Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
   
Στο δωμάτιο δεσπόζει το βλέμμα του. Ακονισμένο. Ένα βλέμμα που πονάει. Βυθίζεται στα σπλάχνα μου. Διαξιφισμοί με το αίμα, την καρδιά, την κοιλιά μου. Δεν μπορώ να παλέψω. Παραμένω σιωπηλή. Ο Λύσιος ζητά ένα ποτό, όπως πάντα. Διαλέγω κονιάκ. Απ' αυτό έχουμε πολύ. Χρειάζομαι κι εγώ κάτι δυνα­τό να με πάρει μαζί του. Ο Λύσιος πίνει μια γουλιά, αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί στον έξω κόσμο. Σκοτάδι και λάμπουν οι δρόμοι βρεγμένοι, γυαλιστε­ροί . Μια βδομάδα τώρα. Κάθε μέρα. Ίσως να φταίει κι αυτή η αναστάτωση της βροχής για όλα. Μας βγά­ζει από τα καθημερινά, χάνουμε τον εαυτό μας. Σαν να ' μαστέ ξένοι στο δικό μας τόπο. Χωρίς ήλιο η Αθή­να.         Λασπωμένη και σκοτεινή η Πατησίων και τα στενά.
Κανείς απ' τους δυο μας ακόμη δεν μοιάζει να 'χει συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Με κοιτάζει ξανά. Το χώρο φωτίζει η κόκκινη αντίσταση της σόμπας και η καύτρα του τσιγάρου. Αφεθήκαμε έτσι. Χωρίς φως. Κι όμως βλέπαμε ολοκάθαρα ο ένας τον άλλο. Ξέρου­με καλά τις κινήσεις. Τις συνήθειες. Την έκφραση του βλέμματος μας. Αυτά. Τίποτ' άλλο. Σκέψεις, επιθυμίες , εσωτερικές φωνές μακριά μας, έξω απ’ τη σχέση. Δυο σώματα, περίβλημα και σάρκα, κινούνται στο χώ­ρο, αγγίζονται, λέξεις χωρίς νόημα. Είναι καιρός που χαθήκαμε. Δεν θυμάμαι να ήταν ποτέ αλλιώς. Του ζή­τησα τσιγάρο. Μου πρόσφερε μηχανικά. Σκέφτομαι: πάντα θα ήταν έτσι. Μηχανικά. Οριοθετημένες σκέ­ψεις, ένα νήμα, την άκρη του δεν βρήκαμε ποτέ.
        Με την πρώτη ρουφηξιά το μυαλό μου σφίχτηκε. Η καούρα ξαναχτύπησε το στομάχι. Αναγούλα. Τα μαλ­λιά του μωρού μεγαλώνουν, έλεγαν θυμάμαι πάντα για τις καούρες των γκαστρωμένων. Χαμογέλασα όχι χωρίς ταραχή. Ώστε άρχισε να μ' ενοχλεί η εγκυμοσύ­νη. Καούρες, το τσιγάρο... Σε λίγο μπορεί να 'χα λιγούρες και έμμονες ιδέες με τα φαγητά. Αυτό δεν έ­πρεπε να το επιτρέψω στον εαυτό μου. Αν και θα 'χε την πλάκα του να τρέχουν να με προλαβαίνουν. Ποιος; Χανόμουν ξανά στις σκέψεις μου. Η φωνή του Λύσιου ξαναχτύπησε συγκεκριμένη στο αποκοιμισμέ­νο μυαλό μου. Ήθελε να ξέρει με κάθε λεπτομέρεια την κατάσταση μου. Θαρρείς και μπορούσε να επέμβει σε κάτι απ' όλα - συνέβαιναν τόσα αυτές τις μέρες. Ζητούσε να δει την απάντηση του μικροβιολογικού ερ­γαστηρίου στο τεστ. «Στο 'πα είναι θετική.» Σηκώθη­κε, έσβησε μανιασμένα το τσιγάρο - του καψάλιζε τα δάχτυλα. Στάθηκε μπροστά μου. Τα χέρια στη μέση. «Θέλω να το δω.» Μια αστραπή ξέσκισε ξαφνικά το μυαλό μου. Με υποψιάζεται λοιπόν. Σηκώθηκα αργά. Καθώς ξέφευγα από την τροχιά του βλέμματος του σκεφτόμουν. Δεν γύρισε αμέσως το κεφάλι. Το 'νιωσα να με παρακολουθεί ξανά όταν σταμάτησα μπροστά στο μικρό γραφείο. Η επιμονή του τρυπούσε το κρανίο μου, πυροδοτούσε τον εγκέφαλο. Έδωσα εντολή στα χέρια μου να μην τρέμουν. Δεν υπάκουσαν.
    Στο σκοτεινό δωμάτιο σιγή. Έκανα αργά για να μην τη βιάσω. Άρχισα να ψάχνω την τσάντα μου, θυμά­μαι την είχα αφήσει πάνω στο γραφείο. Κλικ. Λουστή­καμε στο φως. Στην καρδιά μου το αίμα χύθηκε με ορμή. Τον κοίταξα. Χλομός, τυλιγμένος στο φως, έλ­πιζε ακόμη. Το μυαλό μου πνιγόταν στην ένταση. Η σουβλιά στην κοιλιά μου ξανάρθε δυνατή. Να η τσά­ντα. Την ανοίγω. Το χέρι μου ψάχνει πυρετικά. Ο Λύσιος περιμένει. Σφίγγομαι μην ακουστεί το μυαλό μου ξεκαρδισμένο στα γέλια. «Λοιπόν;» Ρωτά. Πολύ απλό. «Ξέχασα το φάκελο στο γραφείο. Ναι, είχα πάει στο γραφείο. Μετά. Ήταν ο δρόμος μου. Στο είπα άλλω­στε. Το ανακοίνωσα σε όλους. Τον κράταγα στο χέρι. Κάπου θα τον άφησα. Τη Δευτέρα θα τον βρω. Ελπί­ζω να μην τον πετάξει η καθαρίστρια.»
Με κοιτάζει χαμένος στην αγωνία του. Η υποψία ξανά στο βλέμμα του. Ο Λύσιος μου αρπάζει την τσά­ντα και την ανοίγει. Μπιχλιμπίδια στο πάτωμα. Πορ­τοφόλι, καθρεφτάκι, στυλό, ευρετήριο τηλεφώνων, παλιές παιδικές φωτογραφίες. Φάκελος δεν υπάρχει πουθενά. Με κοιτάζει θλιμμένα. Η χούφτα μου απλω­μένη μπροστά του. Το μικρό λευκό χαρτί της απόδει­ξης είσπραξης ανεμίζει. Το παίρνει, το βλέμμα του πλανιέται πάνω του. Η έκφραση μαλακώνει. Είχα πάει λοιπόν για το τεστ. «Τέσσερις χιλιάδες για μια εξέταση. Φαντάσου!» Οπισθοχωρεί μαλακά κρατώ­ντας αφηρημένα την απόδειξη. Ακούω τον καπανέ να τρίζει απ' το βάρος του. Μένω ακίνητη. Κι αποφασί­ζω. Τη Δευτέρα πρέπει να πάω τελικά να πάρω την απάντηση του τεστ που σήμερα δεν είχα τολμήσει.
    Η τηλεόραση τέτοια ώρα είχε ειδήσεις. Ο Λύσιος ακίνητος στον καναπέ, μολυβένιος. Τα μάτια στηλωμένα στην εικόνα, η σκέψη στο περιεχόμενο της κοιλιάς μου, πέτρα κρεμασμένη στο λαιμό. Αυτή η εξέλιξη μ' εντυπωσίαζε και με πονούσε. Έβαλα να ζεστάνω το κοτόπουλο. Μ' όλα αυτά είχαμε σχεδόν καταργήσει το φαγητό. Όχι ότι πείναγα, αλλά θα 'ταν και μια δικαιολογία να έρθουμε ξανά σ' επαφή, απόμακροι τώρα.

    Άρχισα να σκέφτομαι ξανά το παιδί στην κοιλιά μου. Πως να 'ταν τα μάτια του. Σε ποιον θα έμοιαζε. Στο μυαλό μου στροβιλίστηκε μια γνώριμη φιγούρα. Λεπτά χαρακτηριστικά, ανασηκωμένη μύτη, μάτια α­χνά γαλανά, γυαλιά μυωπίας. Ο μικρός Παναγιώτης. Δεν ήταν άσχημο παιδί παρ' όλα τα γυαλιά. Η μάνα του ήταν μια καλλονή μου 'χαν πει στο ίδρυμα, δεκάξι ετών πουτανάκι, αργότερα βουτήχτηκε στα ναρκωτι­κά, το ίδρυμα την είχε χάσει ολότελα. Μόνο ένα χαρτί τους είχε αφήσει. Δεχόταν το παιδί της να υιοθετηθεί. Ένιωθα συμπάθεια. Μπορεί και να 'χει πεθάνει με τέτοια ζωή, μου 'χαν πει. Είχε υπάρξει πολύ αδύνατη. Προσπάθησα να ξεφύγω απ' τη σκέψη. Είχα πάλι για καλά παγιδευτεί. Όλο και πιο πολύ βυθιζόμουν στο όνειρο - με είχε συνεπάρει. Εδώ και μέρες. Κεντούσα ένα μέλλον που πίστευα πως θα κράταγε όλη μου τη ζωή. Απέφευγα τη λέξη της αιωνιότητας και την απο­ζητούσα συγχρόνως. Η έσχατη ανασφάλεια.

    Το κοτόπουλο κόντεψε να καεί. Το 'βλεπα να σκουραίνει αμέτοχη στην πραγματικότητα. «Κάτι μυρίζει.» Ο Λύσιος παρακολουθούσε τα πάντα χωρίς βλέμμα κοιτάζοντας συνέχεια τηλεόραση. Έσβησα το φούρ­νο. Το κοτόπουλο σώθηκε. Μπορούσε και να φαγωθεί. Έβαλα δυο πιάτα στο τραπέζι. Μια σκέψη και μου 'ρθε πάλι χαμόγελο. Κάποτε, λίγο αργότερα θα σερβίριζα για τρεις. Φίλος. Σύμμαχος. Δικός μου. Κι άλλη σκέψη πιο μακρινή. Ίσως ξαναγινόμαστε δύο. Έβλε­πα την απουσία του Λυσίου. Ταράχτηκα. Ο άλλος δεν θα μ' άφηνε ποτέ γιατί εγώ δεν θ' άφηνα τον εαυτό μου να τον αφήσει να φύγει. Δεν πετάς τη δικαιολογία σου όταν ζεις γι' αυτήν. Κι εκείνος, ο Λύσιος, γιατί ζει; Αυτό δεν το είχα ποτέ αναλογιστεί. Τον έβλεπα μονάχα άναμεσά μας σαν τρίτο. Μια τιμωρία που άθελά μου του επέβαλα.  Άθελά μου;
    Ήρθε στο τραπέζι σιωπηλός. Κάθισε αντίκρυ μου παγιδευμένος στις σκέψεις του. Σέρβιρα το κοτόπου­λο. Η κοιλιά μου μ' εμπόδιζε να καθίσω καλά στο τρα­πέζι. Το πρόσεξε. Έμεινε για λίγο να με κοιτάζει χα­μένα. Σε μένα έβλεπε από τώρα και τους δυο. Εκείνος αντίκρυ μόνος. Αυτά όλα ο Λύσιος τα είχε ξαναζήσει. Ήξερε τι σήμαιναν για τον ίδιο.
    Έτρωγε μηχανικά το πόδι του κοτόπουλου. Του 'χα βάλει το καλό. Εγώ κράτησα το καμένο. Θέλησε να τ' αλλάξουμε. Δεν πεινούσα. Έβγαλα την πέτσα, από μέσα ήταν εντάξει. Άρχισε να μου μιλάει. «Θα 'χουμε πάλι βροχές. Το 'παν ξανά στην τηλεόραση. Μεγάλες καταστροφές. Όταν θα τελειώσουν τ' αποθέματα των λαχανικών στα ψυγεία δεν θα 'χουμε να φάμε. Πολλά ζώα τα τίναξαν στα ορεινά. Χωριά έχουν αποκλειστεί. Δεν υπάρχουν ούτε ζωοτροφές.»

    Σήμερα δεν είχα καμία επαφή με τον Παναγιώτη. Ίσως η κυρία Αντωνία Σ. να θεωρήσει την εξαφάνιση μου σαν άρνηση. Αν είχε κάτι καταλάβει για την κοι­λιά μου τόσο το χειρότερο.

    «Έχουν χαλάσει πολλά αυτοκίνητα απ' τα νερά στους δρόμους και σίγουρα θα υπάρξουν θύματα έτσι όπως γλιστράνε όλα με τα φθαρμένα τους λάστιχα. Η αστυνομία δίνει οδηγίες απ' το ραδιόφωνο στους οδη­γούς· ελπίζουν ότι θα έχουν το ραδιόφωνο τους ανοι­χτό .»

    Μπορώ να της δικαιολογηθώ ότι με τέτοια βροχή ήταν αδύνατο να πηγαίνω κάθε μέρα. Ένα τηλεφώνη­μα ωστόσο μπορούσα να έχω κάνει.

    «Ο Παπαδάκης σήμερα με ξελίγωσε. Για δυο δεκά­ρες. Θαρρείς και το 'κανε επίτηδες. Έβγαλε το άχτι του μαζί μου λες και είχαμε προηγούμενα. Κλασικός τύπος εργοδότη, ξεκίνησε από χαμηλά και εκδικείται. Μόλις πάρει ο βλάχος εξουσία...»

    Τον κοίταξα. Μιλούσε διαρκώς. Είχε ανάγκη από ακροατή. Μου 'λεγε τα προβλήματα του και ’γω ταξί­δευα αλλού. Δεν μπορούσα να θυμηθώ αν είχε ξανα­συμβεί αυτό. Αν μου 'λεγε και δεν το θυμόμουν. Ή αν δεν είχα ακούσει ποτέ. Βυθισμένη στα δικά μου. Είχα αρχίσει κάποτε κάτι να λέω. Έκρινε πως δεν ήταν σο­βαρό . Τις μεταφράσεις είχε πει τις έκανα για πλάκα. Τα λεφτά του μας έφταναν κουτσά στραβά. Είχε δί­κιο, μας έφταναν. Ίσως οι μεταφράσεις τελικά να 'ταν για πλάκα. Σηκώθηκε απ' το τραπέζι, έψαχνε γύρω γύρω τα τσιγάρα του. Τα βρήκε στη θέση του καναπέ. Εντάξει μπορεί να 'χε δίκιο με τις μεταφράσεις. Αυτό ήξερα να κάνω. Τίποτ' άλλο. Ίσως το να είσαι εκτε­λωνιστής να μοιάζει πιο ενδιαφέρον. Αλλά το σημα­ντικό είναι να βγάζεις λεφτά. Για κάποιο συγκεκριμέ­νο σκοπό. Ο σκοπός είναι που αξίζει. Και θα μπορού­σαν και οι μεταφράσεις μου να είχαν κάποιο σκοπό που δεν τον είχα βρει. Οι μεταφράσεις τώρα έμοιαζαν αυτοσκοπός, έχαναν κάθε σοβαρότητα. Ξανασκέφτηκα την κοιλιά μου. Η μητρότητα ήταν αλλιώς. Ακόμη και σαν αυτοσκοπός δικαιωνόταν.
    Ένιωθε κουρασμένος είπε θα 'πεφτε να κοιμηθεί. Κάθε πρωί έξι και μισή τον είχε κουράσει. Είπα να ξεπλύνω τα πιάτα. Πολλές φορές το κάναμε παλιότε­ρα μαζί γελώντας και πίνοντας κρασί ανακατωμένο με κονιάκ και πορτοκαλόφλουδες. Έμοιαζε παιχνίδι. Αρκετό καιρό τώρα, δεν θυμάμαι πόσο, το κόψαμε. Εκείνος πρώτος. Δεν διαμαρτυρήθηκα. Μπροστά στο νεροχύτη έβρισκα χρόνο να σκεφτώ.

    Δεν άργησα να βρεθώ κουρασμένη στη θέση μου στο κρεβάτι. Το φως ήταν ακόμη αναμμένο. Και 'κείνος με τα μάτια κλειστά. Ένιωθα την κούραση να με τυλίγει ολοκληρωτικά. Έπρεπε να πάψω να σκέφτομαι. Να κοιμηθώ. Η σημερινή και η χθεσινή μέρα είχαν πολλά συσσωρεύσει. Ήμουν πολλές ώρες σε ένταση. Γύρισα στο πλευρό κι έκλεισα τα μάτια. Κλικ και σκοτείνιασε. Ο Λύσιος έσβησε το φως. Σιωπή. Βυθιζόμουν. Και τότε τον αισθάνθηκα να γυρίζει προς τη μεριά μου. Η ανάσα του στο σβέρκο μου ζεστή. Το χέρι του καβάλη­σε τη μέση μου. Ήρθε μπροστά μου. Τα δάχτυλα του άρχισαν να μαλάζουν τα βυζιά μου. Όλο και πιο δυ­νατά. Με πονούσε. Παλιότερα του το 'χα πει. Δεν μπορούσε να το κόψει. Τα βυζιά μου τον τρέλαιναν είχε πει. Ήταν λευκά και μεγάλα. Του άρεσε να τα ζουλά και άλλοτε να βυθίζει το κεφάλι του σ' αυτά και να μου δαγκώνει τις ρώγες. Αποφάσισα να του αφήσω αυτό το παιχνίδι μια και τον ενθουσίαζε. Δεν γελούσε όμως ποτέ. Στο πρόσωπο του είχε μια έκφραση αχόρ­ταγη και θλιμμένη. Για 'κείνον δεν έμοιαζε να ήταν παιχνίδι. Πολλές φορές το 'κανε αυτό και δεν συνέχιζε κανονικό γαμήσι. Έμενε εκεί. Να πιπιλάει τις ρώγες μου. Θαρρείς και ικανοποιούσε κάτι άλλο που έβραζε στην ψυχή του. Σήμερα ήταν αλλιώτικα. Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Μ' έσφιξε δυνατά και κόλλησε τ' όργανο του στον κώλο μου. Ήταν σκληρό. Ο Λύσιος προχωρούσε στην πράξη. Μια εσωτερική ανάγκη τον πίεζε πολύ, ασφυκτικά, έπρεπε να εκτονω­θεί . Δεν αντέδρασα. Ποτέ δεν αντιδρούσα πια. Όταν ήθελε, ήθελε. Γιατί αλλιώς τον πονούσαν τ' αρχίδια του έλεγε μετά και έμοιαζε σαν άρρωστος. Χωρίς να μιλά σάλιωσε πολύ τα δάχτυλα του και μετέφερε το σάλιο χαμηλά. Με το αριστερό του πόδι άνοιξε δίοδο ανάμεσα στα δικά μου και με τράβηξε όσο μπορούσε προς το μέρος του. Ήξερα πως σε πέντε λεπτά θα 'χαμε και οι δυο μας κοιμηθεί. Βρήκε την τρύπα με το δάχτυλο και έσπρωξε τον πούτσο του μέσα βαθιά, πό­νεσα. Τραβήχτηκα λιγάκι. Η μήτρα μου ήταν φουσκω­μένη και πονούσε. Ο Λύσιος άρχισε να κουνιέται δυ­νατά και όλο πιο γρήγορα. Η ανάσα του γρήγορη και σφυριχτή.     Ένιωσα την καρδιά του να πάλει δυνατά στην πλάτη μου. Το στήθος του κολλούσε πάνω μου μουσκεμένο. Αγκομαχούσε. Σχεδόν υπέφερε να τινάξει από πάνω του τη διέγερση, το άγχος, το τέρας που του δάγκωνε τα σωθικά. Και δεν μπορούσε. Μ' όλη μου την κούραση και τη νύστα άρχισα να κουνιέμαι για να τον διευκολύνω. Ώρα πολλή. Πιαστήκαμε και οι δυο στην ίδια θέση. Πονέσαμε απ' την τριβή. Τα γεννητικά μας όργανα είχαν στεγνώσει. Ο Λύσιος α­ναστέναξε βαθιά. Πιο πολύ έμοιαζε κλάμα. Δεν μπο­ρούσε να χύσει. Τράβηξε το όργανο του που 'χε γίνει μαλακό και με γύρισε ανάσκελα. Έμεινε για λίγο με το κεφάλι βουτηγμένο στα βυζιά μου. Η ανάσα του έμοι­αζε πνιγμένη. Δεν μας είχε ξανασυμβεί αυτό. Με τί­ποτα στον κόσμο δεν του 'πεφτε.
    Ο Λύσιος δεν ήθελε να με κοιτάξει. Είχε τα μάτια κλειστά. Παρατηρούσα το πρόσωπο του. Έκφραση πόνου. Τα χείλη σφιγμένα. Πεισμωμένα. Ή μου φά­νηκε στο χαμηλό φως του φεγγαριού που γλιστρούσε απ' την τζαμόπορτα. Ο Λύσιος αυτή τη φορά ήθελε κάτι άλλο από μένα. Άρχισε πάλι να μου δαγκώνει τις ρώγες. Δυνατά. Κρατήθηκα να μη φωνάξω. Ύστερα έχωσε το δάχτυλο του στον αφαλό μου. Και πίεζε. Θαρρείς καί ήθελε να εισχωρήσει από κει μέσα μου. Να γαμήσει με το δάχτυλο την κοιλιά μου. Φουσκωμέ­νη τον ατένιζε. Τον τρόμαζε ίσως. Τον αποξένωνε. Ο Λύσιος έλεγε πάντα ότι μ' αγαπούσε. Η αγάπη ήταν το όπλο του. Εγώ ήμουν το θύμα αυτού του όπλου. Ο Λύσιος με ήθελε όλη δική του. Και φοβόταν πως με χάνει. Κι ίσως όχι τόσο αυτό. Όσο το άλλο που με δέος άρχισε να μου διοχετεύει το μυαλό μου. Ο φόβος του δεν ήταν για μένα. Ήταν για κείνον τον ίδιο. Ο Λύσιος λυσσούσε με τη σκέψη πως πάλι θα 'ρχόταν δεύτερος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Το δάχτυλο του ξαναβυθίζεται πιο βαθιά στον αφαλό μου. Θα τον διαρρήξει λοιπόν αυτή τη φορά. Μια τρομαγμένη κραυγή από εντός μου. Ο Λύσιος δεν σταματά με τί­ποτα τώρα. Τραβάει το κεφάλι του από το στήθος μου και πιάνει το χέρι μου αρπακτικά. Μ' αναγκάζει να στρίψω στο άλλο πλευρό. Η κοιλιά μου διαγράφει μα­ζί μου το ημικύκλιο της πορείας. Με γυρίζει σε 'κείνον. Εξακολουθεί να τραβά το χέρι μου με μανία, το κατευθύνει. Προς τα κάτω. Στο μαλακό του όργανο. Πρέπει να το κάνω να σκληρύνει. Μισώ αυτό τον εξα­ναγκασμό αλλά υποτάσσομαι. Όλη του η ψυχή εκεί κάτω. Στα δάχτυλα μου. Κλείνει τα μάτια και περιμέ­νει. Σε λίγο θα 'ναι έτοιμος να τα καταφέρει. Αρχίζει ξανά η γνωστή προετοιμασία. Κρατάει τα μάτια σφα­λιστά μη φύγει τ' όνειρο που δουλεύει εντός του. Σαλιώνει ξανά και σκαρφαλώνει στα τυφλά πάνω στην κοιλιά μου. Το βάρος του τη συνθλίβει. Φωνάζω. Ο ήχος μου δεν φτάνει στ' αυτιά του. Δεν μπαίνει στο μυαλό του. Διασπάται στο χώρο. Ο ιδρώτας του μου­σκεύει το πρόσωπο μου. Τα μαλλιά μου. Το στήθος μου. Δεν φωνάζω πια. Δεν σκέφτομαι. Δεν αντιδρώ. Περιμένω. Δεν μπορεί το όργανο του να μπει πιο βα­θιά. Δεν φτάνει να διαρρήξει τη μήτρα. Δεν προλα­βαίνει να με ματώσει. Σπαρταράει κιόλας βιαστικά. Χωρίς φωνή. Χωρίς λαγνεία. Μονάχα με βία. Τέλειω­σε. Η εκτόνωση ήρθε. Πέφτει στο πλάι. Αυτό ήταν. Τον σπρώχνω μαλακά, γλιστράει μέχρι την άκρη του κρεβατιού. Τον κρατώ να μην πέσει. Το σπέρμα κυ­λάει. Μια αναγούλα πλημμυρίζει τα σωθικά μου. Αλ­λά στο μυαλό μου αναβοσβήνει μια χαρά. Η κοιλιά μου εξακολουθεί να υπάρχει.

    Για πολλή ώρα μείναμε και οι δυο μας ακίνητοι. Όπως πάντα ταξιδεύοντας εντός των τειχών. Αναμα­σώντας. Ύστερα σηκώθηκε. Μέτρησα τα βήματα του μέχρι το καθιστικό. Άκουσα τα σπίρτα να χορεύουν στο  κουτί, πάντα το κουνούσε μήπως είχε πάρει το άδειο. Ύστερα ήρθε η μυρωδιά του καπνού στο δωμάτιο. Έπρεπε να σηκωθώ. Έφτασα μέχρι το μπάνιο στα τυφλά. Κάθισα στην παγωμένη λεκάνη. Το κρύο είχε γίνει πάλι τσουχτερό. Είχαμε σβήσει την ηλεκτρι­κή σόμπα. Έμεινα ώρα στη λεκάνη. Το υγρό απ' τον κόλπο μου είχε αδειάσει. Η κοιλιά μου άρχιζε να με σουβλίζει. Αν με ρωτούσε κανείς τι θα 'θελα περισσό­τερο στον κόσμο εκείνη τη στιγμή θα 'ταν εύκολο να πω. Ήθελα να εξαφανιστώ. Να βουτηχτώ μέσα σ' αυ­τή τη λεκάνη, ν' ανακατευτώ στα κατουρά και στα χύσια όλης της πολυκατοικίας εγώ μαζί με την κοιλιά μου. Με τίποτα δεν μπορούσα λοιπόν να βρω το σω­στό μονοπάτι. Βολόδερνα σε λαθεμένες στοές μέσα σε λαβύρινθο. Κι ένιωθα αποκαμωμένη. Δεν όριζα ούτε τις πράξεις μου ούτε τις σκέψεις μου. Στο μυαλό μου αναδύθηκε ο Αντρέας του γραφείου. «Είσαι ευτυχι­σμένη;» Τι ερώτηση! Και πώς μπορούσα να ξέρω εκ των προτέρων; Η απάντηση έρχεται μετά. Όταν γίνο­νται οι συγκρίσεις και ο απολογισμός. Την ευτυχία δεν τη ζεις. Την αποδέχεσαι ή την απορρίπτεις μετά. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει. Αφού και όταν την ανακαλύ­πτεις είναι πια παρελθόν. Η καλύτερη απάντηση θα 'ταν ότι ζω σε ένταση, αυτό ακριβώς έπρεπε να του είχα πει.
    Άκουσα το καζανάκι τού από πάνω. Τους είχα για να  κοιμούνται νωρίς. Εκείνη δασκάλα, ταγιεράκι, μαλλιά ολόφρεσκα κομμωτηρίου, έξι χιλιάδες τη φο­ρά. Ποσό που με άφηνε άναυδη στη σκέψη. Έξι επί τέσσερις φορές το μήνα είκοσι τέσσερις χιλιάδες. Ο μισός μου μισθός σε κομμωτήρια. Σκέφτηκα τη δόση της τηλεόρασης που πλήρωνα. Δεν είχε δίκιο ο Λύσιος που έλεγε τα λεφτά μου περιττά. Σηκώθηκα. Ο κώλος μου είχε πιαστεί τόση ώρα στη λεκάνη. Πλύθηκα από κάτω και έριξα πάνω μου τη ρόμπα του. Είχε το άρω­μα του. Άλλοτε αυτό μου δημιουργούσε διέγερση. Ύστερα σταμάτησε από μόνο του. Δεν είχε αντίκρι­σμα. Κοντοστάθηκα στο χολ. Μύριζε ακόμη καπνός τσιγάρου στο καθιστικό. Δεν θα 'χε πάει ξανά στο κρεβάτι και δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Κάτι μέσα μου σπάραζε. Η κατάσταση είχε γίνει σκατά. Κι εγώ έπρεπε να τη σώσω. Κάποιος μου είχε από πάντα αναθέσει αυτό το έργο. Τυλίχτηκα στη ρόμπα καλά και κίνησα. Είχε ανάψει τη σόμπα πλάι του. Το τασάκι φουσκωμένο μέχρι επάνω. Γυμνός και κρύωνε. Το ρολόι έδειχνε τρεις. Ακόμη ένα εικοσιτετράωρο χωρίς ύ­πνο. Ευτυχώς ξημέρωνε Σάββατο. Πήγα κοντά του. Ρούφηξε τη μύτη του. Τα βλέμματα μας αγκαλιάστηκαν. Ή διαξιφίστηκαν. Το φως χαμηλό από τη λάμπα του γραφείου στην άλλη άκρη. Ύστερα κοίταξε αλ­λού . Μια λάμψη φάνηκε να κυλά στα μάγουλα του. Ο Λύσιος ήταν δυστυχισμένος. Και τη δυστυχία δεν εί­ναι ανάγκη να γίνει παρελθόν για να την καταλάβεις. Δυστυχία μας γεμίζει μια απώλεια. Ο Λύσιος είχε κά­τι απωλέσει αποκτώντας κάτι παραπάνω. Αποκτώντας ένα παιδί έχανε κάτι άλλο. Και ήξερε τι ήταν αυτό, όλα αυτά του είχανε ξανασυμβεί στο παρελθόν. Κάποιο παιδί πάντα τον κυνηγούσε στη ζωή του. Τον έκανε να χάνει. Ο μικρότερος αδελφός του. Το παιδί με την πρώην. Κι η δική μου απειλητική κοιλιά. Έ­νιωθε δεύτερος. Ξένος. Μίζερος. Στερημένος.
Ο Λύσιος ένιωθε ότι κάποιος τον είχε κοροϊδέψει. Υπήρχαν πράγματα για 'κείνον, του είχαν πει, που περίμεναν να του δοθούν. Κι αντί γι' αυτά όλο κάποιος του τράβαγε το κουτάλι με το μέλι. Και στη θέση του ξεφύτρωνε μια ταμπέλα: καθήκον. Κανείς ποτέ δεν του εξήγησε την αιτία. Τόσο που πίστευε ότι γινόταν κάποιο λάθος και περίμενε το παρακάτω. Αλλά και τώρα πάλι θα ερχόταν δεύτερος. Θα έτρωγε όταν δεν βύζαινε το μωρό. Θα κοιμόταν όταν δεν θα 'κλαιγε. Θα γαμούσε όταν δεν θα 'μουν απασχολημένη με 'κείνο. Θα μπορούσε να πει το παράπονο του όταν το μωρό δεν θα 'χε κοιλόπονο. Γαμώ τα μωρά με τα εντε­ρικά τους. Το 'χε πει κάποτε. Θα ζούσε ξανά με τα περισσεύματα της αγάπης. Δεν μπορείς να ζητάς πιο πολλά όταν υπάρχει ένα παιδί. Και μάλιστα δικό σου. Δεν επιτρέπεται να ζηλεύεις το παιδί σου. Ν' ανταγωνίζεσαι. Πρέπει να χαίρεσαι που 'ρχεσαι δεύτερος. Αλλά ο δεύτερος είναι δεύτερος και τα παιδιά αργούν να φύγουν από πάνω μας. Θαύμαζε τα ζώα σ' αυτό. Δεν μπορούσε όμως να μισήσει φανερά το παιδί. Ούτε και μένα. Κι ας μ’ ένιωθε ν' αποξενώνομαι και να 'μαι πλήρης ακόμη και χωρίς αυτόν τώρα. Και το χειρότε­ρο: Δεν υπήρχε κάποιος να τα πει όλα αυτά χωρίς να κινδυνεύσει να εισπράξει το χαρακτηρισμό γελοίος. Το έδαφος γλιστρούσε από κάτω του. Μια πίστευε ή­ταν η λύση. Η φυγή.
    Σηκώθηκε. Το ψύχος τον διέτρεχε. Έβλεπα το δέρ­μα του ν' αντιδρά. Έφτασε στη μεγάλη τζαμόπορτα του μπαλκονιού. Έξω, στο φως του φανοστάτη, αναδεικνυόταν η γκριζάδα αυτής της εποχής. Ίσως να φταίει και αυτή για τα ζοφερά συναισθήματα. Όταν βγει ο ήλιος θ' αλλάξουν, ελπίζω τουλάχιστον, οι διαθέσεις μας. Δεν μιλάω βέβαια για τα γεγονότα. Όταν έχεις μια φορά προδοθεί μένεις προδομένος για πά­ντα.
Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του. Δεν με κοί­ταξε. Ρούφηξε πάλι τη μύτη του. Θα 'θελα να τον αγα­πήσω ξανά. Να μ' αγαπήσει ξανά. Απ' την αρχή. Α­γαπάμε αυτούς που μας κάνουν να αισθανόμαστε κα­λά με τον εαυτό μας. Με γέμισε θλίψη η σκέψη. Σίγου­ρα ο Λύσιος δεν μπορούσε πια να μ' αγαπά. Είχα α­νατρέψει τον κανόνα του. Τον άφηνα μόνο. Αν όχι τώρα κιόλας. Αλλά σύντομα. Το παράξενο είναι ότι η σχέση χρειάζεται μόνο έναν. Έναν που να κάνει θυ­σία. Ο άλλος είναι βοηθητικός. Απλά δέχεται ότι του προσφέρεται. Γι' αυτό γίνεται σχέση. Αλλιώς θα 'ταν ο καθένας μόνος του. Η σκέψη μου φάνηκε τρελή αλλά έμεινα αποσβολωμένη.
    Ο Λύσιος είχε ξεκολλήσει από το τζάμι. Κινιόταν προς τα μέσα. Όταν το συνειδητοποίησα είχε ξαναγυ­ρίσει ντυμένος. «Μα είναι μόλις τρεις.» Δεν είχε ύπνο. Το καταλάβαινα.
    Ίσως μαζί με την κοιλιά μου βρυκόλακες απ' το παρελθόν βρήκαν την ευκαιρία ν' ανασυρθούν και να τον πνίξουν. Εγώ είμαι μόνο μια αγκίδα στον κορμό του τριαντάφυλλου. Δεν απαντά στην ερώτηση μου. Έχει βία στις κινήσεις του. Αρπάζει τα τσιγάρα και τα κλει­διά. Τώρα ξέρω πως τον χάνω. Το άκουσμα της πόρ­τας -κλείνει δυνατά - σκορπίζει τις σκέψεις μου. Τα αισθήματα μου ανατρέπονται όπως συμβαίνει πάντα όταν ένας φόβος γίνεται γεγονός. Μια επιθυμία μονά­χα κυριαρχεί μέσα μου: Δεν θέλω να φύγει.
    Φουντάρω μαζί του στις σκάλες. Με τη ρόμπα και τις πάνινες παντόφλες. Το ασανσέρ δεν έχει ακόμη φτάσει στο ισόγειο. Θα τον προφτάσω. Χάνω τη μια παντόφλα κατεβαίνοντας. Βιάζεται πιο πολύ από μένα, την τρακάρω στο τελευταίο σκαλί. Προσπαθώ να τη φορέσω και μπερδεύομαι. Τον βλέπω να κινείται αργά με το αυτοκίνητο. Η σακαράκα έχει πάρει μπρος με τη πρώτη παρ' όλη την παγωνιά. Πετάω την παντόφλα μακριά και τρέχω προς το μέρος του. Αν φύγει δεν θα 'χω ούτε κλειδιά να ξαναμπώ στο σπίτι. Το γυμνό μου πόδι βουλιάζει στις λάσπες του δρόμου. Με καθυστερεί. Ο Λύσιος δεν μ' έχει δει ή δεν τον νοιάζει πια. Το μόνο που έχει μπροστά του είναι τ' όραμα της φυγής. Γαντζώνομαι απ' τον προφυλακτήρα και χτυ­πάω το καπό με τη γροθιά μου. Γυρίζει και με κοιτά­ζει. Ναι. Δεν με είχε αντιληφθεί. Σταματά. Τρέχω πλατσουρίζοντας μέχρι το παράθυρο. Η βροχή με μουσκεύει. Χτυπώ το τζάμι. Μου κάνει νόημα με το χέρι να φύγω. Δεν κουνιέμαι. Δεν είναι ότι σκέφτομαι πως δεν έχω κλειδιά. Είναι που θέλω να μείνει μαζί μου. Ένα κύμα μετάνοιας με συνεπαίρνει. Όχι άλλο πια μόνη. Καλύτερα θυσιαζόμενη αλλά μέσα σε κά­ποια σχέση. Δεν μπορώ όμως να του τα εξηγήσω όλα αυτά - ανάμεσα μας το τζάμι. Μου κάνει πάλι νόημα με το χέρι να φύγω. Αρνιέμαι. Δεν κρατιέται άλλο. Το πόδι του στο γκάζι. Το περίμενα. Αρπάζομαι την τε­λευταία στιγμή από το καθρεφτάκι της πόρτας. Το α­μάξι κυλάει με κόπο στον πλημμυρισμένο δρόμο. Τρέ­χω μαζί του βουλιάζοντας στις μαλακές λάσπες. Τα γυμνά μου πόδια παγώνουν. Στα τρία βήματα η βροχή κατάπιε και την άλλη μου παντόφλα. Ποιος νοιάζεται. Δεν νιώθω το κρύο και ας είμαι μουσκίδι. Τρέχω πιο γρήγορα. Ο Λύσιος δεν σταματά. Το μυαλό μου στέκει θεατής - αναδύεται η εικόνα μου ηρωική. Θα 'θελα πάντα να πεθάνω σαν ήρωας. Στην πρώτη γραμμή. Τόσο πιο πολύ το θέλω όσο πιο βαθιά αισθάνομαι να βουλιάζω στα σκατά. Ο Λύσιος δεν σταματά. Ούτε καν κοιτάζει στο πλάι. Το καθρεφτάκι σε λίγο θα ξεκολλήσει. Τρέχω και βουλιάζω. Κι όλο μειώνεται η αντοχή μου. Θα πεθάνω εδώ μπροστά του εξαγνισμένη. Θα πεθάνω εδώ μπροστά του φορτώνοντας ακόμη ένα βάρος στην ψυχή του. Την ενοχή. Χαίρομαι γι την τιμωρία που τον περιμένει. Η ρόμπα έχει ανοίξει Κάπου μπερδεύτηκε και χάθηκε η ζώνη. Ανεμίζει το πετσετένιο ύφασμα, βάφει μπλε σκούρο το φόντο μέσα στο οποίο αναδύεται τρέχοντας ολόγυμνο το σώμα μου με την τεράστια κοιλιά. Και πέφτω. Στα χέρια μου κομμένο το καθρεφτάκι της πόρτας. Ούτε φωνή. Η πλάτη ολόγυμνη στο λασπωμένο δάπεδο του δρόμου. Πολύ διασκεδαστικό θέαμα για τη δασκάλα του πάνω ορόφου αν άκουσε τη φασαρία και έτρεξε στα δακρυ­σμένα της παράθυρα. Δεν κρυώνω. Μια φωτιά καίει ολόκληρο το σώμα. Το μυαλό μου γελά. Όλα έχουν αρπάξει φωτιά. Η ρόμπα είναι κιόλας μακριά. Κλείνω τα μάτια.
    Ένας ήχος ρυθμικός φτάνει στ' αυτιά μου. Στάσι­μος. Ούτε δυναμώνει. Ούτε χάνεται. Κάτι υπάρχει κο­ντά μου και τρέμει ρυθμικά βγάζοντας ήχους. Σχεδόν έχω χάσει κάθε αίσθηση. Κι ύστερα κάτι ζεστό, αν­θρώπινα ζεστό στο αυτί μου. Να είναι ανάσα; Έρχε­ται και φεύγει με την εισπνοή και την εκπνοή. Δεν μπορώ ν' ανοίξω τα μάτια. «Μαρία.» Εδώ είμαι. Εί­μαι ακόμα ζωντανή. Το εργοστάσιο μέσα μου δουλεύ­ει. Μη θορυβείσαι. Παράγει σκέψεις, αισθήματα και αίμα.
    Κατορθώνω ν' ανοίξω τα μάτια. Είναι από πάνω μου και με κοιτά. Δεν μπόρεσε να φύγει. Δεν ψάχνω το γιατί. Ίσως ούτε ο ίδιος να μην ξέρει την αιτία. Χαμογελώ. Και περιμένω. Ξαπλωμένη στις λάσπες του δρόμου και πέφτει πάνω μου η βροχή. Στον ορίζοντα μακριά το μπλε χρώμα μιας αστραπής. Βλέπω τα χέ­ρια μου που απλώνονται. Με βουτάει δυνατά. Εγώ και όλο το βάρος της κοιλιάς μου στα χέρια του. Πρά­ξη ηρωική, σαν από έργο. Βαδίζει αργά. Πιο πέρα σταματημένο το αυτοκίνητο με αναμμένη μηχανή. Ο θόρυβος του έφτανε στ' αυτιά μου. Η πόρτα του οδηγού ανοιχτή. Με βάζει εκεί βιαστικά. Σκύβει από πά­νω μου και ανοίγει τη διπλανή πόρτα. Ύστερα κάνει το γύρο και μπαίνει από κει. Κλείνει και τις δυο πόρτες. Εγώ αφήνομαι. Θέλω, μ' αρέσει και αφήνομαι. Είναι εύκολο. Και απλό. Σχεδόν πάντα η πιο ανώδυνη λύση. Ο Λύσιος ρίχνει πίσω την πλάτη του καθίσμα­τος μου, βρίσκομαι ξαπλωμένη. Σκέφτομαι τη γύμνια μου. Λίγο με νοιάζει. Ο Λύσιος βάζει στο φουλ το καλοριφέρ. Σε λίγο νιώθω να πνίγομαι. Ανοίγει ελαφρά το παράθυρο. Ο αέρας ανανεώνεται. Ξαναζωντανεύω. Κοιτιόμαστε στα μάτια. Μια αίσθηση. Υπάρχουμε ξανά. Μ' αγγίζει. Μια φρενίτιδα τρεμοπαί­ζει στο μυαλό μου. Γίνεται θύελλα. Γίνεται πάθος. Γί­νεται πόθος. Τον βλέπω να λάμπει ολοκάθαρα στα μά­τια του. Δίνομαι στη στιγμή με πάθος. Αγκαλιαζόμα­στε τόσο σφιχτά που θαρρείς δεν θα μπορούσαμε να χωρίσουμε ποτέ. Ο Λύσιος με χαϊδεύει με βία, αντα­ποκρίνομαι. Παίζουμε ξανά το παιχνίδι των ερωτευ­μένων. Του πρώτου πάθους - με τον καιρό έχει δώσει τη θέση του στην οδύνη. Τα χέρια του τρέχουν σ' όλο το γυμνό μου λασπωμένο σώμα σκορπίζοντας τις σπί­θες παντού. Ο Λύσιος είναι έτοιμος κιόλας. Πιο ορμη­τικός. Πιο γρήγορος από ποτέ. Δεν αντέχει το πάθος του. Μπαίνει βαθιά μέσα μου. Τα μάτια του ακτινοβο­λούν. Αφήνομαι. Περνάει σαν μπόρα από πάνω μου. Σαν οδοστρωτήρας. Ελπίζω ν' ακολουθήσω αυτό το χείμαρρο. Τρέχω για λίγο κοντά του. Αγωνίζομαι. Ό­λο το σώμα τεντωμένο στην προσμονή. Όχι. Δεν μπο­ρώ . Η διέγερση ξέφυγε. Οπισθοχωρώ. Δεν θέλω να το δείξω. Φοβάμαι μην του χαλάσω τ' όνειρο. Ο Λύσιος βογκάει. Τρελαίνεται από ηδονή. Πιέζω τον εαυτό μου να μην τον μισήσω. Τα χείλη του δαγκώνουν τα δικά μου δυνατά. Ματώνω. Όλα μοιάζουν να ξαναρ­χίζουν απ' την αρχή. Η ελπίδα της σχέσης, έστω μονό­πλευρης αστράφτει. Είδε ότι και τώρα μπορώ να του δίνω απλόχερα. Μπορεί ακόμη να μείνει μαζί μου. Ο Λύσιος τραβιέται λαμπερός. Το σπέρμα κυλάει στην ταπετσαρία.
    Ο Λύσιος κάθεται κοντά μου σιωπηλός. Προσπαθεί να μη με στριμώξει και μένα και την κοιλιά μου. Τον κοιτάζω. «Αν μπορούσα θα έκανα έκτρωση» λέω. Το ακούω με τ' αυτιά μου. Δεν έχω προλάβει να το σκεφτώ. Είναι όμως πολύ αργά πια. Κουνάει το κεφάλι του. Καταλαβαίνει. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Λύσιος παραμένει σιωπηλός. Περιμένει κάτι ακόμη από μένα. Μα και βέβαια, πώς δεν το είχα σκεφτεί τόση ώρα πριν. Δεν θα γεμίζαμε όλο το σπίτι με μωρά. Θα κάναμε και οι δυο από μια υποχώρηση μια και η σχέση μας είχε ακόμη ελπίδες ζωής. Μίλησα φυ­σικά σαν να ήταν μια απόφαση που είχα πάρει από καιρό. Είπα θα σταματούσα τη διαδικασία για την υιοθεσία αφού μπορώ να έχω δικό μου μωρό. Θα τηλεφωνούσα αύριο κιόλας το πρωί στο ίδρυμα. Πάει κι αυτό. Έτσι απλά. Και ήμουν ευχαριστημένη με τον εαυτό μου που το σκέφτηκε. Έβγαινα κιόλας από πολλούς μπελάδες και εξηγήσεις. Ο Λύσιος μου χαμογέλασε αινιγματικά.

    Η βροχή εξακολουθούσε να χοροπηδάει στο δρόμο. Σταγόνες χτυπούσαν συνέχεια τη λαμαρίνα του αυτοκινήτου. Μ' έπληττε η βροχή. Μ' έκανε να βυθίζομαι όλο και πιο πολύ στις σκέψεις μου. Σιγά σιγά είχα κατορθώσει να φτιάξω τη δική μου αποκλειστική εσωτερική ζωή. Και σ' αυτή πρωταγωνιστούσε ο μικρός Παναγιώτης. Όταν θα τον γεννούσα κανείς δεν θα ήξερε ποιος ήταν στ' αλήθεια. Ίσως θα 'ταν μια λύση να πήγαινα να γεννήσω σε μια κλινική στο εξωτερικό. Όλοι θα σκέφτονταν μόνο πως είναι λίγο πιο μεγάλος από μωρό, αλλά τι μ' αυτό; Ένιωσα το μυαλό μου να γελάει. Τα είχαμε καταφέρει λοιπόν εμείς οι δύο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου