εγώ σε ροκανίζω. Κι ύστερα ο φόβος με ξανάστησε στο δωμάτιο. Η φιμωμένη κραυγή για βοήθεια ξανάρχισε στα σπλάχνα μου, με κυρίεψε. Η κοιλιά δεν μπορούσε να χωρέσει καθόλου πια κάτω απ' το μικρό φανελάκι, δεν φορούσα τίποτ' άλλο. Την κράτησα στα χέρια μου, ανάμεσα στις υγρές μου πα­λάμες. Όχι με τρυφερότητα αλλά με διάθεση ερευνη­τική. Συγκεντρώθηκα σ' αυτή τη σαρκική επαφή. Πα­ρακολουθούσα. Κάτω απ' τις φούχτες μου ένιωσα το τσιτωμένο δέρμα να τεντώνει. Μικροί τριγμοί ηλέκτρι­ζαν τις παλάμες. Ο ήχος μεταφέρθηκε αυτόματα στο μυαλό κι επεξεργαζόμενος έδωσε το σήμα που έμοιαζε τρελό: Η κοιλιά μεγάλωνε συνεχώς.
Συγκράτησα την έκπληξη μου πριν γίνει κραυγή και πληγώσει την ήρεμη σιωπή του δωματίου. Έσφιξα τις γροθιές μου. Ψιθύρισα βουβά τα ξόρκια των παιδικών μου χρόνων, τότε που τρεμόπαιζε η κουρτίνα. Και το τέρας έτριζε τα σιδερένια του δόντια. Κουκουλωνό­μουν με το σεντόνι μέχρι επάνω λέγοντας τα μαγικά. Ύστερα τραβούσα το σεντόνι. Το τέρας είχε φύγει. Τώρα είχε τρυπώσει εντός μου.  
   
Η νύχτα είχε αρχίσει να ξανοίγει. Έβλεπα το χαλά­ζι ολοστρόγγυλο, κεντητό, να χτυπάει το παραδομένο τοπίο. Το παράκανε πια. Σίγουρα κανείς δεν θα κυ­κλοφορήσει σήμερα στους δρόμους σκέφτηκα. Παρά­ξενο θέαμα η Αθήνα ερημωμένη. Ίσως είναι ο μόνος τρόπος να ξασπρίσει το γκρίζο της.
Λοιπόν, απευθύνθηκα με τη σκέψη στον εαυτό μου. Γκαστρώθηκες. Υπέκυψες στο επαναλαμβανόμενο θαύμα της φύσης. Εγώ που το επεδίωκα από τη μια και ύστερα έβρισκα τον τρόπο να του ξεφεύγω. Αλλά το μυαλό πάντα εφευρίσκει κάτι για να σε κρατήσει στην επιφάνεια. Κολυμπάμε πάνω της. Από κάτω βρί­θει ο βυθός. Δεν πρέπει να κοιτάξουμε. Ένα βλέμμα μονάχα και χανόμαστε. Υπάρχουν παράξενα πολύ­χρωμα φυτά. Φυτά που τρώνε τα ψάρια. Και ψάρια μεγάλα, εντυπωσιακά, ανθρωπόφαγα. Εκθαμβωτικές, μικρές, υδρόβιες, επικίνδυνες υπάρξεις. Ο βυθός σα­γηνεύει. Απαγορεύεται να ξεχνιέσαι. Να 'μαι λοιπόν που κολυμπάω σ' αυτή την επικίνδυνη θάλασσα σαν αυτόματο. Ευτυχώς έφτασε στην ώρα της η κοιλιά. Έτσι φουσκωμένη και μεγάλη θα με κρατήσει στην ε­πιφάνεια. Θέλω δεν θέλω. Θα εκτελέσει χρέη σωσί­βιου. Η κοιλιά θα γίνει το δικό μου σωσίβιο. Η μυστι­κή σανίδα σωτηρίας μου. Αλλά αυτό δεν πρέπει να το μάθει κανείς, σκέφθηκα. Ιδιαίτερα εκείνοι στο αφιλό­ξενο ίδρυμα. Ούτε όμως κι εκείνος. Μονάχα εγώ θα πρέπει να ξέρω τον τρόπο που επιπλέω.
Ένιωσα το κρύο να με συνεπαίρνει, έτσι γυμνή κο­ντά στην παγωμένη τζαμαρία και είπα να ξαναγυρίσω στο κρεβάτι. Εκείνος κοιμόταν ακόμη βαθιά. Το στόμα ελαφρά μισάνοιχτο, έβγαιναν  σιγανά οι συριγμοί. Α­ναδεύτηκε ενοχλημένος στον ύπνο του, γύρισε στο άλ­λο πλευρό. Κι εγώ έκλεισα τα μάτια. Συγκράτησα τη διάθεση μου να κραυγάσω: Βοήθεια, είμαι γκαστρω­μένη.
Είχε πια εντελώς ξημερώσει. Φυσικά δεν με έπαιρνε ο χρόνος να ξανακοιμηθώ. Οι σκέψεις πολλές, είχαν συσσωρευθεί στο μυαλό μου. Ζητούσαν επειγόντως ταξινόμηση, συνειδητοποίηση.  Να ληφθούν οι δέου­σες αποφάσεις.
Ο Λύσιος άρχισε και αυτός να ξυπνά. Τον είδα να σαλεύει. Κι ύστερα να μουγκρίζει ελαφρά. Ονειρευό­ταν ακόμη. Τα μάτια του έπαιζαν. Ξερόβηξε. Κι ύστε­ρα άνοιξε τα βλέφαρα. Το βλέμμα του κατευθείαν σε μένα. Άκουσε άραγε το μυαλό μου; Έμεινα ακίνητη. Αναρωτήθηκε γιατί ξύπνησα έτσι νωρίς. Είπα ρίχνει χαλάζι πάλι. Το καλοριφέρ είναι παγωμένο. Θα φτιά­ξω καφέ. Εκείνος έμοιαζε να συνεχίζει ξύπνιος το ό­νειρο του. Άπλωσε τα χέρια σαν να με καλούσε κοντά του, τον πλησίασα και γύρισε προς τη μεριά μου. Απ' το πάπλωμα αναδύθηκε μυρωδιά σπέρματος από χτες. Ο Λύσιος μου χαμογελούσε σαν παιδί δείχνοντας το όργανο του. Τεντωμένο. Κόκκινο. Άρχισε να το παί­ζει στα χέρια του αργά, ηδονικά. Το πρωί είχε πάντα διάθεση. Με κοίταξε σχεδόν παρακλητικά. Σίγουρα έ­πρεπε να αναβάλω τον καφέ γι' αργότερα, σκέφθηκα και χώθηκα θέλοντας και μη κάτω απ' το πάπλωμα. Ήταν ζεστά ευτυχώς.
Τα χέρια του άρχισαν να μαλάζουν δυνατά τα βυζιά μου, με πονούσε. Δεν μιλούσα. Ο Λύσιος βιαζόταν να το κάνει πριν αποτινάξει ολότελα τον ύπνο απ' το μυαλό του. Παρασυρόταν από τις φαντασιώσεις που κολυμπούσαν στο μισοκοιμισμένο του εγκέφαλο. Έ­μοιαζαν να τον κυριεύουν όλο και πιο πολύ. Ευτυχώς δεν έδειχνε να 'χει προσέξει την κοιλιά μου. Σκαρφά­λωσε πάνω της βιαστικά, το πάπλωμα κύλησε απ' το σώμα του, μείναμε ξεσκέπαστοι, δυο σώματα κολλημέ­να, γυμνά, με φόντο τη βροχή. Άλλοτε θα το 'βρισκα τουλάχιστον ρομαντικό. Τώρα στο μυαλό μου είχε πή­ξει η σκέψη της κοιλιάς μου.
Τα δάχτυλα του σαλιωμένα έψαχναν τη σκοτεινή τρύπα. Γλίστρησε μέσα μου βιαστικός. Οι κινήσεις του γρήγορες, σχεδόν μηχανικές. Σε κάθε σπρώξιμο ένιω­θα την κοιλιά μου να δυστροπεί. Προσπαθούσα να κρατήσω λίγη απόσταση μην τη συνθλίψει. Ύστερα σκέφτηκα καλύτερα να τον βοηθήσω να τελειώσει πριν σκορπιστεί το περιεχόμενο της πιτσιλίζοντας τοίχους και σεντόνια. Ένα βογκητό συρτό βγήκε απ' το στόμα του. Μαρία, σου χύνω. Το υγρό ξεχείλισε στον κόλπο μου. Για λίγο σιωπή. Ακινησία. Η βροχή δυνάμωσε και άρχισα ν' αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαν να κυ­κλοφορήσουν τα λεωφορεία στην Πατησίων.
Ο Λύσιος αποτραβήχτηκε από πάνω μου. Τα χείλη του ζεστά και λίγο υγρά στο μέτωπο μου. Μου χαμο­γελούσε σαν παιδί ζητώντας συγγνώμη για κάποια α­ταξία του. Τον κοίταξα. Σχεδόν δεν άκουσα τι μου είχε πει. Σκέφτηκα πως ότι και να 'ταν καλύτερα να χαμογελάσω. Σηκώθηκε γρήγορα και τυλίχτηκε στη ρόμπα του. Βιαστικά έβγαλε απ' την τσέπη το πακέτο κι άναψε τσιγάρο, έτρεξε ξυπόλητος στο μπάνιο.
Κοίταξα το ρολόι. Επτά. Είχα ακόμη λίγο χρόνο. Το σπέρμα είχε τρέξει στον κώλο μου και μούσκευε το κατωσέντονο. Μαντάρα έγιναν πάλι σκέφτηκα. Έπρε­πε να τ' αλλάξω ξανά. Και να θυμηθώ ν' αγοράσω χαρτομάντιλα. Η έλλειψη τους σήμαινε περισσότερα σεντόνια τη βδομάδα για πλύσιμο. Ένιωσα να κρυώ­νω και τράβηξα πάνω μου το πάπλωμα. Ύστερα όμως θυμήθηκα τον καφέ και προτίμησα να σηκωθώ. Έπια­σα το καλοριφέρ χωρίς καμιά ουσιαστική ελπίδα. Η παγωμάρα κρατούσε τη θέση της καλά. Ένα ζεστό μπάνιο ίσως με συνέφερε καλύτερα απ' τον καφέ. Ά­κουσα τον Λύσιο να τραβά το καζανάκι κι ύστερα το νερό να κελαρίζει στην μπανιέρα. Μπήκα την ώρα που τέλειωνε το σφύριγμα του τελευταίου τραγουδιού της Αλεξίου.
«Έχεις φούσκωμα;». Τον κοίταξα να δω που έβλε­πε. Το βλέμμα του χαμηλά στην κοιλιά μου. Ασυναί­σθητα άπλωσα τα χέρια μου να την κρύψω στις παλά­μες μου. Την ίδια στιγμή άρχισα να ακούω και πάλι την παράσταση της. Προσπάθησα σφίγγοντας τη να την κάνω να σταματήσει κι η φιμωμένη κραυγή για βοήθεια αντήχησε ξανά στο μυαλό μου. Την ένιωσα να 'ναι τόσο δυνατή που φοβήθηκα μήπως την άκουσε και εκείνος. Ο Λύσιος όμως δεν φαινόταν ούτε καν να περιμένει απάντηση  στην ερώτηση του.
Είχε τελειώσει το μπάνιο του και άρχισε με την πε­τσέτα και σκουπίζει βιαστικά το σώμα του. Η υγρασία τον έκανε να τουρτουρίζει. Τον βοήθησα να τελειώσει πιο γρήγορα και του έδωσα τη ρόμπα να τυλιχτεί. Μου χαμογέλασε. «Έφτιαξες καφέ;» «Όχι ακόμα.» «Άσε τον φτιάχνω εγώ.»
Μπήκα στην μπανιέρα κι άφησα το ζεστό νερό να τρέχει παντού σ' όλο μου το σώμα, τα μάτια κλειστά, ξεκίνησα να ταξιδεύω. Μέσα στους αχνούς που γέμι­ζαν το στενό χώρο του μπάνιου το μυαλό μου χαλάρω­σε. Αφέθηκα στις εικόνες του. Προσπαθώντας να ται­ριάξω το παζλ στο μέλλον. Μου ξέφευγε ευέλικτο, δεν μπορούσα να το συλλάβω. Ακόμη μια φορά που ένιω­θα να μου γλιστράνε οι μυστικές προθέσεις του εαυτού μου. Κάτω απ' το ζεστό νερό που γέμιζε ατμούς το στενό χώρο, θόλωνε τον καθρέφτη του μπάνιου, έπηζε μέσα στη μύτη μου, ανάσαινα με δυσκολία. Και συνει­δητοποίησα: η κοιλιά μου μεγάλωνε σαν το μανιτάρι. Χωρίς ανάσα. Με ταχύτητα αστραπής.
Και να τος πάλι ο πόνος. Κάθε φορά που η κοιλιά έδινε ώθηση να μεγαλώσει με ξέσκιζε μια σουβλιά που έμοιαζε ατέλειωτη. Διέσχιζε τα σωθικά μου απ' άκρη σ' άκρη. Διπλωνόμουν  στα δυο ασυναίσθητα. Μόνο τότε ησύχαζε. Κοίταξα το λυγισμένο μου σώμα στον καθρέφτη - θολός απ' τους ατμούς, η εικόνα που έδινε σαν όνειρο. Είχα από ώρα αυτή την αίσθηση ότι ονειρεύομαι. Κάτι απ' όλα δεν έμοιαζε αληθινό. Ίσως αυ­τό να 'ταν μονάχα η κοιλιά μου. Μου 'χουν μιλήσει για τη δύναμη του πνεύματος που μπορεί να εμφανίσει πράγματα εκεί που δεν υπάρχουν. Το βλέμμα ακόμη στον καθρέφτη. Έκανα μια μικρή δοκιμή. Έκλεισα τα μάτια σφιχτά και τ' άνοιξα ξανά απότομα. Αντίκρυ στον αχνισμένο καθρέφτη εγώ. Μπροστά μου η κοιλιά μου πρόβαλε όπως την ένιωθα. Μεγάλη. Άσπρη. Τε­ντωμένη. Γυαλιστερή. Σαν αυγό. Σκέφτηκα:  Άρα υ­πάρχει. Και σίγουρα πήρε δυο πόντους ακόμα. Πού θα έφτανε, λοιπόν;
   
Στο περίγραμμα της πόρτας ανάμεσα στους ατμούς διέκρινα τον Λύσιο θολά. Είχε ντυθεί. Κοστούμι, που­λόβερ. Γραβάτα. Στα χέρια του το παλιό του μακρύ μοντγκόμερι. Το 'χε φέρει απ' την Αγγλία. Πέρασαν χρόνια. Εφτά ή οχτώ.  Δεν θυμάμαι. Ευχόταν να πάρει μπρος το αυτοκίνητο. Τα πάντα ήταν μουσκεμένα και παγωμένα. Έκανε βλακεία που δεν είχε βάλει αντιψυ­κτικό. Μπορεί να έσπαζε η μηχανή. Το βρήκα υπερβο­λικό κάτι τέτοιο. Ο καφές,  συνέχισε, είναι στην κουζί­να. Να μη βγω καλύτερα. Ας πάω άλλη μέρα στο ίδρυ­μα. Ό,τι ήθελε έλεγε, σκέφτηκα. Ύστερα τον έχασα πέρα απ' τους ατμούς, ο ήχος της εξώπορτας που ανοιγόκλεισε σφράγισε την αναχώρηση.
Πετάχτηκα απ' την μπανιέρα και σκουπίστηκα βια­στικά. Ήμουν πλέον μόνη στο σπίτι, ευτυχώς. Ο κα­φές ήταν σχεδόν κρύος, ήθελε ζέσταμα. Μέσα στο σπίτι θα ήταν το πολύ 12 βαθμοί, τουρτούριζα. Απ' το παράθυρο δεν έβλεπα κανένα να βαδίζει στο δρό­μο. Μια πόλη έρημη. Έμοιαζε σαν να 'ταν κιόλας νε­κρή. Μισάνοιξα το παράθυρο και αφουγκράστηκα. Προσπάθησα να μαντέψω τους ήχους ανάμεσα στο χτύπημα της βροχής. Στενά μακριά ο θόρυβος της Πατησίων ελάχιστος. Κάτι ήταν κι αυτό. Δεν έμοια­ζαν ακόμη όλα νεκρά. Η Πατησίων αντιστεκόταν. Προσπαθούσε να επιβιώσει. Σκέφτηκα πως τελικά θα 'ταν καλύτερα να μείνω σπίτι. Να τηλεφωνήσω και στο γραφείο πως ήμουν λίγο αδιάθετη. Θα γλίτωνα τις μετακινήσεις μέσα σε τέτοια βροχή. Αμέσως στο μυαλό μου πρόβαλε το μεγάλο κόκκινο πέτρινο σπίτι χωμένο στα δέντρα, στο βάθος του δρόμου. Εκεί δεν μπορούσα να μην πάω. Ακόμη και με τον κατακλυ­σμό . Αυτή η συνάντηση δεν μπορούσε ν' αναβληθεί. Το ίδρυμα με περίμενε. Ευχήθηκα μόνο τα λεωφορεία να μπορούν να πλεύσουν τη λεωφόρο μέχρι τους Α­γίους Αναργύρους.

Το ρολόι χτύπησε κιόλας οκτώ. Το είχα ρυθμίσει χτες, συνυπήρχαμε πάλι. Οι δυο μας όταν μέναμε μό­νοι στο σπίτι μετρούσαμε το χρόνο που πλησίαζε. Βή­ματα αργά. Στο μυαλό κάλπαζαν όμως. Χτυπούσαν στα τοιχώματα και γύριζαν πάλι απ' την αρχή. Ρεκόρ που δεν είχε νόημα. Χαμογέλασα στη σκέψη. Το μυα­λό φτάνει πάντα πριν από σένα στο τέλος ενώ εσύ εί­σαι μόνο στην αρχή. Βιαζόμαστε και χάνουμε το κου­βάρι της διαδρομής. Αυτό είναι. Ξαναγυρίζουμε λοι­πόν. Όλο ξαναγυρίζουμε στην αρχή. Αναθεωρούμε, διορθώνουμε, μετανιώνουμε. Ζούμε τα ίδια πράγμα­τα με άλλη όψη, είμαστε πάντα στην αρχή βαδίζοντας ολοταχώς προς το τέρμα.
Ένιωσα ξανά τυλιγμένη στις απαισιόδοξες σκέψεις μου - με κατέκλυζαν τον τελευταίο καιρό.

Ο καφές ήταν πιο γλυκός απ' ό,τι τον έπινα συνή­θως και μου 'ρθε αναγούλα. Ρίγη κατέβηκαν κατά μή­κος της σπονδυλικής μου στήλης, άρχισα να τρέμω. Φυσικά ανακάλυψα πως ήμουν ακόμη γυμνή μετά το μπάνιο στην παγωμένη κουζίνα, το παράθυρο ορθά­νοιχτο, η κοιλιά μου ακουμπούσε στο μαρμάρινο περ­βάζι.
Άκουσα να χτυπά το τηλέφωνο. Ο Λύσιος θα 'ναι,  σκέφτηκα, να δει αν θα μείνω σπίτι ή έφυγα, τ' άφησα να χτυπάει. Αδιαφόρησα. Ήμουν πολύ απορροφημέ­νη στα δικά μου. Έτσι και αλλιώς στην ουσία δεν ή­μουν εκεί. Είχα φύγει κιόλας με τη σκέψη. Ήμουν ο­λόκληρη μια απουσία. Δραπέτης του εαυτού μου. Συ­γκεντρωνόμουν μονάχα εκεί, σ' αυτό το στρογγυλό ση­μείο του σώματος μου. Μια ατέλειωτη συμπύκνωση σ' ένα μονάχα γεγονός. Γκαστρωμένη.
Ντύθηκα βιαστικά με όσα πιο πολλά μάλλινα μπο­ρούσα, γαλότσες, γάντια και σκούφο. Δεν είχα αδιά­βροχο. Τηλεφώνησα στο γραφείο και αναγκάστηκα να πω ότι ψηνόμουν  στον πυρετό. Ο αντιπαθής τύπος προσπάθησε να με πείσει να κατέβω, κατάλαβα πως το γραφείο είχε διαλυθεί, οι μεταφράσεις όμως μπο­ρούσαν εν πάσει περιπτώσει να περιμένουν. Έκλεισα.  Αυτή τη φορά είχα αποφασίσει ν' ακολουθήσω το νή­μα του εαυτού μου που έλπιζα να με οδηγήσει στα στενά του λαβύρινθου μέχρι το φως.
Η παγωνιά στο δρόμο ήταν τσουχτερή. Βάδιζα με μικρά προσεκτικά βήματα στο κατάστρωμα της λεω­φόρου. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα μαλακιά λάσπη και γλιστρούσαν. Σε πολλά  σημεία σπασμένα κλαδιά δέντρων που δεν αντιστάθηκαν για πολύ στο χαλάζι. Τα αυτοκίνητα του δήμου θα 'πρεπε κιόλας να 'χαν φροντίσει να τα μαζέψουν. Μου 'ρθε να σκάσω στα γέλια. Ποιος νοιάζεται;
Η Πατησίων είχε μια όψη μοναδική. Με ξάφνιαζε αυτή η πόλη που έβρισκε πάντα τρόπο να κρατιέται στη ζωή αργοπεθαίνοντας. Τα λεωφορεία λιγοστά, γλιστρούσαν και αυτά. Κατευθύνονταν μόνο από το ένστικτο επιβίωσης των οδηγών τους. Αφέθηκα σ' έ­να απ' αυτά και έλπιζα να φτάσω στους Αγίους Α­ναργύρους. Οι επιβάτες ήταν λίγοι. Κάθισα σε μια θέση κενή δίπλα στο παράθυρο. Το λεωφορείο ταξί­δευε άλλοτε πλέοντας κι άλλοτε γλιστρώντας. Μερι­κοί τρόμαξαν, ήθελαν να κατέβουν. Ο οδηγός δεν σταμάτησε παρά μόνο στην κανονική στάση παρά τις διαμαρτυρίες. Οι περισσότεροι κατέβηκαν. Οι άλλοι το διακινδύνευσαν και έμειναν. Το λεωφορείο ξεκίνη­σε πάλι. Οι εναπομείναντες επιβάτες άρχισαν να σχο­λιάζουν ειρωνικά εκείνους που κατέβηκαν. Θα 'μαστε όλοι κι όλοι πέντε. Ο οδηγός προσπαθούσε να κρατή­σει το όχημα κοντά στο ρείθρο. Είναι πιο σταθερά ε­ξήγησε.
Απορροφήθηκα πάλι κοιτάζοντας τη βροχή από τις σκέψεις μου. Άρχισε ξανά να με ταλανίζει η ιδέα της κοιλιάς μου. Με νέα αιτία. Καινούριο θηρίο είχε βγει τώρα και έκανε επίθεση. Η ιδέα βασανιστική είχε καρφωθεί στο μυαλό μου, με γέμιζε φόβο. Έπεσα σε βαθιά περισυλλογή, ένιωσα τα δάχτυλα μου να πονά­νε,  είχα φάει τα νύχια μέχρι ρίζα. Αμέσως ρούφηξα το αίμα που πρόβαλε σε μια άκρη τους και τ' άφησα στο στόμα μου μέχρι να σταματήσει.
Αν καταλάβουν εκεί πως είμαι γκαστρωμένη, την πάτησα, σκεφτόμουν όλη την ώρα. Το μέλλον δεν έ­μοιαζε ευχάριστο. Η σκέψη που προσπαθούσα ν' απο­φύγω ξεχείλισε. Σίγουρα θα μου απορρίψουν την αί­τηση. Φυσικά τρομοκρατήθηκα στην ιδέα να ξαναρχί­σω τα πάντα άλλη μια φορά απ' την αρχή και σηκώθη­κα αποφασισμένη να κατέβω πριν το τέρμα. Θα γυρί­σω πίσω. Δεν είμαι ακόμη έτοιμη να τους αντιμετωπί­σω. Εχθρικά βλέμματα. Υποψίες. Σούσουρο. Και τέ­λος άρνηση επίσημη, τελειωτική. Χτύπησα το κουδούνι για στάση. Είμαστε κιόλας στο τέρμα ακού­στηκε η φωνή. Το νόημα της πόνεσε το μυαλό μου. Κοίταξα τον οδηγό που χαμογελούσε. Εγώ και εκείνος μόνοι στο λεωφορείο. Η εκκλησία των Αγίων Αναργύ­ρων δέσποζε στο χώρο. Δείλιασα. Αλλά προχώρησα. Άλλη μια φορά δεν κατόρθωσα να ξεφύγω απ' την παγίδα του εαυτού μου - με οδηγεί συνεχώς παρακά­τω σπρώχνοντας.
Κατέβηκα απ' το λεωφορείο και άνοιξα την ομπρέ­λα. Έριχνε ακόμη με μανία. Ο κόσμος ελάχιστος. Το περίπτερο της πλατείας κλειστό. Είχα σκεφτεί ν' αγο­ράσω τσιγάρα. Όταν με πιάνει αγωνία καπνίζω. Περ­πατούσα με δυσκολία στον ανηφορικό δρόμο. Ήξερα πως δεν θα γυρίσω πίσω τώρα που έφτασα μέχρι εδώ. Κοίταξα από πάνω την κοιλιά μου. Το παλτό φαρδύ την κάλυπτε. Πέρασα το χέρι μου από πάνω της ακο­λουθώντας το σχήμα της. Η καμπύλη τροχιά αναδει­κνυόταν απειλητικά έντονη. Αν έβγαζα το παλτό θα την έβλεπαν. Η βροχή δυνάμωσε ξανά. Η ομπρέλα άρ­χισε να βαραίνει και γω βάδιζα αργά ενώ το μυαλό πυρετικά σχεδίαζε τις σκηνές. Δεν μπορούσα να σκε­φτώ τίποτα που να κάνει την κοιλιά μου να περάσει απαρατήρητη. Άρχισα να μονολογώ απ' την αγωνία. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από μένα στο μικρό ανηφορικό δρόμο που στενεύει πηγαίνοντας. Βάδιζα προς το τέρμα, θέλοντας να γυρίσω πίσω. Ή­δη μετά τη στροφή διακρίνονταν τα μεγάλα δέντρα. Στο βάθος τους το μακρόστενο, κόκκινο, πέτρινο σπίτι περίμενε να με καταπιεί. Ξανάφερα στο νου την από­φαση ν' ακολουθήσω το νήμα του εαυτού μου στο μο­νοπάτι. Εκεί θα συναρμολογούσα τα κομμάτια μου απ' την αρχή.
Διακινδύνευσα να δουν την κοιλιά μου και δρασκέ­λισα το κατώφλι. Η σιδερένια πόρτα άνοιξε αργά, με είχαν δει απ' το πέτρινο σπίτι. Ο φύλακας δεν ήταν στο στέκι του σήμερα - τέτοια παγωνιά. Η βροχή είχε εξαφανίσει τα λουλουδένια παρτέρια της μεγάλης αυ­λής, παρ' ολίγο να χάσω το δρόμο μου, όλα τα σημά­δια είχαν εξαφανιστεί κάτω απ' τις λάσπες. Μια φω­νή. Γύρισα προς τα κει. Ένα παράθυρο μισάνοιχτο, η κυρία Αντωνία Σ. μου κουνούσε το χέρι. Η πόρτα στ' αριστερά της. Ήμουν ήδη κάτω απ' το υπόστεγο. Έ­κλεισα την ομπρέλα κι έσφιξα στη μέση μου το παλτό. Φοβόμουν μήπως ανοίξει ξαφνικά και φανεί η κοιλιά μου.
Η κυρία Αντωνία Σ. με χαιρέτησε ευγενικά, σχεδόν χαρούμενα, ένιωθα ωστόσο μια ψυχρότητα στο βάθος  της, ήταν τυπική. Στο γραφείο της έκανε κρύο. Δεν έχουν θέρμανση; ρώτησα. Φυσικά, τι  λόγος, απλώς δεν άναψε ακόμη, υπερασπίστηκε την οργάνωση. Δεν μπόρεσα να μην κοιτάξω απ' την πίσω μεριά του γρα­φείου, κοντά στα πόδια της, να κοκκινίζει μια μικρή, ατομική, ηλεκτρική σόμπα. Παρακολούθησε το βλέμμα μου. «Νιώθω ρίγη, ίσως είμαι κρυωμένη», δικαιολογή­θηκε. Κι εγώ συλλογίστηκα τα μικρά παιδιά στους πα­γωμένους θαλάμους. «Όχι δεν θέλω καφέ, έχω πιει. Ευχαριστώ.»
Με κοιτούσε απ' την αρχή εξεταστικά. Από πάνω μέχρι κάτω. Ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται και έσφιξα πιο πολύ το παλτό γύρω στην κοιλιά μου. «Τι παγωνιά σήμερα, δεν μπορώ ν' αποχωριστώ το παλτό» ανταπέδωσα την κοροϊδία. Η κυρία Αντωνία Σ. χαμο­γέλασε, όπως και γω πριν, με κατανόηση. Αυτό όμως μ' έκανε να τρομάξω. Να κατάλαβε τίποτα;  Τράβηξε το βλέμμα της από πάνω μου και άνοιξε το συρτάρι του γραφείου της. Έβγαλε από μέσα προσεκτικά ένα μεγάλο κόκκινο ντοσιέ και φυλλομέτρησε τα χαρτιά που είχε μέσα. Κάτι  σκεφτόταν. Κάτι σκεφτόμουν κι εγώ. Το μυαλό μου κάλπαζε πάλι με πυρετό. Είδα την κυρία Αντωνία Σ. να σηκώνεται βιαστικά αποφασισμένη. Είχε καταλάβει φαίνεται τι προσπαθούσα να της κρύψω. Στα μάτια της άστραφτε μίσος. Πάντα το 'νιωθα πως με μισούσε. Μέχρι προ ολίγου με θεωρού­σε άχρηστη. Ένα πλάσμα περιττό που δεν έχει τη δυ­νατότητα να δικαιολογήσει τη θηλυκή του ύπαρξη σ' αυτό τον κόσμο. Τώρα με μισεί πιο πολύ γιατί έπαψε να με θεωρεί περιττή μ' αυτό που κατάλαβε ότι συμβαίνει στην κοιλιά μου.
Την βλέπω να έρχεται καταπάνω μου. Φοβάμαι πως δεν θα διστάσει κιόλας να με κλοτσήσει στην κοιλιά. Όμως όχι, έχει κάτι άλλο στο νου. Και χωρίς αναστο­λές τα κοκαλιάρικα χέρια της τραβάνε το παλτό μου. Ο εφιάλτης συμπληρώνεται με το ξέφρενο γέλιο της. Εγώ σφίγγω όσο μπορώ το παλτό με τρελή, βασανιστι­κή αγωνία. Το παλτό σκίζεται, τραβιέται. Αποκαλύπτει.  Αποκαλύπτομαι μπροστά της. Με κοιτάζει ειρωνικά. Ώστε μας κοροϊδεύετε Μαρία;  Ποια είναι λοι­πόν η αιτία όλου αυτού του παιχνιδιού; Νιώθω να βουλιάζω σ' ένα ατέλειωτο πηγάδι χωρίς πάτο.  Ο ί­λιγγος κάνει το κεφάλι μου να βουίζει. Ασυναίσθητα τα χέρια μου  σφίγγουν την κοιλιά μου. Η μέγαιρα στέ­κεται μπροστά μου και γελά. Ακόμη πιο δυνατά. Το γέλιο ακούγεται στη διαπασών. Το χαχανητό της σκορπιέται στο χώρο. Ξαναγυρίζει, ατέλειωτη βουή. Στα χέρια της γυαλίζει ένα τρυπάνι. Θέλει μ' αυτό να παραβιάσει την κοιλιά μου. Δεν μπορώ να την εμποδί­σω. Ούτε καν ν' αντιδράσω. Μου λείπει η δύναμη. Ή θέλω κι εγώ να μάθω τι κρύβεται εκεί μέσα. Προσπα­θώ να μιλήσω. Δεν βγαίνει ήχος. Κάπου στο βάθος ο εγκέφαλος μου στέλνει απεγνωσμένα μηνύματα.  Αν δεν έχω τρελαθεί σίγουρα έχω πολύ κουραστεί.
Η εικόνα της κυρίας Αντωνίας Σ. μεταβάλλεται. Θολώνει και ξαναπαίρνει σάρκα και οστά. Το κρύο της χαμόγελο διακοσμεί ξανά τα στεγνά χείλη. Κρατά ένα μεγάλο φύλλο χαρτί στα χέρια της. Με κοιτάζει ανέκφραστα στα μάτια. Λέει αυτό που κουβαλήθηκα σήμερα, εδώ μέσα, μ' αυτό τον καιρό ν' ακούσω. «Την ερχόμενη βδομάδα γίνεται το συμβούλιο. Θα περάσει η αίτηση σας οπωσδήποτε. Κάντε υπομονή.. Φάγαμε το γάιδαρο.»
Βλέπω τα δάχτυλα μου, έχουν ασπρίσει, σφίγγουν με δύναμη τις άκρες του παλτού μην ανοίξει. Η απέ­ναντι μου σηκώνεται αργά. Δεν γνωρίζει σίγουρα τί­ποτα για μένα. Τίποτα έξω απ' αυτά που τυπικά ζητά­νε οι αιτήσεις του ιδρύματος. Ονοματεπώνυμο. Χρο­νολογία γέννησης. Τόπος. Οικογενειακή κατάσταση. Μόρφωση, επάγγελμα, εισόδημα. Και δύο άτομα, όχι συγγενικά, να δώσουν πληροφορίες. Δεν ήξερε ποια ήμουν στ' αλήθεια. Αλλά αυτό τότε δεν το 'ξερα ούτε εγώ. Είναι τυπικά όλα αυτά είχε πει. Η βαθύτερη ου­σία είναι να μπορέσετε ν' αγαπήσετε το παιδί κι εκείνο να νιώθει πως έχει μια οικογένεια. Στην πραγματικό­τητα είχε κάνει ότι μπορούσε για να μ' απορρίψει, προβάλλοντας πάντα τυπικές, όπως επέμενε να τις ο­νομάζει, δικαιολογίες. Σχεδόν είχα αρχίσει να την α­ντιπαθώ πολύ όταν θυμήθηκα ότι πάνω απ' αυτή υ­πήρχαν άλλοι και πάνω απ' όλους το δημόσιο, μεγάλη η χάρη του, ο κύριος υπαίτιος της κατάστασης. Η σκέ­ψη μου μαλάκωσε και χαρίστηκα στην κυρία Αντωνία Σ. Ύστερα σκέφτηκα πως το δημόσιο αποτελείτο από άτομα σαν κι αυτή και της θύμωσα πάλι.

Σηκώθηκα προσεκτικά κρατώντας πάντα σφιχτά τυ­λιγμένο το παλτό μου. Οι φράσεις της αντηχούσαν α­κόμη στ' αυτιά μου. Θα περάσει το θέμα απ' το συμ­βούλιο την ερχόμενη βδομάδα. Είμαστε λοιπόν πολύ κοντά στο τέλος. Πολύ κοντά σε μια καινούρια αρχή. Η κυρία Αντωνία Σ. δεν απομακρυνόταν πολύ απ' τη γωνία του γραφείου της μην ξεφύγει απ' την τροχιά της ηλεκτρικής σόμπας. Μου μιλούσε ωστόσο σκύβο­ντας προς το μέρος μου. Ζήτησα να δω το μικρό Πα­ναγιώτη και συμφώνησε. Ο καιρός πλησίαζε και θα 'πρεπε να έχω εξοικειωθεί αρκετά μαζί του. Συμφω­νούσε πως καλό θα ήταν να τον έβλεπα από σήμερα όσο το δυνατόν συχνότερα. Κάθε μέρα αν μπορούσα. Κι εγώ το 'θελα. Κάτι πιο πολύ από θέληση. Ήταν ανάγκη. Αναλογιζόμουν ωστόσο με αγωνία πώς θα περνούσε όλος αυτός ο καιρός που θα επισκεπτόμουν εδώ στο ίδρυμα τον Παναγιώτη προσέχοντας να μην ανακαλύψει αυτή ή κανένας άλλος την κοιλιά μου.
Η κυρία Αντωνία φώναξε μια κοπέλα να με οδηγή­σει στους θαλάμους των παιδιών. Η νέα κοπέλα φο­ρούσε τη λευκή ποδιά του ιδρύματος. Το βλέμμα της είχε μια παθητικότητα ζώου. Όλη της η παρουσία με προκαταλάμβανε θετικά, ένιωθα όμως μια θλίψη. Σκέ­φτηκα πως θα είχε ζήσει όλη της τη ζωή στο ίδρυμα. Κι ίσως δεν θα 'φευγε ποτέ. Εκπαιδευόταν να γίνει μια καινούρια κυρία Αντωνία. Πρόσεξα σήμερα πως κούτσαινε ελαφρά απ' τ' αριστερό της πόδι. Κατάλα­βα γιατί ήταν ακόμη εδώ. Κανείς δεν γύρευε ποτέ να υιοθετήσει παιδί με πρόβλημα. Και η κοπέλα έδειχνε το πρόβλημα να το είχε εκ γενετής. Θυμήθηκα τα μυω­πικά μάτια του μικρού Παναγιώτη. Δεν με πείραζε αυτό το πρόβλημα. Δεν σήμαινε τίποτα για μένα μπροστά στην τρομακτική μου επιθυμία ν' ανταποκρι­θώ σ' αυτό το μοναδικό πράγμα που οι άλλοι περίμε­ναν από μένα. Έτσι είχα βαλθεί με κάθε τρόπο ν' α­ποκαταστήσω τη φύση. Να δικαιολογήσω στα μάτια τους την παρουσία μου ανάμεσα στους ζωντανούς. Τί­ποτ' άλλο δεν ζητούσαν από μένα. Κάθε άλλη πράξη μου θεωρείτο από περιττή μέχρι γελοία. Είχαν κερδί­σει την παράδοση μου πριν ακόμη δώσω μάχη.
Οι σκέψεις του παρελθόντος υποχώρησαν. Πήρε τη θέση τους χωρίς περιστροφές το βουνό από σάρκα που βάραινε μπροστά μου. Την ένιωθα να τεντώνει όλο και πιο πολύ. Πίστεψα ξαφνικά πως κάποια στιγμή θα σπάσει. Κι ο τόπος θα πλημμύριζε από έντερα, βλέν­νες, αίματα - μια δυσωδία.
Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε που ξεκίνησα τις ενέργειες μου στο ίδρυμα για να υιοθετήσω παιδί. Τώρα, δυο χρόνια μετά, θα μου έδιναν ένα. Τώρα δυο χρόνια μετά είχα κι εγώ γκαστρωθεί. Αλλά ακόμη δεν ήξερα τι άλλα παράξενα μου μαγεί­ρευε ο εαυτός μου.
Προχωρούσα μαζί με την κοπέλα αμίλητη  στους θαλάμους. Βρήκαμε το μικρό Παναγιώτη να ξεφυλλί­ζει κάποιο βιβλίο με εικόνες καθισμένο σ' ένα πάγκο. Τ' άλλα παιδιά γύρω του, μεγαλύτερα στην ηλικία, έ­παιζαν χρησιμοποιώντας πρωτόγονα παιχνίδια. Για τον Παναγιώτη δεν υπήρχαν παιχνίδια. Και οι άλλοι δεν τον έπαιζαν. Απόρησα γι' αυτό. Δεν σκέφτηκα να ρωτήσω μπροστά στην επιθυμία που μου παρουσιά­στηκε ξαφνικά να τρέξω και να τον γεμίσω φιλιά. Κρατήθηκα ωστόσο. Ακόμη δεν είχε περάσει η υπόθε­ση απ' το συμβούλιο. Ο μικρός με κοίταξε με το παι­διάστικο βλέμμα του,  λίγο φοβισμένο, λίγο ανέκφρα­στο, ήταν και δεν ήταν εκεί. Σιγουρεύτηκα. Η υπόθε­ση είχε πολλές πιθανότητες να περνούσε απ' το συμ­βούλιο με θετικά αποτελέσματα. Το ίδρυμα ήθελε ν' απαλλαγεί απ' το μικρό Παναγιώτη.  Άπλωσα το χέρι μου και μετά από ένα μικρό δισταγμό έβαλε μέσα του το δικό του χέρι. Τον τράβηξα ελαφρά και σηκώθηκε. Άφησε το βιβλίο προσεκτικά δίπλα του. Κινήσεις με­τρημένες. Οδηγημένες εκ των προτέρων από κάποιον μέσα στο ίδρυμα. Είχα δίκιο.  Αυτό που με φόβιζε πιο πολύ και συγκρατούσα τις εκδηλώσεις της συμπάθειας μου ήταν μη χαλάσω τη δική του μέχρι στιγμής, στε­ρημένη έστω, ισορροπία. Η κοπέλα του έβαλε ένα μι­κρό παλιό αδιάβροχο με κουκούλα. Ρούχα αταίρια­στα, φορεμένα πριν χρόνια από άλλα παιδιά του ι­δρύματος. Ο Παναγιώτης κι εγώ θα βγαίναμε μια με­γάλη βόλτα κάτω απ' το υπόστεγο για πρώτη φορά. Πρόσεξα τ' άλλα παιδιά - μας κοιτούσαν. Εμένα και το μικρό Παναγιώτη. Είχαν σταματήσει το παιχνίδι.  Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν ζήλευαν. Ή αν κορόι­δευαν.
Βγήκαμε. Η κοπέλα έμεινε. Λίγα βήματα και τους άκουσα να γελούν. Όχι δεν κορόιδευαν. Έπαιζαν. Και η κοπέλα μαζί τους.

Κανείς από τους δυο μας δεν μιλούσε. Κατεβήκαμε στο λασπωμένο υπόστεγο περπατώντας χέρι χέρι ο κα­θένας βυθισμένος στα δικά του. Δεν του είχαν πει πως τον είχα ζητήσει. Το ίδρυμα το κρατούσε μυστικό. Με είχαν συμβουλέψει και μένα το ίδιο. Αν τελικά δεν τον έπαιρνα θα 'ταν μεγάλο πλήγμα για το παιδί. Είχαν δίκιο βέβαια. Μόνο που καθώς όλα γίνονταν στο περί­που έτσι, το κάθε παιδί καταλάβαινε συνειρμικά τι συ­νέβαινε και στο ίδιο. Και κάτι χειρότερο. Βούλιαζε στις αμφιβολίες. Προτίμησα να μην παραβιάσω αυτή την πλασματική ισορροπία και παρέμεινα αμίλητη. Μην ξέροντας τι να πω,  που να μην έκανε έναν απ' τους δυο μας να πονέσει. Πήγα να τον αγκαλιάσω και κρατήθηκα. Φοβήθηκα μην αισθανθεί κάτω απ' το παλτό μου τη μεγάλη μου κοιλιά.
Τον έβαλα να καθίσει σ' ένα μικρό πεζούλι που βρή­κα χωρίς λάσπες κάτω από το υπόστεγο. Υπάκουσε χωρίς καμιά αντίδραση. Η παθητικότητα του μπορού­σε να σε τρελάνει. Γονάτισα μπροστά του. Τα μάτια μου χωθήκανε βαθιά στα δικά του, διαπέρασαν το φράγμα των γυαλιών. Σαν θωπεία αγγίχτηκε το βλέμ­μα. Δεν έκλεισε τα μάτια. Έμεινε να με κοιτάζει και 'κείνος σιωπηλός, ανέκφραστος, το ένα μάτι λίγο δεξιότερα από το άλλο - μου είχαν πει πως διορθώνεται με εγχείριση. Του έσφιξα τα χέρια, χαμογέλασα. Περί­μενα. Τον ένιωσα να πάλλεται και ν' αμφιβάλλει. Ύ­στερα η επιθυμία μέσα του νίκησε. Χαμογέλασε και 'κείνος. Τα μάτια του μισόκλεισαν. Μείναμε έτσι να χαμογελάμε ο ένας στον άλλον μ' ελπίδα. Να κοιτιό­μαστέ στα μάτια. Άυλο  αγκάλιασμα. Σφιχτό. Σχεδόν ασφυκτικό. Αρκετή ώρα. Αισθάνθηκα το κρύο να με διαπερνά. Η βροχή μας πιτσιλούσε ασταμάτητα. Ο μι­κρός Παναγιώτης ακίνητος μη χαλάσει η στιγμή. Ρου­φούσε ελπίδα.
Και τότε ξαναφάνηκε δυνατός όσο ποτέ, οξύς, γε­μάτος αγωνία ο πόνος.
Με δίπλωσε πάλι στα δυο. Σχεδόν ξαπλωμένη στο υπόστεγο. Κομματιαζόμουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του μικρού,  στο αφιλόξενο λασπωμένο τοπίο. Η κοιλιά μου έκανε ξανά την παρουσία της αισθητή. Δεν μ' άφηνε για πολύ να ξεχαστώ. Έσφιξα πιο δυνατά το μικρό, αδύναμο παιδικό χέρι. Ανταποκρίθηκε με αγω­νία. Η κοιλιά μου ξανάδινε το μήνυμα. Ήμουν γκα­στρωμένη. Το ερώτημα άστραψε στο μυαλό μου. Υ­πήρχε όλη την ώρα εκεί μέσα. Κι εγώ απέφευγα μόνο να το δω. Το ερώτημα δεν ζητούσε απλά απάντηση. Την απαιτούσε διεκδικητικά. Τι γυρεύω πια εγώ εδώ μέσα μ' αυτή την κοιλιά; Κοίταξα με δέος τον Πανα­γιώτη. Όλα ξανάρχισαν να θολώνουν. Μια ζάλη σαν ηλεκτρισμός πέρασε απ' το μυαλό μου, δεν ήταν η πρώτη φορά. Στεκόταν ακίνητος. Το χαμόγελο έσβηνε αργά στα χείλη του. Ένιωθε αναταραχή. Ίσως ο πό­νος να είχε φτάσει μέχρις εκείνον. Να 'χε λοιπόν κατα­λάβει; Το δίλημμα σφυροκοπούσε το μυαλό μου. Με χώριζε πάλι στα δυο και ήμουν μία. Το κάθε κομμάτι μου χώρια και πονούσε. Νόμιζα πως ο Παναγιώτης ετοιμαζόταν να φύγει. Του έσφιξα το χέρι πιο πολύ. Δεν είχε κινηθεί. Μια τρελή ιδέα αναδυόταν. Πώς δεν το είχα καταλάβει από πριν;  Απ' το βάθος μου ξεκι­νούσε ένα τρεμούλιασμα. Με ταχύτητα απλωνόταν παντού. Ο μικρός γελούσε, ένιωθε χαρά. Κι εγώ στρο­βιλιζόμουν, βουτούσα, χανόμουν μέσα στον εαυτό μου, κολυμπώντας σ' ένα κενό χωρίς βαρύτητα.
Κοίταξα το μικρό Παναγιώτη με το ξαναεμφανισμέ­νο μου χαμόγελο. Ήθελα να του το φωνάξω και κρα­τήθηκα. Ίσως ακόμη να 'ταν πολύ νωρίς για όλους να το μάθουν. Εγώ μονάχα ήξερα το μυστικό. Αν ήταν ποτέ δυνατόν. Μέσα στη μεγάλη μου κοιλιά να παίρ­νει σάρκα και οστά αυτός εδώ. Μήπως τρελάθηκα ή εγκυμονούσα στ' αλήθεια τον Παναγιώτη;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου