Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο

Το μυαλό μου άρχιζε να ξεκαθαρίζει γύρω στις δώ­δεκα το μεσημέρι. Ο πονοκέφαλος έμοιαζε να υποχω­ρεί . Με τύλιγαν πάλι αισθήσεις και σκέψεις. Μπροστά μου ένα μεγάλο φλιτζάνι καφές. Σκέτη πίκρα. Ήταν μέχρι τη μέση. Φαίνεται θα είχα πιει αρκετό απ' αυτό. Σηκώθηκα μηχανικά να βάλω ζάχαρη. Τράκαρα σε μια πόρτα. Ο διακόπτης του ηλεκτρικού είχε αλλάξει θέ­ση. Η ζάχαρη ήταν γεμάτη κόκκους καφέ. Τα κουτα­λάκια δεν ήταν πουθενά. Η ζαλάδα έκανε ξανά την εμφάνιση της. Πρόλαβα κι αρπάχτηκα από κάτι μεταλλικό και κρύο. Δεν πρέπει να κράτησε πολύ. Συ­νήλθα κρατώντας τη βρύση του νεροχύτη. Το νερό έ­τρεχε ακατάσχετο πιτσιλίζοντας παντού όλη την κου­ζίνα. Όχι δεν ήταν η κουζίνα μου. Ήταν η μικρή αποθηκούλα με το νεροχύτη και τα χαρτοκιβώτια με τα επιστολόχαρτα και τα χαρτιά του φωτοτυπικού. Ή­μουν στο γραφείο. Να δούμε ποιος θα μπορέσει να μου εξηγήσει πως έφτασα μέχρι εδώ. Τι είχε γίνει όλη μέρα. Έχυσα τον υπόλοιπο καφέ στο νεροχύτη και ξέ­πλυνα το κατακάθι στο φλιτζάνι. Διψούσα. Κατέβασα τέσσερις κούπες νερό απανωτά. Το λαρύγγι μου και­γόταν. Σίγουρα θα έβγαιναν αχνοί αν άρχιζα να μι­λάω. Ίσως έπρεπε να έπινα και μια ασπιρίνη.
Βγήκα απ' αυτή την τρύπα που χρησιμοποιούσαμε για κουζίνα και πήγα στο γραφείο μου. Ένα χέρι με χούφτωσε απ' τον ώμο. «Έχεις τα χάλια σου.» Τι κου­βέντα! Σκέτη παρηγοριά. Μήπως δεν το 'ξερα; Κοίτα­ξα την Ευγενία Β. Τη γνώρισα αμέσως παρ' όλη την κατάσταση μου. Επέμενε να γυρίσω σπίτι μου να ξα­πλώσω. Έτσι έμαθα πως δεν ήξερε τίποτα για μένα. Την ψάρεψα ωστόσο για να μάθω τις ενέργειες μου. Είχα έρθει πριν απ' όλους το πρωί. Με βρήκαν εκεί να δουλεύω. Η καθαρίστρια μου 'χε φτιάξει καφέ. Η Ευ­γενία αναρωτιόταν τι μπορεί να είχα πάθει. Λίγο κο­νιάκ παραπάνω αποκρίθηκα. Ίσως κατέβασα και κα­νένα ηρεμιστικό. Δεν θυμάμαι. Με κοίταξε εμβρόντη­τη. «Παίρνεις τέτοια πράγματα στην κατάσταση σου;» Έδειξε την κοιλιά μου. Την κοίταξα και γω και μου 'ρθε πάλι να κάνω εμετό. Η χοντροκοιλιά μου υπήρχε ακόμη. Επέζησε της καταστροφής. Με κρατά δέσμια. Πρέπει να βρω έναν τρόπο ν' απαλλαγώ απ' αυτήν επιτέλους. Όχι η Ευγενία δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει σ' αυτό. Ούτε της το ζήτησα. Δεν θα κατά­φερνε καν να καταλάβει. Μα μήπως θα μπορούσα να της εξηγήσω κι εγώ τι συνέβαινε στ' αλήθεια; Το μόνο που ήξερα - σφυροκοπούσε στο μυαλό μου - ήταν ότι έπρεπε να σταματήσει αυτό το αστείο. Έπρεπε να πά­ψει να υπάρχει αυτή η κοιλιά. Δεν ήθελα να είμαι έ­γκυος, δεν ήθελα μωρό. Δεν ήξερα γιατί, ούτε πότε άρχισε να μη μ' αρέσει η ιδέα. Απλά, ξαφνικά μισού­σα την κοιλιά μου. Έκρινα ότι δεν είχε νόημα να παί­ζω άλλο το θύμα. Δεν ήταν αυτό που είχα διαλέξει να ζήσω στη ζωή μου. Άλλωστε δεν υπήρχε κανείς να γίνει θύμα του θύματος τώρα που ο Λύσιος διάλεξε να φύγει από κοντά μου.
Μια τρελή ιδέα άρχισε να ροκανίζει ξαφνικά το μυαλό μου. Ξαφνικά; Ίσως να 'ταν εκεί από πάντα. Κρυμμένη. Ταμπουρωμένη. Μυστική. Από 'κείνες τις ιδέες που 'ναι επίμονες αλλά τις απωθούμε. Όχι εμείς οι ίδιοι ακριβώς. Αλλά οι άλλοι. Μας τις βγάζουνε σκάρτες. Αφορούν πολύ τον εαυτό μας, λέει και είναι ποταπές. Προέχουν άλλες, σπουδαίες ιδέες, υψηλές. Αυτές που εξελίσσονται σ' αυτό που λέμε ιδεολογία. Είμαι ιδεολόγος, θα πει, θυσιάζω τα πάντα για ένα ιδανικό. Που φυσικά δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με το σώμα και τις ανάγκες του. Φαΐ, χέσιμο, γαμήσι. Ακόμη και η επιθυμία του θανάτου έχει τοποθετηθεί στις ιδεολογίες. Έτσι το καθετί που είναι ιδεολογία σημαίνει κατά κάποιο τρόπο θάνατο. Δηλαδή μη ζωή. Κι εκεί την πατήσαμε. Ξεχάσαμε να ζούμε. Κάποια στιγμή όμως γίνεται μια έκρηξη στο μυαλό. Η ζωή πρέπει να υπάρξει πριν από το θάνατο. Λίγο πριν αρ­χίσει η σήψη, κραυγάζει. Βασανιστικά. Είμαι στο τε­λευταίο στάδιο. Σε λίγο θα γεννήσω. Που σημαίνει θα πάψω να υπάρχω για τον εαυτό μου. Θα 'ναι λίγο πολύ σαν θάνατος. Κι αυτό το σώμα που δεν χόρτασε ότι πεθύμησε θα ζει λαθραία. Πέρασε η ζωή σαν νερό, γλίστρησε, ξέφυγε. Σίγουρα η φύση κάτι άλλο θα εν­νοούσε φτιάχνοντας τη ζωή. Νιώθω το μυαλό μου να φουσκώνει. Σκέψεις βασανιστικές. Γυμνά σώματα πα­λεύουν. Αγγίζονται. Ζωντανεύουν εικόνες. Παλιές. Παιδικές. Μυστικές, χρόνια παραχωμένες. Αρχέγονες. Μια φωτεινή και αναβοσβήνει επιγραφή: Ζωή δεν σημαίνει θυσία. Πνίγομαι. Με πιέζουν επιθυμίες που κατέπνιξα. Μου κόβουν την ανάσα. Στο διάολο όλα τα υποκατάστατα. Το πάθος και η ένταση ιμιτασιόν. Ποιος φοβάται λοιπόν την αλήθεια; Τη διαλέγουμε την αυτοκαταστροφή. Το αλκοόλ. Τα ναρκωτικά. Τη θυσία του εαυτού μας. Το έγκλημα. Δεν τολμάμε να χρησιμοποιήσουμε το σώμα μας. Μια γνήσια πηγή έντασης και εκτόνωσης. Και φοβόμαστε λέμε τη μονα­ξιά. Γιατί η μοναξιά μας ξαναφέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας, που 'ναι οι ορμόνες, οι εκκρίσεις, το νευρικό μας σύστημα, το σώμα. Όλο ζητάει. Το μισούμε γιατί υπάρχει, γιατί μαζί του υπάρχουμε κι εμείς που το πολεμάμε γιατί θέλουμε να πάψει να υπάρχει αλλά αυτό θα υπάρχει όσο υπάρχουμε και μεις. Μήπως τρελαίνομαι;
Η Ευγενία Β. εξακολουθεί να με κοιτάει. Βλέπω στο βλέμμα της την απορία. Όχι δεν καταλαβαίνει. Αντί  να είμαι χαρούμενη που φέρνω στον κόσμο μια καινούρια ζωή. Τι άλλο πιο σημαντικό υπάρχει; Κάθεται στο γραφείο της. Ξύνει ένα μολύβι, φυσά προσεκτικά  τις φλούδες στο τασάκι της μη σκορπίσουν. Αρχίζει να γράφει. Αποφεύγει να συνεχίσουμε την κουβέντα και  όχι σίγουρα γιατί τη βρίσκει περιττή. Φεύγω από κοντά της.
Στο γραφείο μου είναι το ημερολόγιο. Ανοιχτό στη σημερινή μέρα. Έχει αναλάβει να γυρίζει κάθε μέρα τις σελίδες των ημερολογίων μας η καθαρίστρια. Είναι Τρίτη. Η μέρα που περίμενα με αγωνία, δυο χρόνια τώρα. Τ' απόγευμα στις έξι είναι το συμβούλιο. Φυσικά και δεν το 'χω ξεχάσει. Μόνο που τώρα το νιώθω διαφορετικά. Θα 'θελα να μπορούσα να το σταματή­σω. Αν τους το 'λεγα βέβαια καθαρά θα μ' έβγαζαν τρελή αλλά τι μ' αυτό; Εγώ έπρεπε να σταματήσω το συμβούλιο.
Πήρα το κέντρο και ζήτησα γραμμή. Ύστερα σκέ­φτηκα με πανικό πως θ' άκουγε αυτή τη συνομιλία η Ευγενία. Ήταν αργά. Απ' το βρεφοκομείο μιλούσαν κιόλας. Ζήτησα την κυρία Αντωνία Σ. «Περιμένετε.»
Άρχισα να σκέφτομαι τι έπρεπε να της πω. Δεν είχα φτιάξει μια φράση. Μια πρόταση που να 'λεγε κάτι, μια δικαιολογία. Μέσα μου μπερδεμένες κραυγές, μη, όχι, βοήθεια, φτάνει πια. «Εμπρός.» Η δική μου φωνή όμως δεν μπορεί να βγει. Δεν υπάρχει ακόμη η φράση. «Εμπρός.» Η Ευγενία Β. με κοιτάζει. Η φωνή της κυ­ρίας Αντωνίας Σ. πλημμυρίζει το χώρο. Σφίγγω τ' α­κουστικό στ' αυτί μου, με πονά. «Σου μιλάνε» με σκουντά η Ευγενία. Δεν μπορώ τώρα ούτε να το κλεί­σω. Ψιθυρίζω τ' όνομα μου. Από την άλλη μεριά πλα­κώνει ένας χείμαρρος διαβεβαιώσεων πως όλα πάνε καλά. Να μην ανησυχώ. Όπως είπαμε. Το απόγευμα στις έξι θα γίνει το συμβούλιο. Χαίρετε. Κλείνω. Ο Παναγιώτης έχει αρπαχτεί από πάνω μου για τα καλά. Έχει αρχίσει κιόλας να ρουφά.
Η Ευγένεια Β. πιστεύει πως έχω πυρετό και πρέπει να πάω να ξαπλώσω. Κι εκείνη, μια μέρα πριν γεννή­σει το πρώτο της, ήταν σε παρόμοια χάλια. Φαίνεται θα 'ναι φυσική αντίδραση του οργανισμού. Το μωρό γυρίζει μέσα στην κοιλιά. Πρέπει να βγει με το κεφά­λι. Αναρωτιέμαι τι λέει τώρα αυτή. Φαντάζομαι το μικρό Παναγιώτη ανάποδα μέσα στην κοιλιά μου. Σε θέση βουτιάς. Το κεφάλι του πιέζει το υπογάστριο. Η Ευγενία Β. συνεχίζει. Είχε την αίσθηση, τότε, πως αν έβαζε το δάχτυλο της στον κόλπο της θα 'πιανε το πρόσωπο του μωρού της. «Το έπιασες;» Με κοίταξε τρομαγμένη. Το 'βρισκε γελοίο ακόμη και ν' απαντή­σει. Χωρίς άλλη κουβέντα έτρεξα στο μπάνιο. Έπρεπε να μάθω. Το βάρος στο υπογάστριο μεγάλωνε. Λες να κατεβαίνει το παιδί; Έβγαλα την κιλότα μου και έχω­σα το μεγάλο μου δάχτυλο βαθιά μέσα στον κόλπο. Έφτασα μέχρι τη μήτρα. Κι εκεί το δάχτυλο σταμάτη­σε. Γέλασα. Σίγουρα δεν ήμουν και τελείως με τα καλά μου, σκέφτηκα. Έβγαλα το δάχτυλο και ξανάβαλα την κιλότα. Μια άλλη σκέψη είχε εμφανισθεί τώρα στο μυαλό μου. Αυτό ήταν. Άλλωστε έπρεπε από τότε να το είχα κάνει. Πάντα όμως δίσταζα ν' αντικρίσω την αλήθεια. Έτρεξα στο γραφείο μου. Ήταν εκεί δυστυ­χώς ο Γιώργος Μ., θα με χασομερούσε. Μου 'φερε λέει τις μεταφράσεις. Δεν ήταν καλές. Τις είχα κάνει στο πόδι. Πώς το 'παθα; Δεν ήξερα τι να του πω. Προφασίστηκα ζαλάδες και τέτοια. Καταλάβαινε. Ήμουν στις μέρες μου. Γιατί δεν έπαιρνα την άδεια μου; Τον κοίταξα έκπληκτη. Είχε δίκιο. Είχαν γίνει όλα τόσο ξαφνικά που δεν είχα προλάβει ν' ακολουθήσω την κανονική διαδικασία. Κρατούσε ακόμη τα χαρτιά με τις μεταφράσεις. Με κοίταξε ερωτηματικά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μπήκε στη μέση η Ευγενία. Θα τους έρι­χνε εκείνη μια ματιά. Ο Γιώργος Μ. έφυγε. «Σ' ευχα­ριστώ .» Η Ευγενία με κοίταξε. Δεν μίλησε. Ύστερα συνέχισε τη δουλειά της. Άρπαξα την τσάντα μου και φώναξα ένα γεια. Δεν μπορούσα να περιμένω. Έπρε­πε να ξαναγυρίσω γρήγορα εκεί απ' όπου είχα ξεκινή­σει πριν μερικές μέρες.

Η βροχή είχε κατά πολύ αραιώσει. Και τ' αυτοκίνη­τα κινιόνταν σχεδόν κανονικά. Η Αλεξάνδρας όμως ήταν όπως πάντα, τέτοιες ώρες, πήχτρα. Δεν μπορού­σα ωστόσο να περιμένω να κόψει η κυκλοφορία. Αυτό που ήθελα να κάνω δεν χωρούσε άλλη αναβολή. Μέ­τρησα τα λεφτά μου. Δεν είχα πολλά. Έφταναν όμως για ταξί πηγαινέλα. Στο σπίτι είχα κρατήσει μερικά. Αρκετά μέχρι να ξαναπληρωθώ. Μπήκα στο ταξί και έδωσα τη διεύθυνση. Του είπα να βιαστεί. Φοβόμουν μην κλείσουν. Ο ταξιτζής με κοίταξε βλοσυρά. Τι μπο­ρούσε όμως να πει σε μια γκαστρωμένη πελάτισσα. Το 'κλεισε δείχνοντας τον απαιτούμενο σεβασμό. Οδη­γούσε σαν να κυλούσε μέσα σ' ένα ρυάκι αργά ακο­λουθώντας τους άλλους. Το ρεύμα μετατοπιζόταν ε­λάχιστα. Κάθε φανάρι άναβε τρεις φορές μέχρι να το πετύχουμε. Ήταν η καλύτερη απ' τις βροχερές μέρες κι ο κόσμος έβγαινε για τ' απαραίτητα. Ο ταξιτζής είχε ανοιχτό το ραδιόφωνο. Πέτυχε ειδήσεις. Το μόνο που ενδιέφερε όλο το κόσμο ήταν ο καιρός. Θα 'ριχνε κι απόψε το βράδυ. Από αύριο έμοιαζε ο καιρός να ξανοίγει. Αύριο Τετάρτη σκέφτηκα. Ο καιρός θα ξα­νοίξει. Μου 'δωσε ελπίδες. Είδα και τον ταξιτζή στο καθρεφτάκι να χαμογελά. Η ατέλειωτη βροχή στην η­λιόλουστη κάποτε Αθήνα ήταν για όλους μας μια φυ­λακή.
Το ταξί σταμάτησε στην ανηφόρα. Φτάσαμε λοιπόν. Κατέβηκα. Το Κολωνάκι είχε χάσει τη γυαλάδα του. Λιωμένες λάσπες στα πεζοδρόμια και στα σκαλιά. Κα­νείς δεν ενδιαφερόταν να καθαρίσει. Οι μαγαζάτορες μόνο το χώρο τους μπροστά. Το βράδυ όλα θα ξαναμούλιαζαν απ' την αρχή. Ανέβηκα προσεκτικά την Αναγνωστοπούλου. Γλιστρούσε. Έφτασα στο νούμερο που έπρεπε. Ο ταξιτζής με είχε αφήσει στην πλατεία. Δεν έμπαινε ο δρόμος. Το εργαστήριο ήταν ακόμη α­νοιχτό . Άρχισε πάλι το γλουπ γλουπ στην καρδιά μου. Μου άνοιξε η ίδια κοπέλα. Κοιταχτήκαμε. «Ήρ­θα για μια απάντηση.» Νόμιζε πως την είχα πάρει. Όλες έρχονταν αυθημερόν. Δεν αποκρίθηκα. Τι μπο­ρούσα να της πω; Ρώτησε τ' όνομα μου. Με θυμόταν βέβαια, αλλά... Της το 'πα. Κατευθύνθηκε στο γρα­φειάκι με την κόκκινη πλαστική αρχειοθήκη. Ξαναρώ­τησε τ' όνομα. Της το ξανάπα. Δεν έβρισκε τίποτα. «Σίγουρα δεν την είχα πάρει;» Της ορκίστηκα. Με κοί­ταξε σχεδόν ειρωνικά. Ύστερα κλεφτά κοίταξε τη κοιλιά μου. Δεν της είχε ξανατύχει. Πήγε στο άλλο δωμάτιο. Την άκουσα να ρωτά το γιατρό για τ' όνομα μου. Ύστερα άκουσα κι άλλη μια κοπέλα να μιλά. Δεν κατάλαβα τι έλεγαν. Η άλλη κοπέλα ήρθε για λίγο έ­ξω. Ξεφύλλισε το αρχείο. Έριξε κλεφτές ματιές σε μένα και την κοιλιά μου. Την τσάκωσα να με κοίταζε ερευνητικά. Ντράπηκε και ξαναμπήκε στο άλλο δωμάτιο. Τις άκουσα να χαχανίζουν. Κρατιόμουν να μην μπήξω τις φωνές. Βγήκε ο ίδιος ο γιατρός. Με κοίταξε και αυτός εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω. Άρχισε να με ρωτά τα ίδια. Όνομα, για τι τεστ, πότε και διάφορα άλλα βλακώδη και εκνευριστικά. Κρατήθηκα να μην τον χέσω. Οι φούχτες μου είχαν μουσκέψει απ' τον ιδρώτα. Ζητούσα μόνο το φάκελο με την απάντησή του επανέλαβα κοφτά. Οι λέξεις ξεπηδούσαν σχεδόν ασυνάρτητες, με το ζόρι. Μήπως δεν ήμουν σαφής; Όχι. Επιτέλους κατάλαβε. Και θυμήθηκε. Κάποιος την είχε πάρει χτες. «Την δική μου απάντηση;» Ναι. Όχι δεν είπε τ' όνομα του. Ζήτησε μόνο το φάκε­λο εκ μέρους μου. Ναι, ψηλός, όχι πολύ, μάλλον μελα­χρινός, δεν ξέρει όμως, μπαινοβγαίνουν τόσοι, πού να θυμάται.
Έμεινα αμίλητη, ακούνητη. Κοιταζόμασταν στα μάτια. Τόλμησε ένα αστείο. «Έχετε μπροστά σας την απάντηση.» Έδειχνε την κοιλιά μου. Σκέφτηκα ότι εί­ναι ένας πούστης. Θα 'θελα να του το φωνάξω. Και κρατήθηκα. Μου ήρθε να ρωτήσω αν θυμόταν τουλά­χιστον από μνήμης την απάντηση. Δεν το ρώτησα. Δεν μ' έπαιρνε άλλο. Καλύτερα να έφευγα από κει μέσα. Λίγο ακόμη και θα φώναζε κανένα φορείο απ' το Δαφνί.
Σταμάτησα στην πλατεία λαχανιασμένη. Άπρακτη λοιπόν. Το βάρος στο υπογάστριο όσο περνούσε η ώ­ρα μεγάλωνε. Σχεδόν με είχε πιάσει απελπισία. Ο Λύσιος είχε πάρει την απάντηση πριν από μένα. Δεν είχε πιστέψει όσα του είχα πει.
Κάθισα σε μια καρέκλα στο Τοπ. Το συνηθίζαμε άλ­λοτε οι δυο μας. Ήξερε άραγε την απάντηση όταν εί­χα πάει χτες να τον βρω στον Πειραιά; «Τι θα πάρετε;».Ζήτησα καφέ. Μέτριο προς το πικρό. Έκανε κρύο. Τυλίχτηκα καλά στο παλτό μου. Στην πλατεία μ' ό,τι καιρό πάντα καθόταν κάποιος έξω.
Προσπαθούσα ν' ανασυντάξω τις σκέψεις μου και δεν ήξερα πώς. Μια επιθυμία κυριαρχούσε πάνω απ' το κάθε τι. Έπρεπε ν' απαλλαγώ απ' την κοιλιά μου και τον Παναγιώτη. Αυτά τα δύο ήταν δεμένα απ' την αρχή. Έδιωξα τη σκέψη να επικοινωνήσω ξανά με τον Λύσιο. Δεν θα 'ντεχα κάποιο σχόλιο αν είχε να μου κάνει. Βίαζα το μυαλό μου κάτι άλλο να σκεφτεί. Ο καφές ήταν καλός. Το στομάχι μου όμως δεν τον δεχό­ταν. Χτες όλη μέρα μόνο κονιάκ. Από πότε είχα να φάω κάτι στ' αλήθεια; Απορούσα πώς κατάφερνα να ζω. Δεν ένιωθα όμως καθόλου πείνα. Πιθανώς υποσυ­νείδητα να προσπαθούσα μ' αυτό τον τρόπο να σκο­τώσω την κοιλιά μου. Τρόμαξα. Δεν θα 'θελα να μου κοστίσει και τη δική μου ζωή. Ζήτησα μια τυρόπιτα. Έφαγα με το ζόρι τη μισή. Στο μυαλό μου χοροπη­δούσε ο Λύσιος. Οι σχέσεις μας ήταν μια λάθος ιστο­ρία απ' την αρχή. Πίεσα το μυαλό μου να σκεφτεί μια από τις σχέσεις που είχα κάποτε και που δεν ήταν λά­θος. Η απάντηση που ήρθε ήταν αρνητική. Όλες οι σχέσεις ήταν λάθος. Στηρίζονται στις υποχωρήσεις. Υποχωρώ σημαίνει δεν χορταίνω τις επιθυμίες μου. Αφαιρώ ευχαρίστηση. Λιγοστεύω ζωή. Αυτό που μέ­νει είναι λειψό. Ανικανοποίητο. Άρα οι σχέσεις βασί­ζονται στο ανικανοποίητο. Άρα εξαρχής είναι λάθος. Στην ουσία δεν υπάρχουν καν. Δύο μισά δεν κάνουν ένα ολόκληρο. Είναι πάντα δύο μισά. Σημασία έχει το ολόκληρο. Πρέπει λοιπόν πρώτα να γίνω ένα ολόκλη­ρο. Με το παραπάνω όμως σκεπτικό δυο ολόκληρα δεν μπορούν να ενωθούν. Είναι όμως πάντα δυο ολόκλήρα, έστω και μοναχικά. Τώρα είμαι απόλυτα σίγουρη ότι η κοιλιά μου δεν έχει τη δύναμη να με ολοκληρώσει. Ούτε το μωρό. Έχω μια ακράτητη επιθυμία να ζήσω. Πρέπει να αντικαταστήσω τα υποκατάστατα με κάτι αληθινό.
Δεν μπορώ να φάω άλλη τυρόπιτα. Έχει παγώσει. Πληρώνω και ξεκολλάω από την υγρασία της καρέ­κλας. Μέχρι και η κιλότα μου έχει μουσκέψει. Κρυώ­νω. Το κεφάλι μου βουίζει. Είχε δίκιο η Ευγενία. Πρέπει να 'χω πυρετό.
Ανηφορίζω την Πατριάρχου Ιωακείμ ψάχνοντας για ταξί. Κατεβαίνουν όλα γεμάτα. Κανείς δεν πάει προς Πατησίων. Σκέτη απελπισία. Σφίγγω το παλτό γύρω μου. Δεν καταλαβαίνουν πως είμαι γκαστρωμέ­νη. Σιγά σιγά απ' την υπερένταση και το περπάτημα οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν. Σούρνομαι πια στο πεζοδρόμιο, το ένα πόδι στο κατάστρωμα του δρόμου μήπως σταματήσει ταξί. Αντέχω για κανένα λεπτό α­κόμη, σκέφτομαι. Ύστερα θα ξαπλώσω κάτω. Δεν θα με νοιάζει τίποτα πια. Ωστόσο κρατιέμαι ακόμη με τα δόντια. Υπόσχομαι στον εαυτό μου πως όλα θα πάνε καλά μόλις απαλλαγούμε απ' την κοιλιά. Και τον μι­κρό Παναγιώτη. Ξέρω τον τρόπο. Τον ήξερα σχεδόν απ' την αρχή. Αρκεί να βρεθεί ένα ταξί. Πριν είναι αργά. Αν έχω ακόμη μέσα μου κάποια δύναμη για ζωή. Αν υπάρχουν ακόμη εντός μου υγρά να κυκλοφο­ρούν. Αν δεν είναι το σώμα μου κιόλας νεκρό.
Ένα αυτοκίνητο σταματά μπροστά μου. Αναπτερώ­νομαι. Γρήγορα όμως ανακαλύπτω ότι δεν είναι κίτρι­νο. Άρα δεν είναι ταξί. Το φανάρι είναι κόκκινο. Μό­λις γίνει πράσινο θα φύγει. Βάζω τα δυνατά μου να προχωρήσω. Ανοίγει η πόρτα δίπλα μου. Δεν βγαίνει κανείς. Με καλούν από μέσα. Φωνάζουν τ' όνομα μου. «Μαρία.» Δεν το έχω ξαναδεί αυτό το αυτοκίνητο. Ί­σως μοιάζω με κάποια. Δεν υπάρχουν όμως περιθώ­ρια. Δεν μπαίνω απλά μέσα. Αλλά αφήνομαι να πέσω στο κάθισμα. Ακούω το θόρυβο της πόρτας που κλεί­νει. Ένα δυνατό ήχο. Μοιάζει με κλάξον. Κι ύστερα αισθάνομαι σαν να σέρνομαι στην άσφαλτο. Μετράω τις λακκούβες. Τα σταματήματα και τα ξεκινήματα. Και κυλάω. Μ' αγκαλιάζει μια ζέστη. Σχεδόν μου καί­ει το πρόσωπο. Ωστόσο ακόμη βαθιά μου κρυώνω. Δεν αναρωτιέμαι ποιος είναι ο οδηγός. Φαίνεται πως η τύχη είναι απ' τα λίγα σίγουρα πράγματα που μπο­ρεί κανείς να στηρίζεται - στην κατάσταση μου.

Δεν ξέρω πόσες φορές τις τελευταίες μέρες έχω χά­σει τις αισθήσεις μου. Δεν μπορώ ακόμη να ελέγξω πότε βρίσκομαι σε όνειρο ή στην πραγματικότητα. Τα πράγματα έχουν μπερδευτεί. Γύρισαν ανάποδα. Σαν δοχεία. Δεν κρατάνε το περιεχόμενο τους. Τ' αφήνουν να γλιστράει έξω. Χύνεται. Μένω άδεια. Κι ύστερα συνέρχομαι. Συνεχίζω από κει που σταμάτησα. Όμως δεν ξέρω αν συνεχίζω τώρα τ' όνειρο ή τη ζωή. Έτσι μένω λίγο αμέτοχη. Λίγο θεατής. Δεν ξέρω πια αν ό­ταν πιάνω τη χοντροκοιλιά μου και διαπιστώνω ότι υπάρχει, είμαι στ' όνειρο ή στη ζωή. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω. Άγνωστα πράγματα. Κάτασπροι τοίχοι. Το χρώμα που σιχαίνομαι. Φοβάμαι ότι σε λίγο θ' αρχίσουν να κυκλοφορούν κατσαρίδες. Και προβάλλο­νται έντονα στο άσπρο. Δεν μπορείς να υποκριθείς πως δεν τις βλέπεις. Κι αφού τις βλέπεις υπάρχουν. Είμαι με τα ρούχα μου. Το παλτό όμως είναι δίπλα κρεμασμένο σε μια καρέκλα. Και είμαι σκεπασμένη με μια χοντρή καρό κουβέρτα. Χαμογελώ. Εντάξει λοι­πόν είμαι ακόμα ζωντανή.
Ακούω βήματα. Αυτός που έρχεται φοράει παπού­τσια που τρίζουν. Μεγάλα παπούτσια καφέ. Το βλέμ­μα μου ανεβαίνει. Είναι άντρας. Φοράει σακάκι και γραβάτα. Γαλάζιο πουκάμισο. Λίγο ξανθός. Δεν βλέ­πω το χρώμα των ματιών. Το πρόσωπο βουτηγμένο σε σκιά. Μου προτείνει ένα ποτήρι. Το πίνω μονορούφι. Πορτοκαλάδα. Θέλει να μου βάλει θερμόμετρο κι αρ­νιέμαι. Είμαι καλά. Ευχαριστώ. «Μαρία.» Κάτι μου θυμίζει αυτή η φωνή. Αρπάζω το πρόσωπο του, το γυρίζω στο φως. Δεν έρχεται πολύ απ' το παράθυρο. Έχει πάλι συννεφιά. Τα μάτια καστανά. Θεέ μου, πού βρέθηκε μπροστά μου; Γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο του. Δεν μπορώ να κρατήσω άλλο τα υγρά που πλημ­μυρίζουν εντός μου. Προσπαθώ μόνο να κρατήσω τον ήχο που ανεβαίνει από μέσα μου. Σφίγγω τα δόντια. Όχι δεν μπορώ άλλο να τον εμποδίσω. Και βγαίνει. Κραυγή πληγωμένου θηρίου. Κι ύστερα σουρτός λυγ­μός. Δεν το 'χει αποτελειώσει ο κυνηγός. Μπορεί και να ζήσει. Είναι η ζωή που κραυγάζει.
Σκύβει κοντά μου. Οι κινήσεις του έχουν τρυφερό­τητα. Μ' αγκαλιάζει. Μένουμε έτσι ώρα πολλή. Η πλημμύρα εντός μου ξεχειλίζει. Συνοδεία λυγμών. Μια μακρόσυρτη λυπητερή κραυγή. Δεν έχω δύναμη να τη σταματήσω. Αφήνομαι ν' αδειάσω στην αγκαλιά του. Όπως το βρέφος στη μητρική φροντίδα - κρατά τόσο λίγο ωστόσο. Δεν φτάνει να συντροφέψει ολό­κληρη τη ζωή. Προσπαθώ να ξεθολώσω το βλέμμα. Κοιταζόμαστε. Τον βλέπω να χαμογελά. Ψαχουλεύω με τις άκρες των δαχτύλων μου το πρόσωπο του. Κι ύστερα το δικό μου. Αισθάνομαι την ύπαρξη και των δυο μας. Η αφή φτάνει στον εγκέφαλο. Δεν κοιμάμαι. Είναι αλήθεια. Αφήνομαι να χαμογελάσω κι εγώ.
Κρατά ακόμα το θερμόμετρο στο χέρι. Του το παίρ­νω και το ακουμπάω προσεκτικά στο τραπεζάκι μπρο­στά στον καναπέ. Κινούμαι αργά μην ταράξω την αρ­μονία. Μην τον τρομάξω. Φοβάμαι μήπως διαλυθεί. Σηκώνομαι αργά. Κοιτάζω το ρολόι. Είναι τρεις. Έ­χουμε ακόμη τρεις ώρες μέχρι το συμβούλιο. Βγάζω το πουλόβερ μου. Δεν νιώθω κρύο. Μια θερμότητα έχει ξεκινήσει απ' το μυαλό μου και ποτίζει όλα τα κύττα­ρα του σώματος. Καίει το λαιμό. Μου κόβει την ομι­λία. Το στήθος κάνει την καρδιά να χτυπά τρελά. Καί­ει τις άκρες στα βυζιά μου. Οι ρόγες τεντώνονται. Κι ύστερα κατεβαίνει αργά. Διαπερνά την κοιλιά. Της ανάβει φωτιά. Το βάρος στο υπογάστριο μεγαλώνει. Δεν είναι το κεφάλι του μωρού. Είναι η φλόγα που καψαλίζει τα όργανα. Που τα κάνει να φουσκώνουν. Το αίμα μου πλημμυρίζει τις σάρκες τους καυτερό. Ποιος έβαλε στο πικ-απ αυτή τη μουσική; Φτάνει στ' αυτιά μου σαν μεθυσμένη. Κανείς δεν κινήθηκε στο δωμάτιο. Είναι το μυαλό μου που δουλεύει ασταμάτη­τα. Και φτιάχνει μόνο του μουσική. Οι κινήσεις μου γίνονται χορευτικές. Η φούστα μου έτσι κι αλλιώς δεν ήταν κουμπωμένη. Τη φρακάριζα μονάχα στην κοιλιά μου. Πέφτει στο δάπεδο. Κατεβάζω το καλσόν μου. Με κινήσεις αργές. Στο μυαλό μου κιόλας χορεύω. Πατάω τα γυμνά μου πέλματα στο χνουδωτό χαλί και γελάω. Η μουσική εντός μου δυναμώνει. Τραγουδάω μαζί της και χορεύω. Τον κοιτάζω. Κάθεται στην καρό κουβέρτα και καπνίζει. Με κοιτάζει και 'κείνος αχόρταγα, τα μάτια του μιλάνε. Νομίζω πως βλέπω τι λέει. Λέει μη σταματάς. Συνεχίζω να χορεύω και τραγου­δάω. Χτυπώ την κοιλιά μου τύμπανο. Καλώ τον ήλιο. Καλώ τον έρωτα, τη ζωή. Στην άκρη του μυαλού μου ο ήλιος ανατέλλει. Το ουράνιο τόξο. Πνίγομαι στα χρώματα. Γελάω και μοιάζει με κλάμα. Όμως είναι γέλιο. Εκείνος το καταλαβαίνει. Γελάει μαζί μου. Κουνάει το χέρι του και καταλαβαίνω. Θέλει να προχωρήσω. Βγάζω το σουτιέν μου. Το πετάω στα πόδια του. Τον βλέπω το σηκώνει, το μυρίζει βαθιά ανασαίνοντας με και το πετά πάνω απ' το κεφάλι του, προς τα πίσω. Κρεμιέται ψηλά στις κουρτίνες. Το κοιτάζουμε. Γελά­με μαζί. «Μυρίζει ιδρώτα» φωνάζω. «Μυρίζει εσύ.» Φαντάζομαι μια οσμή ανάμεσα σε ξύλο πεύκου και κανέλας. Μ' αρέσει να σκέφτομαι αυτή τη μυρωδιά. Και συνεχίζω. Τα βυζιά μου χορεύουν μαζί μου. Πο­νάνε. Εγώ δεν σταματώ. Μένει ακόμη η κιλότα. Δεν έχω πάρει απ' τις μεγάλες από τότε που φούσκωσε η κοιλιά μου. Είναι πάντα το ίδιο μικρές. Η κοιλιά μένει ξεσκέπαστη, ξεδιάντροπη, ολότελα θεατή. Προς στιγ­μή δειλιάζω. Κοιταζόμαστε ξανά. Τον βλέπω που πε­ριμένει. Θέλει όλα να τα δει. Μέχρι το τέλος. Δεν νιώ­θει ντροπή που με βλέπει. Δεν φοβάται. Έχει ξεπερά­σει την ιδέα της χοντρής μου κοιλιάς. Βγάζω την κιλό­τα και την αφήνω να πέσει στα πόδια μου. Ύστερα είμαι εγώ που βγαίνω από μέσα της. Συνεχίζω το χορό μου. Λίγο πιο σιγανά. Χωρίς τραγούδι. Γίνεται πιο σιγανή και η μουσική στο μυαλό μου. Και 'κείνος με πλησιάζει. Με παίρνει απ' το χέρι. Με ξαπλώνει στην καρό κουβέρτα. Η μουσική έχει σταματήσει εντελώς. Ήχοι σιωπής. Κάποιος χτυπά από μέσα. Είναι η καρ­διά μου. Με ξεκουφαίνει. Το χέρι του ανοίγει τα πό­δια μου. Ψαχουλεύει ανάμεσα τους. Θέλω να κρατή­σω την ανάσα μου που βγαίνει λαχανιασμένη. Δεν μπορώ. Με προδίνει. Βογκητά. Το χέρι του χαϊδεύει ρυθμικά το μικρό βουναλάκι. Στο μυαλό μου χυμάνε οι μνήμες. Μακρινές.

Ακουμπισμένη στο κάδρο της πόρτας. Μισή μέσα στην κουζίνα, μισή στο χολ. Το σπίτι βυθισμένο στο σκοτάδι. Το φως του δρόμου απ' το απέναντι πεζο­δρόμιο αναδεικνύει τις σκιές στο χώρο. Πιέζει το όργανο του, που 'χει φουσκώσει, στο μπούτι μου. Οι δι­κοί μου κοιμούνται. Είναι αργά. Περασμένα μεσάνυ­χτα. Το πάρτυ έχει τελειώσει. Το πικ-απ σταμάτησε να εκπέμπει. Ο Φώτης ξέμεινε για λίγο. Μ' είχε κοιτάξει στα μάτια ώρα πολλή. Οι άλλοι έλεγαν αντίο. Είχαμε χορέψει σφιχτά όλο το βράδυ. Μετά στο μπαλκόνι με δάγκωσε. Οδήγησε το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια του. Το τράβηξα. Μπορούσε κάποιος να μας δει. Όλο το βράδυ καιγόταν η φούχτα μου. Κι ένα βάρος εκεί χαμηλά. Στο υπογάστριο. Σαν να 'θελα συνέχεια τσίσα μου. Δεν έβγαζα τίποτα στην τουαλέτα.
Είχα αφήσει μισάνοιχτη την πόρτα. Ο Φώτης ξανα­γύρισε. Δεν μιλήσαμε. Την έκλεισε πίσω του μαλακά. Κολλήσαμε στην πόρτα. Τον ένιωθα να καίει. Βούιζε ακόμη στο μυαλό μου love me tender και Πρίσλεϋ. Ά­φησα το χέρι του να βυθιστεί στην κιλότα μου. Ήταν αδύνατον ν' αρνηθώ. Έτριβε με το δάχτυλο την κλει­τορίδα, σχεδόν δεν ήμουν σίγουρη τότε αν τη έλεγαν έτσι. Κύματα ξεκινούσαν από κάθε γωνιά του σώμα­τος μου να με πνίξουν. Ο Φώτης συνέχιζε χωρίς σταμάτημα. Ώρα πολλή. Κι έτριβε συγχρόνως το όργανο του πάνω μου. Αφέθηκα εντελώς. Ένα κύμα δυνατό, σχεδόν λιποθυμία. Κι ύστερα ασυγκράτητοι σπασμοί με πήραν μαζί τους. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε. Ή­ταν η πρώτη φορά. Ντρεπόμουν και χαιρόμουν μαζί. Σε λίγο άκουσα και 'κείνον να βογκάει. Τράβηξε το χέρι του απ' την κιλότα μου. Πίεσε το σαγόνι του στον ώμο μου. Συγκλονιζόταν. Ένιωθε ό,τι ένιωθα λίγες στιγμές πριν. Σε λίγο το φουστάνι μου πάνω απ' το μπούτι μου ήταν μούσκεμα. Μας πιάσαν τα γέλια. Κά­τω μου δεν υπήρχε πια βάρος. Η κιλότα μου ήταν μού­σκεμα. Κατουρήθηκα σκέφτηκα. «Μην είσαι χαζή. Εί­ναι τα υγρά σου αυτά», είπε. Το αίμα ξεχείλισε στα μάγουλα μου. Ύστερα μου ζήτησε ένα μαντίλι. Σκουπίστηκε όπως όπως κι έφυγε.
Περπάτησα στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι μέχρι το δωμάτιο μου. Οι δικοί μου κοιμόνταν βαθιά. Ο πατέ­ρας μου ροχάλιζε. Η μάνα μου είχε σφυριχτή ανα­πνοή. Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο. Ο Φώτης μου κουνούσε το χέρι. Ακούμπησα την παλάμη μου στο κρύο τζάμι σαν χαιρετισμό. Τον παρακολούθησα μέ­χρι που χάθηκε στο σκοτάδι. Τον κατάπιε μια στροφή. Έβγαλα τα ρούχα μου και ξάπλωσα κάτω απ' τις κου­βέρτες. Το χέρι μου όλο το βράδυ ήταν εκεί. Χάιδευε και το σώμα τρανταζόταν. Ριγούσε. Μετά έρχονταν σπασμοί. Σταμάταγα λίγο. Κι ύστερα πάλι. Είχε αρχί­σει να χαράζει όταν κοιμήθηκα.
Λίγο αργότερα το κάναμε στ' αλήθεια με τον Φώτη. Δεν ξανάβαλε ποτέ όμως το χέρι του εκεί. Ντρεπό­μουν να το ζητήσω. Έβαλα μια φορά δειλά το δικό μου χέρι και μου το τράβηξε. Δεν θα παίζαμε είπε τώρα πια. Γαμιόμασταν κανονικά. Δεν κατάλαβα τι θα πει κανονικά. Τον πίστεψα όμως. Ύστερα άρχισαν οι εκτρώσεις. Κάπου εκεί σταμάτησε η ερωτική μου ζωή. Είχε αρχίσει η ερωτική ζωή των άλλων πάνω στο σώμα μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν ξαπλωμένη στην καρό κουβέρτα με 'κείνο το χέρι ανάμεσα στα πόδια μου. Το σώμα μου τρανταζόταν απ' τους σπασμούς. Όχι μη σταματήσεις. Δεν ήθελα πια να κρατώ τις φωνές που ξεσηκώνονταν μέσα μου. Τις άφησα να κατακλύσουν το δωμάτιο. Μέσα μου τα κύματα έρχονταν διαρκώς. Έσκαγαν με πάταγο στα βράχια. Τραβιόνταν. Και πάλι απ' την αρχή. Ύστερα κατάλαβα πως το χέρι κουράστηκε. Τον τράβηξα πάνω μου απαλά και μου ξέφυγε. Διασκέδαζε πολύ μ' αυτό που έβλεπε να δια­δραματίζεται μπροστά του. Δεν ήθελα να σταματήσει το παιχνίδι. Γλίστρησε το κεφάλι του ανάμεσα στα πό­δια μου. Ένιωθα κάτι τρυφερό και σκληρό να μ' ερε­θίζει ξανά. Το 'κανε με τη γλώσσα. Η ψυχή μου άνθιζε στην άκρη της κόκκινης γλώσσας του. Ύστερα ένιωθα πως θα λιποθυμούσα και τον τράβηξα να σταματήσει. Φορούσε ακόμη τα ρούχα του. Κοιταχτήκαμε βλέπο­ντας ο ένας το μέσα του άλλου. Είχα την αίσθηση πως όλα πάλι ξεκινούσαν απ' την αρχή. Έβγαλε τα ρούχα του. Το όργανο του κόκκινο και σκληρό. «Θα γαμήσω μια γκαστρωμένη.» Το βρήκα αστείο. Η στάση που μ' έβαζε να πάρω δεν έμοιαζε βολική. Το δέχτηκα όμως και το όργανο του μπήκε με φόρα χτυπώντας τη μήτρα δυνατά. Ένιωσα όλο το κύμα του στο δικό μου σώμα. Μέχρι που χτύπησε στα βράχια δυνατά και ξεχείλισε στον κόλπο μου. Είχα την αίσθηση πως είμασταν θεοί. Μας έπιασαν πάλι τα γέλια. Όλα είχαν έρθει τόσο απλά. Απλώς ακολουθήσαμε τη φωνή του σώματος μας. Όταν τραβήχτηκε φρόντισε να με σκεπάσει. Έ­κλεισα τα μάτια. Άκουσα τα νερά στο μπάνιο. Αυτή τη φορά το κύμα μέσα μου ήταν δάκρυα. Κυλούσαν μηχανικά και με ζέσταιναν. Δεν κατάλαβα τίποτ' άλλο. Δεν είχα τη δύναμη να μείνω άλλο ξύπνια. Το ό­νειρο με πήρε μαζί του. Σαν μια αγκαλιά που δεν θ τολμούσε να με προδώσει.
Άνοιξα τα μάτια αρκετή ώρα αργότερα. Η καρό κουβέρτα είχε γλιστρήσει. Κρύωνα πάλι. Με κράταγε στα χέρια του κοιμισμένος. Για πρώτη φορά η ησυχία στο δωμάτιο δεν μ' έκανε να υποψιάζομαι κάτι δυσά­ρεστο, είχα τελείως χαλαρώσει. Ξετύλιξα απ' τη μέση μου τα χέρια του και ανασηκώθηκα. Το πρώτο πράγμα που με ενόχλησε ήταν η χοντρή κοιλιά μου. Το βάρος στο υπογάστριο ξανάρθε. Έτρεξα στο μπάνιο και κλειδώθηκα.
Ο χώρος ήταν στενός και μύριζε αποσμητικό. Κάθι­σα στην κρύα λεκάνη. Άφησα το σώμα μου ελεύθερο. Είχα πολλά ούρα. Ανακουφίστηκα. Το βάρος έδειχνε να φεύγει. Αλλά όχι. Ήταν ακόμη εκεί, όχι τόσο έντο­νο, αλλά πάντα αισθητό. Άρχισα να τουρτουρίζω απ' το κρύο. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν κιόλας σχεδόν πέ­ντε. Σκέφτηκα πως με χώριζε μια ώρα απ' το συμβού­λιο και η αγωνία ενέσκυψε ξανά. Όχι τόσο έντονη. Κάπου στο βάθος της έμοιαζε να 'χει ατονίσει. Τράβηξα το καζανάκι. Σκουπίστηκα από κάτω μου με λίγο χαρτί. Το κοίταξα πριν το πετάξω. Μου φάνηκε παρά­ξενο. Είχε πάνω του κάτι αδιόρατα κόκκινο. Σταγόνες κόκκινες και πηχτές. Ήταν αίμα. Στην πλάτη μου άρ­χισαν να τρέχουν ζωύφια. Έτσι ένιωθα τα ρίγη. Δεν ήταν από κρύο. Μια άλλη συγκίνηση ταλάνιζε το σώ­μα μου. Το μυαλό μου δεν τολμούσε να σκεφτεί. Ση­κώθηκα σαν υπνωτισμένη. Πέρασα τις παλάμες μου πάνω απ' την κοιλιά μου. Η κοιλιά ήταν πάντα εκεί. Τι σήμαινε λοιπόν αυτό το αίμα; Πλύθηκα βιαστικά από κάτω και έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπο μου.
Ήλπιζα να ξεκαθαρίσουν οι σκέψεις μου. Δεν κατά­φερα τίποτα. Όπως και χτες, όπως και προχτές δεν ρύθμιζα εγώ τις καταστάσεις. Απλώς δεχόμουν παθη­τικά της εξελίξεις. Το χαλαρωμένο μου σώμα άρχισε πάλι να δένεται σε κόμπους. Ξεκλείδωσα και βγήκα.
Δεν τον βρήκα καθισμένο στην κουβέρτα. «Αντρέα» φώναξα. Ερχόταν απ' την κουζίνα μ' ένα δίσκο. Είχε γάλα, ψωμί και τυρί. «Δεν έχω τίποτ' άλλο. Πρέπει όμως να φας» με κοίταξε προστατευτικά. Ψιθύρισα πάλι τ' όνομα του σαν να μην το πίστευα που ήμουν μαζί του. Με κοίταξε αυτή τη φορά παραξενεμένος. Γνωριζόμαστε χρόνια. Είχα την αίσθηση πως πάντα επικοινωνούσαμε. Λίγο απόμακροι όμως. Δεν τολμού­σαμε την επαφή. Με φόβιζε το βλέμμα του, τόσο εξεταστικό. Με ρώτησε για τον Λύσιο. Είχε την αίσθηση πως κάτι μου συνέβαινε σημαντικό αυτή την εποχή. Κάτι που προσπαθούσα να το κρύψω απ' όλους. Έ­μοιαζε, είπε, να γίνεται μονάχα ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου.
Μιλούσε ακόμη ώρα πολλή. Έβλεπα το στόμα του ν' ανοιγοκλείνει ρυθμικά. Το μυαλό μου ταξίδευε αλ­λού . Ένα χρώμα κυριαρχούσε εντός μου. Και ήταν το κόκκινο. Με έζωνε η αίσθηση του αίματος. Είχα δει αίμα. Φρέσκο, σκούρο, πηχτό, δικό μου αίμα να στά­ζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου