Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
   
Η αίθουσα λευκή, κάτασπρη, γυαλιστερή. Μεσ' το μυαλό μου υπήρχε πάντα αυτό το χρώμα σαν εφιάλ­της. Ξανά και ξανά στην ξαναμμένη σκέψη η άσπρη λαδομπογιά των χειρουργείων. Συνειρμικό το σφίξιμο στην καρδιά. Έδωσα στον υπάλληλο το μικρό βαζάκι με τα ούρα. Ήταν ακόμη ζεστά. Υγρά του σώματος μου προς εξέταση. Πάντα μ' ενοχλούσε αυτό. Εισχω­ρούσαν ψάχνοντας τα σωθικά μου, αναλύοντας και αποκρυπτογραφόντας τις μυστικές μου διεργασίες. Τα ναι και τα όχι μου. Τις άμυνες και τους συμβιβασμούς. Πάθη και όνειρα. Οι εκκρίσεις μου περικλείουν τον εαυτό μου. Είμαι εγώ που διατάζω. Είμαι εγώ που διατάζομαι από μένα. Εγώ είμαι ο παράδεισος και η κόλαση μου. Οι εκκρίσεις μου θα πουν την αλήθεια για το περιεχόμενο της κοιλιάς μου.
Η κοπέλα γράφει τ' όνομα μου στο μικρό αυτοκόλ­λητο χαρτάκι που κολλά στο βαζάκι. Με λένε Μαρία λοιπόν. «Επίθετο;» Το χαμόγελο μου δεν της λέει πολ­λά. Κυρίως δεν μαρτυρά αυτό που εκείνη θέλει. Μπο­ρώ να πω πως είμαι μια Μαρία απ' όλες. Ίσως κι όλες μαζί. Κι ίσως όχι μόνο αυτές. Αλλά άπασες. Είμαι όλες. Πάντα ένιωθα πως δεν ήμουν μόνο εγώ. Η μονα­ξιά μου δεν είχε σχέση με την ποσότητα των ατόμων, έστω κι αν αυτά δεν ήταν δίπλα μου, αλλά βαθιά κρυμμένα εντός μου. Η μοναξιά έχει σχέση με την ου­σία. Ή την αλήθεια, όπως θέλετε πέστε το. Η μοναξιά υπάρχει όταν δεν ξέρεις την αλήθεια. Η μοναξιά υ­πάρχει και όταν ξέρεις την αλήθεια. Η μοναξιά υπάρ­χει έτσι κι αλλιώς. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση δεν είναι πια εχθρός.
    Η κοπέλα περίμενε υπομονετικά. Κόντευα να την ξεχάσω. Έγραψε το επίθετο που κατάφερα να ψιθυ­ρίσω στη σύγχυση μου και ζήτησε να την ξοφλήσω. Σε δυο ώρες μπορούσα να έχω το αποτέλεσμα είπε κοιτά­ζοντας επιδεικτικά πλέον την τεράστια κοιλιά μου. Σί­γουρα δεν της είχε ξανατύχει τέτοια πλάκα. Μια πε­λάτισσα λίγο πριν γεννήσει να ρωτά αν είναι γκα­στρωμένη. Έκανα πως δεν το κατάλαβα. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι που δεν το συζητούσα καν με τον εαυ­τό μου, πόσο μάλλον μ' αυτήν. Λίγο πριν φύγω με ρώτησε νομίζω αν, σε περίπτωση που το τεστ έβγαινε θετικό, ήθελα να προχωρήσουν σε ορμονικό προσδιο­ρισμό για να μου δώσουν τις πιθανότητες του φύλου. Την κοίταξα σχεδόν χωρίς να τη βλέπω. Μα είναι σί­γουρο πως πρόκειται γι' αγόρι, την αποστόμωσα. Το βλέμμα της κυριεύτηκε από μια υποψία. Πάγωσα όταν την κατάλαβα. Η κοπέλα του εργαστηρίου για εξετά­σεις ούρων με υποψιαζόταν για τρελή. Χαμογέλασα βεβιασμένα. Δεν ήθελα να δώσω συνέχεια. Ο κόσμος δίπλα μου ανανεωνόταν διαρκώς. Είχα μείνει ήδη πα­ραπάνω απ' όσο απαιτούσε η ανάγκη. Άλλωστε κανείς τους δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Δεν είχα καν ούτε εγώ την πολυτέλεια της κατανόησης των πρόσφα­των γεγονότων. Απλά τα δεχόμουν.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είχα ακόμη δυο ώρες χρόνο να μη γνωρίζω την αλήθεια. Κατηφόρισα την Αναγνωστοπούλου μέχρι την πλατεία. Δυο ώρες και­ρό . Είχε σταματήσει να ρίχνει και οι λάσπες πύκνωναν στους πατημένους δρόμους. Τα πεζοδρόμια βρόμικα γλιστρούσαν. Σκαλοπάτια από λευκό μάρμαρο, εκτυφλωτική λευκή γυαλάδα δίπλα στις λάσπες. Πάλι το λευκό ακτινοβολεί στο μυαλό μου. Και νάτο ξανά αυ­τό που κάθε τόσο υπονομεύει τον εαυτό μου. Κρατιέ­μαι στον πέτρινο τοίχο του μαγαζιού με την εντυπω­σιακή χρυσοασημιά βιτρίνα. Η μύτη μου κολλημένη στο τζάμι. Για κλάσματα του δευτερολέπτου βγαίνω εκτός. Η ζαλάδα μου με κυνηγά. Με νεκρώνει. Έλπι­ζα πως κάποτε αυτό θα μέρευε. Πατάω σταθερά το πόδι μου που είναι έτοιμο να μετρήσει τα σκαλοπάτια, να με τσακίσει στον ανώμαλο κατηφορικό δρόμο. Η πωλήτρια της μπουτίκ με κοιτάζει. Κοιτάζω το βλέμμα της που με βλέπει. Όχι, δεν πρόκειται για υποψήφια πελάτισσα. Μου γυρίζει την πλάτη και συνεχίζει τη δουλειά της.
Το κεφάλι μου βουίζει. Οι σκέψεις αστράφτουν ε­ντός. Κρατιέμαι από τους τοίχους των καταστημάτων πρώτης κατηγορίας και κατηφορίζω. Στην πλατεία τα καθίσματα υγρά αν και σκουπισμένα. Το εσωτερικό των καφενείων σκοτεινό. Μ' αρέσει το φως όταν είναι πρωί. Λατρεύω το σκοτάδι το βράδυ. Γλιστράω σε μια κόχη πολυκατοικίας στη Σκουφά. Λευκά σκαλιά οδη­γούν σε ψηλότερα πατώματα. Κάθομαι σ' αυτά στρι­μωγμένη στον τοίχο. Βαμμένος γκρίζος σκούρος, σχε­δόν με κάνει αθέατη. Ο κώλος μου παγώνει στο μάρ­μαρο. Είναι το λιγότερο που μπορεί να μου συμβεί. Κόσμος ανεβαίνει και κατεβαίνει. Κρατά πλαστικές σακούλες. Διακρίνω παπούτσια χορού. Μάγιες. Κο­λάν. Η Αθήνα διψάει να χορεύει. Να μη σκέφτεται. Μικρές και μεγάλες Μαρίες ακολουθούν το σωρό. Τις υποδείξεις. Από πάντα. Κι αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Τους έχουν χτίσει ακόμη και την έξοδο κινδύνου. Με­τά γκαστρώνονται. Είναι μια λύση για να εξακολουθούν να υπάρχουν. Κι ύστερα περιμένουν το παιδί. Η αίθουσα αναμονής ποτέ δεν τελειώνει. Η γέννηση λένε βάζει το δικό της φωτοστέφανο. Ύστερα υπάρχει πια το παιδί. Το πιο γερό άλλοθι να διαιωνίζεις την ύπαρ­ξη σου. Αυτό δεν σταματά ποτέ. Ακόμη κι αν πάψει να βρίσκεται ανάμεσα στους ζωντανούς - μοτοσικλέ­τες, πόλεμοι, ναρκωτικά - εσύ πρέπει να εξακολουθείς να υπάρχεις. Κάποιος καλείται ν' ανάβει κερί στη μνήμη του, τριήμερα, εννιάμερα, σαράντα κι ύστερα τα χρόνια κυλάνε. Έχεις πάντα ένα λόγο να ζεις. Δεν λέω αιτία. Ποιος ξύνει πια με τα νύχια τον τοίχο;

Το ρολόι βαδίζει αργά κι εγώ πάλι καλπάζω. Κάθο­μαι στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Οι περαστικοί με κοι­τάνε, θα με θυμούνται αν με ξαναδούν; Χαμογελώ. Περιμένω. Στο μυαλό μου κουδουνίζουν καμπάνες, τα λεπτά που μετρώ. Μου μένουν ακόμη εβδομήντα λε­πτά για να αγνοώ την αλήθεια

Το κίτρινο σαν χρυσό μικρό σπορ αυτοκίνητο με τους μεγάλους προβολείς σταμάτησε μπροστά μου. Τα λεπτά που περίμενα με έκαναν να παγώνω. Είχε από ώρα σκοτεινιάσει. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα δίπλα του από μέσα. Χώθηκα γρήγορα ελπίζοντας να ζεστα­θώ, αλλά όχι μόνο γι' αυτό. «Με συγχωρείς.» Ήξερα υπήρχαν όλες εκείνες οι υποχρεώσεις που καμπουριά­ζουν τους ώμους των αντρών. Κι ύστερα κάνουν μια έτσι, αποτίναξη λέει, και νομίζουν ότι ξέφυγαν. Δια­λέγουν κάτι άλλο που καταλήγει στο ίδιο. Δεν έμαθαν το κόλπο της επιλογής. Ίσως γιατί απλά δεν υπάρχει. Τον κοίταξα. Το λευκό στρογγυλό πρόσωπο, μελαχρι­νό, εκφραστικό. Σγουρά μαλλιά. Φρεσκοξυρισμένος αλλά η περιοχή με τα γένια διαγράφεται έντονα. Θυ­μάμαι κάποιος φίλος του πατέρα μου έβαζε πούδρα, είπα. Χαμογέλασε. Όχι δεν ήταν αδελφή. Λίγη κοκεταρία παραπάνω δεν πειράζει. Είχε μεγαλώσει άλλω­στε στο εξωτερικό. Πάει αυτό. Το μικρό σπορ αυτοκί­νητο κυλά σιγανά. Μποτιλιάρισμα. Τα μαγαζιά έχουν κλείσει. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας πηγμένη. Κάθε βρά­δυ το ίδιο. «Πού πάμε;» Κάπου εξοχικά. Ήξερε εκεί­νος. Βγήκαμε από την Αλεξάνδρας στη Μεσογείων και ο δρόμος άνοιξε πια. Το μικρό κίτρινο σπορ αυτοκίνητο απέδειξε ό,τι υποσχόταν. Ταχύτητα, σπινάρισμα, εκκωφαντική στροφή από το Σταυρό δεξιά για Παια­νία. Ο Λύσιος χαμογελούσε. Για μένα ήταν σαν να μη συνέβαινε τίποτ' απ' αυτά. Το μυαλό μου ταξίδευε αλ­λού . Χρειάστηκε να μου τονίσει τις ικανότητες του αυτοκινήτου, τα φαρδιά λάστιχα, το κράτημα στις στροφές, το σίγουρο φρενάρισμα, την ετοιμότητα του οδηγού του. Και φτάσαμε. Εξοχικό ταβερνάκι, λίγα φώ­τα, δεν έμοιαζε να είναι μέσα κανείς. Ώρα οκτώ και μισή. Οι συμπατριώτες μας βγαίνουν μετά τις δέκα. Τόσο το καλύτερο. Δεν είχα όρεξη για συναναστρο­φές. Με κοίταξε στα μάτια. «Σ' αρέσει εδώ;» Δεν ήξε­ρα ακόμα. Ωστόσο έμοιαζε ζεστό. Κατεβήκαμε. Κλεί­δωσε το αμάξι του προσεκτικά. Μου άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού. «Πού θες να καθίσουμε;» Τράβηξε την καρέκλα μου. Επιτέλους απέναντι μου χωμένος στον κατάλογο των φαγητών. Δεν πεινούσα πια. Όλα έμοια­ζαν πολύ οργανωμένα. Λεπτό προς λεπτό. Στρατηγι­κή. Περίμενα το επόμενο βήμα. Ήρθαν οι πίτσες. «Μπίρα;» «Όχι κρυώνω αρκετά. Η καλύτερη ιδέα θα 'ταν κανένα κονιάκ.» «Δεν το 'χω ξαναπιεί με πίτσα.» «Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά.» Με κοίταξε με σημασία. Ύστερα αναζήτησε το ρολόι του. Κι άρχισε να τρώει βιαστικά. Προτίμησα να μην αρχίσω να συν­δυάζω από τώρα τα γεγονότα.
Το μυαλό μου πάντα προέτρεχε και μου χαλούσε τη στιγμή. Ιδιαίτερα εκ των υστέρων που αποδεικνυόταν πως είχα δίκιο. Ουδέν κέρδος ωστόσο μια και οι εξελί­ξεις σπανίως εξαρτιόνταν από τις δικές μου επιθυμίες. Μόνο μια άρνηση μπορούσε να επηρεάσει εκ μέρους μου τα γεγονότα. Αλλά άρνηση δεν σημαίνει ζω. Κι ύστερα πάντα ελπίζεις πως το επόμενο βήμα θα ξε­πλύνει την προηγούμενη αποτυχία. Θα καλύψει την αίσθηση του κενού.
«Δεν σ' αρέσει;» «Μου έκοψε την όρεξη το κονιάκ.» Βιάστηκε να ζητήσει το λογαριασμό και μέτρησε τα χρήματα ακριβώς. Κέρδιζε χρόνο. Το γκαρσόνι χαμογέλασε. Επιτέλους όλοι ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί τις επόμενες στιγμές μεταξύ μας. Σίγουρα η βιασύνη δεν σήμαινε πως τρέχαμε για να προλάβουμε αερο­πλάνο. Στο αυτοκίνητο έβαλε μουσική. Την είχε διαλέ­ξει από πριν προσεκτικά. Δεν ήταν απόλυτα του γούστου μου, είπα μ' αρέσει. Χειμώνας 1982. Δεν τολμούσα να 'χω επιθυμίες.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μαλακά μπροστά σ' ένα μονόροφο σπίτι, μισοχτισμένο με πέτρα. Απ' την τα­ράτσα ξέφευγε η καμινάδα του τζακιού. Γύρω συρμα­τόπλεγμα, πρασινάδα πυκνή, λιγούστρα ανέβαιναν γρήγορα χωρίς λουλούδια. Κρατούσε το μεγάλο κλειδί σε ιδιαίτερο κρίκο. Δεν ερχόταν συχνά. Χόρτα και λά­σπες ανακατωμένα. Μια λίμνη μικρή με τοιχάκι βαμ­μένο γαλάζιο και ξεπηδούσε ένα σιντριβάνι. Το καλο­καίρι γέμιζε τη λιμνούλα νερό. Κολυμπούσαν μου είπε βατράχια. Στο εσωτερικό του σπιτιού μάς τύλιξε η μυρωδιά της κλεισούρας. Είχε καλοριφέρ αλλά δεν θα προλάβαινε να ζεσταθεί. Καλύτερα με τη σόμπα. Δεν άναψε φως. Η σόμπα κοκκίνιζε το χώρο. Με παρέσυρε σ' ένα δωμάτιο απαλά. Απ' το παράθυρο αγωνιζόταν να μπει φως απ' το φανάρι του δρόμου. Τράβηξε βια­στικά τις κουρτίνες. Ίσως δεν έπρεπε ν' ανακαλύψω το χώρο. Θα 'ταν σαν να παραβίαζα τη ζωή του που λίγο ως πολύ προσπαθούσε να την κρατήσει μυστική. Καθίσαμε στο κρεβάτι. Είχε στρώσει πάνω του ένα σεντόνι. «Να 'μαστε καθαρά.» Το 'νιωθα υγρό. Άφη­σε το χέρι του να ταξιδεύει στο πρόσωπο μου. Τώρα πια κάθε σκέψη ήταν περιττή. Βάδιζα στην προκαθο­ρισμένη πορεία. Ελπίζοντας, είναι αλήθεια. Το 'χα ανάγκη. Η μοναξιά μου είχε κρατήσει πολύ. Μήνες. Στην ηλικία μου έμοιαζε ατέλειωτος χρόνος. Αφέθηκα στο χάδι του. Το χέρι του χούφτωνε τα βυζιά μου πά­νω απ' το λεπτό πουλόβερ. Οι ρώγες μου είχαν τεντω­θεί περιμένοντας. Κάτω μου άρχιζε να καίει μια φωτιά. Ο Λύσιος ταξίδευε τα δάχτυλα του μέσα στο σουτιέν μου. Ήθελα να το βγάλω, αλλά κρατιόμουν θέλοντας να έχει εκείνος την πρωτοβουλία. Οι ρόλοι προκαθορισμένοι. Η εκπαίδευση είχε αφομοιωθεί εύκολα. Δεύτερη φύση.
Τα χείλη του σιγοψιθύριζαν στ' αυτί μου. Φιλούσαν με δεξιοτεχνία το λαιμό μου. Ήμουν έτοιμη να εκρα­γώ . Το δωμάτιο είχε ολότελα φλογωθεί, κατακόκκινο σχεδόν ριγούσε από καβλωτικούς ατμούς. Η καρδιά μου βασανιζόταν στο στήθος μου. Ο Λύσιος κατάλα­βε. Μπορούσε να προχωρήσει. Χωρίς βία ξεκούμπωσε τα ρούχα μου. Τον βοήθησα να με απαλλάξει. Έμεινα με τη μικρή μαύρη μου δαντελένια κιλότα στο υγρό σεντόνι. Εκείνος μεθοδικά έβγαλε τα ρούχα του και τα στοίβαξε σε μια καρέκλα κάπου στο δωμάτιο. Ακόμη δεν είχα καταλάβει τα σύνορα των τοίχων. Ήρθε κο­ντά μου. Το φύλο του ορθωμένο κοντά στο πρόσωπο μου - με πονούσε η αναμονή της επαφής. Κάθισε δί­πλα μου. Χάιδεψε τις τρίχες ελαφρά. Ένιωθα την α­ναπνοή μου να χάνεται. Ασφυκτιούσα από προσμονή. Κινήθηκα αργά βοηθώντας τον να πετάξει το εσώρου­χο. Επιτέλους. Οδήγησε το χέρι μου στο σκληρό του όργανο. Το 'πιασα διστακτικά, ενώ θα 'θελα να το ξε­σκίσω στις χούφτες μου, να το ζουλήξω, ακόμη να το καταπιώ. Ήμουν λιωμένη απ' την αναμονή. Ένα κύ­μα που χυνόταν, έπλεε πάνω στο υγρό σεντόνι. Υγρή φωτιά. Το δάχτυλο του βυθίστηκε με βία μέσα στον κόλπο μου. Ανακάλυψε την πλημμύρα. Δεν τον έβλε­πα πια. Άκουσα μόνο ψιθυριστή τη φωνή του να καί­ει τ' αυτί μου. «Είσαι έτοιμη.» Δεν μίλησα. Ήταν μια διαπίστωση. Δεν ρωτούσε. Και γλίστρησε μέσα μου με ορμή. Το βάρος του έκανε την καρδιά μου να παλεύει ακόμη πιο πολύ. Η διέγερση μου σφυροκοπούσε στα τοιχώματα του μυαλού μου. Η αναπνοή κομμένη. Φουσκωμένο κάθε κύτταρο του σώματος με καυτό αί­μα. Στον κόλπο μου μια σκληρή σάρκα πηγαινοέρχε­ται. Ιδρώνω. Η φούντωση μένει σταθερή. Προσδοκία για ένα σπασμό, λύτρωση που δεν έρχεται. Τεντώνω τις αισθήσεις μου και περιμένω. Η φούντωση μένει σταθερή. Κι ύστερα τα σωθικά μου παγώνουν. Το σώ­μα γίνεται ένας κόμπος που δεν λύθηκε. Ο Λύσιος έχει τελειώσει και ξαπλώνει δίπλα μου. Στο πρόσωπο του λάμπει η ικανοποίηση. Κλείνει για λίγο τα μάτια. Σφίγγω τα βλέφαρα να φυλακίσω τα υγρά που θέλουν να ξεχυθούν από κει. Έχει ανέβει η στάθμη μέσα μου και ξεχειλίζω. Καταπίνω τον κόμπο στο λαιμό. Ανοίγει τα μάτια. Με φιλά στο μέτωπο. Χείλη υγρά. «Την άλλη φορά θα 'ναι καλύτερα. Σε ήθελα βλέπεις πολύ.» Δεν μίλησα. Πιέστηκα να χαμογελάσω. Ένιωθα τις ωοθήκες μου να με σφάζουν. Ένας σουβλερός πόνος στη μήτρα και αντανακλούσε σ' όλο το κορμί. Πίστευα ότι με τον Λύσιο θα 'ταν αλλιώς. Αν με ρωτούσε όμως κανείς δεν θα 'ξερα ν' απαντήσω. Στα τυφλά προσπα­θούσα να βρω το δρόμο, να οδηγηθώ στον εαυτό μου.
Δεν κατάλαβε τίποτα. Σηκώθηκε να πάει στο μπά­νιο. Άκουγα τα νερά. Το χέρι μου ασυναίσθητα κατέ­βηκε χαμηλά. Ένα τρομακτικό ρίγος ηλέκτρισε όλο μου το σώμα. Ίσως την άλλη φορά. Σηκώθηκα κουρα­σμένη. Το σπέρμα κυλούσε. Τα μέλη μου πονούσαν. Το σώμα μου είχε πάλι αρρωστήσει. Το μυαλό - τέρας με δόντια σουβλερά - βύθιζε τη μανία του στις δικές του σάρκες. Παραδόθηκα. Ο έρωτας έμοιαζε να 'χει διαχωριστεί απ' τον οργασμό στη ζωή μου. Αλλά να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο έμοιαζε πολύ οδυνηρό για να διαρκέσει για πάντα. Έτσι ο έρωτας έπρεπε να βρει άλλη δικαίωση για την ύπαρξη του. Ο οργασμός έδωσε τη θέση του σε κάτι πιο ιερό. Κάτι που μπορού­σες να μιλάς γι' αυτό με καμάρι. Που μπορούσε να γίνει σκοπός της ζωής και του σώματος χωρίς ντροπή. Αφού έτσι κι αλλιώς ο οργασμός, η ηδονή, ακόμη και αν υπήρχε, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός όχι σαν ο
ίδιος ο σκοπός της ζωής αλλά ούτε ακόμη σαν ένας κάποιος τρόπος ζωής. Ο έρωτας συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός παιδιού. Κι η χαρά του σώματος κλείστηκε έξω από τον τοίχο. Αυτά όμως δεν τα καταλαβαίνεις τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το ρολόι έλεγε ακριβώς. Δυο ώρες συμπληρωμένες. Ο κόσμος είχε αραιώσει. Ο καταστηματάρχης με κοί­ταξε χαμογελαστός. Ήμουν ακόμη καθισμένη στα λευ­κά σκαλιά του, στριμωγμένη στον γκρίζο σκούρο τοί­χο. «Κλείνουμε.» Σηκώθηκα με κόπο. Πονούσα πα­ντού . Τα δόντια του τέρατος ακόμη βυθισμένα στο μυαλό μου. Με αγωνία ακούμπησα το χέρι στην κοιλιά μου. Έκλεισα τα μάτια. Η ανατριχίλα τάραξε όλα τα κύτταρα. Σχεδόν μια ηδονή. Η κοιλιά μου ακόμη υ­πάρχει. Έχω λόγο να ζω. Αποδεχθείτε με λοιπόν. Χα­μογέλασα στον καταστηματάρχη· ξανθός, σπασμένα ελληνικά, εμπορεύεται ότι μπορεί στην Ελλάδα ακόμη και τον εαυτό του. Ξέρει πως όλοι διψάμε ν' αγορά­ζουμε υποκατάστατα. Ιμιτασιόν. Είναι πιο εύκολο. Είναι κάτι τέλος πάντων που μπορείς να το γευτείς.
Η βροχή είχε πάλι αρχίσει να πέφτει. Σιγά. Σε λίγα λεπτά ό,τι είχε στεγνώσει θα πλημμύριζε απ' την αρ­χή. Βάδιζα αργά προς την Αναγνωστοπούλου. Πίσω μου κουδούνιζαν δυνατά κατεβαίνοντας τα ρολά των καταστημάτων. Οι μάγιες και τα κολάν θα 'ταν πάλι στη διάθεση των αγοραστών μετά τις πέντε. Στο μεγά­λο περίπτερο της πλατείας αγόρασα τσιγάρα. Ήθελα κάτι να ρουφήξω βαθιά μου ζεστό και χωρίς όγκο. Ό­σο μπορούσα πιο βαθιά. Μέχρι το τελευταίο κύτταρο του μυαλού μου. Δεν είχα σπίρτα. Μου άναψε το γκαρσόνι του Τοπ κοιτάζοντας με εξεταστικά. Πολλά είχαν δει τα μάτια του σ' αυτή την πλατεία. Αλλά γκα­στρωμένη στο δρόμο να φουμάρει περπατώντας χάλα­σε ο κόσμος δηλαδή. Του χαμογέλασα. Το πιο παρά­ξενο σε μένα σίγουρα δεν ήταν αυτό. Έστριψα τη γω­νία αργά και ανηφόρισα την Αναγνωστοπούλου προ­σεκτικά. Σταμάτησα πάλι στην ίδια βιτρίνα. Χρυσή και ασημιά. Τα φώτα κλειστά. Το ρολό κατεβασμένο. Απόμεινα με το κεφάλι μου να βουίζει. Δυο πόρτες παραπάνω το μικροβιολογικό εργαστήριο. Εκεί, πάνω στο κρύσταλλο που φινίριζε το σκουρόχρωμο γραφείο της εισόδου, δίπλα στο τηλεφωνικό κέντρο, τη γραφο­μηχανή και την ξαφνιασμένη κοπέλα, ήταν μια θήκη κατακόκκινη, πλαστική, με χωρίσματα-καρτέλες που στο καθένα υπήρχε καβαλάρης με ένα γράμμα του αλφάβητου. Εκεί, ανάμεσα στ' άλλα φάκελα, μηχανικά τοποθετημένο, κάποιο που το περιεχόμενο του έμοια­ζε να μου δημιουργεί ασφυξία.
Η ώρα είχε περάσει. Έσβησα το τσιγάρο. Ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Προσπέρασα τη χρυσή-ασημιά βιτρίνα και βάδισα ολοταχώς προς τα πάνω. Δεν σταμάτησα καν στο μικροβιολογικό εργα­στήριο. Η Αναγνωστοπούλου τράβαγε πολύ. Ανηφό­ρα μέχρι ψηλά. Κι ύστερα κάθετος η Δημοκρίτου. Λί­γο παραπάνω βγήκα στου Δοξιάδη κι ύστερα στον πε­ριφερειακό . Μ' άρεσε ο γύρος του Λυκαβηττού. Πιο κάτω αριστερά θα κατηφόριζα την Αλεξάνδρας. Χαι­ρόμουν. Η βροχή έπεφτε τώρα καταρρακτωδώς. Α­κουμπούσα το ένα χέρι στην κοιλιά μου. Αυτή δεν θα μου την έπαιρνε κανείς. Είχα αρπάξει την κατάσταση στα χέρια μου. Όριζα το σώμα μου και τις λειτουργίες του. Για πρώτη φορά ήταν δικό μου και ήταν για μένα όλα όσα συνέβαιναν εντός του. Δεν θα το άφηνα να χαθεί. Δεν ήξερα τι προβλήματα σήμαινε αυτό για μέ­να, ούτε τι κουβαλούσε στο βάθος της αυτή η απόφα­ση. Χαιρόμουν όμως σαν να 'βλεπα για πρώτη φορά τη βροχή να πέφτει. Πάνω και γύρω μου. Τη ζωή ν' αναβλύζει από μέσα μου. Ένα άλλο νόημα επιτρεπτό για το κάθε τι που συντελούνταν εντός και εκτός μου.
Χτύπησα το κουδούνι. Δεν είχα προγραμματίσει να 'ρθω στο γραφείο και είχα αφήσει τα κλειδιά μου στο σπίτι. Ο συρτός ήχος του ανοίγματος της πόρτας μ' έκανε να δειλιάσω, το ξεπέρασα γρήγορα. Σήμερα άρ­χιζα τη ζωή μου απ' την αρχή. Η Ευγενία Β. με κοίτα­ξε ερωτηματικά. «Είχες πει δεν θα 'ρχόσουν.» Τη φί­λησα. Είχε πάντα ένα ύφος ερωτηματικό, σχεδόν τρο­μαγμένο. Οτιδήποτε γινόταν γύρω της μπορούσε να τη βλάψει, δεν ήξερε ν' αμυνθεί, ταμπουρωνόταν. Ανα­ρωτιόμουν φορές φορές στο γραφείο κοιτάζοντας τη ν' απαντάει μ' αγωνία στα τηλέφωνα, ποια θα μπορούσε να 'ταν η προσωπική της ζωή. Δεν μιλούσε πολύ. Ή­ταν παντρεμένη και είχε δυο μικρά παιδιά. Δεν ξέρα­με αν είχε οικονομικά προβλήματα. Αν τα πήγαινε κα­λά με τον άντρα της. Πώς ήταν η γέννα της. Αν ζούσε καλά. Κάθε πότε γαμιόταν. Αν το φχαριστιόταν ή μό­νο άνοιγε τα πόδια της προσφέροντας τη σκοτεινή της τρύπα γι' αντάλλαγμα. Κεκτημένη ταχύτητα. Δεν υ­πήρχε πια τίποτα να κερδίσει κανείς. Η ασφάλεια έτσι κι αλλιώς δεν συνυπάρχει με το ανθρώπινο είδος. Και δεν είναι αυτή που μπορεί να δώσει στιγμές ευτυχίας. Βλέπαμε μόνο την Ευγενία Β. να φεύγει τα μεσημέρια βιαστικά, γεμάτη άγχος, όταν τα μικρά της αρρώσται­ναν. Αυτό κάτι μου θύμιζε και μ' έκανε ν' αρχίζω να την καταλαβαίνω. Έπιασα το χέρι της, τ' ακούμπησα στην κοιλιά μου. Χαμήλωσε το βλέμμα της, το σφήνω­σε εκεί. Για λίγο έτσι. Ύστερα με κοίταξε θλιμμένα. Με καλωσόριζε στον κόσμο της. Είχε κιόλας δυο από δαύτα. Το 'χε μετανιώσει, έλεγε. Μπορούσε να το λέει τώρα πια. Κανείς δεν θα της τα 'παιρνε πίσω. Κρυμ­μένη καλά πίσω απ' τη μητρότητα. Δεν φοβόταν κανέ­να. Μπορούσε επιτέλους ν' αφεθεί στα μαρτύρια. Το φωτοστέφανο τής είχε χαρισθεί. Ζωή μέσα απ' τους άλλους, για τους άλλους, εξαιτίας των άλλων. Και το ποτάμι κυλά. Μ' έσφιξε στην αγκαλιά της. «Κοντεύ­εις;» Έγνεψα ναι. Κι ύστερα τρόμαξα με τη σκέψη. Έφτανα κιόλας στο τέλος πριν συνειδητοποιήσω την αρχή. Φυσικά υπήρχαν κι άλλα τυπικά πράγματα να τους εξηγήσω. Ιδιαίτερα στον Γιώργο Μ. που είχε πε­ρισσότερο απ' όλους ξαφνιαστεί και ίσως θα υφίστατο σαν διευθυντής εκεί μέσα τις συνέπειες της επαγγελ­ματικής αναστάτωσης που προμήνυαν οι πιο λίγες ώ­ρες δουλειάς μου στο μέλλον. Καθώς του εξηγούσα τα γεγονότα τα 'πλαθα. Έφταιγε η αδυναμία μου που τόσο καιρό η κοιλιά μου δεν είχε φανεί. Τώρα άρχισα να τρώω και πιο πολύ. Δεν προσπαθώ κιόλας πια να το κρύψω.
«Είσαι ευτυχισμένη;» Κοίταξα προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Βραχνή, γνώριμη και λίγο ξεχα­σμένη. Ναι, ήταν ο Αντρέας. Ο Αντρέας των τεσσά­ρων χρόνων πριν. Γαμώτο. Αυτόν δεν θα 'θελα με τί­ποτα να τον συναντήσω. Τουλάχιστον τώρα. Και ι­διαίτερα εδώ μέσα. Στην κατάσταση αυτή. Με κοιτού­σε γεμάτος έκπληξη. Του ανταπέδωσα το ίδιο βλέμμα. Για λίγο έτσι. Οι άλλοι σώπαιναν. Ακούστηκαν ανα­πτήρες ν' ανάβουν. Καπνοί γέμισαν το δωμάτιο. Κα­τάλαβαν όλοι. Η Ευγενία μίλησε πρώτη. Ήξερε να μαλακώνει την αγωνία των άλλων. Είχε υποστεί στη ζωή της πολλή απ' αυτή. «Ήρθε για κάτι μεταφρά­σεις. Μας θυμήθηκε. Δουλεύει τώρα στο Υπουργείο Συγκοινωνιών.» Κατάλαβα τι έλεγε πολύ αργότερα. Οι άλλοι είχαν κιόλας αρχίσει να φλυαρούν για τον καιρό και τη βροχή. «Κανένας φούρνος θα γκρεμίστηκε.» Πήρε τ' αυτί μου το καλαμπούρι. Θα το 'λεγαν για τον Αντρέα. Σταμάτησα να τον κοιτάζω. Η ερώτη­ση του όμως εξακολουθούσε να σφυροκοπά στο μυαλό μου. Ο Αντρέας είχε με το πρώτο αγγίξει την ουσία. Αυτό ήταν που πονούσε. «Δεν κατάλαβα την ερώτηση σου», είπα ψέματα και δήθεν χαζά. Ακολουθούσα τη φύση μου. Αυτός δεν ήταν ο προορισμός στη ζωή; Πως μπορούσα να μη νιώθω πλήρης; «Ευτυχισμένη;» Επέμενε. Τι διάολο παιχνίδι προσπαθούσε να μου παίξει; Ίσως δεν καταλάβαινα την έννοια της λέξης. Ίσως ο Αντρέας να 'θελε κάτι άλλο να πει. Ίσως δεν ήταν η λέξη κατάλληλη. Πάντως ήταν μια δική μου επιλογή αυτό που συνέβαινε εντός μου. Δεν ήμουν ω­στόσο σίγουρη γι' αυτά που του 'λεγα. Γύρισε το βλέμ­μα του αλλού. Άφησε μια τροχιά δυσπιστίας να πλανιέται. Προτίμησα να μη σκεφτώ τίποτ' άλλο. Ηρεμή­σαμε. Το γραφείο μου βουτηγμένο στο χαρτομάνι δεν μπορούσε άλλο να περιμένει. Οι μεταφράσεις ξεχείλι­ζαν. Χάρηκα που διαπίστωσα ακόμη μια φορά πως με είχαν ανάγκη. Άλλοτε αυτό και μόνο βούλωνε το στό­μα του θηρίου. Το σώμα όμως έχει τη δική του ζωή. Η επιβίωση προηγείται. Το θηρίο δεν ξεγελιέται για πο­λύ . Κουρνιασμένο εκεί, λίγο πιο κάτω απ' τη μέση, δείχνει τα δόντια του. Φάε λοιπόν. Σου 'φτιαξα ολό­κληρο παιδί εκεί μέσα. Θα 'χεις να τρως μια ζωή.
Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Η φαντασία μου έφτιαχνε λέξεις και ερμηνείες συγκλονιστικές. Σίγου­ρα το εγχειρίδιο για νέους δικηγόρους που θα εξέδιδε η εταιρεία μου σε μετάφραση από τα γαλλικά θα ήταν ένα μικρό αριστούργημα.

Το τοπίο λάσπωσε ξανά. «Ας φύγουμε» είπαν όλοι. Θα πλημμυρίσουν πάλι οι δρόμοι. Ξεκίνησα. Στην έ­ξοδο χαιρέτησα όλους βιαστικά. Ιδιαίτερα τον Α­ντρέα. Είχα διακρίνει με πανικό ένα δισταγμό στο βή­μα του. Σαν να κοντοστεκόταν. Την κοπάνησα στα γρήγορα. Δεν μ' έπαιρνε για τέτοιες συναντήσεις αυτή την εποχή. Έδειχναν όλα να 'χουν αρχίσει να κατα­σταλάζουν μέσα μου διυλισμένα. Το κατακάθι βάραι­νε ακόμη βέβαια βαθιά μου, αλλά θα το φιλτράριζα κι αυτό αργότερα απ' την αρχή.
Στο τέταρτο στενό σταμάτησα να τρέχω. Ήταν ασυναίσθητο. Και με είχε κάνει να λαχανιάσω. Με την κοιλιά ν' ανεβαίνει στο στόμα μου. Συνέχισα το βάδι­σμα αργά, σχεδόν απολαμβάνοντας τη διαδρομή κάτω απ' τη βροχή. Γυρνούσα σπίτι φορτωμένη έναν εαυτό παραπάνω. 


(Για τα επόμενα κεφάλαια 4-9 πατάτε "παλιότερες αναρτήσεις)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου