Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Έξι και πέντε. Το συμβούλιο είχε αρχίσει εδώ και πέντε λεπτά. Νόμιζα πως το γεγονός θα 'πρεπε να μου δημιουργούσε κανονικά πολύ μεγάλη αγωνία. Έ­μενα ακίνητη. Παρατηρητής. Το μυαλό κουρασμένο. Είχαν πολλά συντελεστεί την τελευταία εβδομάδα. Όσο διαρκούσε η βροχή. Έκανε την Αθήνα να μοιά­ζει σαν να πέρασε από πάνω της ένας πόλεμος. Όλοι είχαμε ένα αόριστο συναίσθημα απειλής. Χωρίς να 'χουμε τη δυνατότητα της φυγής. Ευτυχώς η τηλεόρα­ση είπε ότι αύριο οι βροχές σταματούν. Μας επισκέ­πτεται ο ήλιος ξανά. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Στις συνηθισμένες μας καθημερινές ιστορίες ρου­τίνας. Οι βρυκόλακες που φτιάχτηκαν απ' την κατά­θλιψη της βροχής θα ρουφηχτούν ξανά απ' το μυαλό. Τέρμα η πολυτέλεια της εσωτερικής ζωής. Θα ξαναγί­νουμε εξωστρεφείς. Μεσογειακός λαός χωρίς προβλη­ματισμούς και ανησυχίες. Το να ψάχνεις για την αλήθεια είναι μια κατάρα που φέρνει μαζί της η σκοτει­νιά της βροχής. Με τον ήλιο μπορούμε ν' αφεθούμε ξανά στον κόσμο των ψευδαισθήσεων. Τα υποκατά­στατα αποκτούν πάλι αξία. Μεταφράσεις. Οργασμός εκτελωνισμών. Πολιτικοί λόγοι. Θεατρικές παραστάσεις με σκοπό το κέρδος.
Χωρίς αντίκρισμα.

Ο Αντρέας έμενε ξαπλωμένος δίπλα μου. Τα μάτια κλειστά χωρίς να σαλεύει. Ωστόσο ήμουν σίγουρη πως δεν κοιμόταν. Κάτι περίμενε. Από μένα. Να κάνω εγώ την αρχή. Έμενα αδέξια χωρίς δύναμη για πρωτοβου­λία. Η ώρα ήταν έξι και τέταρτο. Πέρασε ένα τέταρτο από τότε που είχε αρχίσει το συμβούλιο. Η κυρία Αντωνία Σ. μου είχε πει τα θέματα είναι λίγα, στις εφτά το πολύ θα 'χουν τελειώσει. Μπορούσα τότε να τους τηλεφωνήσω. Το μυαλό μου αρνιόταν να σχηματίσει το πρόσωπο του μικρού Παναγιώτη όσο και να το πίε­ζα. Ήταν πολύ κουρασμένο. Το μόνο που αποζητούσε ήταν ν' αδειάσει και να κοιμηθεί. Αλλά δεν μπορούσα ν' αφήσω τον εαυτό μου να κλείσει τα μάτια. Έπρεπε να είμαι παρούσα στις τελευταίες εξελίξεις. Δεν είχα σκοπό να γίνει τίποτα άλλο εν απουσία μου.
Ο Αντρέας δεν κρατήθηκε για πολύ. «Τι σκέφτε­σαι;» Νοιαζόταν για μένα και το 'δειχνε. Ο Λύσιος δεν είχε κάνει τέτοια ερώτηση ποτέ. Πάντα εγώ ρω­τούσα όταν τον έβλεπα σκεπτικό γεμάτη φόβο μήπως με κατηγορήσει για κάτι. Κοιτούσε αφηρημένος πολ­λές φορές έξω απ' το παράθυρο. Μου θύμιζε τον πα­τέρα μου. Ξέφευγε από κοντά
μου. Κι ένιωθα ένοχη γι' αυτό. Εγώ πάντα ευθυνόμουν αόριστα. Μια ενοχή που την κουβαλούσα μέσα μου από παιδί. Ο Λύσιος δεν απαντούσε. Με κοίταζε νεκρά. Δεν ήξερε και 'κείνος σε τι αλήθεια είχα φταίξει. Ένιωθα και γω τα φίδια που έσφιγγαν το δικό του μυαλό. Ο Λύσιος ήταν κι εκείνος ένα κομμάτι μισό όπως και γω. Δεν μπορού­σε να τον ολοκληρώσει η παρουσία μου. Τότε κάναμε έρωτα μανιασμένοι. Εγώ έβαζα τα δυνατά μου να νιώσει ικανοποιητικά. Κι εγώ ν' απαλλαγώ από την ενοχή μου. Δουλεύαμε και οι δύο για 'κείνον. Ποτέ δεν κατάλαβε τη δική μου ελλιπή συμμετοχή. Το 'βρισκε φυσικό να 'ναι έτσι. Με όλες ήταν έτσι. Άρα έτσι ήταν σωστό. Δεν τολμήσαμε να το ψάξουμε ποτέ. Εγώ φοβόμουν μη δει πως είμαι μισή και λακίσει. Ένιωθα ένοχη ακόμη και που υστερούσα. Δεν μπορούσα ούτε στις πιο τρελές μου φαντασιώσεις να διώξω από πάνω μου αυτή την ενοχή. Πέρασα εφτά χρόνια μαζί του. Βαρύ παρελθόν. Δεν ολοκληρωνόταν όμως το παρελ­θόν μου στα εφτά αυτά μόνο χρόνια. Βυθιζόταν πολύ βαθιά. Έφτανε μέχρι τους εραστές των εφηβικών μου χρόνων. Έσφιξα το χέρι του Αντρέα. Έτσι απλά του είπα ευχαριστώ. Με κοίταξε απορημένος και μετά χα­μογέλασε. Ήταν τυχαίο είπε. Κατάλαβα πως βρισκό­μαστε σε διαφορετικά κανάλια σκέψης. Ήταν σίγου­ρος πως τον ευχαρίστησα γιατί, κατά κάποιο τρόπο, με έσωσε το μεσημέρι καθώς με πήρε στο αυτοκίνητο του. Δεν ήταν μακριά απ' την αλήθεια. Κατά κάποιο τρόπο ήταν η αιτία που ξανάρχισε το σώμα μου να υπάρχει απ' την αρχή. Τον φίλησα. «Μείνε μαζί μου.»
Με τον Αντρέα γνωριζόμασταν καιρό. Ήξερε πά­ντα για τον Λύσιο. Δεν είχε τολμήσει όμως ποτέ να μ' ενοχλήσει. Νόμιζε πως ήμουν παντρεμένη. Έδειχνα να περνάω καλά. Ενώ τώρα... Τον κοίταξα. Έλπιζα πως το βλέμμα μου είχε όση τρυφεράδα ένιωθα εκείνη τη στιγμή να κυλάει στις φλέβες μου. Εγώ η ίδια πά­ντως δεν μπορούσα πια ν' ακολουθήσω τις μεταπτώ­σεις μου. Ο εαυτός μου μου ξέφευγε, σκάρωνε τα πά­ντα δικά του. «Μείνε μαζί μου.» Δεν μπορούσα ν' α­παντήσω. Ήταν ακόμη νωρίς. Υπήρχαν εκκρεμότητες. Το συμβούλιο. Ο μικρός Παναγιώτης. Η χοντρή κοι­λιά. Δεν ήξερα τι να πω. Ξαφνικά όμως ήθελα να χω­θώ στην αγκαλιά του και να κλάψω πάλι σαν μωρό. Η τρυφεράδα του είχε αγγίξει εντός μου μια ευαίσθη­τη χορδή. Μου ξανάδωσε τη χαρά να πιπιλάω το δά­χτυλο μου. Να βυζαίνω. Να 'μαι μέσα στο σώμα μου. Μπορεί όμως και να 'κανα λάθος. Όλα αυτά να τα είχα εγώ προκαλέσει αλλά και απλά εκμαιεύσει. Να μην έγιναν παρά μόνο γιατί ο εαυτός μου ήταν πια ώριμος να τα δεχτεί. Και τα πήρε. Μετά από σκέψη. Από απεριόριστη ένταση. Από απελπισία για ζωή. Γαμώτο. Πάλι κατόρθωσα όλα να τα μπερδέψω.
Ο Αντρέας με κοιτούσε επίμονα. Ύστερα άναψε τσιγάρο. Κάτι σε μένα τον προετοίμαζε για την αλή­θεια. Ήθελα να φύγω. Όχι εγώ. Ούτε το σώμα μου. Ήταν κάτι άλλο που έσπρωχνε τη Μαρία να φύγει. Άρχισα να φοβάμαι. Δεν ξεκαθάριζε όμως αν ήταν ο φόβος του να μείνω ή του να φύγω. Κοίταξα το ρολόι. Έξι και μισή. Είχα ακόμη μισή ώρα χρόνο. Ύστερα μπορεί να ήταν για πάντα αργά. Θα ενέκριναν την αίτηση μου στο συμβούλιο. Πάρε με ακόμη μια φορά. Τράβηξα το χέρι του και το 'βαλα ανάμεσα στα πόδια μου. Κατάλαβε. Άρχισε να με τρίβει δυνατά. Κοιτιό­μασταν στα μάτια. Ντρεπόμουν που βλέπαμε την αλή­θεια κατάματα, δεν κατέβαζα όμως το βλέμμα. Ήθελα να το γευτώ βαθιά. Το κύμα ήρθε αργά αργά με μεγά­λη ένταση. Δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο τα μάτια ανοιχτά. Έκλεισα σφιχτά τα βλέφαρα μη φύγει καμία σπίθα ηδονής. Να το γευτώ μόνη. Έγινε αυτόματα. Δεν ήξερα τι ένιωθε ο Αντρέας. Δεν τολμούσα να το ψάξω. Μπορεί να συνειδητοποιούσε τι γινόταν. Ίσως να 'ξερε κιόλας από πριν. Ή απλά μπορεί να διασκέ­δαζε μ' ένα καινούριο παιχνίδι. Ή να 'ταν περήφανος που έδινε ηδονή.
Με κοίταζε ακόμη όταν άνοιξα τα μάτια μου. Φιλη­θήκαμε παθιασμένα λες κι ανακαλύπταμε μιαν όαση μέσα στην έρημο. Κι αυτό το χρωστούσε ο ένας στον άλλο. Περίμενε ακόμη την απάντηση μου. Κοίταξα το ρολόι. Είχε περάσει ακόμη ένα τέταρτο. Σηκώθηκα. Πήγα στο μπάνιο. Ένιωθα πάλι από κάτω μου υγρα­σία. Κοίταξα το χαρτί. Όχι, δεν υπήρχε άλλο αίμα. Το αίμα είχε σταματήσει. Η κοιλιά είχε φράξει πάλι τις πόρτες. Ταμπουρωμένη καλά. Το βάρος ωστόσο στο υπογάστριο είχε υποχωρήσει. Δεν θα 'ταν το κε­φάλι του μωρού, σκέφτηκα. Η Ευγενία θα 'κανε λά­θος. Εκτός κι αν το δικό μου κατέβαινε με τα πόδια. Μ' έπιασε πανικός. Κάτι τέτοιο είχα ακούσει πως ήταν επικίνδυνο. Μπορεί να 'βγαινε όλο το σώμα του μωρού και το κεφάλι να ζοριζόταν. Αν έκανε τότε κά­ποιο σπασμό η μήτρα και σφιγγόταν μπορεί να πάθαι­νε το παιδί ασφυξία και να πέθαινε. Να πέθαινε; Δεν ήθελα ούτε καν να το σκεφτώ, καθώς έπιασα το μυαλό μου να συλλαμβάνει μάλλον με ανακούφιση μια τέτοια ιδέα. Πίεσα τον εαυτό μου να πάψει να σκέφτεται, επιτέλους. Πλύθηκα και βγήκα.
Τα λεπτά κυλούσαν ολοταχώς κι ύστερα κόλλησαν στο παραπέντε. Ο Αντρέας με παρακολουθούσε να ντύνομαι. «Δεν κούμπωσες τη φούστα.» Τον κοίταξα. Δεν έκανε λοιπόν τίποτα να με κρατήσει παρ' όλο που ετοιμαζόμουν να φύγω. Ήθελε να το θέλω κι εγώ. Δύ­σκολο μετά από τόσα χρόνια να σου αφήνουν τη δυνα­τότητα να διαλέξεις. Δεν ήξερα πώς γίνεται αυτό. Κι αν ήταν στ' αλήθεια επιλογή. Ή μια άλλη μορφή καταναγκασμού. Διαλέγω σημαίνει επιθυμώ. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που δεν επιθυμείς τίποτα πια; Που θες μονάχα ν' αφήνεις το χρόνο να κυλάει κι ότι βγει. Κρύωνα πάλι. Ο Αντρέας μου 'δωσε ένα δικό του χοντρό πουλόβερ. Γύρισα τα μανίκια τρεις φορές. Έφτανε μέχρι τον πισινό μου. Άφηνε την κοιλιά μου να διαγράφεται σ' όλο της το χάλι. Δεν μιλούσαμε.
Κανείς μας δεν ήξερε ακόμη τι θα γίνει. Είδε που κοί­ταγα πάλι το ρολόι. «Εγώ δεν περιμένω κανένα», είπε. Μ' έκανε να γελάσω. Το ήξερα. Δεν ήταν χωρισμένος γιατί δεν ήταν καν παντρεμένος. Και βέβαια δεν είχε παιδί. Δεν είχε ούτε γονείς. Για αδέλφια δεν είχε πει ποτέ τίποτα. Ξέραμε, ήταν απ' το Άργος. Ο μόνος ίσως που δεν είχε καλλιέργειες με πεπόνια. Αγωνιζό­ταν να σταθεί σε μια δουλειά. Δεν έφταιγε που δεν ήταν καλός. Ήταν που ζητούσε πάντα κάτι παραπάνω απ' αυτό που μπορούσαν να του δώσουν. Ήταν που έδινε πάντα κάτι παραπάνω απ' αυτό που μπορούσαν ν' απορροφήσουν. Έτσι κάτι περίσσευε. Κι εγώ που διψούσα να πάρω ή είχα κουραστεί να δίνω, βρισκό­μουν σε σύγχυση.
Δεν μπόρεσα να συνεχίσω να του το κρύβω. «Περι­μένω μια απάντηση μετά τις εφτά.» Ήθελε να ξέρει αν θα εξαρτιόταν απ' αυτό το αν θα μείνω ή θα φύγω. Δεν ήξερα. Δεν το 'χα σκεφτεί έτσι. Απλά περίμενα μια απάντηση μετά τις εφτά. Και βλέπαμε. Δεν υπήρ­χε η δυνατότητα αυτή τη στιγμή για προγραμματισμό. Για εξαρτήσεις. Όπως έρθει. «Τώρα είναι μετά τις εφτά.» Και ξαφνικά μ' έπιασε πανικός. Θα είχε τελει­ώσει το συμβούλιο. Θα είχαν εγκρίνει την αίτηση. Η Αντωνία Σ. σχεδόν μου το είχε πει. «Μην ανησυχείτε. Όλα θα πάνε κατ' ευχήν.» Κι εγώ ανησυχούσα. Αν το είχαν εγκρίνει μπορεί να το 'παν κιόλας στον Πανα­γιώτη. Θα ετοιμαζόταν το παιδί. Δυο παλιά ρούχα σε μια σακούλα. Έχω την αίσθηση πως με περιμένει να τον πάρω. Ήξερε πάντα πως θα τον έπαιρνα. Μα τότε δεν μένει λοιπόν παρά να γεννήσω. Αύριο είναι σί­γουρα η μέρα μου. Σ' όποια κλινική. Δεν βαριέσαι. Δεν υπάρχει κανείς να πρέπει πια να του εξηγήσω. Ή να του κρύψω. Τι; Τα δυο παιδιά μου. Το μυαλό μου γελάει. Ποια δυο παιδιά μου; Ο Παναγιώτης είναι το μόνο μωρό που θα γεννηθεί. Ξαναβουλιάζω στις σκέ­ψεις. Ήμουν σίγουρη τόσο καιρό πως ο Παναγιώτης μεγαλώνει στην κοιλιά μου. Τώρα το 'βρισκα σχεδόν αστείο. Κάποιο άσχημο παιχνίδι μου παίζει ο εαυτός μου, αν δεν είχα οδηγηθεί οριστικά στην τρέλα. Κα­νείς λογικά δεν μπορούσε να βρίσκεται συγχρόνως σε δύο μεριές. Στο βρεφοκομείο και στην κοιλιά μου.
Ο Αντρέας περίμενε την απάντηση μου. Κι εγώ έμε­να μετέωρη σ' ένα σκοινί. Ακροβατούσα με δυο παι­διά στην αγκαλιά. Και πίστευα ότι ήταν ένα. Μέσα μου όμως μια φωνή κραύγαζε: δεν θέλω κανένα. Έ­νιωθα πως μόλις προ ολίγου είχα γεννηθεί. Και λα­χταρούσα τώρα να ζήσω.
Ο Αντρέας με 'πιασε απ' τους ώμους. «Τι έχεις Μα­ρία;» Του λέω πρέπει να τηλεφωνήσω. Ξέρω την απά­ντηση αλλά πρέπει να τηλεφωνήσω. «Πού;» Εκεί δεν απαντώ. Η ηρεμία μου χάνεται. Αρχίζουν πάλι να τρέμουν τα χέρια μου. Με δυσκολία σχηματίζω τον αριθμό. Ύστερα σκέφτομαι πως θα προδοθώ στον Α­ντρέα και το κλείνω. Με κοιτάζει. Καταλαβαίνει. Προτείνει να βγει απ' το δωμάτιο. Να κατέβει ν' αγο­ράσει τσιγάρα. Ελπίζει να βρει το περίπτερο ανοιχτό. Βάζει το μπουφάν του και βγαίνει. Ακούω το ασανσέρ. Είμαι μόνη. Ξαναβρίσκομαι μαζί μου. Στο χώρο μου. Στην κοιλιά. Στον Παναγιώτη. Στα υποκατάστατα. Ξαναπαίρνω γραμμή με δυσκολία. Τέτοια ώρα φρενιάζουν τα τηλεφωνήματα. Ο κόσμος γυρεύει διέξοδο απ' τη μοναξιά. Τηλεπικοινωνεί. Ο ΟΤΕ κάνει ότι μπορεί να τσιτώνει τα νεύρα σου. Κάθε τηλεφώνημα είναι ένα κατόρθωμα. Χτυπάει. «Την κυρία Αντωνία Σ.» Ακούω που συνδέουν. Έχει τελειώσει λοιπόν το συμβούλιο. Κι ύστερα η φωνή της. Με καταλαβαίνει αμέσως. Λέει με περίμενε. Όμως δείχνει διστακτι­κή. Κάτι προσπαθεί να μου πει. Ακούω κάποιο ναι κι ύστερα κάποιο όχι. Φράσεις ασυνάρτητες. Μοιάζει να προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Αγωνιώ. Τι σημαίνουν αυτά; Πέρασε ή δεν πέρασε η αίτηση; Παίρνω ή δεν παίρνω το παιδί; Από το σύρμα έρχεται σιωπή. Ύστε­ρα κάτι φωνές μακρινές. Γέλια. Οι γραμμές έχουν μπλέξει. «Εμπρός.» Η φωνή της Αντωνίας Σ. ξανάρ­χεται. Λόγια μασημένα. Το μυαλό μου προσπαθεί να διαλευκάνει το μυστήριο. Με αγωνία. Δεν μου δίνουν το παιδί, φαίνεται. Νιώθω να πέφτω απ' το σκοινί. Ο Παναγιώτης με συγκρατούσε. Καθώς βυθίζομαι γε­λάω. Ξαλαφρώνω. Όλα αντιστρέφονται. Μήπως αυτό δεν ευχόμουν στο βάθος; Να ξεγλιστρήσω απ' τον Πα­ναγιώτη. Πιστεύω ότι η Αντωνία Σ. αυτό προσπαθεί να μου πει. Ανακουφίζομαι και σκέφτομαι να της πω δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς έμαθα πως είμαι έγκυος. Όμως ξανάρχεται πάλι η φωνή της γρήγορη. Σχεδόν ψιθυριστή. «Με συγχωρείτε. Ήταν ο ίδιος ο πρόεδρος εδώ. Δεν ήθελα να καταλάβει ότι είσαστε εσείς. Μη νομίσει, καταλαβαίνετε.» Κι ύστερα λίγο πιο δυνατά. Σχεδόν θριαμβευτικά. «Συγχαρητήρια. Το πήρατε το παιδί!»
Ο Αντρέας μπήκε με τα τσιγάρα. Είδα στο βλέμμα του ταραχή. Έτρεξε κοντά μου. Άρπαξε το ακουστι­κό που γλιστρούσε απ' τα χέρια μου. Είπε στην άλλη γραμμή. «Να τη συγχωρείτε τη Μαρία. Είναι ταραγμέ­νη τώρα. Ναι. Θα της το πω να περάσει αύριο από κει.» Το 'κλεισε. Ζήτησα μόνο ένα ποτήρι νερό. Μέχρι να μου το φέρει είχα βάλει κιόλας το παλτό μου. Τον παρακάλεσα να μ' αφήσει το πουλόβερ του. Όχι δεν μπορούσα ακόμη να του δώσω απάντηση. Όλα ήταν σκατά. Ας μου δάνειζε ένα μπουκάλι κονιάκ. Όχι, κα­λά δεν πειράζει. Φεύγω λοιπόν. Θα πάρω ταξί. Δώσε μου τουλάχιστον μερικά τσιγάρα. Ρίχνω στην τσάντα μου το πακέτο. Τον καταλαβαίνω που ανησυχεί. Δεν μπορώ να κάνω όμως τίποτα γι' αυτό. Έχω τώρα τα δικά μου θηρία να παλέψω. Γεια σου. «Η πρόταση μου ισχύει. Περιμένω ακόμη απάντηση.» Ναι αύριο. Η οριστική εκκαθάριση θα γίνει αύριο. Ημέρα Τετάρ­τη. Η ΕΜΥ λέει θα σταματήσουν οι βροχές. Το χαμηλό ξεκαθαρίζει. Τουλάχιστον εντός Αττικής. Και γω δεν μπορώ να καταλάβω ποιος πούστης κατόρθωσε να μου φορτώσει τώρα δυο παιδιά.
Ο Αντρέας με παρακολουθούσε απ' το μπαλκόνι. Του κούνησα το χέρι. Ήθελα να τρέξω πάλι επάνω. Να χωθώ στην αγκαλιά του. Να μην υπήρχε αυτή η κοιλιά. Να μην είχα γνωρίσει ποτέ τον Παναγιώτη. Συνέχισα το δρόμο μου με το κεφάλι σκυφτό. Έπρεπε να προσέχω πού πατάω. Γλιστρούσε σαν τρελό. Βάδι­ζα σχεδόν σουρτά μ' ανοιχτά τα πόδια για περισσότε­ρη ισορροπία. Επιτέλους βρήκα ταξί. Τα λεφτά μου με βγάλαν ίσα ίσα με τόσα δρομολόγια και ταξί αυτές τις μέρες. Δυο στενά και πλήρωνες κατοστάρικο. Σκεφτό­μουν πως θα 'ταν δύσκολο να τα βγάλω πέρα με δύο παιδιά. Είχα και τη δόση της τηλεόρασης. Είκοσι πέ­ντε χιλιάδες το μήνα. Μου έμεναν άλλα τόσα καθαρά. Και δεν είχα ούτε δραχμή για τη γέννα. Άκουγα κάτι τρελά ποσά που έδιναν στις κλινικές. Θα πήγαινα βέ­βαια με το ΙΚΑ. Δεν βαριέσαι. Στην κατάσταση που βρισκόμουν οι πολυτέλειες με μάραναν. Εδώ δεν είχα σκεφτεί ούτε πού θα 'μενα. Εγώ, τα δυο παιδιά και η τηλεόραση. Το περιουσιακό μου στοιχείο. Σκέφτηκα μήπως την ήθελε ο Λύσιος. Ερχόταν άνοιξη, καλοκαί­ρι θα 'χε πολλά ματς. Να την κράταγε και να μου 'δινε όσα είχα πληρώσει μέχρι στιγμής. Και ν' αναλάμβανε τα γραμμάτια. Μόνο που για όλα αυτά έπρεπε να μι­λήσουμε. Καλά που το σκέφτηκα. Σήμερα το βράδυ είχε πει θα 'ρχόταν να μαζέψει μερικά πράγματα. Θα 'βρισκα λοιπόν την ευκαιρία. Ο ταξιτζής ρωτούσε τον αριθμό. Απορροφημένη στις σκέψεις το 'χαμε περά­σει. Θα κατέβαινα εδώ να γυρίσω με τα πόδια. Πέρα­σα απ' την κάβα. Ήταν ανοιχτή. Δεν μπήκα. Έπρεπε να 'χω το μυαλό μου καθαρό ν' αντιμετωπίσω τα γεγονότα.

Το σπίτι ήταν όπως πάντα κρύο. Και ακατάστατο μέχρι τρέλας. Θα πρέπει ν' ανάψω το σομπάκι. Η λά­μπα της κουζίνας έχει καεί. Δεν υπάρχει βέβαια άλλη να την αλλάξω. Βγαίνω γρήγορα απ' την κουζίνα και ανάβω όλα τ' άλλα φώτα του σπιτιού. Με φοβίζει να τριγυρίζω μόνη στο σκοτεινό σπίτι. Όχι για κλέφτες και τέτοια. Φοβάμαι γενικά και αόριστα. Τα έπιπλα μήπως μεταμορφωθούν. Τους τοίχους μην ανοίξουν. Μην αρχίσει και χαμηλώνει το ταβάνι. Στην κάθε γω­νιά, μπορεί να κρύβεται ο δράκος, τα δόντια του είναι μυτερά. Πόσων χρονών ξαναγίνομαι αλήθεια; Γλι­στράω σε κάτι που μοιάζει νερουλό. Μοιάζει σαν εμε­τός που ακόμη δεν στέγνωσε τελείως. Απ' τα πρωινά ξεχασμένα γεγονότα, σκέφτομαι. Τι άλλο θα βρω εδώ μέσα. Καλύτερα να φέρω το σφουγγαρόπανο. Πλα­τσουρίζω σ' όλο το σπίτι μέχρι το μπάνιο. Πατάω σε χαρτιά. Είναι γραμμένα. Κάποια στιγμή φαίνεται πως θα 'χα προσπαθήσει να τελειώσω εκείνες τις μεταφρά­σεις. Στο διάολο. Τα κλοτσάω. Παίρνω το σομπάκι και πηγαίνω στο δωμάτιο. Κλείνω την πόρτα.
Σε λίγο οι αντιστάσεις κοκκινίζουν. Αρχίζω και ζε­σταίνομαι. Βγάζω τα ρούχα μου κοιτάζοντας στον καθρέφτη. Σιχαίνομαι το σώμα μου μ' αυτή τη κοιλιά. Σκέφτομαι τον Αντρέα. Πώς μπόρεσε; Τους πιάνει δέος. Τι είδους άντρας είναι ο Αντρέας; Ίσως δεν υ­πάρχουν είδη στους ανθρώπους. Είναι όλοι απ' όλα. Ή καλύτερα σκέτο άνθρωποι. Αν ξεφύγεις και δεν τυποποιηθείς μένεις άνθρωπος. Κι αυτό είναι ασυνήθι­στο, ξαφνιάζει. Δεν ξέρεις τι να κάνεις μ' έναν άν­θρωπο. Το βλέμμα του σκοντάφτει στο μυαλό σου. Ψάχνει και βρίσκει. Καταλαβαίνει. Έχει αντιδράσεις απρόβλεπτες. Κυλάει. Είναι ρευστός. Καταλαβαίνεις πως ζει. Δεν μένει να κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο. Πώς να φερθείς σ' έναν άνθρωπο στ' αλήθεια; Νιώθω την επιθυμία μιας ατέλειωτης βόλτας στη θάλασσα. Να 'χει και λίγο κύμα. Στο βάθος της ν' ασπρίζει. Η θάλασσα μεταβάλλεται. Σαν τους άτυπους ανθρώ­πους. Που σημαίνει πως ζει. Τη ζηλεύω. Έχω την αί­σθηση της απόλυτης τυποποίησης. Θα γίνω λοιπόν μητέρα ως εσύ πρόσταξες, με δυο παιδιά.
Η πίεση ξανάρχεται στο υπογάστριο. Κάθομαι στο κρεβάτι όσο πιο βολικά μπορώ. Μια σκέψη με κόβει στα δύο. Ήρθε η ώρα μου. Γεννάω. Δεν μένουν παρά λίγες ώρες. Ίσως μονάχα αυτό το βράδυ. Ξαπλώνω έτσι γυμνή πάνω απ' το πάπλωμα. Κοιτάζω το ταβάνι. Έχει κάτι σχέδια που δεν τα είχα προσέξει άλλη φορά μέσα στα εφτά χρόνια, για σκέψου. Θα 'ναι λέω απ' την υγρασία. Από πάνω υπάρχει μεγάλη βεράντα. Η μόνωση της πολυκατοικίας είναι σκατά. Σκέφτομαι πως αν υπήρχε λίγο κονιάκ... Ανάβω τσιγάρο. Αμέ­σως μου θολώνει το μυαλό. Διάβολε πώς τα κατάφερα και είμαι γκαστρωμένη. Κι ένα παιδί με περιμένει στο βρεφοκομείο. Μεσ' το μυαλό μου πύρινα γράμματα. Λένε όχι. Δεν θέλω άλλη θυσία. Δεν θέλω ούτε να τιμωρήσω κανένα πια και το μόνο πρόσωπο που βρί­σκεται ένα γύρω είναι ο εαυτός μου. Χάθηκε η ισορ­ροπία μου και απλά καταρρέω. Λίγο πριν νόμιζα πως ήμουν πλήρης. Μητρότητα ίσον πληρότητα. Νιώθω ά­δεια. Ένα κενό μέσα στο σώμα μου παντού. Κάποιος έχει ροκανίσει το ψαχνό. Χτυπάω τη σάρκα και ακού­γεται κούφιο.
Μέσα στην απόλυτη ησυχία η εξώπορτα ακούγεται εκκωφαντικά καθώς ανοίγει. Πετάγομαι πάνω. Δεν θέλω να με βρει εκείνος γυμνή. Φοράω μια ρόμπα. Δεν βρίσκω το κορδόνι της μέσης. Τη δένω με μια γρα­βάτα. Τον ακούω να περπατάει σαν τη γάτα. Ξέρει ότι είμαι εδώ. Προδόθηκε όμως απ' τα χαρτιά που τρί­ζουν καθώς τα πατάει στη βιασύνη του. Περιμένω. Δεν έρχεται στο δωμάτιο. Έχει σταματήσει απ' έξω. Ακούω που ανοίγει τη ντουλάπα του διαδρόμου έξω απ' την κρεβατοκάμαρα. Διάχυτοι θόρυβοι. Καταλα­βαίνω, ψάχνει το σακ βουαγιάζ. Είναι στο τελευταίο ράφι. Το 'χω βάλει εγώ. Δεν πρόκειται να βγω να του το πω. Ας κάνει καλά μόνος του. Φαίνεται πως το βρήκε. Ο θόρυβος έχει λιγοστέψει. Ίσως διαλέγει ρούχα. Δεν έχει σκοπό να μπει στο δωμάτιο. Δεν θέλει να με δει. Καταλαβαίνω δεν υπάρχει τίποτα να μας συνδέει. Σκέφτομαι την τηλεόραση. Πρέπει να του το πω. Και βγαίνω απ' το δωμάτιο ξαφνικά.
Βλέπω τον Λύσιο στο καθιστικό να παραχώνει ρού­χα στο σακ βουαγιάζ. Δεν γυρίζει να με δει. Καταλα­βαίνω πως προσπαθεί να με αποφύγει όσο μπορεί. Αν είχα κάτι βαρύ θα του το κατάφερνα στο κεφάλι. Γυ­ρίζει ξαφνικά. Κοιταζόμαστε. Όχι δεν θα μπορούσα να τον χτυπήσω. Το βλέμμα του είναι λυπημένο. Ή έτσι μου φάνηκε. Ή δεν βλέπω πια καλά. Δεν μιλάει. Στεκόμαστε βουβοί. Δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω να λέω για την τηλεόραση. Του φωνάζω. «Αύριο γεννάω.»
Δεν μιλάει. Με κοιτάζει μονάχα με θλίψη που δεν καταλαβαίνω τη σημασία της. Τον πλησιάζω. Οπισθο­χωρεί. Μήπως δεν ήταν θλίψη και ήταν φόβος αυτό που είδα στο βλέμμα του; Ο Λύσιος μοιάζει να φοβά­ται. Κοιτάζω γύρω γύρω. Όχι δεν υπάρχει κανένας άλλος. Ο Λύσιος αν φοβάται, φοβάται εμένα. Θαρ­ρείς και μάντεψε τη σκέψη μου να τον χτυπήσω. Μα σου ορκίζομαι, φωνάζει παρακλητικά το μυαλό μου, δεν το νιώθω στ' αλήθεια. Πώς θα μπορούσα να σκο­τώσω μετά από τόσους οργασμούς. Με πιάσαν τα γέ­λια. Δυνατά. Δεν κρατιόμουν. Το βλέμμα του Λύσιου έγινε ακόμη πιο τρομαγμένο. Καταλάβαινα. Ο Λύσιος είχε από πάντα, μου είχε κάποτε εξομολογηθεί, μια υποψία για μένα. Τώρα βεβαιωνόταν σίγουρα ότι ε­πρόκειτο περί τρελής.
Έσβησα το τσιγάρο που κόντευε να μου κάψει τα δάχτυλα. Κάθισα όσο μπορούσα πιο ήρεμα στον κα­ναπέ. Έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε το θέμα της τηλεό­ρασης. Ήταν βασικό για μένα και τ' αναθεματισμένα τα παιδιά μου. Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, με διέκοψε. «Παίρνεις τα χάπια σου;» Τι λέει τώρα τού­τος εδώ; Ποια χάπια; «Τα ηρεμιστικά. Είπε ο γιατρός να μην παραλείψεις πρωί, μεσημέρι και βράδυ.» Πού του 'ρθε τώρα; «Πέρασα και τον είδα. Θέλει μάλιστα να σε δει. Είπε να πας. Ή να του τηλεφωνήσεις.» Δεν καταλάβαινα γιατί μου τα έλεγε όλα αυτά. Δεν μ' ά­φηνε όμως να του θίξω το θέμα της τηλεόρασης που ήταν η ουσία.
Το σακ βουαγιάζ ήταν έτοιμο και ο Λύσιος το κρα­τούσε στα χέρια έτοιμος προς αναχώρηση. Σηκώθηκα. Έπρεπε πριν φύγει ξανά να το ξεκαθαρίσουμε. Χωρίς ν' αφήσει το σακ βουαγιάζ με πλησίασε. Με φίλησε στο μέτωπο. Παλιά του συνήθεια. Ύστερα ακούμπησε το χέρι του στην κοιλιά μου. Ακολούθησε το σχήμα της με την παλάμη του. Σχεδόν είχε μια τρυφερότητα σ' αυτή του την κίνηση, που δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί, αφού έφευγε και μ' εγκατέλειπε εξαιτίας αυτού, που τώρα έδειχνε να τον νοιάζει. Πίεσα τον εαυτό μου να μην αρχίσει πάλι να εγκλωβίζεται σε υποθέσεις και σκέψεις γιατί δεν θα βρίσκαμε άκρη. Του μίλησα βε­βιασμένα για την τηλεόραση. Συμφώνησε σε όλα. Έ­μοιαζε έτοιμος για ότι και να του ζητούσα. Έβγαλε το πορτοφόλι του και μου 'δωσε μια προκαταβολή. Την Δευτέρα που πληρωνόταν θα την ξοφλούσε. Καλύτε­ρα όμως να πήγαινα, είπε, να μείνω με τους δικούς μου. Ούτε λέξη για το παιδί. Κι εγώ δεν τόλμησα να του αναφέρω τίποτα. Φεύγοντας έβαλε ξανά το χέρι του στην τσέπη. Έβγαλε ένα μακρόστενο λευκό φάκε­λο. Τον άφησε περνώντας στο γραφείο. Δεν με κοίτα­ξε άλλο. Δεν είπαμε ούτε αντίο. Έκλεισε πίσω του την πόρτα όσο μπορούσε πιο μαλακά. Δεν περίμενε καν το ασανσέρ. Κατέβηκε με τα πόδια. Το παλιό κίτρινο αυτοκίνητο έστριψε βιαστικά τη γωνία. Το 'βλεπα απ' τη θέση που στεκόμουν χωρίς καν να κουνηθώ. Ανακα­τεύτηκε στην κίνηση της Πατησίων. Η βροχή έμοιαζε να 'χει σταματήσει πια. Είχε αρκετές ώρες να ρίξει. Το κρύο εξακολουθούσε να είναι τσουχτερό. Κι η υγρα­σία πλημμύριζε απ' άκρη σ' άκρη το σπίτι. Έριξα το σώμα μου βαρύ στον καναπέ. Δεν είχα τίποτα να κάνω πια στο σπίτι. Δεν είχα όμως ούτε πού να πάω αν έβγαινα. Δεν ήξερα ούτε σε ποιον να τηλεφωνήσω. Ίσως μπορούσα να μιλήσω στον Αντρέα. Αλλά μετά­νιωσα. Ντρεπόμουν. Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς να του πω. Ήταν εννέα. Δεν πεινούσα καθόλου. Δεν νύ­σταζα για να κοιμηθώ. Άνοιξα την τηλεόραση. Έφε­ρα έξω και το σομπάκι. Άκουσα όλες τις ειδήσεις. Η Έλλη Στάη δεν πρόσεχε πια τόσο τον εαυτό της όπως παλιά. Ήταν αχτένιστη και φορούσε γυαλιά. Οι εφη­μερίδες είχαν γράψει παλιότερα πως είχε γεννήσει. Πέρασε μια ολόκληρη εγκυμοσύνη λέγοντας τις ειδή­σεις στην τηλεόραση. Αν δεν το 'λεγαν δεν θα το κατα­λάβαινε κανείς έτσι όπως τους δείχνουν από τη μέση και πάνω. Μισοί άνθρωποι.
Οι περισσότερες ειδήσεις αφορούσαν τις καταστρο­φές που είχαν προκαλέσει οι βροχές σε μια χώρα κα­λοκαιρινή, απροετοίμαστη για οτιδήποτε άλλο πέρα απ' το καμάκι και το εύκολο κέρδος. Μας είπαν αύριο θα 'χουμε ήλιο και αρχίζει η άνοδος της θερμοκρα­σίας. Ο μετεωρολόγος έλαμπε ολόκληρος που είχε την ευκαιρία να μας ενημερώσει επιτέλους για κάτι ευχά­ριστο. Δεν με ξεγελούσε όμως εμένα. Αύριο πάλι θα μας έλεγαν για νέες καταστροφές που ανακάλυψαν απ' τις βροχές και το χαλάζι στις αγροτικές περιοχές. Εγώ το 'ξερα. Απορούσα που δεν το 'ξεραν ποτέ οι υπεύθυνοι. Κι αυτοί δεν ήταν βέβαια οι μετεωρολόγοι του Δελτίου Ειδήσεων. Είχε αρχίσει ένας καραφλός να μιλάει για κάποια εγκαίνια και τη σημασία τους στην πολιτιστική ζωή του τόπου. Έκλεισα την τηλεό­ραση. Ήταν αρκετά χρόνια τώρα που με νευρίαζε όλη αυτή η δημόσια ζωή της χώρας. Μου δημιουργούσε οργή έτσι όπως την άκουγα να σέρνεται μέσα στις ει­δήσεις και να μην μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα που την είχαν καταδικάσει πλειοψηφούντα και μειοψηφούντα κόμματα. Μου έφτανε η οργή που κουβαλού­σα μέσα μου για τον εαυτό μου. Δεν ήθελα άλλη. Το χτύπημα του τηλεφώνου με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Είχα πάλι απορροφηθεί. Φαντάσθηκα θα 'ταν ο Λύσιος να μου πει για 'κείνο το λευκό φάκελο που άφησε φεύγοντας πάνω στο γραφείο, τι να 'ταν; Το σήκωσα. «Εμπρός.» Δεν ξεκαθάρισε αμέσως η φωνή πάντως δεν ήταν του Λυσίου. «Μ' ακούς Μαρία;» Ναι τον άκουγα. Κατάλαβα. Ήταν ο ψυχίατρος που 'χε φαγωθεί να του τηλεφωνήσω και να με δει. Ποιος ξέ­ρει πώς θα με περιέγραψε ο Λύσιος σ' αυτόν. Τέρατα και σημεία θα του είχε πει. Είδα κι έπαθα να τον δια­βεβαιώσω πως είμαι απόλυτα καλά. Πως δεν έχω ανά­γκη τα φάρμακα του. Πως αύριο μάλλον είμαι για το μαιευτήριο. Του υποσχέθηκα, ωστόσο, αλλιώς δεν θα το 'κλεινε, ότι αύριο, αν δεν ήταν η μέρα μου να γεν­νήσω, θα πήγαινα στο γραφείο του να τα λέγαμε. Άλ­λες φορές ήταν μαζί μου πιο αυστηρός. Τώρα έμοιαζε λιγάκι συνεσταλμένος. Σαν να 'θελε να με καλοπιάσει μη με χάσει από πελάτισσα, σκέφτηκα. Εκτός πια αν ήταν και αυτός σίγουρος ότι έχει να κάνει με τρελή. Κλείσαμε με γλυκόλογα και διαβεβαιώσεις. Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε μέχρι να καταλάβω ότι το καλύ­τερο που είχα να κάνω σαν λογικός άνθρωπος ήταν να πάω για ύπνο τέτοια ώρα. Ή έστω να προσπαθούσα να περάσω με όσες περισσότερες ώρες ύπνου μπορού­σα το διάστημα που με χώριζε από το αύριο.
Βαδίζοντας για το δωμάτιο το βλέμμα μου έπεσε πάλι στο λευκό φάκελο που είχε αφήσει πάνω στο γραφείο ο Λύσιος. Αναρωτήθηκα τι να 'χε μέσα. Είδα τ' όνομα μου γραμμένο με μπλε στυλό απ' έξω. Και τυπωμένο τον αποστολέα. Όχι δεν υπήρχε γραμματό­σημο. Είχε έρθει χέρι με χέρι. Η κοιλιά μου με σούβλι­σε ξαφνικά. Μου θύμισε την ύπαρξη της. Παρ' ολίγο να μου πέσει ο φάκελος απ' το χέρι. Ο πόνος ήταν οξύς όσο ποτέ άλλοτε. Το χέρι μου έσφιξε το φάκελο μέχρι που ζάρωσε. Ιδρώτας άρχισε να εμφανίζεται στο μέτωπο μου. Κάποιος έμοιαζε από μέσα μου να κλοτσά. Το βάρος στο υπογάστριο έγινε ξαφνικά αβά­σταχτο. Από τη μια στιγμή στην άλλη. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο «πρώτων βοηθειών» ή στο 166 να με μεταφέρουν με φορείο σε κλινική. Φοβόμουν μόνη μου να γεννήσω στο σπίτι σαν μια σκύλα. Ωστόσο καλύτε­ρα να περίμενα λίγο ακόμη. Να πήγαινα να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Δίπλωσα στα δύο μήπως ξεγελάσω τον πόνο. Πήρα μαζί μου το σομπάκι. Παρά λίγο να κάψω στην αντίσταση το φάκελο που κρατούσα. Έκλεισα την πόρτα και ξαναξάπλωσα.
Απ' το κρεβάτι το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν μια μεγάλη λεύκα χωρίς φύλλα να κουνιέται ρυθ­μικά στο ύπαιθρο. Προσπάθησα, παρ' όλους τους πό­νους στην κοιλιά μου, να διαβάσω στο φάκελο τον α­ποστολέα. Δόκτωρ Βασίλης Κ. Μικροβιολόγος-Ερ­γαστήρια Μικροβιολογίας. Η σουβλιά τώρα ήταν πιο δυνατή. Ίσως γιατί τη συνόδευε μια νέα αγωνία. Ο Λύσιος είχε πάρει την απάντηση μου στο τεστ εγκυμοσύνης που εί­χα κάνει στο εργαστήριο της Αναγνωστοπούλου. Ο Λύσιος ήξερε. Είχε διαβάσει. Και τώρα μου έδινε την απάντηση να τη διαβάσω κι εγώ. Γιατί όμως δεν μου την είπε προφορικά; Η μυστικότητα με τάραζε παρα­πάνω. Έμοιαζε σαν συνωμοσία. Θυμήθηκα το φόβο στα μάτια του. Κάτι δεν ήθελε να μου πει. Κάτι που τον έκανε να με κοιτάζει ερευνητικά και να διστάζει να μείνει άλλο κοντά μου.
Οι πόνοι στην κοιλιά μου δυνάμωναν. Αν αυτό ήταν γέννα θα 'πρεπε να 'ταν τρομακτικό. Απορώ πως όσες έχουν γεννήσει μια φορά το ξανακάνουν και δεύτερη. Μοιάζει εντελώς μαζοχιστικό. Ίσως γι' αυτό μας λένε μαζοχίστριες. Ένα ατέλειωτο βασανιστήριο. Πονού­σα και φοβόμουν. Φοβόμουν και ο φόβος με γέμιζε πόνο. Κι ο πόνος φόβο. Μ' ενοχλούσε το φως. Ανά­σκελα έτσουζε τα μάτια μου. Ανασηκώθηκα και το 'κλεισα. Όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Οι πόνοι έμοι­αζαν τώρα πια μεταφυσικοί. Σχεδόν σαν να μην υπήρ­χαν στην πραγματικότητα. Καμώματα του ταραγμένου μυαλού μου. Με έσφαζε. Μήπως έπρεπε στ' αλήθεια αύριο να επισκεφτώ αυτό το μαλάκα τον ψυχίατρο; Σκέφτηκα ψυχίατρο και στο μυαλό μου ξανάρθε ο μι­κροβιολόγος. Το ειρωνικό του βλέμμα. Το αστείο του «την απάντηση την έχετε μπροστά σας». Κι έδειχνε την κοιλιά μου. Κάπου είχε γίνει ένα λάθος. Είχα ξα­νά την αίσθηση ότι κάποιο παιχνίδι παιζόταν σε βά­ρος μου. Έσκισα το φάκελο. Έπρεπε λοιπόν να δια­βάσω την απάντηση. Τέντωσα τα μάτια μου. Ήταν πολύ σκοτεινά πια. Δεν έμπαινε καν φως απ' το φεγ­γάρι. Ακόμη δεν είχε γυρίσει απ' αυτή τη μεριά του σπιτιού. Αλλά δεν πίστευα κιόλας πως θα το ξανάβλε­πα μετά τόσες βροχές. Οι σουβλιές στην κοιλιά μου ξανάρθαν. Παρέλυσαν κάθε μου προσπάθεια. Έπρε­πε όμως το περιεχόμενο αυτού του φακέλου να το δια­βάσω επιτέλους απόψε. Δεν είχα ωστόσο τη δύναμη ούτε να σηκωθώ ν' ανάψω πάλι το φως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου