ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο
Ξέχασα πια πόσες μέρες κρατούσε η βροχή. Έπρεπε ν' αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε σοβαρά. Σήμερα δεν βρήκα κρέας στο χασάπη, δεν έσφαξαν λέει ή δεν μπόρεσαν να 'ρθουν τα φορτηγά από την επαρχία. Και στο μανάβικο δεν υπήρχε τίποτα. Κάτι ψόφια μαρούλια, εβδομήντα δραχμές το ένα, να τα κλαις. Η μανάβισσα σκεφτόταν να το κλείσει, έκανε και κρύο. Γύρισα με δυο πακέτα μακαρόνια, ο Λύσιος τα 'τρωγε και χωρίς κιμά. Ευτυχώς κατορθώσαμε να πάρουμε λίγο πετρέλαιο. Το βενζινάδικο μοίρασε με οικονομία στις γύρω πολυκατοικίες, εντάξει από θέρμανση, για λίγες βέβαια μέρες. Από την άλλη εβδομάδα θα βλέπαμε.
Ο Λύσιος με περίμενε πίνοντας καφέ. Κοιταχτήκαμε. Ακόμη στο βλέμμα του η λάμψη η χθεσινή. Μήπως νιώθω λιγάκι κουρασμένη; Άυπνη; Κρυωμένη από την ξάπλα μου στη βροχή χτες; Ένα ζεστό, να με τρίψει στο κρεβάτι; Όχι, ας πάμε καλύτερα, θα 'ναι όμορφα. Μια βόλτα μέχρι τη θάλασσα. Μας άρεσε πάντα όταν είχε βροχή. Οι αναμνήσεις ξαναγίνονταν παρόν. Επιτέλους υποχωρούμε αμοιβαία, θα κρατούσα μόνο το παιδί της κοιλιάς μου και θα έκανα πως τίποτα δεν θ' άλλαζε μεταξύ μας και 'κείνος θα δεχόταν το μωρό αφού έβλεπε πως ήμουν στ' αλήθεια διατεθειμένη να μη στερήσω τίποτα απ' τον ίδιο. Δεν τα 'χαμε πει με λέξεις. Υπήρχε όμως η αίσθηση αυτή μεταξύ μας.
Έριξα ακόμη μια μάλλινη ζακέτα στην πλάτη μου πάνω απ' το παλτό και αφέθηκα να νιώσω χαρούμενη. Στην εξώπορτα θυμήθηκε. «Σε ζήτησαν από το ίδρυμα. Τους είπα ότι τους ήθελες κι εσύ.» Με γύρισε στην πραγματικότητα. Στο μυαλό διαγράφτηκαν ξανά εικόνες. Έπρεπε να επικοινωνήσω μαζί τους. Τον κοίταξα. Ανίχνευε το πρόσωπο μου. Η Αντωνία Σ. προσπαθούσε λοιπόν να με βρει. Έπρεπε να το κάνω σήμερα κιόλας. Κι έπρεπε τώρα αμέσως να το ξεστομήσω. «Θα πάω από κει.» Δείλιασε αλλά το 'πε. «Δεν γίνεται τηλεφωνικά;» Σκέφτηκα λίγο. Η γραφειοκρατία φαίνεται πως τελικά είχε κάποιο λόγο να υπάρχει. Όπως υπέγραψα την αίτηση για να μου δώσουν ένα παιδί, έπρεπε να υπογράψω την αίτηση για να σταματήσω τη διαδικασία. Ήταν λογικό. Προσπάθησα να μείνω όσο μπορούσα πιο ψύχραιμη. Ο Λύσιος υποχώρησε. Είχα δίκιο, ας ξεχνούσαμε τη θάλασσα για σήμερα. Εμπρός λοιπόν για τους Αγίους Αναργύρους. «Μαζί;» Μαζί, αφού το ήθελε δεν μπορούσα να το αρνηθώ.
Η βροχή είχε σταματήσει αλλά ο ουρανός έδειχνε ότι δεν είχε ακόμη ξεθυμάνει. Στο δρόμο σκεφτόμουν τι να πω στον Λύσιο για να μην έρθει μέσα στο ίδρυμα μαζί μου. Το βρήκε μόνος του. Ήταν δική μου υπόθεση είπε, έτσι κι αλλιώς δεν τον ήξερε κανείς από δαύτους.
Η πλατεία με την εκκλησία λασπωμένη όσο ποτέ. Το περίπτερο όμως αυτή τη φορά ήταν ανοιχτό λόγω Σαββάτου. Αγόρασα μια εφημερίδα και την πιο μεγάλη σοκολάτα με αμύγδαλο και την παράχωσα στην τσάντα μου βιαστικά. Το μυαλό μου πετούσε κιόλας στις επόμενες στιγμές μου. Ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο. 0 Λύσιος θα με άφηνε ακριβώς απ' έξω και θα στάθμευε λίγο πιο κάτω να χαζέψει την εφημερίδα. Ας μην αργούσα.
Βγήκα με φόρα. Έτρεξα στην καγκελόπορτα του ιδρύματος κι ύστερα γύρισα δυο βήματα πίσω. Ο Λύσιος είχε παρκάρει στην πιο κάτω γωνία. Τα δέντρα θα τον εμπόδιζαν να βλέπει το ίδρυμα. Κουκούλωσα όσο μπορούσα καλύτερα την κοιλιά μου και ξαναγύρισα στην καγκελόπορτα. Άργησαν να μ' ανοίξουν. Τέτοια ώρα όλοι θα 'ταν στο φαγητό. Μπήκα επιτέλους με το μάτι καρφωμένο στο κόκκινο σημάδι. Η πόρτα του πέτρινου σπιτιού. Το τοπίο ολότελα λασπωμένο, λυπηρό. Μου άνοιξε η ασπροντυμένη κοπέλα, τα χείλη της γυάλιζαν από κάτι λιπαρό. Το ίδρυμα μύριζε παστίτσιο και κουνουπίδι βραστό. Έπρεπε να περιμένω λιγάκι στο γραφείο της διευθύντριας.
Δεν έκανε τόσο κρύο όσο την άλλη φορά. Είχαν βάλει τη θέρμανση. Το Σάββατο πάντα δέχονταν απ' το πρωί επισκέπτες. Βολεύτηκα όσο μπορούσα καλύτερα στην πολυθρόνα κρύβοντας με το παλτό, την τσάντα μου και το επιπλέον μου πουλόβερ την κοιλιά μου. Καθιστή ήταν πιο εύκολο. Όρθια δεν ήξερα πώς θα τα κατάφερνα, ιδιαίτερα με τη ζέστη που 'κανε σήμερα εδώ μέσα και δεν δικαιολογούσε το παλτό.
Το ίδρυμα ήταν γεμάτο θορύβους. Παιδικές μπουκωμένες φωνές. Στριγκλιές απαγορευτικές φράσεις. Διέκρινα την κραυγή της κυρίας Αντωνίας Σ. «Σκασμός.» Δεν είχα ξανακούσει τις ευγενικές της εξάρσεις. Κι ύστερα τρίξιμο του παρκέ όλο και πιο κοντινό. Η πόρτα γκρινιάζει. Η Αντωνία Σ. γλείφεται στο κάδρο της. Κρατά ακόμη τη μικρή λευκή χαρτοπετσέτα - κοκκινίζει απ' το κραγιόν - γρήγορα την πετάει στο καλάθι των αχρήστων. «Καλημέρα σας.» Έσφιξα κι άλλο το παλτό μου. Με κοίταξε ερωτηματικά. Λίγο κρυωμένη δικαιολογούμαι. Τι με ήθελε; Κάθεται στη θέση της, το βλέμμα της σοβαρό, επίσημο σπαθίζει τα νεύρα μου. «Κι εσείς με θέλατε μου είπε κάποιος κύριος.» Κάποιος κύριος; Ναι βέβαια. Δεν τους είχα μιλήσει ποτέ γι' αυτόν. Δεν είχε τύχει ποτέ η συζήτηση. Ο Λύσιος δεν υπήρχε για το ίδρυμα. Ήμουν μόνη και είχα ζητήσει σαν μόνη ένα παιδί που θα είχε μόνο μητέρα. Η Αντωνία Σ. περίμενε χωρίς βία την απάντηση μου. Ήξερα, αν τη ρωτούσα, θα μου έλεγε πως ήταν τυπικό. Τυπικά είχαν εξετάσει εξονυχιστικά τη ζωή μου - μ' ενοχλούσε αυτό. Τυπικά είχαν ζητήσει να ξέρουν πόσα βγάζω το μήνα και αν ήμουν σε μόνιμη δουλειά. Για τυπικούς λόγους αρνιόνταν επί δυο χρόνια να μου δώσουν απάντηση. Τυπικά είχαν σχεδόν αρνηθεί. Ώσπου προέκυψε η περίπτωση του μικρού Παναγιώτη. Μεγάλωνε αζήτητος στο ίδρυμα. Μια επιβάρυνση γι' αυτούς. Και βρήκαν τη λύση. Τα εμπόδια έγιναν μεμιάς τυπικά στην πραγματικότητα και ξεπεράστηκαν. Θα μου έδιναν το παιδί. Και θα 'ταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα μόνη θα υιοθετούσε παιδί από το ίδρυμα. Ένα ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου είχε πεισθεί. Με την ευκαιρία αυτή θ' άλλαζαν κάτι στον κανονισμό τους. Δεν συνέφερε πια να κρατάνε τα προβληματικά μωρά και να τα μεγαλώνουν εκεί μέσα. Οι πόροι του ιδρύματος δεν επαρκούσαν. Τα προβληματικά παιδιά θα τα έδιναν στις μοναχικές γυναίκες που θα τα δέχονταν. Έτσι κι αλλιώς αυτές δεν ήλπιζαν σε κάτι καλύτερο. Θα 'ταν έστω ένα χέρι βοήθειας στα γεράματα τους. Με μια προϋπόθεση· να είχαν να τα ζήσουν και να μην τα χρησιμοποιούσαν τελικά σαν υπηρετικό προσωπικό. Στην αρχή τα 'χα βρει τρομακτικά όλα αυτά. Ο λόγος που εγώ ήθελα ένα παιδί δεν ήταν η μοναξιά. Κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό ζητούσε μέσα μου να πληρωθεί. Το παιδί θα βούλωνε μια τρύπα. Την πιο μεγάλη τρύπα της ψυχής μου. Ίσως δεν θα 'ταν λάθος αν το χαρακτήριζα σαν ένστικτο επιβίωσης. Τόσο αναγκαία και οδυνηρή ένιωθα την ανάγκη να βρω το λόγο της ύπαρξης μου. Ένα παιδί νόμιζα θα πλήρωνε αυτό το κενό. Η τρύπα θα 'παυε να στάζει. Κέρδος για την ψυχική μου ισορροπία.
Η Αντωνία Σ. ακόμη με κοιτούσε. Ήξερα ότι τα παιδιά, έστω και προβληματικά δεν ήταν πολλά. Η καινούρια αντιμετώπιση του ιδρύματος προς τις μοναχικές γυναίκες είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή. Οι αιτήσεις οπωσδήποτε θα στοιβάζονταν η μια πάνω στην άλλη. Και τότε τρομοκρατήθηκα. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε απ' το μυαλό μου να υποβάλω παραίτηση. Αντίθετα άρχισα να φοβάμαι ότι μπορούσα να χάσω τον Παναγιώτη. Αν αυτή η μέγαιρα που στεκόταν αλύγιστη μπροστά μου έκρινε πως κάτι είχα κρύψει από την προσωπική μου ζωή, κάτι που δεν της άρεσε, μπορεί να έκανε αρνητική εισήγηση στο διοικητικό συμβούλιο για μένα. Ένιωθα την έχθρα μου να βράζει. Κρατήθηκα. Κατάπια με δυσκολία τον κόμπο του λαιμού μου και ανέπνευσα βαριά. Η Αντωνία Σ. ήταν ακόμη εκεί. Με κοιτούσε. Περίμενε. Έπρεπε να της πω την αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς ήμουν υποχρεωμένη. Άνοιξα το στόμα μου ν' αρχίσω. Δεν βγήκε φωνή. Κάτι σαν κακάρισμα βραχνό. Ξερόβηξα. Λίγα κλάσματα δευτερολέπτου ακόμη να σκεφτώ. Και το αποφάσισα. Ναι, έμενα μαζί με κάποιον άντρα. Είχα σχέσεις. Υπήρξα και ερωτευμένη. Κάποιος άντρας με γαμούσε. Κοιμόμουν μαζί του. Τρώγαμε μαζί. Κυκλοφορούσαμε γυμνοί στο σπίτι. Παίζαμε με τα γεννητικά μας όργανα, δεν το θεωρούσαμε ντροπή. Όχι λοιπόν Αντωνία Σ. δεν ήμουν αγία ή στερημένη γεροντοκόρη. Είδα όλες αυτές τις εικόνες να περνούν απ' το βλέμμα της. Τις ένιωθα. Τα συναισθήματα της μεταβάλλονταν ανά δευτερόλεπτο, προσπαθούσε να τα κρύψει, το καταλάβαινα, το αντιλαμβανόταν αυτό. «Έχει σημασία που ζω μ' έναν άντρα;»
Άφησε την ανάσα της βαριά. Έφαγε βιαστικά δικαιολογήθηκε, να τη συγχωρώ, ήξερε ότι την περίμενα. Για 'κείνη δεν άλλαξε τίποτα, έπρεπε όμως να το είχα πει. Θα το ανέφερε στο συμβούλιο βέβαια γιατί θα της ζητούσαν όσα στοιχεία ήξερε για μένα, ήλπιζε όλα να πάνε καλά, έκλεισε το φάκελο μου αφού συμπλήρωσε την καινούρια αναφορά.
Το αίμα μου κυλούσε δυνατά. Άκουσα το γλουπ γλουπ καθώς χοροπηδούσε στην καρδιά μου. Το κρανίο μου στένευε, το μυαλό σφιγγόταν.
Σηκώθηκε. Σταγόνες ιδρώτα ένιωσα να παγώνουν στο μέτωπο μου. «Γιατί δεν βγάζετε το παλτό σας;» Όχι αυτό δεν θα το μάθαινε ποτέ. Της είπα ξερά πως είχα φέρει κάτι για το μικρό Παναγιώτη και ήθελα να του το δώσω η ίδια. Πιο πολύ το 'πα για να τσεκάρω την αντίδραση της, αν είχε κάτι αλλάξει απέναντι μου. Ήταν κανονική. Δεν αρνήθηκε, χτύπησε το κουδούνι και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να εμφανισθεί η νεαρή εκκολαπτόμενη Αντωνία Σ. Μιλήσαμε για τον καιρό, τη βροχή, το παράξενο θέαμα που παρουσίαζε η Αθήνα, τη βλακώδη ταινία που είχε βάλει χτες η ΕΡΤ, πού τις βρίσκουν, ασπρόμαυρες, πανάρχαιες, κρίμα τα λεπτά που πλήρωσε να πάρει έγχρωμη. Της είπα αγοράσαμε κι εμείς. Κι ύστερα ρώτησα. Τι με ήθελε εκείνη και με πήρε. Το σκέφτηκε. Το ζύγισε. Ίσως τελικά δεν θα 'πρεπε να μου το πει. Όμως ας είναι. Είχα δικαίωμα να το μάθω. Χτες ο Παναγιώτης ρώτησε για μένα. Για πρώτη φορά. Το μυαλό μου ηλεκτρίστηκε. Ένιωσα σαν να με είχε χτυπήσει ρεύμα υψηλής τάσης. Την κοίταξα χωρίς να τη βλέπω. Ανέπνευσα βαθιά. Τα πνευμόνια μου γέμισαν ζεστό αέρα και καπνό απ' το τσιγάρο της. Τον έβγαλα με δυσκολία. Ύστερα, άκουσα το πάτωμα να τρίζει ξανά. Η πόρτα άνοιξε. Η μικρή με τ' άσπρα μας κοίταξε ερωτηματικά. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Η φωνή μου δεν θα 'βγαινε ήχος φυσιολογικός. Σηκώθηκα αργά. Η Αντωνία Σ. το είχε καταλάβει. Κοιταχτήκαμε. Αμίλητες. Έχανε σιγά σιγά τη δύναμη της. Δεν μπορούσε άλλο να εμποδίζει τη διαδικασία. Ο Παναγιώτης ερχόταν προς τα μένα μόνος του πια.
Βγήκα ακολουθώντας την κοπέλα στο στενόμακρο λαδοκίτρινο διάδρομο. Πέθαινα από την αγωνία να συναντήσω το γιο μου. Εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά στ' αλήθεια ένιωσα πως είχα παιδί. Ούτε που θυμόμουν πια τον Λύσιο και την υπόσχεση μου. Βρήκαμε τον Παναγιώτη στο μικρό θάλαμο με τ' άλλα πιτσιρίκια. Δεν έπαιζε. Δεν κρατούσε βιβλίο. Δεν έκανε τίποτα. Μόνο στεκόταν μπροστά στο παράθυρο κοιτώντας τη βροχή που είχε ξαναρχίσει. Δεν μίλησα. Η κοπέλα τον φώναξε για μένα. «Παναγιώτη.» Ο μικρός γύρισε ξαφνιασμένος. Ατένισε αφηρημένα. Δεν φορούσε γυαλιά. Δεν μας έβλεπε καλά. Η κοπέλα το κατάλαβε και ρώτησε τ' άλλα παιδιά πού είναι τα γυαλιά του μικρού Παναγιώτη. Ο πιο μεγάλος κοιτάχτηκε με τους υπόλοιπους. Ήταν σκισμένος και λαχανιασμένος. Οι άλλοι μαζεύτηκαν. Ο πιο μεγάλος έδειξε δειλά την άλλη γωνία της κάμαρας. Κι ύστερα στριμώχτηκε μαζί με τ' άλλα παιδιά σε μιαν άκρη μακριά μας. Η κοπέλα πήγε και σήκωσε κάτι που γυάλιζε. Στραβοπατημένος ένας σκελετός, ευτυχώς τα τζάμια δεν είχαν σπάσει. Τον κοίταξε. Ο Παναγιώτης δεν κουνιόταν απ' τη θέση του. Δεν μιλούσε. Περίμενε. Σαν φωτιά έτοιμη ν' απλωθεί αν τη φυσούσες ν' ανάψει. Να πάρει δύναμη. Τον πλησίασα. Τώρα που είμαστε πιο κοντά βεβαιώθηκε πως ήμουν εγώ και ταράχτηκε. Τον έπιασα απ' το χέρι. Δεν αντέδρασε. Η κοπέλα προσπάθησε να ισιώσει τα γυαλιά, του τα φόρεσε. Δεν ήταν απόλυτα εντάξει, χοροπηδούσαν αστεία στη μύτη του όταν περπατούσε. Είπε την Δευτέρα θα τα πήγαινε στον οπτικό στην πλατεία και θα 'ταν μια χαρά ξανά. Τράβηξα τον Παναγιώτη έξω απ' το δωμάτιο. Τον ένιωσα ν' αναπτύσσει το βήμα του βιαστικά - μια λαχτάρα. Να φύγει από κει. Θα 'θελα να μπορούσα να τον πάρω από τώρα.
Βγήκαμε στο λασπωμένο υπόστεγο. Και οι δυο μας απορροφημένοι στις σκέψεις μας. Τσιμουδιά. Δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια καλημέρα. Και ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να τρέξω. Να εκτονώσω τη φόρτιση που είχε συσσωρευτεί μέσα μου - με έπνιγε. Άρχισα να τσαλαβουτάω στα νερά και στις λάσπες σαν τρελή, έτρεχα με μανία. Να ξεφύγω. Από την ένταση. Από την θλίψη. Από τη χαρά που με τύλιγε ανάκατη με αγωνία, μέχρι την Τρίτη. Πίσω μου πλατς πλατς τα τρεχαλητά βήματα του Παναγιώτη. Διασχίσαμε σαν μανιακοί τρέχοντας τον λασπωμένο κήπο γύρω απ' το κόκκινο πέτρινο σπίτι. Η βροχή μας χτυπούσε το πρόσωπο. Μπροστά εγώ, πίσω αυτός. Έλπιζα να μη μας βλέπει κανείς. Σταμάτησα πίσω από το σπίτι σ' ένα κιόσκι, θα 'ταν άλλοτε ζωσμένο με σύρμα, κοτέτσι.
Φρενάρισε και 'κείνος μπροστά μου. Τα γυαλιά είχαν γλιστρήσει στη μύτη του. Τα ' σπρώξε στη θέση τους. Με κοίταζε κατάματα. Γονάτισα μπροστά του και τον αγκάλιασα. Ήταν η πρώτη φορά. Δεν αντέδρασε. 'Έμεινε ακίνητος. Η ανάσα του βαθιά στο αυτί μου, την κατάλαβα τρεμουλιαστή. Ο Παναγιώτης λαχταρούσε. Χαιρόταν. Μου έπαιρνε και μου έδινε συγκίνηση. Δυο δοχεία που ενώνονταν, στην ίδια στάθμη. Σχεδόν κόντευα να πλημμυρίσω. Μαζί του. Για ώρα αγκαλιασμένοι. Δειλά δειλά τώρα μ' έσφιγγε και 'κείνος. Έξω από το κιόσκι η βροχή έπεφτε μανιασμένη. Κάθισαμε δίπλα δίπλα σε κάτι βαρέλια σκεπασμένα με κουρέλια και μουσαμάδες. Άνοιξα την τσάντα μου. Ο Παναγιώτης με κοιτούσε με προσοχή. Του πρόσφερα τη σοκολάτα. Η έκφραση του παρέμεινε σοβαρή. Μ' ευχαρίστησε ψιθυριστά, την άνοιξε στην αρχή σιγά, μετά με βιασύνη και την έφαγε όλη. Ύστερα ζάρωσε τα χαρτιά και τα 'βαλε προσεκτικά στην τσέπη του. Απόμεινε να κοιτάζει τη βροχή. Αμίλητοι. Τότε θυμήθηκα τον Λύσιο στη γωνία. Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα είχε περάσει αρκετά. «Πρέπει να φύγω» ψιθύρισα. Κατάλαβε. Κατέβηκε απ' τα βαρέλια και περίμενε. Κατέβηκα και γω και τον έπιασα απ' το χέρι. Βαδίσαμε σιωπηλοί και μουσκεμένοι ως το κόκαλο μέχρι το πέτρινο σπίτι Δεν θα 'ταν ακόμη εκεί για πολύ. Την Τρίτη είχε πει η κ. Αντωνία Σ. θα γινόταν σίγουρα το συμβούλιο. Σήμερα Σάββατο. Είχαμε ακόμα τρεις μέρες. Κοιταχτήκαμε μ' ελπίδα. Όλα θα πάνε καλά. Ένα φιλί.
Ο Λύσιος κρατούσε αναμμένη τη μηχανή μην κρυώσει το αυτοκίνητο. Μύριζε μέσα τσιγαρίλα - μου 'ρθε να ξεράσω. Ξεκίνησε. Παραπονέθηκε ότι είχα αργήσει πολύ. Ρώτησε κοιτάζοντας με λοξά αν τους το 'χα πει για την εγκυμοσύνη. Αν είχα κάνει την αίτηση για να σταματήσει η διαδικασία για το παιδί. Ρωτούσε πάντα χωρίς να με κοιτά. Άνοιξα το παράθυρο να φύγουν οι καπνοί και η μπόχα του τσιγάρου. Το ξανάκλεισα γρήγορα, η βροχή έμπαινε μέσα απειλητικά.
Ο Λύσιος οδηγούσε προσεκτικά, όλοι οι δρόμοι κόντευαν να πλημμυρίσουν. Δεν είχαμε καινούρια λάστιχα. Ήταν επικίνδυνο. Γύρισε σε μένα. Δεν μπορούσα να σωπαίνω άλλο. Ήδη είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι δεν είχα κρατήσει την υπόσχεση μου. Δεν μ' άρεσε να τον κοροϊδεύω. Δεν μπορούσε όμως να γίνει διαφορετικά. Για 'κείνον έτσι κι αλλιώς θα ήταν το ίδιο. Είχε πάρει απόφαση όπως φαινόταν το παιδί που είχα μέσα στην κοιλιά μου. Η υιοθεσία και άλλου παιδιού έμοιαζε να τον ενοχλεί τώρα. Μα δεν επρόκειτο ποτέ βέβαια να υπάρξουν δυο παιδιά. Αυτό που είχα στην κοιλιά μου και ο Παναγιώτης ήταν το ίδιο πράγμα. Αλλά πως μπορούσα να του τα εξηγήσω όλα αυτά, χωρίς να σκεφτεί πως είμαι τρελή; Δεν μου έμενε λοιπόν άλλη λύση παρά να κρατήσω την αλήθεια για τον εαυτό μου. Μείναμε και οι δυο σκεπτικοί. Δεν ξέρω αν κάτι άλλο περνούσε απ' το μυαλό του ή αν είχε αφοσιωθεί στο οδήγημα.
Το αμάξι ντελαπάρισε ξαφνικά, ελαφρά ευτυχώς. Ο Λύσιος ίσιωσε με δεξιοτεχνία και αργές κινήσεις το τιμόνι. Καλύτερα να γυρίζαμε σπίτι. Δεν είχε νόημα, οι δρόμοι είχαν γίνει πολύ επικίνδυνοι. Γύρω μας σταματημένα αυτοκίνητα, λεωφορεία, μια σύγκρουση Ι.Χ. μ' ένα ταξί, βρίζονταν οι οδηγοί. Η διαδρομή στη Λένορμαν κι ύστερα στην Πατησίων αφόρητη. Βήμα σημειωτόν. Ο Λύσιος έδειχνε εκνευρισμένος. Εγώ αφοσιωμένη στην κοιλιά μου. Ένιωθα το μικρό Παναγιώτη στριμωγμένο εκεί μέσα ν' αγωνιά. Κάποιος πόνος που ακολούθησε μετά από μια σουβλιά μ' έκανε να πιστέψω πως το παιδί κλοτσούσε. Χαμογέλασα μόνη μου. Κρατήθηκα. Δεν ήθελα να το πω. Ήξερα πως ο Λύσιος δεν θα μοιραζόταν τη χαρά μου. Δεν ήταν πολλές τρεις μέρες να περιμένω ακόμη. Το πολύ τέσσερις. Μέχρι την Τετάρτη το πρωί. Τ’ απόγευμα της Τρίτης θα γινόταν το συμβούλιο. Και ξαφνικά άστραψε στο μυαλό μου μια σκέψη που με γέμισε
αγωνία. Αν όλα γίνονταν όπως είχαν προγραμματισθεί τότε την Τετάρτη θα 'τανε η μέρα μου να γεννήσω. Κι ακόμα δεν είχα καθόλου προετοιμαστεί. Δεν ήξερα καν σε ποια κλινική. Ή πώς θα γινόταν. Αν προλάβαινα για το εξωτερικό ή θα τα 'φηνα όλα στην τύχη. Αλλά φαινόταν ότι εγώ δεν μπορούσα με τη θέληση μου να επέμβω σε πολλά. Τα πράγματα από μόνα τους εξελίσσονταν. Ίσως να ήταν κιόλας όλα ρυθμισμένα και να μην εξαρτιόταν από μένα το παραμικρό.
Φτάσαμε στο σπίτι πολύ αργά. Για πρώτη φορά πεινούσαμε και οι δυο. Χωθήκαμε αμέσως στην κουζίνα και βαλθήκαμε να φτιάξουμε μακαρονάδα ναπολιτάνα και μια κονσέρβα τόνο που είχε ξεμείνει στο ντουλάπι. Δεν μιλούσαμε. Εκείνος ψιλόκοβε τα κρεμμύδια κι εγώ άνοιγα τις κονσέρβες με τα ντοματάκια και τον τόνο, έτριβα το τυρί - σκεφτόμασταν και οι δυο τα γεγονότα της τελευταίας μέρας. Ο Λύσιος όπως παλιά είχε μπει στην κουζίνα μαζί μου, καλό σημάδι. Όπως είχαμε και οι δυο υποχωρήσει οι σχέσεις μας ξανάρχιζαν, φαίνεται, απ' την αρχή. Δεν το 'χαμε όμως ο ένας στον άλλον ομολογήσει. Κάπου κρατιόμασταν λίγο μακρύτερα σαν θεατές - παρακολούθηση απλά των εξελίξεων μην εμπλακούμε σε λάθος συναισθήματα.
Η μυρωδιά του κρεμμυδιού με ανακάτεψε. Ο μικρός Παναγιώτης κλότσησε δυνατά μέσα στην κοιλιά μου. Κάθισα βαριά στην καρέκλα. Μου 'ρχόταν εμετός. Το στομάχι μου έκαιγε. Οι σουβλιές και τα γλου γλου με βασάνιζαν. Πήρα βαθιά ανάσα και βγήκε σαν στεναγμός. Ο Λύσιος με κοίταξε. Κατάλαβε. Τα 'χε όλα αυτά ξαναπεράσει με την πρώην. Ας πήγαινα λοιπόν να ξαπλώσω. Θα με φώναζε όταν θα τέλειωνε το φαγητό. Τον φίλησα κι έτρεξα γρήγορα στο κρεβάτι. Οι σουβλιές στην κοιλιά μου συνεχίζονταν. Ίσως να 'παιρνα τηλέφωνο κάποιο γιατρό να με συμβουλέψει. Ύστερα σκέφτηκα τη μάνα μου. Ήταν το μόνο πρόσωπο όμως που δεν ήθελα ν' ανακατέψω σ' αυτή την ιστορία. Δεν ήξερε τίποτα για την κατάσταση μου. Οπωσδήποτε όμως θα χαιρόταν αν της έλεγα πως περιμένω δικό μου παιδί και εγκατέλειψα την ιδέα της υιοθεσίας - ήταν πάντα εναντίον. Της τηλεφώνησα λοιπόν. Φυσικά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Την έκπληξη ακολούθησε κλάμα, εξιστόρηση αναμνήσεων της δικής της ιστορίας, γέλια, χαρές για το εγγόνι, ύστερα πάλι κλάμα και τέλος πέταξε κι αυτό που τη βασάνιζε πάντα. Θα ήταν λέει ψυχολογικό τόσο καιρό που δεν έπιανα παιδί και ο γιατρός δεν θα 'φταιγε καθόλου. Τα θυμόταν όλα. Οι τύψεις τη βασάνιζαν χρόνια. Τώρα ήταν μια ευκαιρία ν' απαλλαγεί από την ενοχή της. Έβγαινε και από πάνω. Τέλος ζήτησε να με δει, αρνήθηκα, ήμουν χάλια. Και μου σύστησε κάποιο γιατρό, να τον πάρω εκ μέρους του θείου μου, ήταν γνωστός του, καλός γιατρός, λίγο μεγάλος βέβαια. Κλείσαμε.
Βρισκόμουν καθισμένη στο σκαμνάκι μπροστά στην πρωτόγονη επινόηση μου με σανίδες που χρησίμευε για τουαλέτα. Ο μεγάλος καθρέφτης μου έστελνε ένα χαμόγελο. Είχα αδυνατίσει πάρα πολύ. Το μόνο σημείο που προεξείχε από το σώμα μου ήταν η κοιλιά. Τεράστια. Αχόρταγη. Έμοιαζε να με τρώει. Να με τρώει... Και ξαφνικά μ' έπιασε ένας παράλογος, απόλυτος φόβος. Πώς θα 'ταν η ζωή μου μετά; Για πρώτη φορά τέτοια σκέψη σούβλιζε το μυαλό μου. Αλυσοδεμένη κρατιόμουν στην παγίδα του εαυτού μου. Σερνόμουν σε βράχια μυτερά, κάτω το υδάτινο στοιχείο έβραζε. Τα κύματα έφταναν στ' αυτιά μου και γω κυλούσα. Έβλεπα κιόλας την άκρη, κάτω αδηφάγος ο γκρεμός. Λίγο ακόμη, μέχρι την Τρίτη, την Τετάρτη το πρωί και ο εαυτός μου θα 'παυε να υπάρχει. Σάρκες και κόκαλα, μια μάζα πεταμένη πιο κει, ούτε αίμα, ξεπλυμένα όλα, λαμπερά, απ' το νερό. Έχω καταβροχθιστεί από 'κείνο που φέρω μέσα μου.
Η κοιλιά μου με κοιτάζει απ' τον καθρέφτη. Ανοίγει στα δύο, διαφανής. Στριμωγμένο στα έντερα, δίπλα στο συκώτι και τη χολή, το γαλανό βλέμμα. Μυωπικό, αδυσώπητο. Βυθίζομαι στην οδύνη και ηδονή της αυτοκαταστροφής. Μεταμορφώνομαι. Παύω σιγά σιγά να υπάρχω.
Βγάζω τα ρούχα μου ένα ένα. Δεν μου χρειάζονται. Δεν κρυώνω πια. Δεν έχω ανάγκες. Είμαι μονάχα σώμα. Χωρίς αισθήσεις. Χωρίς ουσία. Μια αποθήκη που κατοικεί αυτό το μικρό με τα γαλάζια μάτια. Απροστάτευτο. Μ' έχει παγιδέψει. Θα ζήσει απ' την ανάσα μου. Απ' τη σάρκα μου. Απ' το μυαλό μου. Απ' τη στάχτη μου. Μ' αφήνει άδειο σακί. Επιτέλους οι αγωνίες πέθαναν. Ο φόβος σταμάτησε. Η καταστροφή του εαυτού μου ολοκληρώνεται. Παύω να είμαι για μένα. Γλίτωσα. Το ένστικτο της αυτοκαταστροφής νίκησε. Αφήνομαι σ' αυτό. Ξέρει τη δουλειά του.
Κοιτάζω ένα γύρω. Πού θα μπει το κρεβάτι του μωρού; Όχι μπροστά στο παράθυρο. Θα κρυώνει. Μα τι λέω; Θα κοιμόμαστε μαζί. Θα ’μαστε συνέχεια μαζί. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να ’μαστε χωριστά. Αφού εγώ είμαι αυτός. Υπάρχω μόνο μέσα απ’ αυτόν και γι’ αυτόν. Σ’ ευχαριστώ που μου βρήκες λόγο να υπάρχω. Όλοι με κάποιο τρόπο προσπαθούμε να κρατηθούμε στη ζωή.
Ο ήχος των βημάτων του με ξαναφέρνει στη γη. Ο Λύσιος με κοιτάζει. Στη μέση του δωματίου χειρονομεί. Τα λόγια του δεν φτάνουν στ’ αυτιά μου. Μόνο μια βουή με πλημμυρίζει. Το δωμάτιο κοχλάζει, να με καταπιεί. Οι τοίχοι προχωρούν, στενεύουν. Χαμηλώνω το φως. Βουλιάζω ξανά προς τα μέσα. Φοβάμαι να μιλήσω. Ο Παναγιώτης κραυγάζει εντός μου. Θ' ακουστεί η δική του φωνή. Και νάτη πάλι η ζαλάδα. Το δωμάτιο ξεφεύγει απ' τον έλεγχο της οροφής και των δοκαριών. Γυρίζει. Πιο γρήγορα. Όλο και πιο γρήγορα. Δεν είναι πια τετράγωνο. Είναι στρογγυλό κι εγώ στη μέση άξονας. Τώρα γυρίζουμε μαζί.
Ανοίγω τα μάτια μου. Λευκό. Έντονο και θολό. Φως. Τα ξανακλείνω. Ένα βάρος στο μέτωπο μου. Μαρία.» Ο Λύσιος είναι κοντά μου. Ανοίγω ξανά τα βλέφαρα. Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Έχει τραβήξει τις κουρτίνες. Μπαίνει το κατάλευκο φως της μέρας. Έξω απ' τη τζαμόπορτα η βροχή συνεχίζει να πέφτει. Το χαλάζι γίνεται όλο και πιο δυνατό. Σαν να πετάει κάποιος στα τζάμια στραγάλια. Ο Λύσιος με κοιτάζει. Ναι, είναι σήμερα Κυριακή πρωί.
Ανασηκώνομαι. Μου έχει ετοιμάσει πορτοκαλάδα να πιω με πολλή ζάχαρη. Πρέπει να τονωθώ λέει. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει και το νιώθω θολό. Κοιμόμουν γύρω στις δεκαέξι ώρες, λέει ξανά. Ήμουν χάλια χτες. Μου έδωσε ηρεμιστικό χαπάκι. Είχα λιποθυμήσει και πήρε το γιατρό. Με συνέφερε. Με τάισε όπως όπως κι ύστερα μου 'δωσε ηρεμιστικό . Πέρασα κρίση. Υστερική. Φώναζα κι έκλαιγα επιμένει, γοερά, καλούσα τη μάνα μου. Τα χρειάστηκε. Ο γιατρός είπε είχα ανάγκη από ύπνο. Ίσως ερχόταν αργότερα να με δει. Να τον παίρναμε τηλέφωνο. Είπα όχι. Ήμουν μια χαρά. Ποτέ δεν αμφέβαλα περισσότερο γι' αυτό. Ωστόσο δεν καταλάβαινα τι μπορούσε να μου συμβαίνει. Όλα έμοιαζαν να εξελίσσονται κανονικά. Κι όμως κάπου υπήρχε ένα αγκάθι. Ψαχούλεψα με αγωνία την κοιλιά μου. Ευτυχώς. Ήταν ακόμη εκεί. Ο Λύσιος δεν είχε καταφέρει να την καταστρέψει. Φοβόμουν πως αν μ' έπιανε στον ύπνο μπορούσε να με γαμήσει δυνατά και βαθιά, να με ματώσει. Αν μάτωνα μπορεί να 'χανα το παιδί. Ψαχούλεψα πιο κάτω με το χέρι μου. Έχωσα το δάχτυλο μου στον κόλπο μου, κάνοντας πως ξύνομαι. Δεν ήθελα τίποτα να υποψιαστεί. Δεν υπήρχαν ευτυχώς υγρά. Ησύχασα. Ύστερα έφερα το χέρι μου έξω απ' το πάπλωμα και κοίταξα το δάχτυλο. Δεν υπήρχε ίχνος αίματος. Ανάσανα. Ευτυχώς όλα πήγαιναν μια χαρά. Κυριακή λοιπόν. Δευτέρα. Τρίτη. Και την Τετάρτη το πρωί...
Ο Λύσιος ανοιγόκλεινε το στόμα του. Μα τι έλεγε λοιπόν τόσες ώρες; Έπρεπε λέει να παίρνω πιο συχνά τα ηρεμιστικά, συμβούλεψε ο γιατρός. Γέλασα. Αυτοί οι άνθρωποι ή ήταν τρελοί ή με περνούσαν εμένα για τρελή. Γκαστρωμένη γυναίκα δεν έπρεπε να παίρνει φάρμακα. Μπορεί να έκαναν κακό στο μωρό ή να δηλητηρίαζαν το γάλα μου. Σκέφτηκα τα πρησμένα μου βυζιά γεμάτα γάλα. Το αίμα μου γινόταν γάλα. Όλα τα υγρά του σώματος μου γίνονταν γάλα. Για να θρέψουν το μικρό Παναγιώτη. Ο Λύσιος με κοίταξε απορημένος. Αποφάσισα να μη σκέφτομαι καθόλου γιατί μπορεί και να 'χε βρει τρόπο ν' ακούει το μυαλό μου.
Σηκώθηκε και ξαναγύρισε αμέσως μ' ένα ποτήρι νερό . Έπρεπε να πιω το ηρεμιστικό. Ο γιατρός είχε πει πρωί και βράδυ. Μ' αιφνιδίασε. Δεν ήθελα να του δείξω ότι αρνιόμουν να το πιω μήπως κουβαλήσει τον τρελογιατρό εδώ πέρα. Το μυαλό μου δούλευε πυρετικά. Ο Λύσιος μου 'δινε το χαπάκι και το νερό. Γαμώτο, δεν έπρεπε να το πιω. Δεν θα θυσίαζα τη βούληση μου σ' ένα συνθετικό στρογγυλό γαλάζιο πραγματάκι. Το πήρα και το 'χωσα στο στόμα μου. Ύστερα έριξα μέσα μια γουλιά νερό και έχυσα με τρόπο το υπόλοιπο στα σεντόνια. Το ποτήρι κύλησε στο πάτωμα και έσπασε. Ο Λύσιος έσκυψε να το μαζέψει. Ύστερα έτρεξε στο μπάνιο να φέρει πετσέτα. Εγώ έφτυσα το χαπάκι που 'χα στριμώξει κάτω απ' τη γλώσσα μου. Το πέταξα κάτω απ' το κρεβάτι. Αργότερα που θα σηκωνόμουν θα το εξαφάνιζα στα σκουπίδια.
Ο Λύσιος ξαναγύρισε με πετσέτες και σεντόνια να τ' αλλάξει. Δεν μιλούσε. Έδειχνε να κάνει υπομονή. Είχε υποταχτεί στον τρόπο ζωής που διάλεξα εγώ να του επιβάλω. Ίσως είχε πια καταλάβει πως όσα του φύλαγε η ζωή ήταν όλα αυτά. Μια δουλειά για να βγάζει λίγα χρήματα. Μια γυναίκα να γαμεί. Κι ένα παιδί να τον κάνει να 'ρχεται δεύτερος. Τίποτ' άλλο. Όσο και να προσπάθησε να το αλλάξει και να ξεφύγει απ' αυτό, το 'χε δεμένο το πεπρωμένο του μαζί του. Πήρε φόρα, νόμισε ξέφυγε και γύρισε στα ίδια. Πώς δεν το 'χε απ' την αρχή καταλάβει; Κινιόταν, πίστευε, ελεύθερα αλλά ήταν δεμένος με λάστιχο και όταν το τέντωνε πολύ, αυτό τον τράβαγε με φόρα πίσω. Με κοίταζε με φόντο τη λευκότητα των τοίχων. Απόμακρος. Θλιβερός.
Η μέρα δεν έλεγε να ξασπρίσει. Το γκρίζο της έβαφε τη διάθεση μου. Πετάχτηκα ολόγυμνη απ' το κρεβάτι μπροστά στον Λύσιο. Η κοιλιά μου άστραψε στο δωμάτιο. Τα βυζιά μου στρογγυλά και ολόρθες οι ρώγες. Είχα ερεθιστεί από την ηδονή της τιμωρίας που του επέβαλα. Άφησε τις πετσέτες και τα σεντόνια και με πλησίασε. Το βλέμμα του γυαλιστερό. Κατάλαβα τι του περνούσε απ' το μυαλό. Γέλασα. Γλίστρησα στο χολ. Ο Λύσιος ξοπίσω μου. Φράσεις που το μυαλό μου αρνιόταν ν' ακούσει. Έτρεξα στο καθιστικό. Στάθηκε δίπλα μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Δεν ήταν ανάγκη να μιλάμε πια. Τα συναισθήματα κοχλάζανε. Έφτιαχναν λάμψεις στο βλέμμα. Εκφράσεις στο πρόσωπο. Κινήσεις στα μέλη του σώματος. Η συνομιλία ήταν έντονη χωρίς φωνή. Άηχα λόγια. Διαξιφισμοί, τρυπούσαν κατευθείαν το μυαλό. Ο Λύσιος είχε καταλάβει. Την τιμωρία που του είχε επιβληθεί. Και ήθελε ν' ανταποδώσει. Ήξερε πως κι εγώ όπως και 'κείνη θα τον πλήρωνα με τη στέρηση. Όχι πια γαμήσι. Είμαι στις μέρες μου. Είμαι λεχώνα. Και ποιος ξέρει τι άλλο μετά. Τα 'ξερε όλα. Τα περίμενε. Είχε προετοιμαστεί γι' αυτά. Και είχε το δικαίωμα να το ανταποδώσει. Ήταν ο πιο ισχυρός. Μες στο μυαλό του είχε ετοιμάσει τη δική μου τιμωρία. Δεν υποχωρούσε. Τον έσπρωξα μακριά και ξανάρθε. Μου άρπαξε τα χέρια. Το στόμα του σφιγμένο, μια γραμμή. Το βλέμμα κυριαρχούσε λαμπερό. Τραβήχτηκα ξανά και ξέφυγα. Δεν υποχώρησε. Ξανάρθε κοντά μου. Οπισθοχώρησα. Η πλάτη μου γυμνή κολλημένη στο κρυσταλλιασμένο τζάμι. Πλησιάζει. Δεν ελέγχω πια τις κινήσεις μου. Από δω και πέρα ενεργώ σαν αυτόματο. Χωρίς σκέψεις. Τον φτύνω κατάμουτρα. Σταματά. Αρχίζω να φοβάμαι. Δεν ξέρω ποιος απ' τους δυο μας είναι ο πιο τρελός. Ανάσες λαχανιασμένες. Κοφτές. Καυτερές. Περιμένουμε και οι δυο. Η επόμενη κίνηση θα είναι δική του. Και νάτη. Ένα χαστούκι, αστράφτουν τα μάτια του. Μένω ακίνητη. Το μυαλό μου κουδουνίζει για ώρα. Δεν θέλω να φωνάξω. Δεν θέλω να κλάψω. Καταλαβαίνω μονάχα. Οι σχέσεις που μόλις είχαν ξαναρχίσει τέλειωσαν. Ή στ' αλήθεια δεν είχαν ξαναρχίσει ποτέ. Ή καλύτερα έχουν πάρει μια άλλη μορφή. Αυτή που υπέβοσκε πάντα. Δυο θηρία και πλησιάσαμε. Πιο κοντά. Ακόμη πιο κοντά. Να μικρύνει η απόσταση. Να μπορέσουν τα νύχια να μπούνε πιο βαθιά. Να ματώσουν πιο πολύ. Να κάνουν τον πόνο αφόρητο. Σκέτη τρέλα.
«Δεν πρόκειται ν' αναγνωρίσω το παιδί. Έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε παντρεμένοι.» Γελάω. Δυνατά. Πολύ δυνατά. Όσο πιο δυνατά μ' αφήνει να γελάω ο κόμπος στο λαιμό μου. «Δεν κατάλαβες λοιπόν πως ο σκοπός μου δεν ήταν αυτός; Δεν έχεις καμία σχέση εσύ μ' αυτό. Αυτό έχει να κάνει μόνο μ' εμένα.» Κανείς μας δεν δίνει συνέχεια. Η σιωπή βασανίζει το χώρο. Οι στιγμές κυλάνε μία μία, μαχαίρια βουτάνε πιο βαθιά στην πληγή. Χάσκει ανοιχτή. Έτσι ήταν πάντα. Δεν κλείνει.
Ένας θόρυβος. Ο Λύσιος κινείται αργά στο δωμάτιο. Ανοίγω τα μάτια. Φορά το σακάκι του. Κι ύστερα το παλιό του μοντγκόμερι. Ψάχνει τα τσιγάρα του. Ύστερα κουδουνίζουν στα χέρια του τα κλειδιά. Ο Λύσιος φτάνει στην πόρτα. Κοντοστέκεται. Ξαναγυρίζει. Όχι σε μένα. Κατευθύνεται στο μπάνιο. Προσπαθώ ν' ακούσω. Κατουράει. Ύστερα τραβάει το καζανάκι. Κι ύστερα νερά χύνονται στο νιπτήρα. Πλένεται. Για λίγο σιωπή. Μετά ένα μπουκάλι ξεβουλώνεται. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Λύσιος εμφανίζεται στο χώρο. Κινείται σαν υπνοβάτης, κολυμπά στο καθιστικό μέχρι την εξώπορτα. Έχει βάλει κολόνια. Θ' άδειασε το μπουκάλι. Μου 'ρχεται εμετός. Δεν μιλά. Δεν με χαιρετά. Ανοίγει την πόρτα. Και την κλείνει. Ανοίγω τα μάτια. Έχει φύγει. Τα κλείνω ξανά. Έχω πάρει το μήνυμα. Η δική μου τιμωρία τώρα μόλις αρχίζει. Όλα αυτά που έγιναν πριν ήταν απλώς το ξεσφράγισμα της καταδίκης. Ανοίχτηκε ο φάκελος. Διαβάστηκε η ετυμηγορία. Τώρα αρχίζει η έκτιση της ποινής. Τώρα αρχίζει η πραγματική τιμωρία. Και είναι ακριβώς όπως την είχα προβλέψει. Όπως την είχα κι εγώ από πριν στον ίδιο επιβάλει. Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Ο Λύσιος ξέρει να φεύγει την κατάλληλη στιγμή.
Η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Την ακούω να χτυπά μανιασμένη στα τζάμια. Μένω με την πλάτη καρφωμένη να παγώνει στον τοίχο. Τα μάτια κλειστά. Το μυαλό να βουίζει. Την κοιλιά να σπαρταρά απ' τις σουβλιές. Ώρα ατέλειωτη. Κρυώνω. Στεγνώνω. Μόνη μου. Έχασα λοιπόν το παιχνίδι. Η σκέψη μου φωνάζει κονιάκ. Επιτέλους ξεκολλάω απ' τον τοίχο και τρέχω. Το καφετί διάφανο υγρό χύνεται ανακουφιστικά στα εντόσθια μου. Πλημμυρίζει τον εγκέφαλο. Πίνω κι άλλο. Όσο μπορώ. Όσο έχει το μπουκάλι. Είναι αρκετό . Τελειώνει γρήγορα. Είμαι μόνη μου. Δεν πέτυχε. Ξαναβρίσκομαι πάλι στην αρχή. Και μισώ την κοιλιά μου. Πηγαίνω στο υπνοδωμάτιο και ντύνομαι. Περπατώ σαν χαμένη. Γλιστράω στο πάτωμα. Κρατιέμαι απ' τους τοίχους - αλλάζουν χρώματα. Τρομάζω. Όχι δεν είναι τίποτα. Απλώς σκοτεινιάζει. Πότε πέρασε η ώρα; Θ' ανάψω το φως. Και χτυπάει το τηλέφωνο. Ακούω φωνές. Μουσική, γέλια. Δεν θα 'ρθει το βράδυ. Να μη φύγω. Πού να τρέχω μ' αυτή τη κοιλιά, Καταλαβαίνει. Εκείνος έχει κάπου αλλού να κοιμηθεί. Είναι ο Λύσιος που μιλάει. Μόλις που τον ακούω και φωνάζει. Το κονιάκ μ' έχει τραβήξει κοντά του. Και κλείνει. Στέκω δίπλα στο γραφείο, μπροστά στο τηλέφωνο. Τουτ τουτ. Δεν υπάρχει κανείς στη γραμμή. Άλλη μια φορά εγώ συντροφιά με την κοιλιά μου στο σκοτεινό δωμάτιο, κάνει κρύο πάλι, περασμένες δώδεκα, έχει σβήσει το καλοριφέρ. Τέλειωσε στ' αλήθεια λοιπόν αυτή η σχέση. Τίποτα δεν κολλάει, θρύψαλα, πού να βρεις τη σύνδεση. Ξαναρχίζουμε απ' την αρχή. Τα ίδια λάθη αλλά με άλλα πρόσωπα. Σε άλλες καταστάσεις. Τα ίδια πρόσωπα δεν μπορεί να μείνουν ποτέ και ν' αλλάξουν τα λάθη. Αποδείχτηκε αυτό και κανείς δεν το αμφισβητεί. Άλλωστε αν ένα λάθος δεν είναι το ίδιο δεν είναι λάθος.
Κούρνιασα χάμω στη γωνιά δίπλα στο καλοριφέρ. Δεν θα 'πεφτα σ' αυτό το κρεβάτι. Μ' ενοχλούσε η μυρωδιά που είχε ποτιστεί πια από τα γυμνά μας σώματα. Περίμενα με τα μάτια ανοιχτά να ξημερώσει επιτέλους η Δευτέρα. Η μία μέρα πριν. Δεν έκλαψα ,εκείνο το βράδυ. Κρατούσα τα υγρά καλά φυλαγμένα στο σώμα μου τρέμοντας μη χυθώ ολόκληρη αν κάποια τρύπα άρχιζε να στάζει. Ποτέ δεν μπορείς ν' αποκλείσεις μια απρόβλεπτη εξέλιξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου