ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
Η αίθουσα λευκή, κάτασπρη, γυαλιστερή. Μεσ' το μυαλό μου υπήρχε πάντα αυτό το χρώμα σαν εφιάλτης. Ξανά και ξανά στην ξαναμμένη σκέψη η άσπρη λαδομπογιά των χειρουργείων. Συνειρμικό το σφίξιμο στην καρδιά. Έδωσα στον υπάλληλο το μικρό βαζάκι με τα ούρα. Ήταν ακόμη ζεστά. Υγρά του σώματος μου προς εξέταση. Πάντα μ' ενοχλούσε αυτό. Εισχωρούσαν ψάχνοντας τα σωθικά μου, αναλύοντας και αποκρυπτογραφόντας τις μυστικές μου διεργασίες. Τα ναι και τα όχι μου. Τις άμυνες και τους συμβιβασμούς. Πάθη και όνειρα. Οι εκκρίσεις μου περικλείουν τον εαυτό μου. Είμαι εγώ που διατάζω. Είμαι εγώ που διατάζομαι από μένα. Εγώ είμαι ο παράδεισος και η κόλαση μου. Οι εκκρίσεις μου θα πουν την αλήθεια για το περιεχόμενο της κοιλιάς μου.
Η κοπέλα γράφει τ' όνομα μου στο μικρό αυτοκόλλητο χαρτάκι που κολλά στο βαζάκι. Με λένε Μαρία λοιπόν. «Επίθετο;» Το χαμόγελο μου δεν της λέει πολλά. Κυρίως δεν μαρτυρά αυτό που εκείνη θέλει. Μπορώ να πω πως είμαι μια Μαρία απ' όλες. Ίσως κι όλες μαζί. Κι ίσως όχι μόνο αυτές. Αλλά άπασες. Είμαι όλες. Πάντα ένιωθα πως δεν ήμουν μόνο εγώ. Η μοναξιά μου δεν είχε σχέση με την ποσότητα των ατόμων, έστω κι αν αυτά δεν ήταν δίπλα μου, αλλά βαθιά κρυμμένα εντός μου. Η μοναξιά έχει σχέση με την ουσία. Ή την αλήθεια, όπως θέλετε πέστε το. Η μοναξιά υπάρχει όταν δεν ξέρεις την αλήθεια. Η μοναξιά υπάρχει και όταν ξέρεις την αλήθεια. Η μοναξιά υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση δεν είναι πια εχθρός.
Η κοπέλα περίμενε υπομονετικά. Κόντευα να την ξεχάσω. Έγραψε το επίθετο που κατάφερα να ψιθυρίσω στη σύγχυση μου και ζήτησε να την ξοφλήσω. Σε δυο ώρες μπορούσα να έχω το αποτέλεσμα είπε κοιτάζοντας επιδεικτικά πλέον την τεράστια κοιλιά μου. Σίγουρα δεν της είχε ξανατύχει τέτοια πλάκα. Μια πελάτισσα λίγο πριν γεννήσει να ρωτά αν είναι γκαστρωμένη. Έκανα πως δεν το κατάλαβα. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι που δεν το συζητούσα καν με τον εαυτό μου, πόσο μάλλον μ' αυτήν. Λίγο πριν φύγω με ρώτησε νομίζω αν, σε περίπτωση που το τεστ έβγαινε θετικό, ήθελα να προχωρήσουν σε ορμονικό προσδιορισμό για να μου δώσουν τις πιθανότητες του φύλου. Την κοίταξα σχεδόν χωρίς να τη βλέπω. Μα είναι σίγουρο πως πρόκειται γι' αγόρι, την αποστόμωσα. Το βλέμμα της κυριεύτηκε από μια υποψία. Πάγωσα όταν την κατάλαβα. Η κοπέλα του εργαστηρίου για εξετάσεις ούρων με υποψιαζόταν για τρελή. Χαμογέλασα βεβιασμένα. Δεν ήθελα να δώσω συνέχεια. Ο κόσμος δίπλα μου ανανεωνόταν διαρκώς. Είχα μείνει ήδη παραπάνω απ' όσο απαιτούσε η ανάγκη. Άλλωστε κανείς τους δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Δεν είχα καν ούτε εγώ την πολυτέλεια της κατανόησης των πρόσφατων γεγονότων. Απλά τα δεχόμουν.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είχα ακόμη δυο ώρες χρόνο να μη γνωρίζω την αλήθεια. Κατηφόρισα την Αναγνωστοπούλου μέχρι την πλατεία. Δυο ώρες καιρό . Είχε σταματήσει να ρίχνει και οι λάσπες πύκνωναν στους πατημένους δρόμους. Τα πεζοδρόμια βρόμικα γλιστρούσαν. Σκαλοπάτια από λευκό μάρμαρο, εκτυφλωτική λευκή γυαλάδα δίπλα στις λάσπες. Πάλι το λευκό ακτινοβολεί στο μυαλό μου. Και νάτο ξανά αυτό που κάθε τόσο υπονομεύει τον εαυτό μου. Κρατιέμαι στον πέτρινο τοίχο του μαγαζιού με την εντυπωσιακή χρυσοασημιά βιτρίνα. Η μύτη μου κολλημένη στο τζάμι. Για κλάσματα του δευτερολέπτου βγαίνω εκτός. Η ζαλάδα μου με κυνηγά. Με νεκρώνει. Έλπιζα πως κάποτε αυτό θα μέρευε. Πατάω σταθερά το πόδι μου που είναι έτοιμο να μετρήσει τα σκαλοπάτια, να με τσακίσει στον ανώμαλο κατηφορικό δρόμο. Η πωλήτρια της μπουτίκ με κοιτάζει. Κοιτάζω το βλέμμα της που με βλέπει. Όχι, δεν πρόκειται για υποψήφια πελάτισσα. Μου γυρίζει την πλάτη και συνεχίζει τη δουλειά της.
Το κεφάλι μου βουίζει. Οι σκέψεις αστράφτουν εντός. Κρατιέμαι από τους τοίχους των καταστημάτων πρώτης κατηγορίας και κατηφορίζω. Στην πλατεία τα καθίσματα υγρά αν και σκουπισμένα. Το εσωτερικό των καφενείων σκοτεινό. Μ' αρέσει το φως όταν είναι πρωί. Λατρεύω το σκοτάδι το βράδυ. Γλιστράω σε μια κόχη πολυκατοικίας στη Σκουφά. Λευκά σκαλιά οδηγούν σε ψηλότερα πατώματα. Κάθομαι σ' αυτά στριμωγμένη στον τοίχο. Βαμμένος γκρίζος σκούρος, σχεδόν με κάνει αθέατη. Ο κώλος μου παγώνει στο μάρμαρο. Είναι το λιγότερο που μπορεί να μου συμβεί. Κόσμος ανεβαίνει και κατεβαίνει. Κρατά πλαστικές σακούλες. Διακρίνω παπούτσια χορού. Μάγιες. Κολάν. Η Αθήνα διψάει να χορεύει. Να μη σκέφτεται. Μικρές και μεγάλες Μαρίες ακολουθούν το σωρό. Τις υποδείξεις. Από πάντα. Κι αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Τους έχουν χτίσει ακόμη και την έξοδο κινδύνου. Μετά γκαστρώνονται. Είναι μια λύση για να εξακολουθούν να υπάρχουν. Κι ύστερα περιμένουν το παιδί. Η αίθουσα αναμονής ποτέ δεν τελειώνει. Η γέννηση λένε βάζει το δικό της φωτοστέφανο. Ύστερα υπάρχει πια το παιδί. Το πιο γερό άλλοθι να διαιωνίζεις την ύπαρξη σου. Αυτό δεν σταματά ποτέ. Ακόμη κι αν πάψει να βρίσκεται ανάμεσα στους ζωντανούς - μοτοσικλέτες, πόλεμοι, ναρκωτικά - εσύ πρέπει να εξακολουθείς να υπάρχεις. Κάποιος καλείται ν' ανάβει κερί στη μνήμη του, τριήμερα, εννιάμερα, σαράντα κι ύστερα τα χρόνια κυλάνε. Έχεις πάντα ένα λόγο να ζεις. Δεν λέω αιτία. Ποιος ξύνει πια με τα νύχια τον τοίχο;
Το ρολόι βαδίζει αργά κι εγώ πάλι καλπάζω. Κάθομαι στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Οι περαστικοί με κοιτάνε, θα με θυμούνται αν με ξαναδούν; Χαμογελώ. Περιμένω. Στο μυαλό μου κουδουνίζουν καμπάνες, τα λεπτά που μετρώ. Μου μένουν ακόμη εβδομήντα λεπτά για να αγνοώ την αλήθεια
Το κίτρινο σαν χρυσό μικρό σπορ αυτοκίνητο με τους μεγάλους προβολείς σταμάτησε μπροστά μου. Τα λεπτά που περίμενα με έκαναν να παγώνω. Είχε από ώρα σκοτεινιάσει. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα δίπλα του από μέσα. Χώθηκα γρήγορα ελπίζοντας να ζεσταθώ, αλλά όχι μόνο γι' αυτό. «Με συγχωρείς.» Ήξερα υπήρχαν όλες εκείνες οι υποχρεώσεις που καμπουριάζουν τους ώμους των αντρών. Κι ύστερα κάνουν μια έτσι, αποτίναξη λέει, και νομίζουν ότι ξέφυγαν. Διαλέγουν κάτι άλλο που καταλήγει στο ίδιο. Δεν έμαθαν το κόλπο της επιλογής. Ίσως γιατί απλά δεν υπάρχει. Τον κοίταξα. Το λευκό στρογγυλό πρόσωπο, μελαχρινό, εκφραστικό. Σγουρά μαλλιά. Φρεσκοξυρισμένος αλλά η περιοχή με τα γένια διαγράφεται έντονα. Θυμάμαι κάποιος φίλος του πατέρα μου έβαζε πούδρα, είπα. Χαμογέλασε. Όχι δεν ήταν αδελφή. Λίγη κοκεταρία παραπάνω δεν πειράζει. Είχε μεγαλώσει άλλωστε στο εξωτερικό. Πάει αυτό. Το μικρό σπορ αυτοκίνητο κυλά σιγανά. Μποτιλιάρισμα. Τα μαγαζιά έχουν κλείσει. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας πηγμένη. Κάθε βράδυ το ίδιο. «Πού πάμε;» Κάπου εξοχικά. Ήξερε εκείνος. Βγήκαμε από την Αλεξάνδρας στη Μεσογείων και ο δρόμος άνοιξε πια. Το μικρό κίτρινο σπορ αυτοκίνητο απέδειξε ό,τι υποσχόταν. Ταχύτητα, σπινάρισμα, εκκωφαντική στροφή από το Σταυρό δεξιά για Παιανία. Ο Λύσιος χαμογελούσε. Για μένα ήταν σαν να μη συνέβαινε τίποτ' απ' αυτά. Το μυαλό μου ταξίδευε αλλού . Χρειάστηκε να μου τονίσει τις ικανότητες του αυτοκινήτου, τα φαρδιά λάστιχα, το κράτημα στις στροφές, το σίγουρο φρενάρισμα, την ετοιμότητα του οδηγού του. Και φτάσαμε. Εξοχικό ταβερνάκι, λίγα φώτα, δεν έμοιαζε να είναι μέσα κανείς. Ώρα οκτώ και μισή. Οι συμπατριώτες μας βγαίνουν μετά τις δέκα. Τόσο το καλύτερο. Δεν είχα όρεξη για συναναστροφές. Με κοίταξε στα μάτια. «Σ' αρέσει εδώ;» Δεν ήξερα ακόμα. Ωστόσο έμοιαζε ζεστό. Κατεβήκαμε. Κλείδωσε το αμάξι του προσεκτικά. Μου άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού. «Πού θες να καθίσουμε;» Τράβηξε την καρέκλα μου. Επιτέλους απέναντι μου χωμένος στον κατάλογο των φαγητών. Δεν πεινούσα πια. Όλα έμοιαζαν πολύ οργανωμένα. Λεπτό προς λεπτό. Στρατηγική. Περίμενα το επόμενο βήμα. Ήρθαν οι πίτσες. «Μπίρα;» «Όχι κρυώνω αρκετά. Η καλύτερη ιδέα θα 'ταν κανένα κονιάκ.» «Δεν το 'χω ξαναπιεί με πίτσα.» «Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά.» Με κοίταξε με σημασία. Ύστερα αναζήτησε το ρολόι του. Κι άρχισε να τρώει βιαστικά. Προτίμησα να μην αρχίσω να συνδυάζω από τώρα τα γεγονότα.
Το μυαλό μου πάντα προέτρεχε και μου χαλούσε τη στιγμή. Ιδιαίτερα εκ των υστέρων που αποδεικνυόταν πως είχα δίκιο. Ουδέν κέρδος ωστόσο μια και οι εξελίξεις σπανίως εξαρτιόνταν από τις δικές μου επιθυμίες. Μόνο μια άρνηση μπορούσε να επηρεάσει εκ μέρους μου τα γεγονότα. Αλλά άρνηση δεν σημαίνει ζω. Κι ύστερα πάντα ελπίζεις πως το επόμενο βήμα θα ξεπλύνει την προηγούμενη αποτυχία. Θα καλύψει την αίσθηση του κενού.
«Δεν σ' αρέσει;» «Μου έκοψε την όρεξη το κονιάκ.» Βιάστηκε να ζητήσει το λογαριασμό και μέτρησε τα χρήματα ακριβώς. Κέρδιζε χρόνο. Το γκαρσόνι χαμογέλασε. Επιτέλους όλοι ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί τις επόμενες στιγμές μεταξύ μας. Σίγουρα η βιασύνη δεν σήμαινε πως τρέχαμε για να προλάβουμε αεροπλάνο. Στο αυτοκίνητο έβαλε μουσική. Την είχε διαλέξει από πριν προσεκτικά. Δεν ήταν απόλυτα του γούστου μου, είπα μ' αρέσει. Χειμώνας 1982. Δεν τολμούσα να 'χω επιθυμίες.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μαλακά μπροστά σ' ένα μονόροφο σπίτι, μισοχτισμένο με πέτρα. Απ' την ταράτσα ξέφευγε η καμινάδα του τζακιού. Γύρω συρματόπλεγμα, πρασινάδα πυκνή, λιγούστρα ανέβαιναν γρήγορα χωρίς λουλούδια. Κρατούσε το μεγάλο κλειδί σε ιδιαίτερο κρίκο. Δεν ερχόταν συχνά. Χόρτα και λάσπες ανακατωμένα. Μια λίμνη μικρή με τοιχάκι βαμμένο γαλάζιο και ξεπηδούσε ένα σιντριβάνι. Το καλοκαίρι γέμιζε τη λιμνούλα νερό. Κολυμπούσαν μου είπε βατράχια. Στο εσωτερικό του σπιτιού μάς τύλιξε η μυρωδιά της κλεισούρας. Είχε καλοριφέρ αλλά δεν θα προλάβαινε να ζεσταθεί. Καλύτερα με τη σόμπα. Δεν άναψε φως. Η σόμπα κοκκίνιζε το χώρο. Με παρέσυρε σ' ένα δωμάτιο απαλά. Απ' το παράθυρο αγωνιζόταν να μπει φως απ' το φανάρι του δρόμου. Τράβηξε βιαστικά τις κουρτίνες. Ίσως δεν έπρεπε ν' ανακαλύψω το χώρο. Θα 'ταν σαν να παραβίαζα τη ζωή του που λίγο ως πολύ προσπαθούσε να την κρατήσει μυστική. Καθίσαμε στο κρεβάτι. Είχε στρώσει πάνω του ένα σεντόνι. «Να 'μαστε καθαρά.» Το 'νιωθα υγρό. Άφησε το χέρι του να ταξιδεύει στο πρόσωπο μου. Τώρα πια κάθε σκέψη ήταν περιττή. Βάδιζα στην προκαθορισμένη πορεία. Ελπίζοντας, είναι αλήθεια. Το 'χα ανάγκη. Η μοναξιά μου είχε κρατήσει πολύ. Μήνες. Στην ηλικία μου έμοιαζε ατέλειωτος χρόνος. Αφέθηκα στο χάδι του. Το χέρι του χούφτωνε τα βυζιά μου πάνω απ' το λεπτό πουλόβερ. Οι ρώγες μου είχαν τεντωθεί περιμένοντας. Κάτω μου άρχιζε να καίει μια φωτιά. Ο Λύσιος ταξίδευε τα δάχτυλα του μέσα στο σουτιέν μου. Ήθελα να το βγάλω, αλλά κρατιόμουν θέλοντας να έχει εκείνος την πρωτοβουλία. Οι ρόλοι προκαθορισμένοι. Η εκπαίδευση είχε αφομοιωθεί εύκολα. Δεύτερη φύση.
Τα χείλη του σιγοψιθύριζαν στ' αυτί μου. Φιλούσαν με δεξιοτεχνία το λαιμό μου. Ήμουν έτοιμη να εκραγώ . Το δωμάτιο είχε ολότελα φλογωθεί, κατακόκκινο σχεδόν ριγούσε από καβλωτικούς ατμούς. Η καρδιά μου βασανιζόταν στο στήθος μου. Ο Λύσιος κατάλαβε. Μπορούσε να προχωρήσει. Χωρίς βία ξεκούμπωσε τα ρούχα μου. Τον βοήθησα να με απαλλάξει. Έμεινα με τη μικρή μαύρη μου δαντελένια κιλότα στο υγρό σεντόνι. Εκείνος μεθοδικά έβγαλε τα ρούχα του και τα στοίβαξε σε μια καρέκλα κάπου στο δωμάτιο. Ακόμη δεν είχα καταλάβει τα σύνορα των τοίχων. Ήρθε κοντά μου. Το φύλο του ορθωμένο κοντά στο πρόσωπο μου - με πονούσε η αναμονή της επαφής. Κάθισε δίπλα μου. Χάιδεψε τις τρίχες ελαφρά. Ένιωθα την αναπνοή μου να χάνεται. Ασφυκτιούσα από προσμονή. Κινήθηκα αργά βοηθώντας τον να πετάξει το εσώρουχο. Επιτέλους. Οδήγησε το χέρι μου στο σκληρό του όργανο. Το 'πιασα διστακτικά, ενώ θα 'θελα να το ξεσκίσω στις χούφτες μου, να το ζουλήξω, ακόμη να το καταπιώ. Ήμουν λιωμένη απ' την αναμονή. Ένα κύμα που χυνόταν, έπλεε πάνω στο υγρό σεντόνι. Υγρή φωτιά. Το δάχτυλο του βυθίστηκε με βία μέσα στον κόλπο μου. Ανακάλυψε την πλημμύρα. Δεν τον έβλεπα πια. Άκουσα μόνο ψιθυριστή τη φωνή του να καίει τ' αυτί μου. «Είσαι έτοιμη.» Δεν μίλησα. Ήταν μια διαπίστωση. Δεν ρωτούσε. Και γλίστρησε μέσα μου με ορμή. Το βάρος του έκανε την καρδιά μου να παλεύει ακόμη πιο πολύ. Η διέγερση μου σφυροκοπούσε στα τοιχώματα του μυαλού μου. Η αναπνοή κομμένη. Φουσκωμένο κάθε κύτταρο του σώματος με καυτό αίμα. Στον κόλπο μου μια σκληρή σάρκα πηγαινοέρχεται. Ιδρώνω. Η φούντωση μένει σταθερή. Προσδοκία για ένα σπασμό, λύτρωση που δεν έρχεται. Τεντώνω τις αισθήσεις μου και περιμένω. Η φούντωση μένει σταθερή. Κι ύστερα τα σωθικά μου παγώνουν. Το σώμα γίνεται ένας κόμπος που δεν λύθηκε. Ο Λύσιος έχει τελειώσει και ξαπλώνει δίπλα μου. Στο πρόσωπο του λάμπει η ικανοποίηση. Κλείνει για λίγο τα μάτια. Σφίγγω τα βλέφαρα να φυλακίσω τα υγρά που θέλουν να ξεχυθούν από κει. Έχει ανέβει η στάθμη μέσα μου και ξεχειλίζω. Καταπίνω τον κόμπο στο λαιμό. Ανοίγει τα μάτια. Με φιλά στο μέτωπο. Χείλη υγρά. «Την άλλη φορά θα 'ναι καλύτερα. Σε ήθελα βλέπεις πολύ.» Δεν μίλησα. Πιέστηκα να χαμογελάσω. Ένιωθα τις ωοθήκες μου να με σφάζουν. Ένας σουβλερός πόνος στη μήτρα και αντανακλούσε σ' όλο το κορμί. Πίστευα ότι με τον Λύσιο θα 'ταν αλλιώς. Αν με ρωτούσε όμως κανείς δεν θα 'ξερα ν' απαντήσω. Στα τυφλά προσπαθούσα να βρω το δρόμο, να οδηγηθώ στον εαυτό μου.
Δεν κατάλαβε τίποτα. Σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο. Άκουγα τα νερά. Το χέρι μου ασυναίσθητα κατέβηκε χαμηλά. Ένα τρομακτικό ρίγος ηλέκτρισε όλο μου το σώμα. Ίσως την άλλη φορά. Σηκώθηκα κουρασμένη. Το σπέρμα κυλούσε. Τα μέλη μου πονούσαν. Το σώμα μου είχε πάλι αρρωστήσει. Το μυαλό - τέρας με δόντια σουβλερά - βύθιζε τη μανία του στις δικές του σάρκες. Παραδόθηκα. Ο έρωτας έμοιαζε να 'χει διαχωριστεί απ' τον οργασμό στη ζωή μου. Αλλά να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο έμοιαζε πολύ οδυνηρό για να διαρκέσει για πάντα. Έτσι ο έρωτας έπρεπε να βρει άλλη δικαίωση για την ύπαρξη του. Ο οργασμός έδωσε τη θέση του σε κάτι πιο ιερό. Κάτι που μπορούσες να μιλάς γι' αυτό με καμάρι. Που μπορούσε να γίνει σκοπός της ζωής και του σώματος χωρίς ντροπή. Αφού έτσι κι αλλιώς ο οργασμός, η ηδονή, ακόμη και αν υπήρχε, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός όχι σαν ο
ίδιος ο σκοπός της ζωής αλλά ούτε ακόμη σαν ένας κάποιος τρόπος ζωής. Ο έρωτας συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός παιδιού. Κι η χαρά του σώματος κλείστηκε έξω από τον τοίχο. Αυτά όμως δεν τα καταλαβαίνεις τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το ρολόι έλεγε ακριβώς. Δυο ώρες συμπληρωμένες. Ο κόσμος είχε αραιώσει. Ο καταστηματάρχης με κοίταξε χαμογελαστός. Ήμουν ακόμη καθισμένη στα λευκά σκαλιά του, στριμωγμένη στον γκρίζο σκούρο τοίχο. «Κλείνουμε.» Σηκώθηκα με κόπο. Πονούσα παντού . Τα δόντια του τέρατος ακόμη βυθισμένα στο μυαλό μου. Με αγωνία ακούμπησα το χέρι στην κοιλιά μου. Έκλεισα τα μάτια. Η ανατριχίλα τάραξε όλα τα κύτταρα. Σχεδόν μια ηδονή. Η κοιλιά μου ακόμη υπάρχει. Έχω λόγο να ζω. Αποδεχθείτε με λοιπόν. Χαμογέλασα στον καταστηματάρχη· ξανθός, σπασμένα ελληνικά, εμπορεύεται ότι μπορεί στην Ελλάδα ακόμη και τον εαυτό του. Ξέρει πως όλοι διψάμε ν' αγοράζουμε υποκατάστατα. Ιμιτασιόν. Είναι πιο εύκολο. Είναι κάτι τέλος πάντων που μπορείς να το γευτείς.
Η βροχή είχε πάλι αρχίσει να πέφτει. Σιγά. Σε λίγα λεπτά ό,τι είχε στεγνώσει θα πλημμύριζε απ' την αρχή. Βάδιζα αργά προς την Αναγνωστοπούλου. Πίσω μου κουδούνιζαν δυνατά κατεβαίνοντας τα ρολά των καταστημάτων. Οι μάγιες και τα κολάν θα 'ταν πάλι στη διάθεση των αγοραστών μετά τις πέντε. Στο μεγάλο περίπτερο της πλατείας αγόρασα τσιγάρα. Ήθελα κάτι να ρουφήξω βαθιά μου ζεστό και χωρίς όγκο. Όσο μπορούσα πιο βαθιά. Μέχρι το τελευταίο κύτταρο του μυαλού μου. Δεν είχα σπίρτα. Μου άναψε το γκαρσόνι του Τοπ κοιτάζοντας με εξεταστικά. Πολλά είχαν δει τα μάτια του σ' αυτή την πλατεία. Αλλά γκαστρωμένη στο δρόμο να φουμάρει περπατώντας χάλασε ο κόσμος δηλαδή. Του χαμογέλασα. Το πιο παράξενο σε μένα σίγουρα δεν ήταν αυτό. Έστριψα τη γωνία αργά και ανηφόρισα την Αναγνωστοπούλου προσεκτικά. Σταμάτησα πάλι στην ίδια βιτρίνα. Χρυσή και ασημιά. Τα φώτα κλειστά. Το ρολό κατεβασμένο. Απόμεινα με το κεφάλι μου να βουίζει. Δυο πόρτες παραπάνω το μικροβιολογικό εργαστήριο. Εκεί, πάνω στο κρύσταλλο που φινίριζε το σκουρόχρωμο γραφείο της εισόδου, δίπλα στο τηλεφωνικό κέντρο, τη γραφομηχανή και την ξαφνιασμένη κοπέλα, ήταν μια θήκη κατακόκκινη, πλαστική, με χωρίσματα-καρτέλες που στο καθένα υπήρχε καβαλάρης με ένα γράμμα του αλφάβητου. Εκεί, ανάμεσα στ' άλλα φάκελα, μηχανικά τοποθετημένο, κάποιο που το περιεχόμενο του έμοιαζε να μου δημιουργεί ασφυξία.
Η ώρα είχε περάσει. Έσβησα το τσιγάρο. Ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Προσπέρασα τη χρυσή-ασημιά βιτρίνα και βάδισα ολοταχώς προς τα πάνω. Δεν σταμάτησα καν στο μικροβιολογικό εργαστήριο. Η Αναγνωστοπούλου τράβαγε πολύ. Ανηφόρα μέχρι ψηλά. Κι ύστερα κάθετος η Δημοκρίτου. Λίγο παραπάνω βγήκα στου Δοξιάδη κι ύστερα στον περιφερειακό . Μ' άρεσε ο γύρος του Λυκαβηττού. Πιο κάτω αριστερά θα κατηφόριζα την Αλεξάνδρας. Χαιρόμουν. Η βροχή έπεφτε τώρα καταρρακτωδώς. Ακουμπούσα το ένα χέρι στην κοιλιά μου. Αυτή δεν θα μου την έπαιρνε κανείς. Είχα αρπάξει την κατάσταση στα χέρια μου. Όριζα το σώμα μου και τις λειτουργίες του. Για πρώτη φορά ήταν δικό μου και ήταν για μένα όλα όσα συνέβαιναν εντός του. Δεν θα το άφηνα να χαθεί. Δεν ήξερα τι προβλήματα σήμαινε αυτό για μένα, ούτε τι κουβαλούσε στο βάθος της αυτή η απόφαση. Χαιρόμουν όμως σαν να 'βλεπα για πρώτη φορά τη βροχή να πέφτει. Πάνω και γύρω μου. Τη ζωή ν' αναβλύζει από μέσα μου. Ένα άλλο νόημα επιτρεπτό για το κάθε τι που συντελούνταν εντός και εκτός μου.
Χτύπησα το κουδούνι. Δεν είχα προγραμματίσει να 'ρθω στο γραφείο και είχα αφήσει τα κλειδιά μου στο σπίτι. Ο συρτός ήχος του ανοίγματος της πόρτας μ' έκανε να δειλιάσω, το ξεπέρασα γρήγορα. Σήμερα άρχιζα τη ζωή μου απ' την αρχή. Η Ευγενία Β. με κοίταξε ερωτηματικά. «Είχες πει δεν θα 'ρχόσουν.» Τη φίλησα. Είχε πάντα ένα ύφος ερωτηματικό, σχεδόν τρομαγμένο. Οτιδήποτε γινόταν γύρω της μπορούσε να τη βλάψει, δεν ήξερε ν' αμυνθεί, ταμπουρωνόταν. Αναρωτιόμουν φορές φορές στο γραφείο κοιτάζοντας τη ν' απαντάει μ' αγωνία στα τηλέφωνα, ποια θα μπορούσε να 'ταν η προσωπική της ζωή. Δεν μιλούσε πολύ. Ήταν παντρεμένη και είχε δυο μικρά παιδιά. Δεν ξέραμε αν είχε οικονομικά προβλήματα. Αν τα πήγαινε καλά με τον άντρα της. Πώς ήταν η γέννα της. Αν ζούσε καλά. Κάθε πότε γαμιόταν. Αν το φχαριστιόταν ή μόνο άνοιγε τα πόδια της προσφέροντας τη σκοτεινή της τρύπα γι' αντάλλαγμα. Κεκτημένη ταχύτητα. Δεν υπήρχε πια τίποτα να κερδίσει κανείς. Η ασφάλεια έτσι κι αλλιώς δεν συνυπάρχει με το ανθρώπινο είδος. Και δεν είναι αυτή που μπορεί να δώσει στιγμές ευτυχίας. Βλέπαμε μόνο την Ευγενία Β. να φεύγει τα μεσημέρια βιαστικά, γεμάτη άγχος, όταν τα μικρά της αρρώσταιναν. Αυτό κάτι μου θύμιζε και μ' έκανε ν' αρχίζω να την καταλαβαίνω. Έπιασα το χέρι της, τ' ακούμπησα στην κοιλιά μου. Χαμήλωσε το βλέμμα της, το σφήνωσε εκεί. Για λίγο έτσι. Ύστερα με κοίταξε θλιμμένα. Με καλωσόριζε στον κόσμο της. Είχε κιόλας δυο από δαύτα. Το 'χε μετανιώσει, έλεγε. Μπορούσε να το λέει τώρα πια. Κανείς δεν θα της τα 'παιρνε πίσω. Κρυμμένη καλά πίσω απ' τη μητρότητα. Δεν φοβόταν κανένα. Μπορούσε επιτέλους ν' αφεθεί στα μαρτύρια. Το φωτοστέφανο τής είχε χαρισθεί. Ζωή μέσα απ' τους άλλους, για τους άλλους, εξαιτίας των άλλων. Και το ποτάμι κυλά. Μ' έσφιξε στην αγκαλιά της. «Κοντεύεις;» Έγνεψα ναι. Κι ύστερα τρόμαξα με τη σκέψη. Έφτανα κιόλας στο τέλος πριν συνειδητοποιήσω την αρχή. Φυσικά υπήρχαν κι άλλα τυπικά πράγματα να τους εξηγήσω. Ιδιαίτερα στον Γιώργο Μ. που είχε περισσότερο απ' όλους ξαφνιαστεί και ίσως θα υφίστατο σαν διευθυντής εκεί μέσα τις συνέπειες της επαγγελματικής αναστάτωσης που προμήνυαν οι πιο λίγες ώρες δουλειάς μου στο μέλλον. Καθώς του εξηγούσα τα γεγονότα τα 'πλαθα. Έφταιγε η αδυναμία μου που τόσο καιρό η κοιλιά μου δεν είχε φανεί. Τώρα άρχισα να τρώω και πιο πολύ. Δεν προσπαθώ κιόλας πια να το κρύψω.
«Είσαι ευτυχισμένη;» Κοίταξα προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Βραχνή, γνώριμη και λίγο ξεχασμένη. Ναι, ήταν ο Αντρέας. Ο Αντρέας των τεσσάρων χρόνων πριν. Γαμώτο. Αυτόν δεν θα 'θελα με τίποτα να τον συναντήσω. Τουλάχιστον τώρα. Και ιδιαίτερα εδώ μέσα. Στην κατάσταση αυτή. Με κοιτούσε γεμάτος έκπληξη. Του ανταπέδωσα το ίδιο βλέμμα. Για λίγο έτσι. Οι άλλοι σώπαιναν. Ακούστηκαν αναπτήρες ν' ανάβουν. Καπνοί γέμισαν το δωμάτιο. Κατάλαβαν όλοι. Η Ευγενία μίλησε πρώτη. Ήξερε να μαλακώνει την αγωνία των άλλων. Είχε υποστεί στη ζωή της πολλή απ' αυτή. «Ήρθε για κάτι μεταφράσεις. Μας θυμήθηκε. Δουλεύει τώρα στο Υπουργείο Συγκοινωνιών.» Κατάλαβα τι έλεγε πολύ αργότερα. Οι άλλοι είχαν κιόλας αρχίσει να φλυαρούν για τον καιρό και τη βροχή. «Κανένας φούρνος θα γκρεμίστηκε.» Πήρε τ' αυτί μου το καλαμπούρι. Θα το 'λεγαν για τον Αντρέα. Σταμάτησα να τον κοιτάζω. Η ερώτηση του όμως εξακολουθούσε να σφυροκοπά στο μυαλό μου. Ο Αντρέας είχε με το πρώτο αγγίξει την ουσία. Αυτό ήταν που πονούσε. «Δεν κατάλαβα την ερώτηση σου», είπα ψέματα και δήθεν χαζά. Ακολουθούσα τη φύση μου. Αυτός δεν ήταν ο προορισμός στη ζωή; Πως μπορούσα να μη νιώθω πλήρης; «Ευτυχισμένη;» Επέμενε. Τι διάολο παιχνίδι προσπαθούσε να μου παίξει; Ίσως δεν καταλάβαινα την έννοια της λέξης. Ίσως ο Αντρέας να 'θελε κάτι άλλο να πει. Ίσως δεν ήταν η λέξη κατάλληλη. Πάντως ήταν μια δική μου επιλογή αυτό που συνέβαινε εντός μου. Δεν ήμουν ωστόσο σίγουρη γι' αυτά που του 'λεγα. Γύρισε το βλέμμα του αλλού. Άφησε μια τροχιά δυσπιστίας να πλανιέται. Προτίμησα να μη σκεφτώ τίποτ' άλλο. Ηρεμήσαμε. Το γραφείο μου βουτηγμένο στο χαρτομάνι δεν μπορούσε άλλο να περιμένει. Οι μεταφράσεις ξεχείλιζαν. Χάρηκα που διαπίστωσα ακόμη μια φορά πως με είχαν ανάγκη. Άλλοτε αυτό και μόνο βούλωνε το στόμα του θηρίου. Το σώμα όμως έχει τη δική του ζωή. Η επιβίωση προηγείται. Το θηρίο δεν ξεγελιέται για πολύ . Κουρνιασμένο εκεί, λίγο πιο κάτω απ' τη μέση, δείχνει τα δόντια του. Φάε λοιπόν. Σου 'φτιαξα ολόκληρο παιδί εκεί μέσα. Θα 'χεις να τρως μια ζωή.
Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Η φαντασία μου έφτιαχνε λέξεις και ερμηνείες συγκλονιστικές. Σίγουρα το εγχειρίδιο για νέους δικηγόρους που θα εξέδιδε η εταιρεία μου σε μετάφραση από τα γαλλικά θα ήταν ένα μικρό αριστούργημα.
Το τοπίο λάσπωσε ξανά. «Ας φύγουμε» είπαν όλοι. Θα πλημμυρίσουν πάλι οι δρόμοι. Ξεκίνησα. Στην έξοδο χαιρέτησα όλους βιαστικά. Ιδιαίτερα τον Αντρέα. Είχα διακρίνει με πανικό ένα δισταγμό στο βήμα του. Σαν να κοντοστεκόταν. Την κοπάνησα στα γρήγορα. Δεν μ' έπαιρνε για τέτοιες συναντήσεις αυτή την εποχή. Έδειχναν όλα να 'χουν αρχίσει να κατασταλάζουν μέσα μου διυλισμένα. Το κατακάθι βάραινε ακόμη βέβαια βαθιά μου, αλλά θα το φιλτράριζα κι αυτό αργότερα απ' την αρχή.
Στο τέταρτο στενό σταμάτησα να τρέχω. Ήταν ασυναίσθητο. Και με είχε κάνει να λαχανιάσω. Με την κοιλιά ν' ανεβαίνει στο στόμα μου. Συνέχισα το βάδισμα αργά, σχεδόν απολαμβάνοντας τη διαδρομή κάτω απ' τη βροχή. Γυρνούσα σπίτι φορτωμένη έναν εαυτό παραπάνω.
(Για τα επόμενα κεφάλαια 4-9 πατάτε "παλιότερες αναρτήσεις)
(Για τα επόμενα κεφάλαια 4-9 πατάτε "παλιότερες αναρτήσεις)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου