Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο

Για πρώτη φορά μετά από εφτά χρόνια ξύπνησα μό­νη μου το πρωί και δεν ήμουν καν στο κρεβάτι. Η πλά­τη μου και τα πόδια μου πονούσαν. Τεντώθηκα. Έ­πρεπε να συνεφέρω τον εαυτό μου από το κρύο και την πείνα. Οι κινήσεις μου δεν ήτανε σβέλτες όπως παλιότερα. Η κοιλιά μου εμπόδιζε τη γρηγοράδα. Έ­βαλα καφέ και γάλα και ένα αυγό. Τυλίχτηκα καλά με τη ρόμπα και φόρεσα μάλλινα σοσόνια. Δευτέρα πρωί. Ο καιρός; πάντα ο ίδιος. Γκρίζος. Κουραστικό το ομοιόμορφο τοπίο με κορνίζα το πλαίσιο μπαλκο­νόπορτας. Ένας ατέλειωτος καταρράκτης από βροχή πάνω σε στέγες, αυτοκίνητα, ποδήλατα, θάμνους. Για μια στιγμή έμοιαζε να σταματά αλλά αμέσως ξανάρχι­σε δυνατότερη. Ο ορίζοντας φορτωμένος. Μ' είχε κου­ράσει πια. Μικρή χαιρόμουν στη σκέψη μιας ατέλειωτης ρομαντικής βροχής και γω πίσω απ’ τα δακρυσμέ­να τζάμια. Πέρασαν πολλές χιλιάδες χρόνια από τότε που ήμουν μικρή. Οι μνήμες μου τυπωμένες μονάχα σε φωτογραφίες. Ένα παλιό άλμπουμ. Πενήντα διπλές γεμάτες σελίδες. Πέντε χρονών. Κάτι θυμάμαι. Δύο χρονών. Με το μεγάλο μου σταυρό και τις μπούκλες. Να η μαμά μου κομψή όσο μπορούσε. Ο πατέρας μου.
Ένας κόμπος, δεν θέλω να μιλάω γι' αυτόν. Ήταν πάντα σαν να μην υπήρχε. Γλιστρούσε δίπλα μου σαν σκιά. Δεν ζητούσε. Φοβόταν. Δεν πρόσφερε. Δεν ήξε­ρε τι. Πολύ αργότερα τον ανακάλυψα όταν είχε πάρει τη σύνταξη του. Κοιτούσε, το βλέμμα γυάλινο, έξω στο δρόμο. Έπινε τον καφέ του. Έριχνε μια πασιέντζα. Έτρωγε. Ύστερα ύπνος. Μετά πάλι καφές, τηλεόραση, φαγητό, ύπνος. Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτόν. Δεν έμαθα. Γλιστρούσε μόνο δίπλα μου, δίπλα απ' τον καθένα αμέτοχος. Μερικές φορές τον είχα δει να γελά. Ύστερα τίποτα. Ωστόσο ζούσε. Έπαιρνες όρκο πως ζούσε ακόμη και όταν τον έβλεπες να στέκεται ακίνη­τος μπροστά στο παράθυρο. Έπαιζε ένας μυς στο μά­γουλο του συνεχώς. Απ' αυτό καταλάβαινες την ύπαρ­ξη του. Εσωτερική ζωή. Είχε δεχτεί την τιμωρία της μητέρας μου χωρίς αντίσταση. Ακόμη και η τιμωρία ήταν καλύτερη από το τίποτα. Νόμιζα πως έτσι θα σκεφτόταν. Δεν υπήρχε καμιά ρωγμή στον εαυτό του. Ή τις έκρυβε καλά μην τις δω εγώ κι οι άλλοι. Δεν μπορούσα να πάρω όρκο αν αυτό ήταν επιτυχία.
Έκλεισα το άλμπουμ. Πάντα με μελαγχολούσαν οι φωτογραφίες. Νεκρές στιγμές του παρελθόντος. Α­σπρόμαυροι βρυκόλακες δεν μπορούσαν να θεωρη­θούν συντροφιά. Το αυγό κρύωσε και δεν μου 'κανε όρεξη να το φάω. Ήπια μόνο το γάλα με τον καφέ. Μου 'κανε εντύπωση που δεν μου 'ρχότανε να κλάψω. Ο εαυτός μου έμοιαζε ήρεμος αν και σχετικά θλιμμένος. Σκέφτηκα να πλυθώ και να πάω στο γραφείο. Εί­χα ουσιαστικά τέσσερις μέρες να πάω κανονικά για δουλειά. Η ιδέα και μόνο μ' αναστάτωσε. Σίγουρα δεν ήθελα να μιλάω με κανένα. Καλύτερα θα καθόμουν να κοιτάξω τις μεταφράσεις εδώ. Είχε και πιο ησυχία. Θα τα εξηγούσα έτσι στον Γιώργο Μ. απ' το τηλέφω­νο, θα καταλάβαινε.
Το ρολόι χτύπησε οκτώ. Με ξάφνιασε. Ήταν η πρώτη φορά που χτυπούσε μόνο του, χωρίς λίγη ώρα πριν να το 'χω πασπατέψει. Το έκρινα σαν καλό σημά­δι. Η ώρα ήταν εφτά. Πήγαινε μια ώρα μπροστά. Δεν το θεώρησα σημαντικό. Άλλωστε οι ώρες δεν είχαν για μένα νόημα παρά μόνο σε σχέση με την κοιλιά μου. Ο χτύπος του ρολογιού μου φάνηκε πιο δυνατός από άλλοτε, πιο βαθύς. Σαν ηχώ ακουγόταν. Όπως όταν ακούμε ένα θόρυβο σε ένα δωμάτιο χωρίς έπιπλα. Ά­δειο. Ένα άδειο σπίτι είναι ένα μοναχό σπίτι. Προ­σπαθώ ν' αποφύγω τις σκέψεις της μοναξιάς. Να στρέψω το μυαλό μου αλλού. Μεταφράσεις. Βροχή. Πετρέλαιο. Μεταφράσεις. Εγχειρίδιο για νέους δικη­γόρους. Όχι. Μη άλλο. Δεν θέλω να σκέφτομαι άλλο. Εκείνος καλπάζει στο μυαλό μου. Είναι η απουσία του που έχει γεμίσει το χώρο μοναξιά. Είναι ακόμη πολύ πρόωρο για μένα. Δεν έχω μάθει να ζω μόνη. Το σώμα μου και το μυαλό μου ζητάνε. Δέχονται να μην παίρνουν τίποτ' άλλο όταν τους έχεις δώσει συντρο­φιά. Τι τρέλα! Μπορούν να μείνουν νηστικά μια ζωή όταν υπάρχει δίπλα κάποιος. Τρέφονται με ψευδαι­σθήσεις. Αλλιώς θυμούνται και απαιτούν. Ή μήπως και χορταίνουν δίνοντας;
Σκέφτομαι. Για ποιόν να μαγειρέψω; Για ποιον να ντυθώ; Για ποιον να γίνω επιθυμητή; Ποτέ για τον εαυτό μου. Δεν έχω μάθει να ζω με μένα. Και ποια είμαι λοιπόν εγώ; Πού με ξέρω; Τι να μου δώσω; Πε­ρισσότερο φοβάμαι να κοιτάξω μέσα μου παρά να βα­δίσω βράδυ σε νεκροταφείο. Φοβάμαι τη μοναξιά δεν είναι σωστή φράση. Φοβάμαι να μείνω μόνη είναι η αλήθεια. Κι αν το ψάξεις λίγο παραπάνω υπάρχει κά­τι πιο ουσιαστικό. Φοβάμαι να μείνω με τον εαυτό μου. Να η ουσία. Φοβάμαι τον εαυτό μου γιατί δεν τον ξέρω. Γιατί έτσι ξαφνικά έχω μια φουσκωμένη κοιλιά. Γιατί μέσα μου κολυμπάνε σκατά μαζί με αίμα και συναισθήματα. Γιατί το μυαλό μου είναι γεμάτο ιδέες, ηλεκτρισμό, λάμψεις, φαντάσματα· βοήθεια, φοβάμαι.
Είχε περάσει αρκετή ώρα αφ' ότου ξύπνησα. Ένιω­σα το σπίτι να με τυλίγει σαν φυλακή. Το χέρι μηχανι­κά στο τηλέφωνο. Τα δόντια μου χτυπάνε. Ήχος εκ­κωφαντικός. Τα δάχτυλα γυρίζουν το καντράν αργά, σλόου μόσιον. Αργεί να επιστρέψει ο δίσκος. Ο φόβος εντείνεται. Η αγωνία ξέφρενη βομβαρδίζει τις αισθήσεις. Η αδρεναλίνη με κυριεύει. Οι βρικόλακες ξεκολλάνε απ' τους τοίχους. Προσπερνάνε τα έπιπλα, γαλακτερές σκιές, διαφανείς, πληθαίνουν. Ίδια πρόσωπα, απαράλλαχτα. Όλοι οι βρικόλακες είναι εκείνος. Κα­τά βάση εκείνος. Όμως αν τους κοιτάξεις καλύτερα δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Είναι εκείνος αλ­λά διαφορετικοί. Βλέπω τη μάνα μου και του μοιάζει. Τον πατέρα μου και του μοιάζει. Το χασάπη γιατρό μου και του μοιάζει. Τον Γιώργο Μ. Την ξαδέλφη μου. Κι άλλα πρόσωπα των παιδικών μου χρόνων σχε­δόν ξεχασμένα. Όλα συσσωρευμένα στον Λύσιο. Τα πρόσωπα που κατά καιρούς μου είχαν στερήσει την εκπλήρωση μιας επιθυμίας μου συγκεντρωμένα σ' αυ­τό το μελαχρινό στρογγυλό πρόσωπο με τα σγουρά μαλλιά και τα σκούρα μάτια.
Γελάω δυνατά. Πιο δυνατά. Απελπιστικά δυνατά. Κρατάω την κοιλιά μου απ' τα γέλια. Την κοιλιά μου; Υπάρχει ακόμη η τεράστια κοιλιά μου. Τσιτωμένη. Κάτασπρη σαν αυγό. Τη σφίγγω δυνατά να της κόψω την ανάσα. Δεν νιώθω πόνο.
Την κοιλιά μου δεν την επηρεάζουν τα εξωτερικά γεγονότα. Βλέπει μόνο προς τα μέσα. Πονάει από μέ­σα. Γι' αυτό με τρομάζει πιο πολύ.
Γδύνομαι. Μένω ολόγυμνη μέσα στο κρύο άδειο σπίτι. Και τρέχω στο μεγάλο καθρέφτη του δωματίου. Η τεράστια κοιλιά δεσπόζει στο αστραφτερό γυαλί. Ο αφαλός τρύπα βαθιά, κατάμαυρη, τεντώνεται, μοιάζει έτοιμη ν' ανοίξει. Εξετάζω την κοιλιά μου ψηλαφιστά, προσεκτικά. Η παλάμη πολλές φορές πάνω στο ίδιο σημείο της. Δεν υπάρχει προεξοχή. Απόλυτα λεία. Έ­χει φουσκώσει κανονικά απ' όλες τις μεριές. Και με σουβλίζει. Κάτι που μοιάζει ξανά σαν κλοτσιά ή το νομίζω.
Κάθομαι στο κρεβάτι με τα πόδια ανοιχτά. Η κοιλιά παίρνει θέση ανάμεσα τους. Η κοιλιά εξακολουθεί να μένει μαζί μου. Δεν είμαι μόνη. Η σκέψη αυτή αρχίζει να μαλακώνει την αγωνία. Είναι κάτι κι αυτό. Την έχω τώρα ανάγκη φαίνεται την κοιλιά. Που κρύβει κάτι μέσα της. Μπορώ μαζί ν' αντέξω όση μοναξιά και αν έρθει. Σκέφτομαι το μικρό Παναγιώτη και τρέχω ξανά στο τηλέφωνο. Η αγωνία πάλι με ξεζουμίζει. Μήπως και αναβλήθηκε το συμβούλιο. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ν' αντέξω άλλο την προσμονή. Η προσμονή είναι που μας κάνει δυστυχισμένους. Η ίδια η δυστυχία πο­νάει λιγότερο. Την Τετάρτη το πρωί θα γεννήσω το μικρό Παναγιώτη.
Η κρύα φωνή της κυρίας Αντωνίας Σ. με ξανάφερε στο δωμάτιο. Όχι δεν είχε τίποτα αναβληθεί. Όλα βάδιζαν βάσει του προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Όλα κατ' ευχήν στο εθνικό ίδρυμα του βρεφοκομείου. «Ρώ­τησε πάλι για μένα;» Τόλμησα. Όχι πως περίμενα κά­ποια απάντηση που θα μου σταμάταγε την αγωνία. «Χαίρετε λοιπόν» το 'κλεισα. Δυο μέρες ακόμη και όλα θ' άρχιζαν απ' την αρχή. Δυο εαυτοί είναι καλύ­τερα από έναν. Με τρέλαινε η επιθυμία ν' αγκαλιάσω σφιχτά τώρα αυτό το μεγάλο αυγό που είχα μπροστά μου και που προηγουμένως ήθελα να πνίξω. Τώρα έ­νιωθα σχεδόν δυνατή. Η χοντρή κοιλιά ξόρκιζε τη μο­ναξιά, την αδυναμία που κουβαλάει μαζί της. Ωστόσο υπήρχε ακόμη κάτι που έπρεπε να ξεκαθαριστεί. Ο Λύσιος. Μια και η ζωή μου έμοιαζε να ξαναδιαγράφει την πορεία της έναρξης, είχα χρέος απέναντι της να ξεκαθαρίσω δυο πράγματα. Οριστικά. Πρώτον ποιος μένει και δεύτερον ποιος φεύγει απ' τη ζωή μου. Ο Παναγιώτης μένει. Έπρεπε να δω τι επρόκειτο να γί­νει με τον Λύσιο. Σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω. Απ' το τηλέφωνο δεν μπορεί όμως να λεχθούν πράγματα ζωής. Ντύθηκα βιαστικά. Έκανα στα γρήγορα ένα τη­λεφώνημα στο γραφείο μου. Θα πήγαινα τις μεταφρά­σεις αύριο έτοιμες. Που σήμαινε πως απόψε το βράδυ με περίμενε πολλή δουλειά. Απέκτησα όμως κέφι. Εί­χα πάρει αποφάσεις. Ευτυχώς που δεν είχα παρατήσει τη δουλειά μου. Τώρα με το παιδί θα μου είναι απα­ραίτητη. Έτσι κι αλλιώς το παιδί ήταν δική μου επι­λογή και κανείς δεν είχε υποχρέωση απέναντι του ε­κτός από μένα. Αρχισα να αισθάνομαι καλύτερα. Να νιώθω χρήσιμη. Γελάω ξανά. Για λίγο είχα αρχίσει να πιστεύω πως όλα αυτά είναι η αληθινή ζωή. Κουκου­λώνομαι και βγαίνω.
Η βροχή έχει λίγο κοπάσει και βρίσκω εύκολα ταξί μαζί με δύο άλλους, νέα παιδιά, μ' αφήνουν να μπω, κατεβαίνουν και 'κείνοι στον Πειραιά. Η κοιλιά μου ανοίγει τις πόρτες. Εξαγοράζει σεβασμό. Τα παιδιά με κοιτάζουν σοβαρά στο ταξί. Προσπαθούν να μη μ' ενοχλήσουν. Ο ταξιτζής ζητάει πρώτα να μάθει πού πηγαίνω εγώ. Καραϊσκάκη. Εντάξει, ξέρει. Θα με αφήσει έξω απ' την πόρτα. Γκαστρωμένη γυναίκα. Μου δίνουν σημασία. Ίσως όχι ακριβώς σε μένα. Αλλά στην κοιλιά μου. Κι ίσως όχι ουσιαστικά σ' αυτήν όσο στο έργο της. Δεν παίζει ρόλο. Μέσα από κάποιες ε­νέργειες μας γινόμαστε σημαντικοί. Έτσι γνωρίζουν οι άλλοι την αξία μας. Μετράνε οι πράξεις έλεγαν απ' το σχολείο. Να λοιπόν. Έπραξα αυτό που περιμένατε να πράξω. Έγινα δια μέσου αυτού σημαντική. Κέρδι­σα. Ποτέ δεν το φανταζόμουν πως θα 'ταν τόσο εύκο­λο. Απλώς φουσκώνεις και νάτο. Ακολουθείς το δρό­μο που σου άνοιξαν και νάτο. Τρελαίνομαι. Μεθάω από χαρά. Ήταν τόσο εύκολο. Και βρέθηκα ξαφνικά πάλι ανάμεσα τους.
Ο ταξιτζής μ' αφήνει ακριβώς στο νούμερο. Γνωρί­ζω το κτίριο που στεγάζει το γραφείο του Λύσιου. Στο δρόμο κάποιος με σκουντά βιαστικά, με κοιτάζει, βλέ­πει την κοιλιά μου, χαμογελά, ζητά συντριμμένος συγ­γνώμη. Τον συγχωρώ με το πιο γλυκό μου χαμόγελο. Με γνωρίζετε; Είμαι η Μαρία, όχι αυτή που ξέρατε χθες. Αυτή που έγινα σήμερα. Το σημαντικό πρόσωπο της μέρας. Η μέλλουσα μητέρα Μαρία.
Ο Λύσιος με προλαβαίνει στην είσοδο πριν μπω μέ­σα. Είναι βιαστικός. Στο μέτωπο του σταγόνες ιδρώ­τα. Μ' αρπάζει από το μπράτσο και με στριμώχνει σε μια γωνιά έξω από το κτίριο. Τα μάτια δείχνουν αϋ­πνία. Κόκκινα και θολά. Ξαφνικά νιώθω πως θέλω να κλάψω. Νιώθω πως αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπώ. Είναι κομμάτι του εαυτού μου, των αναμνήσεων μου. Κι ίσως αρχίζω να ελπίζω. Μπορεί κι ο Λύσιος να νιώθει το ίδιο για μένα. Το όραμα μιας πραγματικής οικογένειας λάμπει στο μυαλό μου. Θα μπορούσε και να υπάρξει στ' αλήθεια. Το κυριακάτικο τραπέζι με το ψητό, τα κόκκινα μήλα, λίγο κρασί. Ένα ή δύο παιδιά καθαρά, πλυμένα, ήσυχα. Χαμόγελα. Μια σιγανή μουσική. Έστω και ποδόσφαιρο στην ανοιχτή τηλεόραση. Θυμίζει τα σχολικά μας βιβλία. Ή κάποιο διαφημιστικό απορρυπαντικού στην τηλεόραση. Μέσα μου όμως κάτι επαναστατεί. Φωνάζει δεν είναι αλή­θεια. Μου φέρνει στο στόμα μια γεύση πικρή. Κάτι σαν αίσθηση αποτυχίας.
Ο Λύσιος με κοιτά στα μάτια. Συνέρχομαι. Μπορώ λέει να μείνω στο ίδιο σπίτι μέχρι να γεννήσω. Πού να τρέχω τώρα να ψάχνω. Ξέρει πως δεν θα 'θελα να μεί­νω με τους δικούς μου. Ας γεννήσω και βλέπω μετά. Εκείνος θα με βοηθήσει αν κάτι χρειαστώ. Μη διστά­σω να ζητήσω. Αλίμονο τόσα χρόνια είμασταν μαζί. Ας προσπαθήσουμε να μείνουμε φίλοι. Θα 'ναι καλύ­τερα και για το παιδί. Εδώ που έφτασαν τα πράγμα­τα. Και μην το ξεχάσει, θα 'ρθει αύριο βράδυ να μαζέ­ψει μερικά απαραίτητα. Σε ένα σακ βουαγιάζ. Έτσι για προσωρινά. Για το κάθε μέρα στο γραφείο. Όσο για στέγη, κάπου έχει να μείνει. Δεν θα 'θελε όμως τώρα να μου πει. Όχι δεν είναι δεσμός. Δεν είχε κα­μιά όσο είχε εμένα. Τουλάχιστον για 'κείνον δεν σημαίνει τίποτα σημαντικό. Κάτι προσωρινό. Ήταν του είπε ερωτευμένη μαζί του από καιρό. Συνάδελφος στο γραφείο. Δεν της έδινε μέχρι προχθές σημασία. Όχι πολύ όμορφη. Ας τον καταλάβω μια φορά. Είναι ά­ντρας. Έχει ανάγκες. Δεν μπορεί να παριστάνει τον καλόγερο. Η συζήτηση τέλειωσε. Ο Λύσιος κοίταζε τις πλάκες του πεζοδρομίου. Η βροχή είχε σταματήσει α­φήνοντας σημάδια από λάσπες. Γλιστρούσαν. Μου 'σφιξε το μπράτσο. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν τόσο απλά όλα. Γεια σου Μαρία.
Τον παρακολούθησα να χάνεται μέσα στο κτίριο. Το γκρίζο κουστούμι απορροφήθηκε στο σκοτάδι του δια­δρόμου. Ο κόσμος ήταν πολύ ζωηρός σε σχέση με την Αθήνα. Ο Πειραιάς δουλεύει περισσότερο σκέφτηκα. Η ζωή είναι σκληρή για τους εκτελωνιστές. Είχε δίκιο. Είναι αστείο να λες πως δουλεύεις καθισμένη σ' ένα γραφείο και κάνοντας μεταφράσεις. Είμαι έξω απ' την ουσία. Είμαι περιθωριακή. Έχω τη δυνατότητα να υποφέρω για ότι κάνω που δεν το διάλεξα εγώ. Έχω την πολυτέλεια να κατηγορώ τους άλλους για ένοχους. Είμαι αντιπολίτευση. Ο Λύσιος είναι περισσότερο βουτηγμένος στα σκατά. Τα 'φτιαξε μόνος του. Δεν τολμάει να πει δεν του αρέσουν. Κολυμπάει σ' αυτά ζητώντας διέξοδο που δεν τη λέει διέξοδο γιατί αν την πει έτσι θα φανεί πως θέλει ν' αποφύγει τα σκατά που αυτός τα 'φτιαξε.
Ξεκινάω. Δεν βιάζομαι πια. Έχω όλο τον καιρό μπροστά μου. Δεν νιώθω καμιά επιθυμία. Τα πόδια μου μόνα τους βαδίζουν. Ξέρουν αυτά. Μηχανικές κι­νήσεις. Δεν έχω άλλη επιλογή. Αφήνομαι να με σύ­ρουν πίσω. Σε κάποιο ταξί. Να η οδός Πειραιώς. Που πάτε στην Αθήνα; Πατησίων και ύστερα θα σου πω. Λέει θα ρίξει κι απόψε. Το 'πε προ ολίγου το ραδιό­φωνο. Τα μάτια μας συναντιώνται στο καθρεφτάκι. Είναι γαλανά. Για σκέψου. Θυμίζουν το γαλάζιο του μικρού Παναγιώτη. Δεν θέλω να σκέφτομαι. Είμαι πλήρης. Εδώ αριστερά. Στο νούμερο 49. Ευχαριστώ. Κάποιος φωνάζει το ταξί μόλις βγαίνω. Είναι η δασκάλα της πολυκατοικίας. Το πήρε κι έφυγε. Καλύτε­ρα. Δεν είχα όρεξη για κουβέντες. Και πως να της δώσω να καταλάβει. Παντρεμένη είκοσι χρόνια, τρία παιδιά, παραδίδει μαθήματα εις αρχαρίους.
Η εξώπορτα ήταν κλειστή όπως πάντα. Δεν υπήρχε θυρωρός. Βρίσκω το κλειδί της εξώπορτας με κόπο. Ήταν αδύνατον να θυμηθώ ποιο ήταν απ' όλα. Ωστό­σο δεν μπαίνω μέσα στην πολυκατοικία. Κοντοστέκο­μαι διστακτική χωρίς να ξέρω τι μου συμβαίνει. Κλεί­νω ξανά την πόρτα και μένω απ' έξω. Κι ύστερα αρχί­ζω να περπατάω αργά. Μηχανικά. Δεν πάω μακριά. Εδώ απέναντι στη γωνία. Στην κάβα. Έχει μόνο ελλη­νικά ποτά. Παίρνω δυο μπουκάλια κονιάκ. Η πωλή­τρια με κοιτάζει. Όχι δεν είναι για δώρο. Ευχαριστώ. Βγαίνω. Έχει αρχίσει πάλι να ρίχνει. Χοντρές σταγό­νες χτυπάνε το πρόσωπο. Οι άνθρωποι τρέχουν να χωθούν στα σπίτια τους βλαστημώντας. Μα επιτέλους δεν θα σταματήσει ποτέ η βροχή αναρωτιόμαστε όλοι.
Πάλι δεν θυμάμαι ποιο είναι το σωστό κλειδί. Σχε­δόν κανένα δεν εφαρμόζει στην κλειδαριά. Ευτυχώς κατεβαίνει κάποιος από μέσα και ανοίγει. Προσπερνά και φεύγει. Δεν τον ξέρω. Δεν είχε πρόσωπο. Ήταν μόνο παλτό και καπέλο. Το «χαίρετε» έφτασε στ' αυ­τιά μου όταν ήμουν μέσα στο ασανσέρ. Δεν μπορούσα να θυμηθώ σε ποιον όροφο έπρεπε να κατέβω. Το μυαλό σκεπασμένο με μια πάχνη έμοιαζε ν' αρνείται τη συμμετοχή του στα γεγονότα. Έψαξα όλους τους ορόφους. Τα κλειδιά μου δεν ταίριαζαν σε καμιά κλειδαρότρυπα. Κάθισα στα μαρμάρινα σκαλιά. Το φως του διαδρόμου έσβησε. Ύστερα θυμήθηκα το κονιάκ. Δεν μπορούσα όμως ν' ανοίξω το μπουκάλι. Σκέφτηκα να το σπάσω στη γωνιά του τοίχου και να ρουφήξω ότι θα 'μενε μέσα. Το φως του διαδρόμου άναψε ξανά. Μ' έτσουξαν τα μάτια. «Κλειστήκατε έξω;» Αυτή την θυμόμουν κάπως. Χαμογελούσε. Ντράπηκα. Με τσά­κωνε με τις μπουκάλες το κονιάκ στο χέρι, γκαστρωμέ­νη γυναίκα. «Χάσατε τα κλειδιά σας;» Δεν θυμάμαι τι της απάντησα. Με ρώτησε αν είχα αφήσει καμιά μπαλκονόπορτα ανοιχτή να με βοηθούσε λέει να περά­σω απ' το δικό της μπαλκόνι. Το είχε κάνει κι εκείνη παλιότερα όταν στο διαμέρισμα μας ήταν οι προηγούμενοι ενοικιαστές. Το διαμέρισμα μας; Φαίνεται την κοιτούσα σαν χαζή. Απελπίστηκε. Ξεκλείδωσε μια πόρτα δεξιά μου και χώθηκε μέσα. Με κοίταξε πάλι λοξά, ζήτησε συγγνώμη και κλειδώθηκε. Ακόμη και μια τυφλή κότα, λέει μια γερμανική παροιμία, μπορεί να βρει ένα κόκκο στάρι. Να 'μαι λοιπόν κι εγώ που βρέθηκα έξω από τη σωστή πόρτα χωρίς να το καταλάβω. Ευτυχώς είχα και κάποιες λάμψεις. Δεν ήμουν τελείως εκτός. Σηκώνομαι. Κοιτάζω το κουδούνι της πόρτας που υποψιάζομαι πως κρύβει πίσω της το «διαμέρισμα μας». Πώς δεν το είχα σκεφτεί να το κά­νω προηγουμένως και πάγωνα τον κώλο μου στα μάρ­μαρα; Γράφει τα δυο μας ονόματα στο κουδούνι. Α­φήνω κάτω τα μπουκάλια το κονιάκ και ξαναδοκιμά­ζω όλα τα κλειδιά. Επιτέλους η πύλη ανοίγει. Και ει­σέρχομαι εγώ μαζί με τα μπουκάλια.
Ανασαίνω βαθιά τη γνώριμη μυρωδιά του σπιτιού. Ύστερα εκπνέω και η ατμόσφαιρα μυρίζει κάτι ξινό. Ξινισμένο. Θα 'ναι η ανάσα μου σκέφτομαι και ησυχά­ζω. Γνώριμος χώρος. Το μεγάλο τρελό ρολόι. Τα μαξι­λαράκια. Πηγαίνω στην κουζίνα και επιτέλους βρίσκω τρόπο ν' ανοίξω τα μπουκάλια. Ενώνουμε τα χείλη μας και ρουφάμε ο ένας τον άλλον απνευστί. Ύστερα τ' αφήνω να πέσει στο δάπεδο. Το συντρίβω στα πλα­κάκια. Σκέφτομαι. Αργότερα θα ξαπλώσω πάνω του με την κοιλιά μου. Ίσως να είναι αυτή η ενέργεια που πρέπει στο τέλος να διαλέξω.
Είναι πια μεσημέρι. Ο ήλιος έχει χαθεί εντελώς απ' τον ορίζοντα και πρέπει ν' ανάψω τα φώτα στο διαμέ­ρισμα αν θέλω να βλέπω. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η μαμά μου. Θέλει να ξέρει τι κάνει το παιδί στην κοιλιά μου, τι λέει ο Λύσιος, πώς είμαι εγώ. Είμαι το τελευταίο που έχει σημασία γι' αυτήν. Τώρα προηγεί­ται το παιδί. Να 'μαι λοιπόν εγώ η σημαντική να κρύβομαι ξανά πίσω από κάποιον. Δεν της είπα τίποτα. Έτσι, τα τυπικά. Δεν ξέρω αν κι εκείνη ήθελε στ' αλή­θεια να μάθει περισσότερα. Πονούσε το χέρι της, οι δουλειές πολλές, ολόκληρο σπίτι, ο πατέρας μου δεν τη βοηθούσε ποτέ. Μην ξεχάσω να την πάρω όταν εί­ναι. Το χρυσό μου να 'ναι κοριτσάκι. Όχι. Είναι αγό­ρι. Πώς το ξέρεις; Έτσι. Και κλείσαμε.

Τσουλούσα το καροτσάκι με κόπο στο μονοπάτι. Ήταν δύσβατο γεμάτο πέτρες, μυτερές, αλείαντες. Στράβωσαν οι ρόδες - σχεδόν τετράγωνες πια. Περισ­σότερο το 'σπρωχνα κι αυτό μετατόπιζε τις πέτρες έρ­ποντας παρά κυλούσε. Ο ήλιος δυνατός. Καυτερός. Είχε πάει κιόλας καλοκαίρι. Η μικρή ομπρέλα του κα­ροτσιού ξασπρισμένη απ' τον ήλιο. Φοβόμουν μην α­φήνει το φως και χτυπά τα γαλάζια του μάτια. Ήταν ευαίσθητα. Είχε πει η Αντωνία Σ., να τον προσέχω. Ησυχία στο καρότσι. Θα κοιμάται σκέφτηκα. Τα μά­τια προστατευμένα. Κλειστά. Στο βάθος του δρόμου μια βρύση. Η ζέστη αφόρητη. Δεν έπρεπε ν' αποφασί­σω να βγω. Μ' ενοχλούσαν τα ρούχα μου. Ήταν βα­ριά γι' αυτή την εποχή και κολλούσα. Σκέφτηκα του­λάχιστον να βγάλω τη ζακέτα. Την έχωσα εκεί σε μια γωνιά στο καρότσι. Άκουσα ένα στεναγμό. Το μωρό διψά σκέφτηκα με τρόμο. Θα 'χει ξεραθεί απ' τη ζέ­στη. Το καρότσι όμως κινείται αργά. Σπρώχνοντας τα χώματα και τις πέτρες που γίνονταν πιο πολλές. Ήταν λάθος που βγήκα. Σκέτη τρέλα. Ιδιαίτερα τέτοια επο­χή που όλα ξεραίνονται από την έλλειψη του νερού. Σκέφτηκα πως έπρεπε να επιστρέψω να πάρω ένα κα­πέλο. Ένιωθα το κεφάλι μου να βράζει. Γύρισα κι έριξα μια ματιά πίσω. Μπα! Ήταν αδύνατον να γυρί­σω τώρα πια. Οι πέτρες και τα χώματα που υποχω­ρούσαν καθώς έσπρωχνα εγώ το καρότσι δεξιά κι αρι­στερά μετά ξανάσμιγαν παρασέρνοντας κι άλλες μαζί τους. Ο δρόμος έδειχνε τελείως κλειστός για επιστρο­φή. Θα 'πρεπε να 'παιρνα το άλλο μονοπάτι αφού έφτανα βέβαια πρώτα στη δημόσια βρύση εκεί κάτω. Παραιτήθηκα λοιπόν από την ιδέα του καπέλου. Η ζέστη ωστόσο με τρέλαινε, αφόρητη, έβγαλα και το πουκάμισο. Κοίταξα γύρω μου. Κανείς ευτυχώς. Θα 'ταν γελοίο το θέαμα να μ' έβλεπαν στο μονοπάτι να σπρώχνω το καρότσι με το σουτιέν. Ένας στεναγμός ξανάρθε πάλι στ' αυτιά μου. Με πόνεσε σαν μαχαιριά. Το μωρό ζεσταινόταν κι αυτό. Και να σκεφτεί κανείς πως το 'χα τελείως γυμνό και σκεπασμένο μ' ένα λεπτό βατιστένιο σεντόνι. Έπρεπε να βιαστώ. Σχεδόν άκου­γα το νερό να κελαρίζει πάνω στις πέτρες, στο τέρμα του δρόμου. Σκέφτηκα θα νιώθω πιο άνετα χωρίς τη φούστα. Και την έβγαλα. Έτσι κι αλλιώς κανείς άλλος δεν κυκλοφορούσε μεσημεριάτικα, ντάλα ο ήλιος. Ί­σως στο γυρισμό φυσούσε λιγάκι και δροσιζόμασταν.
Το μονοπάτι γινόταν όλο και πιο δύσβατο. Οι πέ­τρες ήταν πολύ μεγάλες πια. Οι ρόδες του καροτσιού τελείως τετράγωνες και σε πολλά σημεία μόνο το στε­φάνι είχε μείνει. Το λάστιχο φαγωμένο. Τα σίδερα στρίγκλιζαν. Γαμώτο πάλι την είχα πατήσει. Και μου 'χανε πει ήταν γερό, εγγύηση δύο χρόνια. Σκεφτόμουν πως έπρεπε να τους χέσω στην επιστροφή. Τα πόδια μου κολλούσαν. Παρ' όλο που ήμουν μόνο με το σου­τιέν και την κιλότα ο ιδρώτας έτρεχε σαν βροχή. Γέμι­ζε τα παπούτσια μου. Τα πόδια μου κολυμπούσαν, καλύτερα ξυπόλυτη, τα ’βγαλα και τα πέταξα μακριά, εκνευρισμένη.
Αμέσως κατάλαβα το λάθος μου. Τα πόδια μου ξεσκίζονταν στις πέτρες. Σε δέκα βήματα τα χνάρια που άφηνα πίσω μου ήταν κόκκινα. Κατά­λαβα. Αίμα. Οι πατούσες μου σκίζονταν στις μυτερές πέτρες. Μα τι είχα πάθει η μαλακισμένη. Τελείως απε­ρίσκεπτα ενεργούσα σήμερα. Σαν κάποιος άλλος να οδηγούσε τις κινήσεις μου έχοντας ένα δικό του σκο­τεινό σκοπό. Κι εγώ δεν μπορούσα ν' αντιδράσω.
Το μωρό άρχισε να βήχει στο καρότσι. Η ζέστη και η σκόνη το έκαναν να πνίγεται. Έπρεπε να βρω κάτι υγρό να το βρέξω πριν εξατμιστεί ολότελα κάθε υγρό του σώματος του. Το μυαλό μου γεμάτο πυρετό έψα­χνε μια λύση, έστω προσωρινή, το νερό ακουγόταν, κυλούσε στις πέτρες, σε κάνα μισάωρο, το πολύ, θα 'φτανα. Έβγαλα την κιλότα μου και το σουτιέν μου. Τελείως βρεγμένα. Σκέφτηκα να τα στίψω και να ξε­πλύνω το μωρό. Δεν έβγαλαν πολύ υγρό. Ίσα ίσα για το προσωπάκι του - λευκό σαν χαρτί - τα μάτια έλα­μπαν γαλάζια, πονεμένα απ' το πολύ φως.
Το μωρό εξατμιζόταν στην κάτασπρη ατμόσφαιρα γεμάτη ήλιο, πέτρες και σκόνη. Έπρεπε κάτι να κάνω να το σώσω. Πριν να 'ναι αργά. Δεν είχε άλλο ιδρώτα να βγάλει το σώμα του. Έμοιαζε στεγνό. Τα γαλανά μάτια σχεδόν είχαν αρχίσει ν' ασπρίζουν. Κατατρόμα­ξα. Τι διάολο γινόταν τώρα; Έπρεπε να σώσω το μω­ρό . Εγώ είχα ακόμη μέσα μου υγρά. Η σκέψη άστραψε στο μυαλό μου. Αυτό ήταν. Άρπαξα το μωρό. Έτσι κι αλλιώς εγώ υπήρχα μονάχα για 'κείνο. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω από ένστικτο. Είχα ακούσει παλιότε­ρα να μιλάνε για το μητρικό φίλτρο, τα θαύματα που μπορούσε να κάνει. Θα γινόμασταν λοιπόν ξανά συγκοινωνούντα δοχεία με το μωρό. Όπως τότε. Μέσα στην κοιλιά μου που ζούσε από μένα. Κοίταξα τα χεί­λια του. Ήταν εντελώς μελανιασμένα. Τ' άνοιξα προ­σεκτικά και τα 'βαλα να γραπώσουν την αριστερή μου ρώγα. Το μωρό κρεμάστηκε απ' το βυζί. Ύστερα κά­θισα προσεκτικά σε μια πέτρα που πίστεψα πως ήταν λιγότερο μυτερή απ' τις άλλες. Η αγωνία με τρέλαινε. Έπρεπε το μωρό να σωθεί. Περισσότερο σαν επιβίω­ση δική μου, γιατί ήταν σίγουρο πως χωρίς το μωρό εγώ δεν θα 'χε νόημα να εξακολουθώ να υπάρχω. Ένα κουτί που πήραν από μέσα του το πολύτιμο δώρο. Ζουλούσα με μανία το βυζί. Το μωρό ενστικτώδικα ρουφούσε. Το γάλα έρεε άφθονο. Ευτυχώς. Δεν το εί­χε κι αυτό ξεθυμάνει ο ήλιος. Ζουλούσα και ρουφού­σε. Κι αγαλλιάζαμε και οι δυο.
Κάτω απ' τον καυτερό ήλιο, κολλημένο στο βυζί μου σιγά σιγά το μωρό άρχισε να γεμίζει πάλι υγρά. Το κορμί του ζεσταινόταν σταδιακά. Το γαλάζιο ξανάρθε στο βλέμμα του. Κοιτούσε μακριά και ρουφούσε. Κι εγώ ζουλούσα. Η ρώγα με πονούσε αφόρητα. Το μωρό δεν έλεγε πια να σταματήσει. Ρουφούσε αχόρταγα. Τα μάγουλα του έγιναν ροζ, ύστερα κόκκινα. Κόκκινα έ­ντονα. Σαν αίμα. Και ρουφούσε. Το βυζί μου έτσουζε και με σούβλιζε δυνατά. Το μωρό ρουφούσε όλο και πιο λαίμαργα. Ένιωσα σιγά σιγά, σταδιακά, ν' αδειά­ζω. Οι δυνάμεις μου μ' εγκατέλειπαν. Τα πόδια μου έγιναν κάτασπρα σαν πανί. Έδειχναν άδεια, σκέτο δέρμα. Το ίδιο και η κοιλιά μου. Ρουφηγμένα, σκελε­τωμένα μέλη. Τα χέρια μου έπεσαν, δεν μπορούσα να κρατήσω το παιδί. Κι εκείνο φούσκωνε. Στηριζόταν μόνο στο βυζί και ρουφούσε. Κατακόκκινο.
Ήμουν πια μονάχα μια πέτσα. Κολλημένη στα κό­καλα, τα 'βλεπα να προεξέχουν. Και το μωρό εξακο­λουθούσε απεγνωσμένα να ρουφά. Είχε τόσο πολύ γε­μίσει που το επιπλέον το 'βγαζε αμέσως. Κατουρούσε πάνω μου. Κόκκινα κατουρά. Το αίμα μου. Ζαλιζό­μουν. Ένιωθα ότι κάπως έτσι θα έπαυα να υπάρχω. Το αίμα μου ξεχείλιζε στο συγκοινωνούν δοχείο και χυνόταν, φρέσκο, ζωντανό - πέθαινε έξω από μένα. Είχα εκπληρώσει τον προορισμό μου. Και άρχισα να βουλιάζω. Να βουλιάζω στο αίμα που κάποτε ήταν μέσα μου, σ' αυτές τις άδειες φλέβες. Το αίμα κυλάει στις πέτρες, ανακατεύεται στη σκόνη, μύγες κολλάνε πάνω του, σαύρες και ποντίκια τρώνε το σώμα μου. Το μωρό έχει φουσκώσει, είναι κόκκινο, πασχαλιάτικο μπαλόνι, λίγο ακόμη, τα χείλη αποκολλούνται απ' τη ρώγα, το μωρό υπερίπταται φουσκωμένο. Ανεβαίνει στον ουρανό, πετά. Φτάνει στον ήλιο, ζεσταίνεται, μπαμ, τρομερή έκρηξη, το μωρό σκάει, πλημμυρίζει ο τόπος αίματα, πολλά αίματα και ολόλευκο γάλα και σκατά, πολλά σκατά πάνω μου, στην ξεραμένη πέτσα του σώματος μου, χαίρε Μαρία, ο κύριος μετά σού.

Μια σουβλιά διαπερνά το σώμα μου απ' άκρη σ' άκρη. Σαν να 'ναι όλο το κορμί σεξουαλικό όργανο και το βατεύει ένα αχόρταγο πέος. Αλλόκοτος πόνος. Σχε­δόν ηδονικός. Ανοίγω τα μάτια τρομαγμένη, η καρδιά μου πάει να σπάσει. Η ατμόσφαιρα βρομοκοπάει κο­νιάκ και γω αναρωτιέμαι πού είμαι. Η πλάτη μου κολ­λημένη στα πλακάκια - γύρω μου τα σπασμένα γυα­λιά. Αίματα - έχω κοπεί. Αδειάζω. Η κοιλιά μου μα­τωμένη. Την κοιτάζω μ' ένα φόβο ηδονικό, γεμάτο ελ­πίδα. Σηκώνομαι. Τρέχω στον καθρέφτη. Στάζω αίμα­τα. Το μυαλό μου ξεκαθαρίζει. Το θέαμα με βοηθά να συνέλθω. Καθαρίζω με μπαμπάκι και οινόπνευμα τις μικρές πληγές που στάζουν. Ξεκολλάω τα θρύψαλα του γυαλιού. Δεν είναι η κοιλιά που θέλω να σώσω. Είναι ο εαυτός μου που μου φαίνεται ότι κινδυνεύει Ανάβω το φως. Έχει σκοτεινιάσει πια.
Δεν υπάρχει άλλο κονιάκ στο μπουκάλι. Κοιτάζω το ρολόι. Θα ’χει κλείσει η κάβα. Μου μένουν τώρα τα ηρεμιστικά. Δεν με νοιάζει πια αν θα κάνουν κακό στο μωρό. Αυτή την τεράστια τσιτωμένη κοιλιά θα 'θελα να την εξαφανίσω. Να πάψει να βαραίνει πάνω μου. Να ρυθμίζει τη ζωή μου. Αρχίζω να τη χτυπώ με τις γροθιές μου όσο πιο δυνατά μπορώ. Ακούγεται ο ήχος υπόκωφος. Με ηχώ. Όπως όταν χτυπάς κάτι άδειο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου