tag:blogger.com,1999:blog-27161933422648486992024-03-05T15:42:36.735-08:00Η κοιλια της μεταφραστριαςΤο εργο ενος συγγραφεα ολοκληρωνεται με την αναγνωση. Το μυθιστορημα μου "Η κοιλια της μεταφραστριας" ειναι για μενα αγαπημενο. Πολλοι μου εκαναν την τιμη να γραψουν γι' αυτο και ακομη πιο πολλοι να το διαβασουν. Τωρα, μετα απο 22 χρονια, καποιοι φιλοι μου λενε οτι ειναι... φρεσκο! Κι εγω, αντι να το επανεκδωσω, προτιμησα να το παραχωρησω στους αναγνωστες μου να το διαβασουν δωρεαν. Και θα χαρω αν το κανουν.Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.comBlogger10125tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-48704122756580009192010-05-17T11:22:00.001-07:002010-05-17T11:22:29.685-07:00<div class="Style1" style="text-align: justify;"><b><u><span style="font-family: UB-Helvetica;">ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></u></b></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ξύπνησα πάλι στ' άγρια χαράματα. Έξω η βροχή λαχανιασμένη χτυπούσε με μανία στα τζάμια. Μέρες τώρα ταλαιπωρούσε το τοπίο φτιάχνοντας γκριζοκίτρινους λεκέδες από λάσπη παντού. <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σχεδόν δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι έβρεχε ασταμάτητα από την περασμένη Τετάρτη. Έμοιαζε τουλάχιστον σατανικό. Ο ουρανός δεν προλάβαινε να πάρει λίγο γαλάζιο και νύχτωνε. Η μελαγχολία του τοπίου εξαφάνιζε κάθε διάθεση για αισιόδοξες σκέψεις.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Είμαστε όλοι τεντωμένοι σαν θεατές έργου τρόμου στη σκοτεινή αίθουσα. Το μόνο που, προσωπικά, μπορούσα να κάνω για ν' αντισταθώ σ' αυτή τη θλίψη ήταν να τραβήξω τις κουρτίνες στο παράθυρο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Έκανα να σηκωθώ. Μ' έριξε πίσω ακαριαία ένας πόνος αλλόκοτος. Θα έλεγα δολοφονικός. Μέσα μου αγκάθια γεμάτα δηλητήριο πάλευαν να τρυπήσουν τη σάρκα, να βγουν. Διπλώθηκα στα δυο κι έμεινα ασάλευτη, τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα τοίχου-οροφής. Προσπαθούσα ν' αντιληφθώ τι γινόταν εντός μου. Στ' αυτιά μου έφταναν παράξενοι θόρυβοι. Δεν ήταν της βροχής. Μια πρωτόγονη ορχήστρα με ξυλάκια που έπαιζαν πάνω σε τεντωμένες κοιλιές σκοτωμένων ζώων. Ένα ορμητικό ρυάκι κυλούσε λαχανιασμένο πάνω από ασύμμετρες ακόμη αφάγωτες πέτρες. Μια φωνή φιμωμένη καλούσε: βοήθεια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Τέντωσα τ' αυτιά μου ν' ακούσω καλύτερα. Ήμουν και δεν ήμουν απόλυτα ξυπνητή. Οι ήχοι συνέχιζαν σκοτεινοί, ακαταλαβίστικοι. Ανασηκώθηκα. Και πάλι ξανάρθε ο πόνος. Αυτή τη φορά πιο δυνατός. Σχεδόν πολεμικός. Τ' αγκάθια έδωσαν τη θέση τους σ' ακονισμένα μαχαίρια. Μ' έλουσε κρύος ιδρώτας. Λουρίδες χαράζονταν στα τοιχώματα του εαυτού μου. Ήχοι από μέταλλο που σκίζει τη σάρκα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Άναψα το φως στο κομοδίνο. Το κοιμισμένο μυαλό μου άρχισε σιγά σιγά να ξυπνά. Να μετατρέπει τους θαμπούς ήχους και τις ασαφείς αισθήσεις σε πραγματικότητα. Κατάλαβα. Η παράσταση που αντηχούσε στ' αυτιά μου δεν παιζόταν μακριά. Η σκηνή του θεάτρου ήταν εντός μου. Στο πλάτωμα της κοιλιάς μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ξάπλωσα ξανά σχεδόν χαλαρωμένη. Ο κίνδυνος δεν ερχόταν απ' έξω. Άρα δεν κινδύνευα στ' αλήθεια. Πίστευα. Δεν μπορούσα βέβαια να πω ότι είχα και εντελώς ανακουφιστεί. Τον έξω εχθρό τον πολεμάς. Ο μέσα σε διαβρώνει αργά αργά. Ο εαυτός σαπίζει. Η αντίσταση του εαυτού χτυπιέται στη ρίζα της. Είχα λοιπόν έναν εχθρό ταμπουρωμένο στην κοιλιά μου. Δεν ήμουν όμως απόλυτα σίγουρη ότι ο εχθρός είχε προελάσσει τόσο χαμηλά. Ίσως βρισκόταν ακόμη στο επίπεδο του μυαλού μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Οι ήχοι συνεχίζονταν κανονικά. Μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι έψαχνα να βρω τον κώδικα των σημάτων που μου 'δινε στη δική του γλώσσα το σώμα μου. Το μόνο που κατάλαβα ήταν πως θα 'χανα σίγουρα τον ύπνο μου πράγμα που με αναστάτωσε παραπάνω. Το πρωί είχα μια σημαντική συνάντηση που την περίμενα δυο χρόνια και ήθελα να 'χω φρέσκο το μυαλό μου. Ήταν όμως φανερό ότι ο εαυτός μου κι εγώ αξιολογούσαμε διαφορετικά τα πράγματα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σηκώθηκα. Οι πατούσες μου σ' επαφή με το γυαλιστερό ξύλο στο δάπεδο, κρύο σαν πάγος.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Έμεινα για λίγο με το βλέμμα να χαζεύει την κίτρινη ομίχλη πάνω από τα σπίτια. Έριχνε ακόμη. Οι στέγες εκσφενδόνιζαν πίσω το χαλάζι. Τα δέντρα παγιδευμένα χωρίς άμυνα. Πριν τον πόλεμο είχε να δει η πόλη τέτοιο καιρό έλεγαν χθες στην τηλεόραση. Πίεσα το μυαλό μου να θυμηθεί. Ύστερα γέλασα με τη σκέψη. Πανάθεμα με. Είχα ο διάολος την εντύπωση ότι από πάντα υπήρχα. Ολόκληρος ο κόσμος γύρω μου υπάρχει όσο υπάρχω κι εγώ. Ανασαίνει μέσα από μένα. Ζει εξαιτίας μου. Μου ρίχνει τα βάρη του. Έχω την ευθύνη του. Κουβαλάω μέσα μου τις ενοχές του. Οι σκέψεις πάντα με κάνουν να νιώθω γερασμένη. Σώμα ξερό, αδειασμένο από χυμούς. Σχεδόν εν σήψει. Αν ήταν αλήθεια ότι είχα μέσα μου έναν εχθρό τότε οι ήχοι της κοιλιάς μου προμήνυαν κίνδυνο. Μια εσωτερική επανάσταση. Μια μάχη που είχε ήδη αρχίσει. Το σώμα μου πολεμούσε τον εαυτό μου. Σίγουρα θα υπήρχαν σε λίγο θύματα. Αυτή η παράσταση εντός μου με τρόμαζε. Με μαγνήτιζε κιόλας. Πετάχτηκα απ' τη θέση μου νομίζοντας πως ξεφεύγω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βάδισα ξυπόλητη τουρτουρίζοντας μέχρι την τζαμαρία της μπαλκονόπορτας. Στο λιγοστό ωχροκίτρινο φως της αυγής την ανακάλυψα. Με δέος. Τα τελευταία χρόνια ήταν το έσχατο πράγμα που πίστευα ότι μπορούσε να μου συμβεί. Η κοιλιά μου άστραφτε τσιτωμένη και λευκή. Και πελώρια σαν αυγό. Κάποιας γιγάντιας περιστέρας. Ήταν το πιο συγκλονιστικό πράγμα που είχα αντικρίσει μέχρι τότε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ακούμπησα το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι. Νόμιζα θα με συνέφερνε. Οι σκέψεις πάθαιναν φρενίτιδα στο μυαλό μου. Όλες τους σήμαιναν ένα γεγονός. Η κοιλιά μου φούσκωνε ξαφνικά. Εκεί, μέσα της, στα σκοτεινά, κάτι γινόταν εν αγνοία μου. Είχα πέσει σε παγίδα. Η ορχήστρα μου συνέχιζε τον υπόκωφο ρυθμό της. Τα ξυλάκια τυμπάνιζαν τη μονότονη μελωδία στα εσωτερικά τοιχώματα της κοιλιάς μου. Συνέβαινε ένα γεγονός που με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να δεχτώ. Και να το πάρω απόφαση. Ήμουν γκαστρωμένη. Να λοιπόν ποια ήταν η παγίδα. Είχα μπει στο δρόμο που οδηγεί στην κατηφόρα. Εκεί δεν μπορείς να σταματήσεις να περπατάς. Σε σπρώχνουν οι άλλοι καθώς κυλάνε μαζί σου. Ο δρόμος οδηγεί χαμηλά. Στο βάθος του υπάρχει μια μοναδική πινακίδα. Γράφει τέρμα. Τίποτ' άλλο. Έκανες τη διαδρομή για τη διαδρομή. Έζησες όπως όλοι. Τίποτ' άλλο. Είχες πέσει και συ στην παγίδα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Τράβηξα το φανελάκι να σκεπάσω την κοιλιά μου. Δεν ήθελα να τη βλέπω. Μέρες τώρα φοβόμουν πως κάτι επρόκειτο να μου συμβεί. Δεν τολμούσα όμως να ονοματίσω αυτό το φόβο. Γιατί πίστευα ότι ο φόβος μας για κάτι γεννάει μαζοχιστικά τον πόθο μας γι' αυτό.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το φανελάκι δεν ήταν αρκετό για να σκεπάσει την κοιλιά μου. Η ζεστασιά του κρεβατιού είχε χαθεί εντελώς. Μαζί με την ανάσα μου κόλλησε στην τζαμαρία - λευκή πάχνη χρωμάτιζε το γυαλί. Η θέρμανση δεν δούλευε τέτοια ώρα και αμφέβαλλα πολύ αν θα την έβαζαν και αργότερα. Η διαχειρίστρια είχε πει ότι το πετρέλαιο σχεδόν τέλειωνε, με τις βροχές και την πλημμύρα στους δρόμους είχαμε αποκλεισθεί. Η καταστροφή κατέκλυσε πάλι την Αθήνα. Παρέλυσε τη ζωή της. Εφτά μέρες βροχής ήταν αρκετές. Γέλασα στη σκέψη. Εφτά μέρες ήταν αρκετές για μια καταστροφή. Ανυπεράσπιστη πόλη. Στην αγωνία σου μ' έχεις καταπιεί. Κι εγώ σε ροκανίζω. Κι ύστερα ο φόβος με ξανάστησε στο δωμάτιο. Η φιμωμένη κραυγή για βοήθεια ξανάρχισε στα σπλάχνα μου, με κυρίεψε. Η κοιλιά δεν μπορούσε να χωρέσει καθόλου πια κάτω απ' το μικρό φανελάκι, δεν φορούσα τίποτ' άλλο. Την κράτησα στα χέρια μου, ανάμεσα στις υγρές μου παλάμες. Όχι με τρυφερότητα αλλά με διάθεση ερευνητική. Συγκεντρώθηκα σ' αυτή τη σαρκική επαφή. Παρακολουθούσα. Κάτω απ' τις φούχτες μου ένιωσα το τσιτωμένο δέρμα να τεντώνει. Μικροί τριγμοί ηλέκτριζαν τις παλάμες. Ο ήχος μεταφέρθηκε αυτόματα στο μυαλό κι επεξεργαζόμενος έδωσε το σήμα που έμοιαζε τρελό: Η κοιλιά μεγάλωνε συνεχώς.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Συγκράτησα την έκπληξη μου πριν γίνει κραυγή και πληγώσει την ήρεμη σιωπή του δωματίου. Έσφιξα τις γροθιές μου. Ψιθύρισα βουβά τα ξόρκια των παιδικών μου χρόνων, τότε που τρεμόπαιζε η κουρτίνα. Και το τέρας έτριζε τα σιδερένια του δόντια. Κουκουλωνόμουν με το σεντόνι μέχρι επάνω λέγοντας τα μαγικά. Ύστερα τραβούσα το σεντόνι. Το τέρας είχε φύγει. Τώρα είχε τρυπώσει εντός μου. <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η νύχτα είχε αρχίσει να ξανοίγει. Έβλεπα το χαλάζι ολοστρόγγυλο, κεντητό, να χτυπάει το παραδομένο τοπίο. Το παράκανε πια. Σίγουρα κανείς δεν θα κυκλοφορήσει σήμερα στους δρόμους σκέφτηκα. Παράξενο θέαμα η Αθήνα ερημωμένη. Ίσως είναι ο μόνος τρόπος να ξασπρίσει το γκρίζο της.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Λοιπόν, απευθύνθηκα με τη σκέψη στον εαυτό μου. Γκαστρώθηκες. Υπέκυψες στο επαναλαμβανόμενο θαύμα της φύσης. Εγώ που το επεδίωκα από τη μια και ύστερα έβρισκα τον τρόπο να του ξεφεύγω. Αλλά το μυαλό πάντα εφευρίσκει κάτι για να σε κρατήσει στην επιφάνεια. Κολυμπάμε πάνω της. Από κάτω βρίθει ο βυθός. Δεν πρέπει να κοιτάξουμε. Ένα βλέμμα μονάχα και χανόμαστε. Υπάρχουν παράξενα πολύχρωμα φυτά. Φυτά που τρώνε τα ψάρια. Και ψάρια μεγάλα, εντυπωσιακά, ανθρωπόφαγα. Εκθαμβωτικές, μικρές, υδρόβιες, επικίνδυνες υπάρξεις. Ο βυθός σαγηνεύει. Απαγορεύεται να ξεχνιέσαι. Να 'μαι λοιπόν που κολυμπάω σ' αυτή την επικίνδυνη θάλασσα σαν αυτόματο. Ευτυχώς έφτασε στην ώρα της η κοιλιά. Έτσι φουσκωμένη και μεγάλη θα με κρατήσει στην επιφάνεια. Θέλω δεν θέλω. Θα εκτελέσει χρέη σωσίβιου. Η κοιλιά θα γίνει το δικό μου σωσίβιο. Η μυστική σανίδα σωτηρίας μου. Αλλά αυτό δεν πρέπει να το μάθει κανείς, σκέφθηκα. Ιδιαίτερα εκείνοι στο αφιλόξενο ίδρυμα. Ούτε όμως κι εκείνος. Μονάχα εγώ θα πρέπει να ξέρω τον τρόπο που επιπλέω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ένιωσα το κρύο να με συνεπαίρνει, έτσι γυμνή κοντά στην παγωμένη τζαμαρία και είπα να ξαναγυρίσω στο κρεβάτι. Εκείνος κοιμόταν ακόμη βαθιά. Το στόμα ελαφρά μισάνοιχτο, έβγαιναν σιγανά οι συριγμοί. Αναδεύτηκε ενοχλημένος στον ύπνο του, γύρισε στο άλλο πλευρό. Κι εγώ έκλεισα τα μάτια. Συγκράτησα τη διάθεση μου να κραυγάσω: Βοήθεια, είμαι γκαστρωμένη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Είχε πια εντελώς ξημερώσει. Φυσικά δεν με έπαιρνε ο χρόνος να ξανακοιμηθώ. Οι σκέψεις πολλές, είχαν συσσωρευθεί στο μυαλό μου. Ζητούσαν επειγόντως ταξινόμηση, συνειδητοποίηση. Να ληφθούν οι δέουσες αποφάσεις.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος άρχισε και αυτός να ξυπνά. Τον είδα να σαλεύει. Κι ύστερα να μουγκρίζει ελαφρά. Ονειρευόταν ακόμη. Τα μάτια του έπαιζαν. Ξερόβηξε. Κι ύστερα άνοιξε τα βλέφαρα. Το βλέμμα του κατευθείαν σε μένα. Άκουσε άραγε το μυαλό μου; Έμεινα ακίνητη. Αναρωτήθηκε γιατί ξύπνησα έτσι νωρίς. Είπα ρίχνει χαλάζι πάλι. Το καλοριφέρ είναι παγωμένο. Θα φτιάξω καφέ. Εκείνος έμοιαζε να συνεχίζει ξύπνιος το όνειρο του. Άπλωσε τα χέρια σαν να με καλούσε κοντά του, τον πλησίασα και γύρισε προς τη μεριά μου. Απ' το πάπλωμα αναδύθηκε μυρωδιά σπέρματος από χτες. Ο Λύσιος μου χαμογελούσε σαν παιδί δείχνοντας το όργανο του. Τεντωμένο. Κόκκινο. Άρχισε να το παίζει στα χέρια του αργά, ηδονικά. Το πρωί είχε πάντα διάθεση. Με κοίταξε σχεδόν παρακλητικά. Σίγουρα έπρεπε να αναβάλω τον καφέ γι' αργότερα, σκέφθηκα και χώθηκα θέλοντας και μη κάτω απ' το πάπλωμα. Ήταν ζεστά ευτυχώς.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Τα χέρια του άρχισαν να μαλάζουν δυνατά τα βυζιά μου, με πονούσε. Δεν μιλούσα. Ο Λύσιος βιαζόταν να το κάνει πριν αποτινάξει ολότελα τον ύπνο απ' το μυαλό του. Παρασυρόταν από τις φαντασιώσεις που κολυμπούσαν στο μισοκοιμισμένο του εγκέφαλο. Έμοιαζαν να τον κυριεύουν όλο και πιο πολύ. Ευτυχώς δεν έδειχνε να 'χει προσέξει την κοιλιά μου. Σκαρφάλωσε πάνω της βιαστικά, το πάπλωμα κύλησε απ' το σώμα του, μείναμε ξεσκέπαστοι, δυο σώματα κολλημένα, γυμνά, με φόντο τη βροχή. Άλλοτε θα το 'βρισκα τουλάχιστον ρομαντικό. Τώρα στο μυαλό μου είχε πήξει η σκέψη της κοιλιάς μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Τα δάχτυλα του σαλιωμένα έψαχναν τη σκοτεινή τρύπα. Γλίστρησε μέσα μου βιαστικός. Οι κινήσεις του γρήγορες, σχεδόν μηχανικές. Σε κάθε σπρώξιμο ένιωθα την κοιλιά μου να δυστροπεί. Προσπαθούσα να κρατήσω λίγη απόσταση μην τη συνθλίψει. Ύστερα σκέφτηκα καλύτερα να τον βοηθήσω να τελειώσει πριν σκορπιστεί το περιεχόμενο της πιτσιλίζοντας τοίχους και σεντόνια. Ένα βογκητό συρτό βγήκε απ' το στόμα του. Μαρία, σου χύνω. Το υγρό ξεχείλισε στον κόλπο μου. Για λίγο σιωπή. Ακινησία. Η βροχή δυνάμωσε και άρχισα ν' αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν τα λεωφορεία στην Πατησίων.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος αποτραβήχτηκε από πάνω μου. Τα χείλη του ζεστά και λίγο υγρά στο μέτωπο μου. Μου χαμογελούσε σαν παιδί ζητώντας συγγνώμη για κάποια αταξία του. Τον κοίταξα. Σχεδόν δεν άκουσα τι μου είχε πει. Σκέφτηκα πως ότι και να 'ταν καλύτερα να χαμογελάσω. Σηκώθηκε γρήγορα και τυλίχτηκε στη ρόμπα του. Βιαστικά έβγαλε απ' την τσέπη το πακέτο κι άναψε τσιγάρο, έτρεξε ξυπόλητος στο μπάνιο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κοίταξα το ρολόι. Επτά. Είχα ακόμη λίγο χρόνο. Το σπέρμα είχε τρέξει στον κώλο μου και μούσκευε το κατωσέντονο. Μαντάρα έγιναν πάλι σκέφτηκα. Έπρεπε να τ' αλλάξω ξανά. Και να θυμηθώ ν' αγοράσω χαρτομάντιλα. Η έλλειψη τους σήμαινε περισσότερα σεντόνια τη βδομάδα για πλύσιμο. Ένιωσα να κρυώνω και τράβηξα πάνω μου το πάπλωμα. Ύστερα όμως θυμήθηκα τον καφέ και προτίμησα να σηκωθώ. Έπιασα το καλοριφέρ χωρίς καμιά ουσιαστική ελπίδα. Η παγωμάρα κρατούσε τη θέση της καλά. Ένα ζεστό μπάνιο ίσως με συνέφερε καλύτερα απ' τον καφέ. Άκουσα τον Λύσιο να τραβά το καζανάκι κι ύστερα το νερό να κελαρίζει στην μπανιέρα. Μπήκα την ώρα που τέλειωνε το σφύριγμα του τελευταίου τραγουδιού της Αλεξίου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">«Έχεις φούσκωμα;». Τον κοίταξα να δω που έβλεπε. Το βλέμμα του χαμηλά στην κοιλιά μου. Ασυναίσθητα άπλωσα τα χέρια μου να την κρύψω στις παλάμες μου. Την ίδια στιγμή άρχισα να ακούω και πάλι την παράσταση της. Προσπάθησα σφίγγοντας τη να την κάνω να σταματήσει κι η φιμωμένη κραυγή για βοήθεια αντήχησε ξανά στο μυαλό μου. Την ένιωσα να 'ναι τόσο δυνατή που φοβήθηκα μήπως την άκουσε και εκείνος. Ο Λύσιος όμως δεν φαινόταν ούτε καν να περιμένει απάντηση στην ερώτηση του.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Είχε τελειώσει το μπάνιο του και άρχισε με την πετσέτα και σκουπίζει βιαστικά το σώμα του. Η υγρασία τον έκανε να τουρτουρίζει. Τον βοήθησα να τελειώσει πιο γρήγορα και του έδωσα τη ρόμπα να τυλιχτεί. Μου χαμογέλασε. «Έφτιαξες καφέ;» «Όχι ακόμα.» «Άσε τον φτιάχνω εγώ.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Μπήκα στην μπανιέρα κι άφησα το ζεστό νερό να τρέχει παντού σ' όλο μου το σώμα, τα μάτια κλειστά, ξεκίνησα να ταξιδεύω. Μέσα στους αχνούς που γέμιζαν το στενό χώρο του μπάνιου το μυαλό μου χαλάρωσε. Αφέθηκα στις εικόνες του. Προσπαθώντας να ταιριάξω το παζλ στο μέλλον. Μου ξέφευγε ευέλικτο, δεν μπορούσα να το συλλάβω. Ακόμη μια φορά που ένιωθα να μου γλιστράνε οι μυστικές προθέσεις του εαυτού μου. Κάτω απ' το ζεστό νερό που γέμιζε ατμούς το στενό χώρο, θόλωνε τον καθρέφτη του μπάνιου, έπηζε μέσα στη μύτη μου, ανάσαινα με δυσκολία. Και συνειδητοποίησα: η κοιλιά μου μεγάλωνε σαν το μανιτάρι. Χωρίς ανάσα. Με ταχύτητα αστραπής.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Και να τος πάλι ο πόνος. Κάθε φορά που η κοιλιά έδινε ώθηση να μεγαλώσει με ξέσκιζε μια σουβλιά που έμοιαζε ατέλειωτη. Διέσχιζε τα σωθικά μου απ' άκρη σ' άκρη. Διπλωνόμουν στα δυο ασυναίσθητα. Μόνο τότε ησύχαζε. Κοίταξα το λυγισμένο μου σώμα στον καθρέφτη - θολός απ' τους ατμούς, η εικόνα που έδινε σαν όνειρο. Είχα από ώρα αυτή την αίσθηση ότι ονειρεύομαι. Κάτι απ' όλα δεν έμοιαζε αληθινό. Ίσως αυτό να 'ταν μονάχα η κοιλιά μου. Μου 'χουν μιλήσει για τη δύναμη του πνεύματος που μπορεί να εμφανίσει πράγματα εκεί που δεν υπάρχουν. Το βλέμμα ακόμη στον καθρέφτη. Έκανα μια μικρή δοκιμή. Έκλεισα τα μάτια σφιχτά και τ' άνοιξα ξανά απότομα. Αντίκρυ στον αχνισμένο καθρέφτη εγώ. Μπροστά μου η κοιλιά μου πρόβαλε όπως την ένιωθα. Μεγάλη. Άσπρη. Τεντωμένη. Γυαλιστερή. Σαν αυγό. Σκέφτηκα: Άρα υπάρχει. Και σίγουρα πήρε δυο πόντους ακόμα. Πού θα έφτανε, λοιπόν;<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Στο περίγραμμα της πόρτας ανάμεσα στους ατμούς διέκρινα τον Λύσιο θολά. Είχε ντυθεί. Κοστούμι, πουλόβερ. Γραβάτα. Στα χέρια του το παλιό του μακρύ μοντγκόμερι. Το 'χε φέρει απ' την Αγγλία. Πέρασαν χρόνια. Εφτά ή οχτώ. Δεν θυμάμαι. Ευχόταν να πάρει μπρος το αυτοκίνητο. Τα πάντα ήταν μουσκεμένα και παγωμένα. Έκανε βλακεία που δεν είχε βάλει αντιψυκτικό. Μπορεί να έσπαζε η μηχανή. Το βρήκα υπερβολικό κάτι τέτοιο. Ο καφές, συνέχισε, είναι στην κουζίνα. Να μη βγω καλύτερα. Ας πάω άλλη μέρα στο ίδρυμα. Ό,τι ήθελε έλεγε, σκέφτηκα. Ύστερα τον έχασα πέρα απ' τους ατμούς, ο ήχος της εξώπορτας που ανοιγόκλεισε σφράγισε την αναχώρηση.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Πετάχτηκα απ' την μπανιέρα και σκουπίστηκα βιαστικά. Ήμουν πλέον μόνη στο σπίτι, ευτυχώς. Ο καφές ήταν σχεδόν κρύος, ήθελε ζέσταμα. Μέσα στο σπίτι θα ήταν το πολύ 12 βαθμοί, τουρτούριζα. Απ' το παράθυρο δεν έβλεπα κανένα να βαδίζει στο δρόμο. Μια πόλη έρημη. Έμοιαζε σαν να 'ταν κιόλας νεκρή. Μισάνοιξα το παράθυρο και αφουγκράστηκα. Προσπάθησα να μαντέψω τους ήχους ανάμεσα στο χτύπημα της βροχής. Στενά μακριά ο θόρυβος της Πατησίων ελάχιστος. Κάτι ήταν κι αυτό. Δεν έμοιαζαν ακόμη όλα νεκρά. Η Πατησίων αντιστεκόταν. Προσπαθούσε να επιβιώσει. Σκέφτηκα πως τελικά θα 'ταν καλύτερα να μείνω σπίτι. Να τηλεφωνήσω και στο γραφείο πως ήμουν λίγο αδιάθετη. Θα γλίτωνα τις μετακινήσεις μέσα σε τέτοια βροχή. Αμέσως στο μυαλό μου πρόβαλε το μεγάλο κόκκινο πέτρινο σπίτι χωμένο στα δέντρα, στο βάθος του δρόμου. Εκεί δεν μπορούσα να μην πάω. Ακόμη και με τον κατακλυσμό . Αυτή η συνάντηση δεν μπορούσε ν' αναβληθεί. Το ίδρυμα με περίμενε. Ευχήθηκα μόνο τα λεωφορεία να μπορούν να πλεύσουν τη λεωφόρο μέχρι τους Αγίους Αναργύρους.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το ρολόι χτύπησε κιόλας οκτώ. Το είχα ρυθμίσει χτες, συνυπήρχαμε πάλι. Οι δυο μας όταν μέναμε μόνοι στο σπίτι μετρούσαμε το χρόνο που πλησίαζε. Βήματα αργά. Στο μυαλό κάλπαζαν όμως. Χτυπούσαν στα τοιχώματα και γύριζαν πάλι απ' την αρχή. Ρεκόρ που δεν είχε νόημα. Χαμογέλασα στη σκέψη. Το μυαλό φτάνει πάντα πριν από σένα στο τέλος ενώ εσύ είσαι μόνο στην αρχή. Βιαζόμαστε και χάνουμε το κουβάρι της διαδρομής. Αυτό είναι. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν. Όλο ξαναγυρίζουμε στην αρχή. Αναθεωρούμε, διορθώνουμε, μετανιώνουμε. Ζούμε τα ίδια πράγματα με άλλη όψη, είμαστε πάντα στην αρχή βαδίζοντας ολοταχώς προς το τέρμα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ένιωσα ξανά τυλιγμένη στις απαισιόδοξες σκέψεις μου - με κατέκλυζαν τον τελευταίο καιρό.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο καφές ήταν πιο γλυκός απ' ό,τι τον έπινα συνήθως και μου 'ρθε αναγούλα. Ρίγη κατέβηκαν κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης, άρχισα να τρέμω. Φυσικά ανακάλυψα πως ήμουν ακόμη γυμνή μετά το μπάνιο στην παγωμένη κουζίνα, το παράθυρο ορθάνοιχτο, η κοιλιά μου ακουμπούσε στο μαρμάρινο περβάζι.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Άκουσα να χτυπά το τηλέφωνο. Ο Λύσιος θα 'ναι, σκέφτηκα, να δει αν θα μείνω σπίτι ή έφυγα, τ' άφησα να χτυπάει. Αδιαφόρησα. Ήμουν πολύ απορροφημένη στα δικά μου. Έτσι και αλλιώς στην ουσία δεν ήμουν εκεί. Είχα φύγει κιόλας με τη σκέψη. Ήμουν ολόκληρη μια απουσία. Δραπέτης του εαυτού μου. Συγκεντρωνόμουν μονάχα εκεί, σ' αυτό το στρογγυλό σημείο του σώματος μου. Μια ατέλειωτη συμπύκνωση σ' ένα μονάχα γεγονός. Γκαστρωμένη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ντύθηκα βιαστικά με όσα πιο πολλά μάλλινα μπορούσα, γαλότσες, γάντια και σκούφο. Δεν είχα αδιάβροχο. Τηλεφώνησα στο γραφείο και αναγκάστηκα να πω ότι ψηνόμουν στον πυρετό. Ο αντιπαθής τύπος προσπάθησε να με πείσει να κατέβω, κατάλαβα πως το γραφείο είχε διαλυθεί, οι μεταφράσεις όμως μπορούσαν εν πάσει περιπτώσει να περιμένουν. Έκλεισα. Αυτή τη φορά είχα αποφασίσει ν' ακολουθήσω το νήμα του εαυτού μου που έλπιζα να με οδηγήσει στα στενά του λαβύρινθου μέχρι το φως.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η παγωνιά στο δρόμο ήταν τσουχτερή. Βάδιζα με μικρά προσεκτικά βήματα στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα μαλακιά λάσπη και γλιστρούσαν. Σε πολλά σημεία σπασμένα κλαδιά δέντρων που δεν αντιστάθηκαν για πολύ στο χαλάζι. Τα αυτοκίνητα του δήμου θα 'πρεπε κιόλας να 'χαν φροντίσει να τα μαζέψουν. Μου 'ρθε να σκάσω στα γέλια. Ποιος νοιάζεται;<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η Πατησίων είχε μια όψη μοναδική. Με ξάφνιαζε αυτή η πόλη που έβρισκε πάντα τρόπο να κρατιέται στη ζωή αργοπεθαίνοντας. Τα λεωφορεία λιγοστά, γλιστρούσαν και αυτά. Κατευθύνονταν μόνο από το ένστικτο επιβίωσης των οδηγών τους. Αφέθηκα σ' ένα απ' αυτά και έλπιζα να φτάσω στους Αγίους Αναργύρους. Οι επιβάτες ήταν λίγοι. Κάθισα σε μια θέση κενή δίπλα στο παράθυρο. Το λεωφορείο ταξίδευε άλλοτε πλέοντας κι άλλοτε γλιστρώντας. Μερικοί τρόμαξαν, ήθελαν να κατέβουν. Ο οδηγός δεν σταμάτησε παρά μόνο στην κανονική στάση παρά τις διαμαρτυρίες. Οι περισσότεροι κατέβηκαν. Οι άλλοι το διακινδύνευσαν και έμειναν. Το λεωφορείο ξεκίνησε πάλι. Οι εναπομείναντες επιβάτες άρχισαν να σχολιάζουν ειρωνικά εκείνους που κατέβηκαν. Θα 'μαστε όλοι κι όλοι πέντε. Ο οδηγός προσπαθούσε να κρατήσει το όχημα κοντά στο ρείθρο. Είναι πιο σταθερά εξήγησε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Απορροφήθηκα πάλι κοιτάζοντας τη βροχή από τις σκέψεις μου. Άρχισε ξανά να με ταλανίζει η ιδέα της κοιλιάς μου. Με νέα αιτία. Καινούριο θηρίο είχε βγει τώρα και έκανε επίθεση. Η ιδέα βασανιστική είχε καρφωθεί στο μυαλό μου, με γέμιζε φόβο. Έπεσα σε βαθιά περισυλλογή, ένιωσα τα δάχτυλα μου να πονάνε, είχα φάει τα νύχια μέχρι ρίζα. Αμέσως ρούφηξα το αίμα που πρόβαλε σε μια άκρη τους και τ' άφησα στο στόμα μου μέχρι να σταματήσει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Αν καταλάβουν εκεί πως είμαι γκαστρωμένη, την πάτησα, σκεφτόμουν όλη την ώρα. Το μέλλον δεν έμοιαζε ευχάριστο. Η σκέψη που προσπαθούσα ν' αποφύγω ξεχείλισε. Σίγουρα θα μου απορρίψουν την αίτηση. Φυσικά τρομοκρατήθηκα στην ιδέα να ξαναρχίσω τα πάντα άλλη μια φορά απ' την αρχή και σηκώθηκα αποφασισμένη να κατέβω πριν το τέρμα. Θα γυρίσω πίσω. Δεν είμαι ακόμη έτοιμη να τους αντιμετωπίσω. Εχθρικά βλέμματα. Υποψίες. Σούσουρο. Και τέλος άρνηση επίσημη, τελειωτική. Χτύπησα το κουδούνι για στάση. Είμαστε κιόλας στο τέρμα ακούστηκε η φωνή. Το νόημα της πόνεσε το μυαλό μου. Κοίταξα τον οδηγό που χαμογελούσε. Εγώ και εκείνος μόνοι στο λεωφορείο. Η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων δέσποζε στο χώρο. Δείλιασα. Αλλά προχώρησα. Άλλη μια φορά δεν κατόρθωσα να ξεφύγω απ' την παγίδα του εαυτού μου - με οδηγεί συνεχώς παρακάτω σπρώχνοντας.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κατέβηκα απ' το λεωφορείο και άνοιξα την ομπρέλα. Έριχνε ακόμη με μανία. Ο κόσμος ελάχιστος. Το περίπτερο της πλατείας κλειστό. Είχα σκεφτεί ν' αγοράσω τσιγάρα. Όταν με πιάνει αγωνία καπνίζω. Περπατούσα με δυσκολία στον ανηφορικό δρόμο. Ήξερα πως δεν θα γυρίσω πίσω τώρα που έφτασα μέχρι εδώ. Κοίταξα από πάνω την κοιλιά μου. Το παλτό φαρδύ την κάλυπτε. Πέρασα το χέρι μου από πάνω της ακολουθώντας το σχήμα της. Η καμπύλη τροχιά αναδεικνυόταν απειλητικά έντονη. Αν έβγαζα το παλτό θα την έβλεπαν. Η βροχή δυνάμωσε ξανά. Η ομπρέλα άρχισε να βαραίνει και γω βάδιζα αργά ενώ το μυαλό πυρετικά σχεδίαζε τις σκηνές. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα που να κάνει την κοιλιά μου να περάσει απαρατήρητη. Άρχισα να μονολογώ απ' την αγωνία. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από μένα στο μικρό ανηφορικό δρόμο που στενεύει πηγαίνοντας. Βάδιζα προς το τέρμα, θέλοντας να γυρίσω πίσω. Ήδη μετά τη στροφή διακρίνονταν τα μεγάλα δέντρα. Στο βάθος τους το μακρόστενο, κόκκινο, πέτρινο σπίτι περίμενε να με καταπιεί. Ξανάφερα στο νου την απόφαση ν' ακολουθήσω το νήμα του εαυτού μου στο μονοπάτι. Εκεί θα συναρμολογούσα τα κομμάτια μου απ' την αρχή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Διακινδύνευσα να δουν την κοιλιά μου και δρασκέλισα το κατώφλι. Η σιδερένια πόρτα άνοιξε αργά, με είχαν δει απ' το πέτρινο σπίτι. Ο φύλακας δεν ήταν στο στέκι του σήμερα - τέτοια παγωνιά. Η βροχή είχε εξαφανίσει τα λουλουδένια παρτέρια της μεγάλης αυλής, παρ' ολίγο να χάσω το δρόμο μου, όλα τα σημάδια είχαν εξαφανιστεί κάτω απ' τις λάσπες. Μια φωνή. Γύρισα προς τα κει. Ένα παράθυρο μισάνοιχτο, η κυρία Αντωνία Σ. μου κουνούσε το χέρι. Η πόρτα στ' αριστερά της. Ήμουν ήδη κάτω απ' το υπόστεγο. Έκλεισα την ομπρέλα κι έσφιξα στη μέση μου το παλτό. Φοβόμουν μήπως ανοίξει ξαφνικά και φανεί η κοιλιά μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η κυρία Αντωνία Σ. με χαιρέτησε ευγενικά, σχεδόν χαρούμενα, ένιωθα ωστόσο μια ψυχρότητα στο βάθος της, ήταν τυπική. Στο γραφείο της έκανε κρύο. Δεν έχουν θέρμανση; ρώτησα. Φυσικά, τι λόγος, απλώς δεν άναψε ακόμη, υπερασπίστηκε την οργάνωση. Δεν μπόρεσα να μην κοιτάξω απ' την πίσω μεριά του γραφείου, κοντά στα πόδια της, να κοκκινίζει μια μικρή, ατομική, ηλεκτρική σόμπα. Παρακολούθησε το βλέμμα μου. «Νιώθω ρίγη, ίσως είμαι κρυωμένη», δικαιολογήθηκε. Κι εγώ συλλογίστηκα τα μικρά παιδιά στους παγωμένους θαλάμους. «Όχι δεν θέλω καφέ, έχω πιει. Ευχαριστώ.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Με κοιτούσε απ' την αρχή εξεταστικά. Από πάνω μέχρι κάτω. Ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται και έσφιξα πιο πολύ το παλτό γύρω στην κοιλιά μου. «Τι παγωνιά σήμερα, δεν μπορώ ν' αποχωριστώ το παλτό» ανταπέδωσα την κοροϊδία. Η κυρία Αντωνία Σ. χαμογέλασε, όπως και γω πριν, με κατανόηση. Αυτό όμως μ' έκανε να τρομάξω. Να κατάλαβε τίποτα; Τράβηξε το βλέμμα της από πάνω μου και άνοιξε το συρτάρι του γραφείου της. Έβγαλε από μέσα προσεκτικά ένα μεγάλο κόκκινο ντοσιέ και φυλλομέτρησε τα χαρτιά που είχε μέσα. Κάτι σκεφτόταν. Κάτι σκεφτόμουν κι εγώ. Το μυαλό μου κάλπαζε πάλι με πυρετό. Είδα την κυρία Αντωνία Σ. να σηκώνεται βιαστικά αποφασισμένη. Είχε καταλάβει φαίνεται τι προσπαθούσα να της κρύψω. Στα μάτια της άστραφτε μίσος. Πάντα το 'νιωθα πως με μισούσε. Μέχρι προ ολίγου με θεωρούσε άχρηστη. Ένα πλάσμα περιττό που δεν έχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει τη θηλυκή του ύπαρξη σ' αυτό τον κόσμο. Τώρα με μισεί πιο πολύ γιατί έπαψε να με θεωρεί περιττή μ' αυτό που κατάλαβε ότι συμβαίνει στην κοιλιά μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Την βλέπω να έρχεται καταπάνω μου. Φοβάμαι πως δεν θα διστάσει κιόλας να με κλοτσήσει στην κοιλιά. Όμως όχι, έχει κάτι άλλο στο νου. Και χωρίς αναστολές τα κοκαλιάρικα χέρια της τραβάνε το παλτό μου. Ο εφιάλτης συμπληρώνεται με το ξέφρενο γέλιο της. Εγώ σφίγγω όσο μπορώ το παλτό με τρελή, βασανιστική αγωνία. Το παλτό σκίζεται, τραβιέται. Αποκαλύπτει. Αποκαλύπτομαι μπροστά της. Με κοιτάζει ειρωνικά. Ώστε μας κοροϊδεύετε Μαρία; Ποια είναι λοιπόν η αιτία όλου αυτού του παιχνιδιού; Νιώθω να βουλιάζω σ' ένα ατέλειωτο πηγάδι χωρίς πάτο. Ο ίλιγγος κάνει το κεφάλι μου να βουίζει. Ασυναίσθητα τα χέρια μου σφίγγουν την κοιλιά μου. Η μέγαιρα στέκεται μπροστά μου και γελά. Ακόμη πιο δυνατά. Το γέλιο ακούγεται στη διαπασών. Το χαχανητό της σκορπιέται στο χώρο. Ξαναγυρίζει, ατέλειωτη βουή. Στα χέρια της γυαλίζει ένα τρυπάνι. Θέλει μ' αυτό να παραβιάσει την κοιλιά μου. Δεν μπορώ να την εμποδίσω. Ούτε καν ν' αντιδράσω. Μου λείπει η δύναμη. Ή θέλω κι εγώ να μάθω τι κρύβεται εκεί μέσα. Προσπαθώ να μιλήσω. Δεν βγαίνει ήχος. Κάπου στο βάθος ο εγκέφαλος μου στέλνει απεγνωσμένα μηνύματα. Αν δεν έχω τρελαθεί σίγουρα έχω πολύ κουραστεί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η εικόνα της κυρίας Αντωνίας Σ. μεταβάλλεται. Θολώνει και ξαναπαίρνει σάρκα και οστά. Το κρύο της χαμόγελο διακοσμεί ξανά τα στεγνά χείλη. Κρατά ένα μεγάλο φύλλο χαρτί στα χέρια της. Με κοιτάζει ανέκφραστα στα μάτια. Λέει αυτό που κουβαλήθηκα σήμερα, εδώ μέσα, μ' αυτό τον καιρό ν' ακούσω. «Την ερχόμενη βδομάδα γίνεται το συμβούλιο. Θα περάσει η αίτηση σας οπωσδήποτε. Κάντε υπομονή.. Φάγαμε το γάιδαρο.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βλέπω τα δάχτυλα μου, έχουν ασπρίσει, σφίγγουν με δύναμη τις άκρες του παλτού μην ανοίξει. Η απέναντι μου σηκώνεται αργά. Δεν γνωρίζει σίγουρα τίποτα για μένα. Τίποτα έξω απ' αυτά που τυπικά ζητάνε οι αιτήσεις του ιδρύματος. Ονοματεπώνυμο. Χρονολογία γέννησης. Τόπος. Οικογενειακή κατάσταση. Μόρφωση, επάγγελμα, εισόδημα. Και δύο άτομα, όχι συγγενικά, να δώσουν πληροφορίες. Δεν ήξερε ποια ήμουν στ' αλήθεια. Αλλά αυτό τότε δεν το 'ξερα ούτε εγώ. Είναι τυπικά όλα αυτά είχε πει. Η βαθύτερη ουσία είναι να μπορέσετε ν' αγαπήσετε το παιδί κι εκείνο να νιώθει πως έχει μια οικογένεια. Στην πραγματικότητα είχε κάνει ότι μπορούσε για να μ' απορρίψει, προβάλλοντας πάντα τυπικές, όπως επέμενε να τις ονομάζει, δικαιολογίες. Σχεδόν είχα αρχίσει να την αντιπαθώ πολύ όταν θυμήθηκα ότι πάνω απ' αυτή υπήρχαν άλλοι και πάνω απ' όλους το δημόσιο, μεγάλη η χάρη του, ο κύριος υπαίτιος της κατάστασης. Η σκέψη μου μαλάκωσε και χαρίστηκα στην κυρία Αντωνία Σ. Ύστερα σκέφτηκα πως το δημόσιο αποτελείτο από άτομα σαν κι αυτή και της θύμωσα πάλι.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σηκώθηκα προσεκτικά κρατώντας πάντα σφιχτά τυλιγμένο το παλτό μου. Οι φράσεις της αντηχούσαν ακόμη στ' αυτιά μου. Θα περάσει το θέμα απ' το συμβούλιο την ερχόμενη βδομάδα. Είμαστε λοιπόν πολύ κοντά στο τέλος. Πολύ κοντά σε μια καινούρια αρχή. Η κυρία Αντωνία Σ. δεν απομακρυνόταν πολύ απ' τη γωνία του γραφείου της μην ξεφύγει απ' την τροχιά της ηλεκτρικής σόμπας. Μου μιλούσε ωστόσο σκύβοντας προς το μέρος μου. Ζήτησα να δω το μικρό Παναγιώτη και συμφώνησε. Ο καιρός πλησίαζε και θα 'πρεπε να έχω εξοικειωθεί αρκετά μαζί του. Συμφωνούσε πως καλό θα ήταν να τον έβλεπα από σήμερα όσο το δυνατόν συχνότερα. Κάθε μέρα αν μπορούσα. Κι εγώ το 'θελα. Κάτι πιο πολύ από θέληση. Ήταν ανάγκη. Αναλογιζόμουν ωστόσο με αγωνία πώς θα περνούσε όλος αυτός ο καιρός που θα επισκεπτόμουν εδώ στο ίδρυμα τον Παναγιώτη προσέχοντας να μην ανακαλύψει αυτή ή κανένας άλλος την κοιλιά μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η κυρία Αντωνία φώναξε μια κοπέλα να με οδηγήσει στους θαλάμους των παιδιών. Η νέα κοπέλα φορούσε τη λευκή ποδιά του ιδρύματος. Το βλέμμα της είχε μια παθητικότητα ζώου. Όλη της η παρουσία με προκαταλάμβανε θετικά, ένιωθα όμως μια θλίψη. Σκέφτηκα πως θα είχε ζήσει όλη της τη ζωή στο ίδρυμα. Κι ίσως δεν θα 'φευγε ποτέ. Εκπαιδευόταν να γίνει μια καινούρια κυρία Αντωνία. Πρόσεξα σήμερα πως κούτσαινε ελαφρά απ' τ' αριστερό της πόδι. Κατάλαβα γιατί ήταν ακόμη εδώ. Κανείς δεν γύρευε ποτέ να υιοθετήσει παιδί με πρόβλημα. Και η κοπέλα έδειχνε το πρόβλημα να το είχε εκ γενετής. Θυμήθηκα τα μυωπικά μάτια του μικρού Παναγιώτη. Δεν με πείραζε αυτό το πρόβλημα. Δεν σήμαινε τίποτα για μένα μπροστά στην τρομακτική μου επιθυμία ν' ανταποκριθώ σ' αυτό το μοναδικό πράγμα που οι άλλοι περίμεναν από μένα. Έτσι είχα βαλθεί με κάθε τρόπο ν' αποκαταστήσω τη φύση. Να δικαιολογήσω στα μάτια τους την παρουσία μου ανάμεσα στους ζωντανούς. Τίποτ' άλλο δεν ζητούσαν από μένα. Κάθε άλλη πράξη μου θεωρείτο από περιττή μέχρι γελοία. Είχαν κερδίσει την παράδοση μου πριν ακόμη δώσω μάχη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Οι σκέψεις του παρελθόντος υποχώρησαν. Πήρε τη θέση τους χωρίς περιστροφές το βουνό από σάρκα που βάραινε μπροστά μου. Την ένιωθα να τεντώνει όλο και πιο πολύ. Πίστεψα ξαφνικά πως κάποια στιγμή θα σπάσει. Κι ο τόπος θα πλημμύριζε από έντερα, βλέννες, αίματα - μια δυσωδία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε που ξεκίνησα τις ενέργειες μου στο ίδρυμα για να υιοθετήσω παιδί. Τώρα, δυο χρόνια μετά, θα μου έδιναν ένα. Τώρα δυο χρόνια μετά είχα κι εγώ γκαστρωθεί. Αλλά ακόμη δεν ήξερα τι άλλα παράξενα μου μαγείρευε ο εαυτός μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Προχωρούσα μαζί με την κοπέλα αμίλητη στους θαλάμους. Βρήκαμε το μικρό Παναγιώτη να ξεφυλλίζει κάποιο βιβλίο με εικόνες καθισμένο σ' ένα πάγκο. Τ' άλλα παιδιά γύρω του, μεγαλύτερα στην ηλικία, έπαιζαν χρησιμοποιώντας πρωτόγονα παιχνίδια. Για τον Παναγιώτη δεν υπήρχαν παιχνίδια. Και οι άλλοι δεν τον έπαιζαν. Απόρησα γι' αυτό. Δεν σκέφτηκα να ρωτήσω μπροστά στην επιθυμία που μου παρουσιάστηκε ξαφνικά να τρέξω και να τον γεμίσω φιλιά. Κρατήθηκα ωστόσο. Ακόμη δεν είχε περάσει η υπόθεση απ' το συμβούλιο. Ο μικρός με κοίταξε με το παιδιάστικο βλέμμα του, λίγο φοβισμένο, λίγο ανέκφραστο, ήταν και δεν ήταν εκεί. Σιγουρεύτηκα. Η υπόθεση είχε πολλές πιθανότητες να περνούσε απ' το συμβούλιο με θετικά αποτελέσματα. Το ίδρυμα ήθελε ν' απαλλαγεί απ' το μικρό Παναγιώτη. Άπλωσα το χέρι μου και μετά από ένα μικρό δισταγμό έβαλε μέσα του το δικό του χέρι. Τον τράβηξα ελαφρά και σηκώθηκε. Άφησε το βιβλίο προσεκτικά δίπλα του. Κινήσεις μετρημένες. Οδηγημένες εκ των προτέρων από κάποιον μέσα στο ίδρυμα. Είχα δίκιο. Αυτό που με φόβιζε πιο πολύ και συγκρατούσα τις εκδηλώσεις της συμπάθειας μου ήταν μη χαλάσω τη δική του μέχρι στιγμής, στερημένη έστω, ισορροπία. Η κοπέλα του έβαλε ένα μικρό παλιό αδιάβροχο με κουκούλα. Ρούχα αταίριαστα, φορεμένα πριν χρόνια από άλλα παιδιά του ιδρύματος. Ο Παναγιώτης κι εγώ θα βγαίναμε μια μεγάλη βόλτα κάτω απ' το υπόστεγο για πρώτη φορά. Πρόσεξα τ' άλλα παιδιά - μας κοιτούσαν. Εμένα και το μικρό Παναγιώτη. Είχαν σταματήσει το παιχνίδι. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν ζήλευαν. Ή αν κορόιδευαν.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βγήκαμε. Η κοπέλα έμεινε. Λίγα βήματα και τους άκουσα να γελούν. Όχι δεν κορόιδευαν. Έπαιζαν. Και η κοπέλα μαζί τους.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κανείς από τους δυο μας δεν μιλούσε. Κατεβήκαμε στο λασπωμένο υπόστεγο περπατώντας χέρι χέρι ο καθένας βυθισμένος στα δικά του. Δεν του είχαν πει πως τον είχα ζητήσει. Το ίδρυμα το κρατούσε μυστικό. Με είχαν συμβουλέψει και μένα το ίδιο. Αν τελικά δεν τον έπαιρνα θα 'ταν μεγάλο πλήγμα για το παιδί. Είχαν δίκιο βέβαια. Μόνο που καθώς όλα γίνονταν στο περίπου έτσι, το κάθε παιδί καταλάβαινε συνειρμικά τι συνέβαινε και στο ίδιο. Και κάτι χειρότερο. Βούλιαζε στις αμφιβολίες. Προτίμησα να μην παραβιάσω αυτή την πλασματική ισορροπία και παρέμεινα αμίλητη. Μην ξέροντας τι να πω, που να μην έκανε έναν απ' τους δυο μας να πονέσει. Πήγα να τον αγκαλιάσω και κρατήθηκα. Φοβήθηκα μην αισθανθεί κάτω απ' το παλτό μου τη μεγάλη μου κοιλιά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Τον έβαλα να καθίσει σ' ένα μικρό πεζούλι που βρήκα χωρίς λάσπες κάτω από το υπόστεγο. Υπάκουσε χωρίς καμιά αντίδραση. Η παθητικότητα του μπορούσε να σε τρελάνει. Γονάτισα μπροστά του. Τα μάτια μου χωθήκανε βαθιά στα δικά του, διαπέρασαν το φράγμα των γυαλιών. Σαν θωπεία αγγίχτηκε το βλέμμα. Δεν έκλεισε τα μάτια. Έμεινε να με κοιτάζει και 'κείνος σιωπηλός, ανέκφραστος, το ένα μάτι λίγο δεξιότερα από το άλλο - μου είχαν πει πως διορθώνεται με εγχείριση. Του έσφιξα τα χέρια, χαμογέλασα. Περίμενα. Τον ένιωσα να πάλλεται και ν' αμφιβάλλει. Ύστερα η επιθυμία μέσα του νίκησε. Χαμογέλασε και 'κείνος. Τα μάτια του μισόκλεισαν. Μείναμε έτσι να χαμογελάμε ο ένας στον άλλον μ' ελπίδα. Να κοιτιόμαστέ στα μάτια. Άυλο αγκάλιασμα. Σφιχτό. Σχεδόν ασφυκτικό. Αρκετή ώρα. Αισθάνθηκα το κρύο να με διαπερνά. Η βροχή μας πιτσιλούσε ασταμάτητα. Ο μικρός Παναγιώτης ακίνητος μη χαλάσει η στιγμή. Ρουφούσε ελπίδα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Και τότε ξαναφάνηκε δυνατός όσο ποτέ, οξύς, γεμάτος αγωνία ο πόνος.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Με δίπλωσε πάλι στα δυο. Σχεδόν ξαπλωμένη στο υπόστεγο. Κομματιαζόμουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του μικρού, στο αφιλόξενο λασπωμένο τοπίο. Η κοιλιά μου έκανε ξανά την παρουσία της αισθητή. Δεν μ' άφηνε για πολύ να ξεχαστώ. Έσφιξα πιο δυνατά το μικρό, αδύναμο παιδικό χέρι. Ανταποκρίθηκε με αγωνία. Η κοιλιά μου ξανάδινε το μήνυμα. Ήμουν γκαστρωμένη. Το ερώτημα άστραψε στο μυαλό μου. Υπήρχε όλη την ώρα εκεί μέσα. Κι εγώ απέφευγα μόνο να το δω. Το ερώτημα δεν ζητούσε απλά απάντηση. Την απαιτούσε διεκδικητικά. Τι γυρεύω πια εγώ εδώ μέσα μ' αυτή την κοιλιά; Κοίταξα με δέος τον Παναγιώτη. Όλα ξανάρχισαν να θολώνουν. Μια ζάλη σαν ηλεκτρισμός πέρασε απ' το μυαλό μου, δεν ήταν η πρώτη φορά. Στεκόταν ακίνητος. Το χαμόγελο έσβηνε αργά στα χείλη του. Ένιωθε αναταραχή. Ίσως ο πόνος να είχε φτάσει μέχρις εκείνον. Να 'χε λοιπόν καταλάβει; Το δίλημμα σφυροκοπούσε το μυαλό μου. Με χώριζε πάλι στα δυο και ήμουν μία. Το κάθε κομμάτι μου χώρια και πονούσε. Νόμιζα πως ο Παναγιώτης ετοιμαζόταν να φύγει. Του έσφιξα το χέρι πιο πολύ. Δεν είχε κινηθεί. Μια τρελή ιδέα αναδυόταν. Πώς δεν το είχα καταλάβει από πριν; Απ' το βάθος μου ξεκινούσε ένα τρεμούλιασμα. Με ταχύτητα απλωνόταν παντού. Ο μικρός γελούσε, ένιωθε χαρά. Κι εγώ στροβιλιζόμουν, βουτούσα, χανόμουν μέσα στον εαυτό μου, κολυμπώντας σ' ένα κενό χωρίς βαρύτητα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κοίταξα το μικρό Παναγιώτη με το ξαναεμφανισμένο μου χαμόγελο. Ήθελα να του το φωνάξω και κρατήθηκα. Ίσως ακόμη να 'ταν πολύ νωρίς για όλους να το μάθουν. Εγώ μονάχα ήξερα το μυστικό. Αν ήταν ποτέ δυνατόν. Μέσα στη μεγάλη μου κοιλιά να παίρνει σάρκα και οστά αυτός εδώ. Μήπως τρελάθηκα ή εγκυμονούσα στ' αλήθεια τον Παναγιώτη;<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-9518979743893546662010-05-17T11:20:00.001-07:002010-05-17T11:20:53.548-07:00<div class="Style1" style="text-align: justify;"><b><u><span style="font-family: UB-Helvetica;">ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></u></b></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 18pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το δωμάτιο μύριζε σάπιο. Σαν αίμα που έχει μείνει καιρό σ' ανοιχτή πληγή, δεν λέει να κλείσει. Το βοηθούσε και η υγρασία του χώρου, ήταν υπόγειο. Όχι πολλά, έξι-εφτά σκαλιά αλλά έφταναν. Κοίταξα γύρω για παράθυρο, το μάτι μου σκόνταψε σ' ένα ξύλινο χώρισμα με ύφασμα. Ερχόταν ελάχιστο φως. Το παράθυρο θα 'ταν απ' την άλλη μεριά του χωρίσματος, σκέφτηκα. Έλειπε το οξυγόνο από κει μέσα. Περισσότερο ήταν η ψυχική μου αναστάτωση που δεν βοηθούσε. Στριμώχτηκα στη μικρή ψάθινη πολυθρόνα με το ξεκοιλιασμένο μαξιλάρι, άλλοτε θα 'ταν πορτοκαλί. Το καφέ του δεν έδειχνε να 'ναι χρώμα. Ρίγησα με τη σκέψη που τινάχτηκε ξαφνικά στο μυαλό μου. Αίμα; Πάει πολύ. Τίποτα ωστόσο δεν είναι πιο υπερβολικό από την πραγματικότητα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"><span> </span>Το 'ξερα από παλιά. Το πιο ευαίσθητο κομμάτι του σώματος μου ήταν τα έντερα. Όταν κάτι πήγαινε στραβά και είχα αγωνία με συντρόφευαν. Άκουγα το γουργουρητό τους και ανησυχούσα πιο πολύ. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα ν' αδειάσω το περιεχόμενο τους αλλά δεν γινόταν τίποτα. Ήξερα και από άλλες φορές. Ύστερα ήρθε ο πόνος. Σουβλιά. Ένιωσα τον ιδρώτα να ποτίζει το μέτωπο. Γλίστρησε στη μύτη μου. Έσφιξα τα χέρια. Έπρεπε να κάνω υπομονή. Τράβηξα την μπλε ποδιά μου και σκούπισα τα χέρια μου πάνω της. Υγροί λεκέδες. Τον άκουσα να μιλά ψιθυριστά στο άλλο δωμάτιο. Πίσω από το πρόχειρο χώρισμα. Σκέφτηκα να το βάλω στα πόδια. Σε λίγο θα 'ταν πολύ αργά. Η σειρά μου πλησίαζε. Άκουσα τα δόντια μου να χτυπάνε. Η πόρτα στο χώρισμα άνοιξε και έκανε όλη την κατασκευή να κλυδωνιστεί επικίνδυνα. Πήρα βαθιά ανάσα, μου ξέφυγε σαν στεναγμός. Ο χώρος πλημμύρισε έντονη μυρωδιά αντισηπτικού και φάρμακου. Λίγο ακόμη και θ' αναποδογύριζα το στομάχι μου προς τα έξω. Η Φ. το κατάλαβε. Ένιωσα το χέρι της να σφίγγει δυνατά το δικό μου. Την κοίταξα. Το βλέμμα μου κρεμάστηκε πάνω της. Έπλεα μέσα σ' αυτό. Ήταν ήρεμη. Τα μάτια μελιά. Σχεδόν μου χαμογελούσε. Ήξερε απ' αυτά. Είχε υποταχθεί. Δέκα λεπτά, το πολύ ένα τέταρτο και έξω απ' την πόρτα. Όμως για μένα ήταν η πρώτη φορά. Κράτησα με το άλλο χέρι την κοιλιά μου, την ένιωθα να σκίζεται από την αγωνία. Μου αποκρίθηκε σφιχτή, τσιτωμένη, γονιμοποιημένη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ο γιατρός με πλησίασε αργά τρίβοντας τα χέρια του. Μύριζε ολόκληρος πράσινο οινόπνευμα. Δεν ήθελα να δει την ταραχή μου. Μπορεί να φοβόταν και να μ' έδιωχνε. Έδειξε ένα χαρτί να υπογράψω. Το κουνούσε μπροστά στα μάτια μου. Δεν καταλάβαινα. Τι διάολο σήμαινε αυτό; Η Φ. προθυμοποιήθηκε να το ελέγξει. Πήγανε οι δυο τους παραπέρα. Εγώ κρατιόμουν όρθια από ένα ξεφλουδισμένο κάγκελο κατά μήκος του τοίχου. Άκουσα το γιατρό να θυμώνει και μ' έσφιξε πάλι η αγωνία. Η Φ. ψαχούλευε στην τσάντα της. Ύστερα θυμήθηκε. Της είχα δώσει τα λεφτά σε φακελάκι και τα 'χε βάλει στην τσέπη της. Χαμογέλασε. Ήξερα ότι αν μπορούσε θα τον είχε κιόλας δαγκώσει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο γιατρός τα τσέπωσε και τη χτύπησε στην πλάτη φιλικά, να μην ανησυχεί για τη φίλη της. Ύστερα γύρισε προς εμένα. Το βλέμμα του με κοκάλωσε όρθια στον τοίχο. Το κεφάλι μου σουρνότανε στην γκριζό-λευκη λαδομπογιά. Μ' έσπρωχνε. Τα δόντια του κίτρινα και μαυρισμένα στις άκρες. Αραιά. Καλύτερα να μη χαμογελούσε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ακούγαμε και οι δυο τους θορύβους της κοιλιάς μου. Σχεδόν ντράπηκα. Η μυρωδιά του φαρμάκου γινόταν όλο και πιο έντονη. Με ζάλιζε. Ο γιατρός μ' έσπρωξε στο άνοιγμα του χωρίσματος. Το βλέμμα μου στην άσπρη σχεδόν γκρίζα ποδιά του. Στο μανίκι σταγόνες αίμα. Δεν είχα ωστόσο περιθώριο εκλογής. Χτυπούσε κιόλας το κουδούνι. Ερχόταν η επόμενη. Μια γριά με μαύρο τσεμπέρι και γκρίζα ρόμπα ξεπήδησε πίσω από κάτι κρεβάτια. Κρατούσε σφουγγαρόπανο, έσταζε ακόμη. Πέρασε από μπροστά μου σαν αστραπή και βγήκε ν' ανοίξει. Δεν τολμούσα να κοιτάξω. Εκεί, στη γωνία δεξιά, κάτω απ' το παράθυρο που έβλεπε το τζαμωτό του σε αυλή, ήταν τρία κρεβάτια. Στα δύο ξαπλωμένες - κίτρινες μέχρι λευκές - αναίσθητες κοπέλες. Η μια βογκούσε. Ελαφριά. Σαν να 'βλεπε εφιάλτη. Το βλέμμα μου έψαξε το βλέμμα του γιατρού. «Ξυπνάει» ψιθύρισε μ' επαγγελματική σιγουριά. Τουλάχιστον δεν πεθαίνει σκέφτηκα. Ύστερα είδα το άδειο κρεβάτι δίπλα τους. Δεν ήθελε πολύ να καταλάβω. Περίμενε εμένα. «Μη χασομεράμε παιδί μου.» Είχε δίκιο. Δεν είχε νόημα να το τραβάμε. Έμοιαζαν όλα τόσο απλά άλλωστε. Και ήταν. Λίγο πριν έρθω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο γιατρός μ' έσπρωξε προς το χειρουργικό κρεβάτι. «Την κιλότα σου» είπε. Κι άρχισε να σκουπίζει με οινόπνευμα μια σύριγγα. Το κεφάλι μου χτυπούσε. Ένιωθα μεθυσμένη. Άφησα την κιλότα μου στο μικρό σκαμνί μαζί με τις άλλες. Ο γιατρός μου 'κανε νόημα ν' ανέβω στο τραπέζι του χειρουργείου. Τα βήματα μου δεν ήταν και τόσο σταθερά. Κλυδωνιζόμουν αλλά προσπαθούσα. Σκόνταψα ωστόσο πριν ανέβω σε κάτι σκληρό δίπλα στο χειρουργικό τραπέζι. «Πρόσεχε παιδί μου.» Είχε έναν τρόπο ήρεμο. Ήξερε αυτός. Κοίταξα κάτω. Ακόμη το αντικείμενο τραμπαλιζόταν. Ήταν κόκκινο, σχεδόν καφετί. Υγρό με κομμάτια πηχτά που τρεμόπαιζαν εντός του. Σ' έναν τσίγκινο κουβά με σκουριασμένες άκρες. Δίπλα στα πόδια του τραπεζιού. Και μύριζε σάπιο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ένιωσα πως ήθελα να κλάψω. Είχε μαζευτεί πολύ σφίξιμο τις τελευταίες μέρες μετά την απόφαση. Δεν μπορούσα φυσικά να το κρατήσω. Ήταν όλα πολύ διάχυτα. Το 'χαμε συμφωνήσει από κοινού. Ήταν εντελώς ξαφνικό. Πολύ πρόωρο. Δεν υπήρχε η δυνατότητα. Εκείνος με είχε κοιτάξει απεγνωσμένα. Η μάνα μου είχε κρύψει με τη σειρά της το πρόσωπο της στις παλάμες. Θα 'κανα παιδί στην ώρα μου, να μη βιαζόμουν. Μικρό κορίτσι, ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως είχα σχέσεις. Πού τα 'μαθα αυτά; Χάλασε ο κόσμος. Εκείνη έπρεπε πρώτα να παντρευτεί, που να μην έσωνε, κι έκανε εμένα για να τη βασανίσω. Έχει αγωνίες ένα παιδί. Εκείνη ποτέ δεν είχε μιλήσει έτσι με τη μάνα της. Τι να 'λεγε άλλωστε; Τόσα παιδιά. Εκείνη το τελευταίο. Μια ζωή τελευταία. Έτσι την πέρασε. Έλπιζε πως με το δικό της παιδί θα 'ταν αλλιώς. Δεν είχε άλλωστε και κανένα άλλο. Όλη της η ζωή εγώ. Και η ανταπόδοση; Σκατά. Μια ωραία μέρα της λέω: γκαστρώθηκα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Είχα πιστέψει πως έπρεπε να της το πω. Φυσικά αμέσως μετά το είχα μετανιώσει. Δεν υπήρχε κανείς ωστόσο που να μπορούσε να μου βρει ένα γιατρό. «Δεν γίνεται να σε στείλω στον δικό μου» είχε πει. Χωρίς να μου εξηγήσει καταλάβαινα. Η ξαδέλφη μου της σύστησε κάποιον. Έκανε χρόνια αυτές τις δουλειές. Σε κάτι στενά του Πειραιά. Στην Κοκκινιά. Σίγουρος. Λίγα λεφτά. Σημασία έχει να κάνει καλά τη δουλειά του, είχε πει η μάνα μου. Εγώ επέζησα της είχε απαντήσει η ξαδέλφη μου, δέκα χρόνια πιο μεγάλη από μένα. Ο δικός μου κι εγώ μοιραστήκαμε τα λεφτά. Τα γαμήσια και ο έρωτας - κομματιασμένα έμβρυα μπροστά μου. Δεν ήξερα αν αυτό που ανακάτευε το στομάχι μου ήταν μια σιχασιά ή αγωνία ή μια απεριόριστη θλίψη. Ίσως όμως να 'ταν και το ξάφνιασμα απ' την αποκάλυψη της πορείας μου. Η πεπατημένη. Πάντα είχα την ψευδαίσθηση πως ζούσα συγκλονιστικές ιδιαίτερες καταστάσεις. Εγώ, άτομο ξεχωριστό απ' άλλα. Προσωπική μοίρα. Δυνατότητα επιλογής. Σκατά. Ήμουν κιόλας στο κανάλι. Με το κεφάλι χωμένο βαθιά στα περιττώματα. Ανέπνεα ήδη την αποσύνθεση.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο γιατρός είπε στη γριά ν' αδειάσει τον κουβά. Είχε ξεχειλίσει απ' το πρωί. Τον σήκωσαν κι έσταζε. Μαύρο αίμα στο δάπεδο. Δεν ήθελα να δω άλλο. Έκλεισα τα μάτια. Το λάστιχο έσφιξε δυνατά το αριστερό μου μπράτσο. Το δάχτυλο του γιατρού πίεσε τη φλέβα. Ένιωσα το τσίμπημα της βελόνας. Το ξένο σώμα εισχώρησε μέσα μου. Η φωνή του γιατρού αντήχησε κιόλας μακρινή στ' αυτιά μου. «Πώς σε λένε;» Ίσα ίσα πρόλαβα να ψιθυρίσω Μαρία. Το μούδιασμα άρχισε από τα πόδια κι ανέβαινε πάνω. Έμοιαζα να 'μαι μονάχα η μισή. Η κοιλιά μου πέταξε στην ανυπαρξία. Το μυαλό ακόμη εντούτοις σε λειτουργία. Είχε μια γλύκα αυτή η φυγή. Κατάλαβα το χέρι του γιατρού, ξεκούμπωνε την ποδιά μου μέχρι πάνω. Έπρεπε να την είχα βγάλει. Αν τη γέμιζε αίματα πως θα πήγαινα αύριο σχολείο. Δεν είχα τη δύναμη να το πω. Η νάρκωση ανέβαινε. «Πώς σε λένε;» Το χέρι του ζουλούσε τα στήθια μου. Ακόμη ένιωθα κάτι απ' ό,τι γινόταν. Έτριβε τις ρώγες με μανία. Η νάρκωση ανέβαινε. Οι ήχοι ακούγονταν θολοί, μακρινοί, σαν απ' το βάθος ενός άπατου πηγαδιού. Μπερδευόμουν προσπαθώντας να καταλάβω. Κι έφευγα. Ίσως έτσι να 'ταν ο θάνατος. Μια μικρή κραυγή. Να 'ταν του γιατρού; Μια ανάσα βαριά στ' αυτί μου. Επιτέλους ο εγκέφαλος μου βυθίστηκε στο σκοτάδι.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να πονάνε έτσι όρθια και τεντωμένα. Πόσες ώρες καθόμουν μπροστά στο παράθυρο να κοιτάζω τη λασπουριά των δρόμων; Η μνήμη ποτέ δεν λησμονεί. Έπιασα την κοιλιά μου γυρεύοντας απάντηση. Μ' αποκρίθηκε ζωντανή, τσιτωμένη, τεράστια. Κινήθηκα αργά προς το μικρό γραφείο του καθιστικού. Εκεί κλειδωμένο ένα κομμάτι του εαυτού μου. Έψαξα με χέρια που έτρεμαν. Και νάτος. Ο κίτρινος φάκελος. Με τις εξετάσεις. Είχαν ημερομηνία πριν τρία χρόνια. Τέτοια εποχή. Φλεβάρης ήταν και τότε θυμάμαι. Το 'λεγαν καθαρά. Δεν μπορούσα να συλλάβω πια. Το λευκό υγρό δεν είχε περάσει τις σάλπιγγες. Με πονούσε άδικα. Έμενε πίσω. Τα όργανα είχαν σφαλίσει για τα καλά. Ατέλειωτες συμφύσεις από μολύνσεις. Ο γυναικολόγος με είχε κοιτάξει ερωτηματικά. Παραδέχτηκα όλες τις μαλακίες που είχαν συμβεί εκεί κάτω μου. Μίλησα για τρεις εκτρώσεις, ήταν πέντε. Στον ίδιο γιατρό. Ήμουν δεκάξι την πρώτη φορά. Ένα κομμάτι κρέας που 'σταζε στο χειρουργείο την ψυχή του. Φοβόμουν πως θ' αδειάσω. Μετά από χρόνια έμαθα ότι ο γιατρός πέθανε. Την τελευταία φορά κόντεψα να πεθάνω κι εγώ. Τόσα αντιβιοτικά δεν θυμάμαι να είχα πάρει ούτε με την αμυγδαλίτιδα και τις άλλες αρρώστιες μου μαζί. Ήταν η χαριστική. Έτρεμε το χέρι του πολύ όταν βύθιζε την ένεση. Σχεδόν δεν είχε ζητήσει καν τα λεφτά προκαταβολικά. Του τα 'χα δώσει από συνήθεια, τα πήρε αφηρημένος. Καταλάβαινα πως δεν ένιωθε καλά, τον είχα πιέσει. Η γριά είχε πάει στο χωριό της. Το χειρουργείο άδειο. Δεν δούλευε πια. Μόνο κάτι παλιές γνωστές. Για χάρη πιο πολύ. Έκτακτες περιπτώσεις. Ο γιος του σπούδαζε γιατρός στο Λονδίνο. Αν προλάβαινε θα του άνοιγε ο ίδιος το ιατρείο κάπου στο Κολωνάκι. Ούτε συζήτηση για την Κοκκινιά. Φυσικά γυναικολόγος. Έπαψα να τον ακούω. Η νάρκωση κουκούλωσε ξανά τις αισθήσεις. Φεύγοντας ταλαιπωρήθηκα πολύ να βρω ταξί. Βγαίνοντας, στο γκρίζο κάθισμα είδα μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα. Έκλεισα την πόρτα γρήγορα μη δει ο ταξιτζής. Η αιμορραγία δεν σταμάτησε παρά δεκαπέντε μέρες μετά. Στο μεταξύ ο χασάπης μου είχε πεθάνει. Δεν πρόλαβε να μου συστήσει αντιβιοτικά. Τα πήρα μόνη μου από το φαρμακείο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο γυναικολόγος κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και συμπλήρωσε κάποιες ακόμη παρατηρήσεις στα χαρτιά. Ίσως κάτι μπορούσε να γίνει με εγχείρηση στο εξωτερικό, αλλά και αυτό με πιθανότητες επιτυχίας κάτω από 40%. Η περίπτωση μου ήταν πολύ άσχημη. Τα γεννητικά μου όργανα είχαν γίνει αδιαπέραστα. Σαν να τα 'χανε χτίσει με μπετόν. Τελεία και παύλα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Άναψα το φως, είχε σκοτεινιάσει πια. Η βροχή εξακολουθούσε να σημαδεύει το λασπωμένο δρόμο. Επτά και μισή. Το ρολόι είχε ξανά σταματήσει. Φθαρμένη μηχανή, δούλευε πότε πότε σαν από θαύμα. Το είχα κι εγώ ταλαιπωρήσει πολύ με μικροεπισκευές, τις αναλάμβανα προσωπικά. Είχα πάθος με τα ρολόγια. Πολλά παλιά ρολόγια ένα γύρω. Δεν δούλευαν. Χρόνος σταματημένος. Τ' αγαπούσα πιο πολύ. Όταν έκαναν ακόμη ένα γύρο. Κι ύστερα πέθαιναν. Κι εγώ πάλι τ' ανάσταινα. Για δυο τρεις μέρες, ή για πέντε ακόμη λεπτά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Πονούσα πάλι - κάθισα στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο. Τύλιξα προσεκτικά τις εξετάσεις, τις έκρυψα στο φάκελο, το συρτάρι κατάπιε ξανά την πληγωμένη φύση μου. Αργότερα είχα αποφασίσει να υιοθετήσω παιδί. Η δικαιολογία της ύπαρξης με ροκάνιζε. Κάτι έπρεπε να κάνω κι εγώ στη ζωή μου. Σχεδόν είχα αρχίσει να νιώθω διαλυμένη σαν σκόνη. Αναστήθηκα με την ιδέα. Το να αποκτήσεις ένα παιδί είναι αυτοσκοπός. Δεν ρισκάρεις. Δεν ψάχνεις. Δεν αναλώνεσαι. Τ' αφήνεις κι έρχεται. Κυλάς μαζί του. Κέρδισες. Δεν σου ζητάει κανείς τίποτ' άλλο. Είναι ο υπέρτατος σκοπός. Κλείνεις τα μάτια ευτυχισμένη. Έκανα το καθήκον μου. Ωστόσο κάποιο λάθος θα έχει γίνει και το θηρίο εξακολουθεί να δαγκώνει παρ' όλ' αυτά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σε λίγο ο μικρός Παναγιώτης θα τρέχει πάνω στο παλιό χαλί αυτής της κάμαρας. Κλείνω τα μάτια. Χαμογελώ . Το ρολόι δουλεύει ξανά. Γίνονται θαύματα. Κρατώ την κοιλιά μου. Ποιος θα το πίστευε; Εγώ η Μαρία που κάνω θαύματα με τα ρολόγια έκανα ένα και στον εαυτό μου. Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν, τόσο πιο πολύ βεβαιωνόμουν πως εκεί κάτω στη μεγάλη μου κοιλιά αναπτυσσόταν ο μικρός Παναγιώτης. Το τρίχρονο μυωπικό παιδί που το βρεφοκομείο αποφάσισε να ξεφορτωθεί. Δεν τολμούσα βέβαια ακόμη να μιλήσω σε κανένα για όλα αυτά. Ιδιαίτερα στον Λύσιο. Θα 'ταν ικανός να με βγάλει τρελή και θα του το χρωστούσα και χάρη. Έτσι έκανε πάντα όταν διαφωνούσε σε κάτι. Η κοιλιά μου όμως ήταν προσωπικό μου θέμα και απαιτούσε ιδιωτικό χειρισμό. Ακόμα, ευτυχώς, μπορούσα να τα κρατώ μυστικά όλα αυτά. Μ' ευχαριστούσε τόσο πολύ που είχα επιτέλους ιδιωτική ζωή. Έπαιρνα στα μάτια μου άλλη αξία. Χώρια που η ιδιωτική μου αυτή ζωή θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδί. Δεν θα 'μουν πια η οποιαδήποτε Μαρία. Αλλά η μητέρα του Παναγιώτη. Όπως η δική μου. Δεν ήταν απλά η Ελένη. Ήταν η μητέρα της Μαρίας. Διαπερνούσε το χρόνο μ' αυτό. Γινόταν αθάνατη. Άφηνε πίσω της έργο. Άξιζε που είχε υπάρξει στη ζωή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η ζαλάδα ήταν έντονη αυτή τη φορά. Δεν πρόλαβα να κρατηθώ. Ένιωσα να πέφτω. Νομίζω άκουσα μια μικρή κραυγή. Ήταν δική μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Τον είδα να 'ρχεται κατά πάνω μου. Λασπωμένα παπούτσια πάνω στο χαλί. Ανέπνεα βρεγμένο χώμα. Ένιωσα έναν πόνο βαρύ στην κοιλιά μου. Την βρήκα σφηνωμένη ανάμεσα στον καναπέ και το τραπεζάκι μπροστά του. Τραβήχτηκα. Ο Λύσιος με βοήθησε να σηκωθώ. Καθίσαμε δίπλα δίπλα στον καναπέ. Με κοίταξε σχεδόν τρομαγμένος. Στα ρούχα του στέγνωνε η βροχή. Μ' έπαιρνε στο τηλέφωνο όλη μέρα. Δεν ήμουν ούτε στο γραφείο. Ανησυχούσε. Τον κοίταξα έκπληκτη. Είχα από καιρό την εντύπωση πως για 'κείνον δεν σήμαινα πολλά. «Κάνεις λάθος», με φίλησε. Η κοιλιά μου εμπόδιζε την απόλυτη επαφή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Φορούσα ακόμη το παλτό. Ο Λύσιος πέρασε το χέρι του από μέσα ψάχνοντας την κοιλιά μου. Την άγγιξε. Έμεινα ακίνητη. Περισσότερο το μάντευα παρά το αισθανόμουν. Την πασπάτευε. Άνοιξε το παλτό μου. Το χέρι του τριγύριζε ακολουθώντας το σχήμα της. Την έπιασε και με τα δύο. Δεν ήταν εύκολο να τη ζουλήξει. Μου ξέφυγε φωνή. Είχα πονέσει. Την ψαχούλεψε καλά και ύστερα σταμάτησε. Έμεινε για λίγο σκεπτικός και ύστερα με κοίταξε. Δεν προσπάθησα να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση. Καλύτερα να γευτεί όλο το μεγαλείο του θαύματος σκέφτηκα, αφού έτσι κι αλλιώς το ανακάλυψε. Περίμενα. Και η ερώτηση ήρθε. Όχι δεν είναι φούσκωμα. Ναι είμαι γκαστρωμένη. Φυσικά και το ξέρω αφού έχω κοντά τρεις μήνες καθυστέρηση. Το τσεκάρισα σήμερα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος αποτραβήχτηκε, άναψε τσιγάρο. Τον ένιωθα να γίνεται μακρινός. Ποτέ δεν ήταν στ' αλήθεια κοντά. Καθένας βουτηγμένος στον εαυτό του. Προχωράμε παράλληλα. Δίπλα. Πάντα ωστόσο μια απόσταση. Τόση που να μην καίγεσαι στην ίδια τη φωτιά. Να μη σε ταράζει η ίδια τρεμούλα. Ό,τι ζητάει ο ένας απ' τον άλλον το προσφέρει ο ίδιος στον εαυτό του. Είναι η ψευδαίσθηση της σχέσης. Ο Λύσιος δεν είχε ζητήσει ποτέ τίποτ' από μένα. Ο καθένας ήξερε το ρόλο που έπρεπε να παίζει για τον άλλο. Το δεχόταν αδιαμαρτύρητα. Μας είχαν πει πως αυτά είναι δοσμένα απ' τη φύση. Πάει και τέλειωσε. Νομίζαμε πως αγαπιόμασταν. Δεν είχαμε ανακαλύψει ακόμη την μπλόφα. Η παγίδα μάς είχε γραπώσει και τους δυο. Ο ένας νόμιζε πως ο φταίχτης ήταν ο άλλος. Ο ένας γαμούσε για να τιμωρήσει. Ο άλλος γαμιόταν για να εξιλεωθεί. Ο Λύσιος όμως σήμερα μυρίζεται έναν κίνδυνο μεγαλύτερο από ποτέ. Με κοιτάζει σαν να τον έχω κιόλας κοροϊδέψει. Νιώθω μια απειλή να πλησιάζει. Δεν μιλά. Βγάζει το παλιό του μοντγκόμερι και τινάζει τις ελάχιστες σταγόνες βροχής που δεν έχουν ακόμα στεγνώσει. Κάνει κρύο εδώ μέσα χωρίς καλοριφέρ. Ακόμη δεν έφεραν πετρέλαιο. Μίλησε στη διαχειρίστρια, την είδε στο ασανσέρ. Αύριο της υποσχέθηκε το βενζινάδικο πως θα μας στείλει. Ξέρω η Τοτάλ εδώ δίπλα. Ναι. Πάντως το κρύο κάνει καλό. Σκοτώνει τα μικρόβια. Άσχετες συζητήσεις για ν' αποφύγουμε την ουσία. Πάντα μιλάγαμε πολύ. Και για όλα. Έλεγε ο καθένας τα δικά του. Από το ένα θέμα στο άλλο. Δεν είχε σημασία αν μιλούσαμε και οι δύο για το ίδιο. Αν συμφωνούσαμε ή διαφωνούσαμε. Αν άκουγε καν ο ένας τον άλλον. Απλά θέλαμε να νιώθουμε μια ακόμη παρουσία πέρα απ' τη δική του ο καθένας σ' αυτό το δωμάτιο. Νιώθαμε τότε πως είχαμε μια δικαιολογία της ύπαρξης μας. Ακόμη και η απειλή σου έδινε τη διαβεβαίωση πως υπάρχεις. Πίστευα πως έτσι ήταν και για τους δυο μας. Αργότερα κατάλαβα πως ο Λύσιος στήριζε πολύ περισσότερο την ισορροπία του σε μένα απ' ότι εγώ σ' αυτόν. Άλλωστε ίσως να μην είχα στηριχθεί στ' αλήθεια ποτέ εγώ πάνω του. Να ήταν έμμεσα το στήριγμα μου, μέχρι που αποφάσισα να πάω στο ίδρυμα. Και τώρα με το θαύμα της κοιλιάς μου νιώθαμε και οι δυο πως κάτι θ' άλλαζε την ήδη υπάρχουσα ισορροπία ανάμεσα μας.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Τον ένιωθα ταραγμένο. Όσο περνούσε η ώρα πιο πολύ. Ζήτησε ένα ποτό. Το κονιάκ βόλευε πιο καλά με τέτοιο κρύο. Η μικρή ηλεκτρική σόμπα περισσότερο φώτιζε παρά ζέσταινε το χώρο. Ήπια και γω μαζί του. Τον ρώτησα για φαγητό. Δεν είχε φάει αλλά δεν ένιωθε και πείνα. Το ίδιο κι εγώ. Αργότερα σκέφτηκα το μωρό στην κοιλιά μου. Δεν θα 'πρεπε να μένω νηστική. Το έμβρυο θα 'τρωγε τότε απ' τις σάρκες μου. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που γκαστρωμένες γυναίκες έχαναν τα δόντια τους ή τα μαλλιά τους. Σκέφτηκα να βράσω δύο αυγά και τα φάγαμε με λίγες φρυγανιές και τυρί. Προγραμμάτισα μάλιστα το βράδυ πριν πέσω να πιω κι ένα ποτήρι γάλα. Δεν θα 'κανα άσχημα αν το εφάρμοζα κάθε μέρα αυτό. Το γάλα έχει ασβέστιο και χρειάζεται για τα κόκαλα του παιδιού, είχα ακούσει σε κάποια ραδιοφωνική εκπομπή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Άναβε το τρίτο τσιγάρο μετά το αυγό. Βάλαμε κι άλλο κονιάκ. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από συναισθήματα. Με ρώτησε τι είχα σκοπό να κάνω. Κούνησα τους ώμους. Το 'βλεπα απλά σαν ένα καθημερινό γεγονός και τίποτ' άλλο, είπα ψέματα. Δεν θ' άλλαζε σε τίποτα τη ζωή μας. Ήπιε μια γουλιά κονιάκ χωρίς να μιλήσει. Δεν πίστευε κουβέντα. Ξέραμε ο ένας τον άλλο πια, από συνήθεια. Έσβησε το τσιγάρο του με μικρές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Αυτό το έκανε όταν ήταν αναστατωμένος πολύ. Κανείς μας δεν διέκοπτε τη σιωπή. Είχε σφηνώσει ανάμεσα μας. Κάτι σαν πάλη, ποιος θα φανεί πιο ψύχραιμος στον πανικό του άλλου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος σηκώθηκε. Ήταν πια εννέα. Ήθελε να προλάβει τα νέα στην ΕΡΤ. Μια ωραία δικαιολογία να κοπάσει η ένταση ανάμεσα μας. Περισσότερο τον ενδιέφερε ο καιρός, είπε. Αύριο είχε πολλές διαδρομές να καλύψει με το αυτοκίνητο. Το καθίκι ο Παπαδάκης θα διάλεγε πάλι αυτόν να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα με τέτοιο καιρό. Γεννήθηκε το θέμα της σόμπας αυτομάτως. Ποιος θα την κρατούσε απ' τους δύο. Μεταφέρθηκα λοιπόν και γω στον καναπέ μαζί του και δίπλα μας μπήκε η σόμπα. Έκλεισα το φως στην κουζίνα μην καίει άδικα και πήρα μαζί το κονιάκ. Αύριο θα ξέπλενα τις αυγοθήκες και τα κουταλάκια. Με τέτοιο καιρό που να βάλω τα χέρια μου στα νερά. Το θερμοσίφωνο της κουζίνας δεν τ' ανάβαμε σχεδόν ποτέ για οικονομία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κάθισα δίπλα του. Ο Τέρενς Κουΐκ είχε αρχίσει κιόλας τα δικά του. Το θέμα της ημέρας οι βροχές σ' όλη τη χώρα. Έμοιαζε να είναι το πιο σημαντικό γεγονός που μας συνέβαινε την τελευταία βδομάδα καθώς άδειαζαν και τα αποθέματα των τροφίμων μας στις λαϊκές και στα σούπερ μάρκετς. Λίγο ακόμη και η χώρα θα 'μοιαζε σαν να 'βγαινε από πόλεμο. Ο καιρός δεν μας είπε κάτι καλύτερο. Ο παρουσιαστής ανάγγειλε άλλον μετεωρολόγο και μεις είδαμε άλλον στο γυαλί . Καλύτερα γιατί αυτόν τον καραφλό τον συμπαθώ περισσότερο. Μοιάζει να χαμογελά ακόμη κι όταν μιλάει για κατακλυσμούς. Η κακοκαιρία συνεχίζεται λοιπόν και αύριο για όγδοη μέρα. Ανταλλάξαμε βλέμματα. Ίσως μπορούσα ν' αποφύγω σκέφτηκα και πάλι το γραφείο. Θα 'κανα κάποιες μεταφράσεις στο σπίτι. Θα 'φτιαχνα και ρεβύθια σούπα, ταίριαζαν στον καιρό . Σχεδόν χάρηκα. Περισσότερο μου άρεσε η σκέψη πως θα μέναμε οι δυο μας, εγώ και η κοιλιά μου, μόνοι μας. Είχαμε πολλά να σκεφτούμε. Το κατάλαβε. Δεν είπε τίποτα. Το είδα όμως ότι το κατάλαβε. Έπαιξε τα μάτια και κοίταξε αλλού. Κλείσαμε την τηλεόραση. Είχε ένα ελληνικό αστυνομικό. Σαχλαμάρα. Δεν πετύχαινε η συνταγή ποτέ όταν προσπαθούσαν να μιμηθούν τα ξένα. Ουαί. Μου 'ρχόταν πάλι εμετός και δεν έφταιγε η εκπομπή τώρα γι' αυτό. Αναλογιζόμουν το κρεβάτι. Η σκέψη τριβέλιζε το μυαλό μου. Μ' αυτή τη κοιλιά φοβόμουν το γαμήσι. Τριών μηνών βέβαια κανένας δεν σου λέει να μην το κάνεις. Δεν μοιάζει διόλου επικίνδυνο, αλλά η δική μου η κοιλιά τόσο απότομα που είχε μεγαλώσει έδειχνε σαν επτά. Και την ένιωθα να τσιτώνει κι άλλο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ο Λύσιος με κοίταξε περίεργα ενώ γδυνόμουν τουρτουρίζοντας μπροστά στο σομπάκι - το μεταφέραμε στην κρεβατοκάμαρα. Πρόσεξε και 'κείνος ό,τι είχα επισημάνει κι εγώ. «Σίγουρα λες μόνο τριών μηνών;» Τον διαβεβαίωσα, γιατί στ' αλήθεια θυμόμουν ότι πριν είχα περίοδο. Ήταν άλλωστε και σημειωμένο στο ημερολόγιο μου. Με κοίταξε στα μάτια σχεδόν απελπισμένος. Ήθελε πολύ να το πιστέψει. Είπε: «Υπάρχουν ξέρω περιπτώσεις που είναι γκαστρωμένες και έχουν περίοδο.» Αυτό ήταν. Πώς δεν το είχα κι εγώ σκεφτεί τόσες ώρες. Με τόση μεγάλη κοιλιά δεν ήταν δυνατόν να ήμουν μόνο τριών μηνών. Τι μαλακίες κάθομαι και λογαριάζω. Θα 'μουν επτά σίγουρα, μπορεί και οκτώ. Σκέφτηκα την υπόθεση μου που θα πέρναγε την άλλη βδομάδα από το συμβούλιο του ιδρύματος και ρίγησα. Σήμερα ήταν Πέμπτη. Μπορεί να 'μουν κιόλας στον ένατο. Γι' αυτό και οι πόνοι. Μπορεί σε τέσσερις πέντε μέρες να γεννούσα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Έκλεισα τα μάτια. Μια ταραχή ξεκινούσε πάλι από τα σωθικά μου και απλωνόταν σ' όλο το σώμα. Ένιωσα τα πόδια και τα χέρια μου να τρέμουν. Το μυαλό μου σφίχτηκε. Ήταν μέσα μου όλα τόσο μπερδεμένα. Κρατήθηκα από την καρέκλα μην πέσω. Παλιότερα για τις ζαλάδες ο παθολόγος μου είχε συστήσει ηρεμιστικά, τα 'παιρνα κατά καιρούς, παρ' όλο που δεν καταλάβαινα πως μπορούσαν να θεραπεύουν τις ζαλάδες. Τώρα δεν τα 'θελα. Φοβόμουν μήπως πειράξουν το παιδί. Το 'χα διαβάσει στις οδηγίες, αν θυμάμαι καλά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> «Κρυώνεις.» Άκουσα τη φωνή του. Γιατί όχι; Μπορεί να ήταν από το κρύο που έτρεμα. Φόρεσα το φανελάκι μου και χώθηκα κάτω απ' το πάπλωμα. Ήταν ζεστά. Το σώμα του Λύσιου είχε θερμάνει το κρεβάτι. Δεν έσβηνε το φως. Κοιτούσε μονάχα έξω απ' την τζαμόπορτα του μπαλκονιού. Είχε σταματήσει να ρίχνει αλλά περιμέναμε να ξαναρχίσει όπου να 'ναι. Μακριά φώτιζαν τις στέγες αστραπές.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το σκεφτόταν πολλή ώρα και τέλος το ρώτησε. Για τον μικρό Παναγιώτη. Το 'ξερα πως τον απασχολούσε. Αν ήμουν γκαστρωμένη θα 'πρεπε να σταματήσω τη διαδικασία με τον Παναγιώτη. Τον κοίταξα στα μάτια. Με ψάρευε. Κρεμόταν απ' αυτή την απάντηση. Αναρωτήθηκα γιατί. Δεν το ρώτησα. Είχε στηρίξει πολλά στη σχέση μας έτσι όπως ήταν μέχρι τώρα. Δεν ήξερα τι ν' απαντήσω. Είπα μόνο, ναι, θα το σκεφτώ. Δεν ξέρω αν ησύχασε. Εγώ όμως άρχισα να καταλαβαίνω πόσο είχε μπερδευτεί η κατάσταση. Ο Λύσιος είπε πως έτσι έπρεπε να κάνω. Να πω στο ίδρυμα ότι είμαι έγκυος. Όλοι θα προτιμούσαν το δικό τους παιδί από ένα ξένο. Ωστόσο ο καθένας θα το καταλάβαινε. Το θέμα δεν ήταν εκεί. Να διαλέξω δηλαδή το δικό μου - δικό μας παιδί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Τον κοιτούσα ακόμη προβληματισμένη. Ο Λύσιος απέφυγε το βλέμμα μου. Σφάλισε τα μάτια του γρήγορα σαν να 'θελε να διώξει κάποιον εφιάλτη από μέσα του. Πώς δεν το 'χα αμέσως καταλάβει; Άρχιζε τώρα κάτι να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Ζούσα σε τέτοια ένταση, σχεδόν εξωπραγματική. Αυτό με βοηθούσε να συλλάβω ιδέες και καταστάσεις που μπορεί ποτέ άλλοτε να μην το κατάφερνα. Ο Λύσιος πριν δυο χρόνια είχε δεχτεί την πρόταση μου για υιοθεσία γιατί το παιδί δεν θα 'ταν δικό του. Δεν το 'βλεπε σαν μια αληθινή κατάσταση και γι' αυτό δεν είχε αρνηθεί. Στ' όνομα μου είχα ζητήσει από το ίδρυμα την υιοθεσία. Εγώ θα έπαιρνα το παιδί. Και σαν άγαμη που ήμουν δεν είχα δικαίωμα να διεκδικήσω κάποιο νεογέννητο και υγιές. Γι' αυτό μου έδιναν τον Παναγιώτη. Ο Λύσιος δεν θα 'χε καμία συμμετοχή. Ο Παναγιώτης θα ήταν γι' αυτόν απλά ένας συγκάτοικος. Τώρα το πράγμα βέβαια άλλαζε. Αν έβγαινε κάτι απ' την κοιλιά μου θα 'ταν και δικό του αφού είχαμε αποκλειστικότητα στο σεξ. Η σχέση μας λοιπόν έπαιρνε άλλη τροπή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το φως ήταν ακόμη αναμμένο. Και 'κείνος με τα μάτια κλειστά. Ένιωθα την κούραση να με τυλίγει ολοκληρωτικά. Έπρεπε να πάψω επιτέλους να σκέφτομαι. Έπρεπε να μετρήσω πάλι προβατάκια και να κοιμηθώ . Η σημερινή μέρα είχε πολλά συσσωρεύσει. Ήμουν από τα χαράματα ξυπνητή. Γύρισα πλευρό κι έκλεισα τα μάτια. Κλικ και σκοτείνιασε. Ο Λύσιος έσβησε το φως. Σιωπή. Ένιωσα ν' αρχίζει το ταξίδι. Βυθιζόμουν. Και τότε άκουσα πάλι να με φωνάζει. Δεν κοιμόταν. Δεν τον άφηνε η αγωνία να χαλαρώσει. Ο Λύσιος πίστευε πως μ' αγαπούσε. Μπορεί να 'ταν κι έτσι. Η αγάπη ήταν το όπλο του. Εγώ ήμουν το θύμα αυτού του όπλου. Ο Λύσιος με ήθελε όλη δική του. Κι αγωνιούσε για το τι περιείχε η τεράστια κοιλιά μου. «Μαρία, πρέπει να πας για τεστ.» Κατάλαβα πόσο μια θετική απάντηση θα 'ταν για κείνον οδυνηρή. Έβλεπα πως δεν ήθελε παιδί. Εκείνη όμως την ώρα δεν μπορούσα να καταλάβω τη βαθύτερη αιτία που τον έκανε όχι μόνο ν' αντιδρά στην ιδέα ενός τρίτου προσώπου ανάμεσα μας, αλλά να φοβάται στην κυριολεξία την ύπαρξη του παιδιού.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Του πέταξα ένα «εντάξει» μόνο και μόνο για ν' απαλλαγώ απ' τις συζητήσεις και να κοιμηθώ. Το μυαλό μου όμως δούλευε πυρετικά προσπαθώντας ν' αναλύσει τις αιτίες της τόσο μεγάλης του ταραχής. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε παιδιά. Ήταν ότι είχε ένα παιδί. Με 'κείνην. Την άλλη. Την πρώην. Ένα κορίτσι. Δικό του. Ήταν ήσυχος. Τα είχε κάνει όλα. Είχε το έπαθλο του τελειωμένου καθήκοντος. Μια καλή δουλειά. Είχε κάνει οικογένεια. Έγινε πατέρας. Μετά βέβαια χώρισε. Πλήρωνε όμως ότι μπορούσε για διατροφή. Δεν είχε τίποτα από το προσχέδιο παραλείψει όταν έφτασε στην εκτέλεση. Ήταν κερδισμένος. Κάτι περισσότερο απ' αυτό. Πλήρης. Το διάτρητο θνητό σώμα βουλωμένο καλά παντού με συναισθήματα. Δεν στάζει. Δεν εκρέει. Δεν αιμορραγεί. Στηρίζεται. Έχει ολοκληρωθεί . Τα βήματα σταθερά. Διαγραμμένα με προϋποθέσεις επιτυχίας. Κι όμως. Κλυδωνιζόμενα. Σε κάθε βήμα ο κίνδυνος μια τρύπα να πετάξει το βούλωμά της. Κι η ανασφάλεια να χυθεί. Σχεδόν ένιωθα μια έντονη λύπη γι' αυτόν, εγώ, με τα χιλιάδες ανοίγματα που αφοδεύουν την ψυχή μου μετά βδελυγμίας. Όσο και να σκέφτομαι δεν κατορθώνω να καταλάβω τι είναι εκείνο το ιδιαίτερο που τον φοβίζει σ' αυτό το παιδί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος δεν κοιμάται. Νιώθει τον κίνδυνο να πλησιάζει. Δεν μιλά. Δεν μιλώ. Κάνω πως κοιμάμαι. Η ώρα περνά. Η νύχτα βαθαίνει. Η νύχτα ξασπρίζει. Ο Λύσιος πονά. Και με πονά. Το φως του φεγγαριού έχει εγκατασταθεί στο δωμάτιο. Χτυπάει αλύπητα το πρόσωπο του. Τον κοιτάζω. Τα μάτια του ανοιχτά. Το στόμα του ακόμα μια σχισμή σφιγμένο. Δεν μιλάμε. Ξέρουμε και οι δυο, οι λέξεις δεν εκφράζουν τις καταστάσεις. Αλλοιώνουν μόνο τα γεγονότα, κρύβουν τα συναισθήματα. Η επικοινωνία δεν γίνεται με λόγια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Γέρνω στο δικό μου πλάι. Η κοιλιά μου διαγράφει το ημικύκλιο μαζί μου. Υπάρχει πάντα. Το ξέρουμε και οι δύο. Για διαφορετικό λόγο ο καθένας μας νιώθει φόβο. «Αύριο να πας κιόλας.» Το περίμενα. Κι ακόμα ξέρω πως πρέπει να το κάνω. Να μάθω επιτέλους. Δεν πιστεύω να κοιμηθώ. Σφαλίζω όμως τα μάτια. Λίγες ώρες με χωρίζουν απ' το αύριο. Και αύριο θα μάθω την αλήθεια. Αυτό που κουβαλάω εντός.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Στριμώχνομαι στην άκρη άκρη του κρεβατιού προσπαθώντας να μην τον ακουμπήσω καθόλου. Έτσι ελπίζω να μην του περάσει καθόλου απ' το μυαλό η επιθυμία να γαμηθούμε απόψε. Η ένταση όμως είναι πολύ πιο δυνατή για να πιστέψει και ο ίδιος πως μπορεί να κοπάσει με έναν οργασμό. Δεν μας παίρνει απόψε για τέτοια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-27841172814936356252010-05-17T11:16:00.001-07:002010-06-14T11:32:29.853-07:00<div class="Style1" style="text-align: justify;"><b><u><span style="font-family: UB-Helvetica;">ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></u></b></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η αίθουσα λευκή, κάτασπρη, γυαλιστερή. Μεσ' το μυαλό μου υπήρχε πάντα αυτό το χρώμα σαν εφιάλτης. Ξανά και ξανά στην ξαναμμένη σκέψη η άσπρη λαδομπογιά των χειρουργείων. Συνειρμικό το σφίξιμο στην καρδιά. Έδωσα στον υπάλληλο το μικρό βαζάκι με τα ούρα. Ήταν ακόμη ζεστά. Υγρά του σώματος μου προς εξέταση. Πάντα μ' ενοχλούσε αυτό. Εισχωρούσαν ψάχνοντας τα σωθικά μου, αναλύοντας και αποκρυπτογραφόντας τις μυστικές μου διεργασίες. Τα ναι και τα όχι μου. Τις άμυνες και τους συμβιβασμούς. Πάθη και όνειρα. Οι εκκρίσεις μου περικλείουν τον εαυτό μου. Είμαι εγώ που διατάζω. Είμαι εγώ που διατάζομαι από μένα. Εγώ είμαι ο παράδεισος και η κόλαση μου. Οι εκκρίσεις μου θα πουν την αλήθεια για το περιεχόμενο της κοιλιάς μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η κοπέλα γράφει τ' όνομα μου στο μικρό αυτοκόλλητο χαρτάκι που κολλά στο βαζάκι. Με λένε Μαρία λοιπόν. «Επίθετο;» Το χαμόγελο μου δεν της λέει πολλά. Κυρίως δεν μαρτυρά αυτό που εκείνη θέλει. Μπορώ να πω πως είμαι μια Μαρία απ' όλες. Ίσως κι όλες μαζί. Κι ίσως όχι μόνο αυτές. Αλλά άπασες. Είμαι όλες. Πάντα ένιωθα πως δεν ήμουν μόνο εγώ. Η μοναξιά μου δεν είχε σχέση με την ποσότητα των ατόμων, έστω κι αν αυτά δεν ήταν δίπλα μου, αλλά βαθιά κρυμμένα εντός μου. Η μοναξιά έχει σχέση με την ουσία. Ή την αλήθεια, όπως θέλετε πέστε το. Η μοναξιά υπάρχει όταν δεν ξέρεις την αλήθεια. Η μοναξιά υπάρχει και όταν ξέρεις την αλήθεια. Η μοναξιά υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση δεν είναι πια εχθρός.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Η κοπέλα περίμενε υπομονετικά. Κόντευα να την ξεχάσω. Έγραψε το επίθετο που κατάφερα να ψιθυρίσω στη σύγχυση μου και ζήτησε να την ξοφλήσω. Σε δυο ώρες μπορούσα να έχω το αποτέλεσμα είπε κοιτάζοντας επιδεικτικά πλέον την τεράστια κοιλιά μου. Σίγουρα δεν της είχε ξανατύχει τέτοια πλάκα. Μια πελάτισσα λίγο πριν γεννήσει να ρωτά αν είναι γκαστρωμένη. Έκανα πως δεν το κατάλαβα. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι που δεν το συζητούσα καν με τον εαυτό μου, πόσο μάλλον μ' αυτήν. Λίγο πριν φύγω με ρώτησε νομίζω αν, σε περίπτωση που το τεστ έβγαινε θετικό, ήθελα να προχωρήσουν σε ορμονικό προσδιορισμό για να μου δώσουν τις πιθανότητες του φύλου. Την κοίταξα σχεδόν χωρίς να τη βλέπω. Μα είναι σίγουρο πως πρόκειται γι' αγόρι, την αποστόμωσα. Το βλέμμα της κυριεύτηκε από μια υποψία. Πάγωσα όταν την κατάλαβα. Η κοπέλα του εργαστηρίου για εξετάσεις ούρων με υποψιαζόταν για τρελή. Χαμογέλασα βεβιασμένα. Δεν ήθελα να δώσω συνέχεια. Ο κόσμος δίπλα μου ανανεωνόταν διαρκώς. Είχα μείνει ήδη παραπάνω απ' όσο απαιτούσε η ανάγκη. Άλλωστε κανείς τους δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Δεν είχα καν ούτε εγώ την πολυτέλεια της κατανόησης των πρόσφατων γεγονότων. Απλά τα δεχόμουν.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είχα ακόμη δυο ώρες χρόνο να μη γνωρίζω την αλήθεια. Κατηφόρισα την Αναγνωστοπούλου μέχρι την πλατεία. Δυο ώρες καιρό . Είχε σταματήσει να ρίχνει και οι λάσπες πύκνωναν στους πατημένους δρόμους. Τα πεζοδρόμια βρόμικα γλιστρούσαν. Σκαλοπάτια από λευκό μάρμαρο, εκτυφλωτική λευκή γυαλάδα δίπλα στις λάσπες. Πάλι το λευκό ακτινοβολεί στο μυαλό μου. Και νάτο ξανά αυτό που κάθε τόσο υπονομεύει τον εαυτό μου. Κρατιέμαι στον πέτρινο τοίχο του μαγαζιού με την εντυπωσιακή χρυσοασημιά βιτρίνα. Η μύτη μου κολλημένη στο τζάμι. Για κλάσματα του δευτερολέπτου βγαίνω εκτός. Η ζαλάδα μου με κυνηγά. Με νεκρώνει. Έλπιζα πως κάποτε αυτό θα μέρευε. Πατάω σταθερά το πόδι μου που είναι έτοιμο να μετρήσει τα σκαλοπάτια, να με τσακίσει στον ανώμαλο κατηφορικό δρόμο. Η πωλήτρια της μπουτίκ με κοιτάζει. Κοιτάζω το βλέμμα της που με βλέπει. Όχι, δεν πρόκειται για υποψήφια πελάτισσα. Μου γυρίζει την πλάτη και συνεχίζει τη δουλειά της.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το κεφάλι μου βουίζει. Οι σκέψεις αστράφτουν εντός. Κρατιέμαι από τους τοίχους των καταστημάτων πρώτης κατηγορίας και κατηφορίζω. Στην πλατεία τα καθίσματα υγρά αν και σκουπισμένα. Το εσωτερικό των καφενείων σκοτεινό. Μ' αρέσει το φως όταν είναι πρωί. Λατρεύω το σκοτάδι το βράδυ. Γλιστράω σε μια κόχη πολυκατοικίας στη Σκουφά. Λευκά σκαλιά οδηγούν σε ψηλότερα πατώματα. Κάθομαι σ' αυτά στριμωγμένη στον τοίχο. Βαμμένος γκρίζος σκούρος, σχεδόν με κάνει αθέατη. Ο κώλος μου παγώνει στο μάρμαρο. Είναι το λιγότερο που μπορεί να μου συμβεί. Κόσμος ανεβαίνει και κατεβαίνει. Κρατά πλαστικές σακούλες. Διακρίνω παπούτσια χορού. Μάγιες. Κολάν. Η Αθήνα διψάει να χορεύει. Να μη σκέφτεται. Μικρές και μεγάλες Μαρίες ακολουθούν το σωρό. Τις υποδείξεις. Από πάντα. Κι αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Τους έχουν χτίσει ακόμη και την έξοδο κινδύνου. Μετά γκαστρώνονται. Είναι μια λύση για να εξακολουθούν να υπάρχουν. Κι ύστερα περιμένουν το παιδί. Η αίθουσα αναμονής ποτέ δεν τελειώνει. Η γέννηση λένε βάζει το δικό της φωτοστέφανο. Ύστερα υπάρχει πια το παιδί. Το πιο γερό άλλοθι να διαιωνίζεις την ύπαρξη σου. Αυτό δεν σταματά ποτέ. Ακόμη κι αν πάψει να βρίσκεται ανάμεσα στους ζωντανούς - μοτοσικλέτες, πόλεμοι, ναρκωτικά - εσύ πρέπει να εξακολουθείς να υπάρχεις. Κάποιος καλείται ν' ανάβει κερί στη μνήμη του, τριήμερα, εννιάμερα, σαράντα κι ύστερα τα χρόνια κυλάνε. Έχεις πάντα ένα λόγο να ζεις. Δεν λέω αιτία. Ποιος ξύνει πια με τα νύχια τον τοίχο;<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το ρολόι βαδίζει αργά κι εγώ πάλι καλπάζω. Κάθομαι στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Οι περαστικοί με κοιτάνε, θα με θυμούνται αν με ξαναδούν; Χαμογελώ. Περιμένω. Στο μυαλό μου κουδουνίζουν καμπάνες, τα λεπτά που μετρώ. Μου μένουν ακόμη εβδομήντα λεπτά για να αγνοώ την αλήθεια<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το κίτρινο σαν χρυσό μικρό σπορ αυτοκίνητο με τους μεγάλους προβολείς σταμάτησε μπροστά μου. Τα λεπτά που περίμενα με έκαναν να παγώνω. Είχε από ώρα σκοτεινιάσει. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα δίπλα του από μέσα. Χώθηκα γρήγορα ελπίζοντας να ζεσταθώ, αλλά όχι μόνο γι' αυτό. «Με συγχωρείς.» Ήξερα υπήρχαν όλες εκείνες οι υποχρεώσεις που καμπουριάζουν τους ώμους των αντρών. Κι ύστερα κάνουν μια έτσι, αποτίναξη λέει, και νομίζουν ότι ξέφυγαν. Διαλέγουν κάτι άλλο που καταλήγει στο ίδιο. Δεν έμαθαν το κόλπο της επιλογής. Ίσως γιατί απλά δεν υπάρχει. Τον κοίταξα. Το λευκό στρογγυλό πρόσωπο, μελαχρινό, εκφραστικό. Σγουρά μαλλιά. Φρεσκοξυρισμένος αλλά η περιοχή με τα γένια διαγράφεται έντονα. Θυμάμαι κάποιος φίλος του πατέρα μου έβαζε πούδρα, είπα. Χαμογέλασε. Όχι δεν ήταν αδελφή. Λίγη κοκεταρία παραπάνω δεν πειράζει. Είχε μεγαλώσει άλλωστε στο εξωτερικό. Πάει αυτό. Το μικρό σπορ αυτοκίνητο κυλά σιγανά. Μποτιλιάρισμα. Τα μαγαζιά έχουν κλείσει. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας πηγμένη. Κάθε βράδυ το ίδιο. «Πού πάμε;» Κάπου εξοχικά. Ήξερε εκείνος. Βγήκαμε από την Αλεξάνδρας στη Μεσογείων και ο δρόμος άνοιξε πια. Το μικρό κίτρινο σπορ αυτοκίνητο απέδειξε ό,τι υποσχόταν. Ταχύτητα, σπινάρισμα, εκκωφαντική στροφή από το Σταυρό δεξιά για Παιανία. Ο Λύσιος χαμογελούσε. Για μένα ήταν σαν να μη συνέβαινε τίποτ' απ' αυτά. Το μυαλό μου ταξίδευε αλλού . Χρειάστηκε να μου τονίσει τις ικανότητες του αυτοκινήτου, τα φαρδιά λάστιχα, το κράτημα στις στροφές, το σίγουρο φρενάρισμα, την ετοιμότητα του οδηγού του. Και φτάσαμε. Εξοχικό ταβερνάκι, λίγα φώτα, δεν έμοιαζε να είναι μέσα κανείς. Ώρα οκτώ και μισή. Οι συμπατριώτες μας βγαίνουν μετά τις δέκα. Τόσο το καλύτερο. Δεν είχα όρεξη για συναναστροφές. Με κοίταξε στα μάτια. «Σ' αρέσει εδώ;» Δεν ήξερα ακόμα. Ωστόσο έμοιαζε ζεστό. Κατεβήκαμε. Κλείδωσε το αμάξι του προσεκτικά. Μου άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού. «Πού θες να καθίσουμε;» Τράβηξε την καρέκλα μου. Επιτέλους απέναντι μου χωμένος στον κατάλογο των φαγητών. Δεν πεινούσα πια. Όλα έμοιαζαν πολύ οργανωμένα. Λεπτό προς λεπτό. Στρατηγική. Περίμενα το επόμενο βήμα. Ήρθαν οι πίτσες. «Μπίρα;» «Όχι κρυώνω αρκετά. Η καλύτερη ιδέα θα 'ταν κανένα κονιάκ.» «Δεν το 'χω ξαναπιεί με πίτσα.» «Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά.» Με κοίταξε με σημασία. Ύστερα αναζήτησε το ρολόι του. Κι άρχισε να τρώει βιαστικά. Προτίμησα να μην αρχίσω να συνδυάζω από τώρα τα γεγονότα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το μυαλό μου πάντα προέτρεχε και μου χαλούσε τη στιγμή. Ιδιαίτερα εκ των υστέρων που αποδεικνυόταν πως είχα δίκιο. Ουδέν κέρδος ωστόσο μια και οι εξελίξεις σπανίως εξαρτιόνταν από τις δικές μου επιθυμίες. Μόνο μια άρνηση μπορούσε να επηρεάσει εκ μέρους μου τα γεγονότα. Αλλά άρνηση δεν σημαίνει ζω. Κι ύστερα πάντα ελπίζεις πως το επόμενο βήμα θα ξεπλύνει την προηγούμενη αποτυχία. Θα καλύψει την αίσθηση του κενού.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">«Δεν σ' αρέσει;» «Μου έκοψε την όρεξη το κονιάκ.» Βιάστηκε να ζητήσει το λογαριασμό και μέτρησε τα χρήματα ακριβώς. Κέρδιζε χρόνο. Το γκαρσόνι χαμογέλασε. Επιτέλους όλοι ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί τις επόμενες στιγμές μεταξύ μας. Σίγουρα η βιασύνη δεν σήμαινε πως τρέχαμε για να προλάβουμε αεροπλάνο. Στο αυτοκίνητο έβαλε μουσική. Την είχε διαλέξει από πριν προσεκτικά. Δεν ήταν απόλυτα του γούστου μου, είπα μ' αρέσει. Χειμώνας 1982. Δεν τολμούσα να 'χω επιθυμίες.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το αυτοκίνητο σταμάτησε μαλακά μπροστά σ' ένα μονόροφο σπίτι, μισοχτισμένο με πέτρα. Απ' την ταράτσα ξέφευγε η καμινάδα του τζακιού. Γύρω συρματόπλεγμα, πρασινάδα πυκνή, λιγούστρα ανέβαιναν γρήγορα χωρίς λουλούδια. Κρατούσε το μεγάλο κλειδί σε ιδιαίτερο κρίκο. Δεν ερχόταν συχνά. Χόρτα και λάσπες ανακατωμένα. Μια λίμνη μικρή με τοιχάκι βαμμένο γαλάζιο και ξεπηδούσε ένα σιντριβάνι. Το καλοκαίρι γέμιζε τη λιμνούλα νερό. Κολυμπούσαν μου είπε βατράχια. Στο εσωτερικό του σπιτιού μάς τύλιξε η μυρωδιά της κλεισούρας. Είχε καλοριφέρ αλλά δεν θα προλάβαινε να ζεσταθεί. Καλύτερα με τη σόμπα. Δεν άναψε φως. Η σόμπα κοκκίνιζε το χώρο. Με παρέσυρε σ' ένα δωμάτιο απαλά. Απ' το παράθυρο αγωνιζόταν να μπει φως απ' το φανάρι του δρόμου. Τράβηξε βιαστικά τις κουρτίνες. Ίσως δεν έπρεπε ν' ανακαλύψω το χώρο. Θα 'ταν σαν να παραβίαζα τη ζωή του που λίγο ως πολύ προσπαθούσε να την κρατήσει μυστική. Καθίσαμε στο κρεβάτι. Είχε στρώσει πάνω του ένα σεντόνι. «Να 'μαστε καθαρά.» Το 'νιωθα υγρό. Άφησε το χέρι του να ταξιδεύει στο πρόσωπο μου. Τώρα πια κάθε σκέψη ήταν περιττή. Βάδιζα στην προκαθορισμένη πορεία. Ελπίζοντας, είναι αλήθεια. Το 'χα ανάγκη. Η μοναξιά μου είχε κρατήσει πολύ. Μήνες. Στην ηλικία μου έμοιαζε ατέλειωτος χρόνος. Αφέθηκα στο χάδι του. Το χέρι του χούφτωνε τα βυζιά μου πάνω απ' το λεπτό πουλόβερ. Οι ρώγες μου είχαν τεντωθεί περιμένοντας. Κάτω μου άρχιζε να καίει μια φωτιά. Ο Λύσιος ταξίδευε τα δάχτυλα του μέσα στο σουτιέν μου. Ήθελα να το βγάλω, αλλά κρατιόμουν θέλοντας να έχει εκείνος την πρωτοβουλία. Οι ρόλοι προκαθορισμένοι. Η εκπαίδευση είχε αφομοιωθεί εύκολα. Δεύτερη φύση.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Τα χείλη του σιγοψιθύριζαν στ' αυτί μου. Φιλούσαν με δεξιοτεχνία το λαιμό μου. Ήμουν έτοιμη να εκραγώ . Το δωμάτιο είχε ολότελα φλογωθεί, κατακόκκινο σχεδόν ριγούσε από καβλωτικούς ατμούς. Η καρδιά μου βασανιζόταν στο στήθος μου. Ο Λύσιος κατάλαβε. Μπορούσε να προχωρήσει. Χωρίς βία ξεκούμπωσε τα ρούχα μου. Τον βοήθησα να με απαλλάξει. Έμεινα με τη μικρή μαύρη μου δαντελένια κιλότα στο υγρό σεντόνι. Εκείνος μεθοδικά έβγαλε τα ρούχα του και τα στοίβαξε σε μια καρέκλα κάπου στο δωμάτιο. Ακόμη δεν είχα καταλάβει τα σύνορα των τοίχων. Ήρθε κοντά μου. Το φύλο του ορθωμένο κοντά στο πρόσωπο μου - με πονούσε η αναμονή της επαφής. Κάθισε δίπλα μου. Χάιδεψε τις τρίχες ελαφρά. Ένιωθα την αναπνοή μου να χάνεται. Ασφυκτιούσα από προσμονή. Κινήθηκα αργά βοηθώντας τον να πετάξει το εσώρουχο. Επιτέλους. Οδήγησε το χέρι μου στο σκληρό του όργανο. Το 'πιασα διστακτικά, ενώ θα 'θελα να το ξεσκίσω στις χούφτες μου, να το ζουλήξω, ακόμη να το καταπιώ. Ήμουν λιωμένη απ' την αναμονή. Ένα κύμα που χυνόταν, έπλεε πάνω στο υγρό σεντόνι. Υγρή φωτιά. Το δάχτυλο του βυθίστηκε με βία μέσα στον κόλπο μου. Ανακάλυψε την πλημμύρα. Δεν τον έβλεπα πια. Άκουσα μόνο ψιθυριστή τη φωνή του να καίει τ' αυτί μου. «Είσαι έτοιμη.» Δεν μίλησα. Ήταν μια διαπίστωση. Δεν ρωτούσε. Και γλίστρησε μέσα μου με ορμή. Το βάρος του έκανε την καρδιά μου να παλεύει ακόμη πιο πολύ. Η διέγερση μου σφυροκοπούσε στα τοιχώματα του μυαλού μου. Η αναπνοή κομμένη. Φουσκωμένο κάθε κύτταρο του σώματος με καυτό αίμα. Στον κόλπο μου μια σκληρή σάρκα πηγαινοέρχεται. Ιδρώνω. Η φούντωση μένει σταθερή. Προσδοκία για ένα σπασμό, λύτρωση που δεν έρχεται. Τεντώνω τις αισθήσεις μου και περιμένω. Η φούντωση μένει σταθερή. Κι ύστερα τα σωθικά μου παγώνουν. Το σώμα γίνεται ένας κόμπος που δεν λύθηκε. Ο Λύσιος έχει τελειώσει και ξαπλώνει δίπλα μου. Στο πρόσωπο του λάμπει η ικανοποίηση. Κλείνει για λίγο τα μάτια. Σφίγγω τα βλέφαρα να φυλακίσω τα υγρά που θέλουν να ξεχυθούν από κει. Έχει ανέβει η στάθμη μέσα μου και ξεχειλίζω. Καταπίνω τον κόμπο στο λαιμό. Ανοίγει τα μάτια. Με φιλά στο μέτωπο. Χείλη υγρά. «Την άλλη φορά θα 'ναι καλύτερα. Σε ήθελα βλέπεις πολύ.» Δεν μίλησα. Πιέστηκα να χαμογελάσω. Ένιωθα τις ωοθήκες μου να με σφάζουν. Ένας σουβλερός πόνος στη μήτρα και αντανακλούσε σ' όλο το κορμί. Πίστευα ότι με τον Λύσιο θα 'ταν αλλιώς. Αν με ρωτούσε όμως κανείς δεν θα 'ξερα ν' απαντήσω. Στα τυφλά προσπαθούσα να βρω το δρόμο, να οδηγηθώ στον εαυτό μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Δεν κατάλαβε τίποτα. Σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο. Άκουγα τα νερά. Το χέρι μου ασυναίσθητα κατέβηκε χαμηλά. Ένα τρομακτικό ρίγος ηλέκτρισε όλο μου το σώμα. Ίσως την άλλη φορά. Σηκώθηκα κουρασμένη. Το σπέρμα κυλούσε. Τα μέλη μου πονούσαν. Το σώμα μου είχε πάλι αρρωστήσει. Το μυαλό - τέρας με δόντια σουβλερά - βύθιζε τη μανία του στις δικές του σάρκες. Παραδόθηκα. Ο έρωτας έμοιαζε να 'χει διαχωριστεί απ' τον οργασμό στη ζωή μου. Αλλά να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο έμοιαζε πολύ οδυνηρό για να διαρκέσει για πάντα. Έτσι ο έρωτας έπρεπε να βρει άλλη δικαίωση για την ύπαρξη του. Ο οργασμός έδωσε τη θέση του σε κάτι πιο ιερό. Κάτι που μπορούσες να μιλάς γι' αυτό με καμάρι. Που μπορούσε να γίνει σκοπός της ζωής και του σώματος χωρίς ντροπή. Αφού έτσι κι αλλιώς ο οργασμός, η ηδονή, ακόμη και αν υπήρχε, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός όχι σαν ο<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">ίδιος ο σκοπός της ζωής αλλά ούτε ακόμη σαν ένας κάποιος τρόπος ζωής. Ο έρωτας συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός παιδιού. Κι η χαρά του σώματος κλείστηκε έξω από τον τοίχο. Αυτά όμως δεν τα καταλαβαίνεις τη στιγμή που συμβαίνουν.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το ρολόι έλεγε ακριβώς. Δυο ώρες συμπληρωμένες. Ο κόσμος είχε αραιώσει. Ο καταστηματάρχης με κοίταξε χαμογελαστός. Ήμουν ακόμη καθισμένη στα λευκά σκαλιά του, στριμωγμένη στον γκρίζο σκούρο τοίχο. «Κλείνουμε.» Σηκώθηκα με κόπο. Πονούσα παντού . Τα δόντια του τέρατος ακόμη βυθισμένα στο μυαλό μου. Με αγωνία ακούμπησα το χέρι στην κοιλιά μου. Έκλεισα τα μάτια. Η ανατριχίλα τάραξε όλα τα κύτταρα. Σχεδόν μια ηδονή. Η κοιλιά μου ακόμη υπάρχει. Έχω λόγο να ζω. Αποδεχθείτε με λοιπόν. Χαμογέλασα στον καταστηματάρχη· ξανθός, σπασμένα ελληνικά, εμπορεύεται ότι μπορεί στην Ελλάδα ακόμη και τον εαυτό του. Ξέρει πως όλοι διψάμε ν' αγοράζουμε υποκατάστατα. Ιμιτασιόν. Είναι πιο εύκολο. Είναι κάτι τέλος πάντων που μπορείς να το γευτείς.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η βροχή είχε πάλι αρχίσει να πέφτει. Σιγά. Σε λίγα λεπτά ό,τι είχε στεγνώσει θα πλημμύριζε απ' την αρχή. Βάδιζα αργά προς την Αναγνωστοπούλου. Πίσω μου κουδούνιζαν δυνατά κατεβαίνοντας τα ρολά των καταστημάτων. Οι μάγιες και τα κολάν θα 'ταν πάλι στη διάθεση των αγοραστών μετά τις πέντε. Στο μεγάλο περίπτερο της πλατείας αγόρασα τσιγάρα. Ήθελα κάτι να ρουφήξω βαθιά μου ζεστό και χωρίς όγκο. Όσο μπορούσα πιο βαθιά. Μέχρι το τελευταίο κύτταρο του μυαλού μου. Δεν είχα σπίρτα. Μου άναψε το γκαρσόνι του Τοπ κοιτάζοντας με εξεταστικά. Πολλά είχαν δει τα μάτια του σ' αυτή την πλατεία. Αλλά γκαστρωμένη στο δρόμο να φουμάρει περπατώντας χάλασε ο κόσμος δηλαδή. Του χαμογέλασα. Το πιο παράξενο σε μένα σίγουρα δεν ήταν αυτό. Έστριψα τη γωνία αργά και ανηφόρισα την Αναγνωστοπούλου προσεκτικά. Σταμάτησα πάλι στην ίδια βιτρίνα. Χρυσή και ασημιά. Τα φώτα κλειστά. Το ρολό κατεβασμένο. Απόμεινα με το κεφάλι μου να βουίζει. Δυο πόρτες παραπάνω το μικροβιολογικό εργαστήριο. Εκεί, πάνω στο κρύσταλλο που φινίριζε το σκουρόχρωμο γραφείο της εισόδου, δίπλα στο τηλεφωνικό κέντρο, τη γραφομηχανή και την ξαφνιασμένη κοπέλα, ήταν μια θήκη κατακόκκινη, πλαστική, με χωρίσματα-καρτέλες που στο καθένα υπήρχε καβαλάρης με ένα γράμμα του αλφάβητου. Εκεί, ανάμεσα στ' άλλα φάκελα, μηχανικά τοποθετημένο, κάποιο που το περιεχόμενο του έμοιαζε να μου δημιουργεί ασφυξία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η ώρα είχε περάσει. Έσβησα το τσιγάρο. Ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Προσπέρασα τη χρυσή-ασημιά βιτρίνα και βάδισα ολοταχώς προς τα πάνω. Δεν σταμάτησα καν στο μικροβιολογικό εργαστήριο. Η Αναγνωστοπούλου τράβαγε πολύ. Ανηφόρα μέχρι ψηλά. Κι ύστερα κάθετος η Δημοκρίτου. Λίγο παραπάνω βγήκα στου Δοξιάδη κι ύστερα στον περιφερειακό . Μ' άρεσε ο γύρος του Λυκαβηττού. Πιο κάτω αριστερά θα κατηφόριζα την Αλεξάνδρας. Χαιρόμουν. Η βροχή έπεφτε τώρα καταρρακτωδώς. Ακουμπούσα το ένα χέρι στην κοιλιά μου. Αυτή δεν θα μου την έπαιρνε κανείς. Είχα αρπάξει την κατάσταση στα χέρια μου. Όριζα το σώμα μου και τις λειτουργίες του. Για πρώτη φορά ήταν δικό μου και ήταν για μένα όλα όσα συνέβαιναν εντός του. Δεν θα το άφηνα να χαθεί. Δεν ήξερα τι προβλήματα σήμαινε αυτό για μένα, ούτε τι κουβαλούσε στο βάθος της αυτή η απόφαση. Χαιρόμουν όμως σαν να 'βλεπα για πρώτη φορά τη βροχή να πέφτει. Πάνω και γύρω μου. Τη ζωή ν' αναβλύζει από μέσα μου. Ένα άλλο νόημα επιτρεπτό για το κάθε τι που συντελούνταν εντός και εκτός μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Χτύπησα το κουδούνι. Δεν είχα προγραμματίσει να 'ρθω στο γραφείο και είχα αφήσει τα κλειδιά μου στο σπίτι. Ο συρτός ήχος του ανοίγματος της πόρτας μ' έκανε να δειλιάσω, το ξεπέρασα γρήγορα. Σήμερα άρχιζα τη ζωή μου απ' την αρχή. Η Ευγενία Β. με κοίταξε ερωτηματικά. «Είχες πει δεν θα 'ρχόσουν.» Τη φίλησα. Είχε πάντα ένα ύφος ερωτηματικό, σχεδόν τρομαγμένο. Οτιδήποτε γινόταν γύρω της μπορούσε να τη βλάψει, δεν ήξερε ν' αμυνθεί, ταμπουρωνόταν. Αναρωτιόμουν φορές φορές στο γραφείο κοιτάζοντας τη ν' απαντάει μ' αγωνία στα τηλέφωνα, ποια θα μπορούσε να 'ταν η προσωπική της ζωή. Δεν μιλούσε πολύ. Ήταν παντρεμένη και είχε δυο μικρά παιδιά. Δεν ξέραμε αν είχε οικονομικά προβλήματα. Αν τα πήγαινε καλά με τον άντρα της. Πώς ήταν η γέννα της. Αν ζούσε καλά. Κάθε πότε γαμιόταν. Αν το φχαριστιόταν ή μόνο άνοιγε τα πόδια της προσφέροντας τη σκοτεινή της τρύπα γι' αντάλλαγμα. Κεκτημένη ταχύτητα. Δεν υπήρχε πια τίποτα να κερδίσει κανείς. Η ασφάλεια έτσι κι αλλιώς δεν συνυπάρχει με το ανθρώπινο είδος. Και δεν είναι αυτή που μπορεί να δώσει στιγμές ευτυχίας. Βλέπαμε μόνο την Ευγενία Β. να φεύγει τα μεσημέρια βιαστικά, γεμάτη άγχος, όταν τα μικρά της αρρώσταιναν. Αυτό κάτι μου θύμιζε και μ' έκανε ν' αρχίζω να την καταλαβαίνω. Έπιασα το χέρι της, τ' ακούμπησα στην κοιλιά μου. Χαμήλωσε το βλέμμα της, το σφήνωσε εκεί. Για λίγο έτσι. Ύστερα με κοίταξε θλιμμένα. Με καλωσόριζε στον κόσμο της. Είχε κιόλας δυο από δαύτα. Το 'χε μετανιώσει, έλεγε. Μπορούσε να το λέει τώρα πια. Κανείς δεν θα της τα 'παιρνε πίσω. Κρυμμένη καλά πίσω απ' τη μητρότητα. Δεν φοβόταν κανένα. Μπορούσε επιτέλους ν' αφεθεί στα μαρτύρια. Το φωτοστέφανο τής είχε χαρισθεί. Ζωή μέσα απ' τους άλλους, για τους άλλους, εξαιτίας των άλλων. Και το ποτάμι κυλά. Μ' έσφιξε στην αγκαλιά της. «Κοντεύεις;» Έγνεψα ναι. Κι ύστερα τρόμαξα με τη σκέψη. Έφτανα κιόλας στο τέλος πριν συνειδητοποιήσω την αρχή. Φυσικά υπήρχαν κι άλλα τυπικά πράγματα να τους εξηγήσω. Ιδιαίτερα στον Γιώργο Μ. που είχε περισσότερο απ' όλους ξαφνιαστεί και ίσως θα υφίστατο σαν διευθυντής εκεί μέσα τις συνέπειες της επαγγελματικής αναστάτωσης που προμήνυαν οι πιο λίγες ώρες δουλειάς μου στο μέλλον. Καθώς του εξηγούσα τα γεγονότα τα 'πλαθα. Έφταιγε η αδυναμία μου που τόσο καιρό η κοιλιά μου δεν είχε φανεί. Τώρα άρχισα να τρώω και πιο πολύ. Δεν προσπαθώ κιόλας πια να το κρύψω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">«Είσαι ευτυχισμένη;» Κοίταξα προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Βραχνή, γνώριμη και λίγο ξεχασμένη. Ναι, ήταν ο Αντρέας. Ο Αντρέας των τεσσάρων χρόνων πριν. Γαμώτο. Αυτόν δεν θα 'θελα με τίποτα να τον συναντήσω. Τουλάχιστον τώρα. Και ιδιαίτερα εδώ μέσα. Στην κατάσταση αυτή. Με κοιτούσε γεμάτος έκπληξη. Του ανταπέδωσα το ίδιο βλέμμα. Για λίγο έτσι. Οι άλλοι σώπαιναν. Ακούστηκαν αναπτήρες ν' ανάβουν. Καπνοί γέμισαν το δωμάτιο. Κατάλαβαν όλοι. Η Ευγενία μίλησε πρώτη. Ήξερε να μαλακώνει την αγωνία των άλλων. Είχε υποστεί στη ζωή της πολλή απ' αυτή. «Ήρθε για κάτι μεταφράσεις. Μας θυμήθηκε. Δουλεύει τώρα στο Υπουργείο Συγκοινωνιών.» Κατάλαβα τι έλεγε πολύ αργότερα. Οι άλλοι είχαν κιόλας αρχίσει να φλυαρούν για τον καιρό και τη βροχή. «Κανένας φούρνος θα γκρεμίστηκε.» Πήρε τ' αυτί μου το καλαμπούρι. Θα το 'λεγαν για τον Αντρέα. Σταμάτησα να τον κοιτάζω. Η ερώτηση του όμως εξακολουθούσε να σφυροκοπά στο μυαλό μου. Ο Αντρέας είχε με το πρώτο αγγίξει την ουσία. Αυτό ήταν που πονούσε. «Δεν κατάλαβα την ερώτηση σου», είπα ψέματα και δήθεν χαζά. Ακολουθούσα τη φύση μου. Αυτός δεν ήταν ο προορισμός στη ζωή; Πως μπορούσα να μη νιώθω πλήρης; «Ευτυχισμένη;» Επέμενε. Τι διάολο παιχνίδι προσπαθούσε να μου παίξει; Ίσως δεν καταλάβαινα την έννοια της λέξης. Ίσως ο Αντρέας να 'θελε κάτι άλλο να πει. Ίσως δεν ήταν η λέξη κατάλληλη. Πάντως ήταν μια δική μου επιλογή αυτό που συνέβαινε εντός μου. Δεν ήμουν ωστόσο σίγουρη γι' αυτά που του 'λεγα. Γύρισε το βλέμμα του αλλού. Άφησε μια τροχιά δυσπιστίας να πλανιέται. Προτίμησα να μη σκεφτώ τίποτ' άλλο. Ηρεμήσαμε. Το γραφείο μου βουτηγμένο στο χαρτομάνι δεν μπορούσε άλλο να περιμένει. Οι μεταφράσεις ξεχείλιζαν. Χάρηκα που διαπίστωσα ακόμη μια φορά πως με είχαν ανάγκη. Άλλοτε αυτό και μόνο βούλωνε το στόμα του θηρίου. Το σώμα όμως έχει τη δική του ζωή. Η επιβίωση προηγείται. Το θηρίο δεν ξεγελιέται για πολύ . Κουρνιασμένο εκεί, λίγο πιο κάτω απ' τη μέση, δείχνει τα δόντια του. Φάε λοιπόν. Σου 'φτιαξα ολόκληρο παιδί εκεί μέσα. Θα 'χεις να τρως μια ζωή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Η φαντασία μου έφτιαχνε λέξεις και ερμηνείες συγκλονιστικές. Σίγουρα το εγχειρίδιο για νέους δικηγόρους που θα εξέδιδε η εταιρεία μου σε μετάφραση από τα γαλλικά θα ήταν ένα μικρό αριστούργημα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το τοπίο λάσπωσε ξανά. «Ας φύγουμε» είπαν όλοι. Θα πλημμυρίσουν πάλι οι δρόμοι. Ξεκίνησα. Στην έξοδο χαιρέτησα όλους βιαστικά. Ιδιαίτερα τον Αντρέα. Είχα διακρίνει με πανικό ένα δισταγμό στο βήμα του. Σαν να κοντοστεκόταν. Την κοπάνησα στα γρήγορα. Δεν μ' έπαιρνε για τέτοιες συναντήσεις αυτή την εποχή. Έδειχναν όλα να 'χουν αρχίσει να κατασταλάζουν μέσα μου διυλισμένα. Το κατακάθι βάραινε ακόμη βέβαια βαθιά μου, αλλά θα το φιλτράριζα κι αυτό αργότερα απ' την αρχή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Στο τέταρτο στενό σταμάτησα να τρέχω. Ήταν ασυναίσθητο. Και με είχε κάνει να λαχανιάσω. Με την κοιλιά ν' ανεβαίνει στο στόμα μου. Συνέχισα το βάδισμα αργά, σχεδόν απολαμβάνοντας τη διαδρομή κάτω απ' τη βροχή. Γυρνούσα σπίτι φορτωμένη έναν εαυτό παραπάνω. </span><br />
<span style="font-family: UB-Helvetica;"><br />
</span><br />
<span style="font-family: UB-Helvetica;"><b style="color: red;"><i>(Για τα επόμενα κεφάλαια 4-9 πατάτε "παλιότερες αναρτήσεις)</i></b></span><br />
<span style="font-family: UB-Helvetica;"></span><br />
<span style="font-family: UB-Helvetica;"></span><br />
<span style="font-family: UB-Helvetica;"><o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-85732727387150632152010-05-17T11:15:00.001-07:002010-05-17T11:15:31.831-07:00<div class="Style1" style="text-align: justify;"><b><u><span style="font-family: UB-Helvetica;"> ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></u></b></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Στο δωμάτιο δεσπόζει το βλέμμα του. Ακονισμένο. Ένα βλέμμα που πονάει. Βυθίζεται στα σπλάχνα μου. Διαξιφισμοί με το αίμα, την καρδιά, την κοιλιά μου. Δεν μπορώ να παλέψω. Παραμένω σιωπηλή. Ο Λύσιος ζητά ένα ποτό, όπως πάντα. Διαλέγω κονιάκ. Απ' αυτό έχουμε πολύ. Χρειάζομαι κι εγώ κάτι δυνατό να με πάρει μαζί του. Ο Λύσιος πίνει μια γουλιά, αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί στον έξω κόσμο. Σκοτάδι και λάμπουν οι δρόμοι βρεγμένοι, γυαλιστεροί . Μια βδομάδα τώρα. Κάθε μέρα. Ίσως να φταίει κι αυτή η αναστάτωση της βροχής για όλα. Μας βγάζει από τα καθημερινά, χάνουμε τον εαυτό μας. Σαν να ' μαστέ ξένοι στο δικό μας τόπο. Χωρίς ήλιο η Αθήνα. Λασπωμένη και σκοτεινή η Πατησίων και τα στενά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κανείς απ' τους δυο μας ακόμη δεν μοιάζει να 'χει συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Με κοιτάζει ξανά. Το χώρο φωτίζει η κόκκινη αντίσταση της σόμπας και η καύτρα του τσιγάρου. Αφεθήκαμε έτσι. Χωρίς φως. Κι όμως βλέπαμε ολοκάθαρα ο ένας τον άλλο. Ξέρουμε καλά τις κινήσεις. Τις συνήθειες. Την έκφραση του βλέμματος μας. Αυτά. Τίποτ' άλλο. Σκέψεις, επιθυμίες , εσωτερικές φωνές μακριά μας, έξω απ’ τη σχέση. Δυο σώματα, περίβλημα και σάρκα, κινούνται στο χώρο, αγγίζονται, λέξεις χωρίς νόημα. Είναι καιρός που χαθήκαμε. Δεν θυμάμαι να ήταν ποτέ αλλιώς. Του ζήτησα τσιγάρο. Μου πρόσφερε μηχανικά. Σκέφτομαι: πάντα θα ήταν έτσι. Μηχανικά. Οριοθετημένες σκέψεις, ένα νήμα, την άκρη του δεν βρήκαμε ποτέ.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Με την πρώτη ρουφηξιά το μυαλό μου σφίχτηκε. Η καούρα ξαναχτύπησε το στομάχι. Αναγούλα. Τα μαλλιά του μωρού μεγαλώνουν, έλεγαν θυμάμαι πάντα για τις καούρες των γκαστρωμένων. Χαμογέλασα όχι χωρίς ταραχή. Ώστε άρχισε να μ' ενοχλεί η εγκυμοσύνη. Καούρες, το τσιγάρο... Σε λίγο μπορεί να 'χα λιγούρες και έμμονες ιδέες με τα φαγητά. Αυτό δεν έπρεπε να το επιτρέψω στον εαυτό μου. Αν και θα 'χε την πλάκα του να τρέχουν να με προλαβαίνουν. Ποιος; Χανόμουν ξανά στις σκέψεις μου. Η φωνή του Λύσιου ξαναχτύπησε συγκεκριμένη στο αποκοιμισμένο μυαλό μου. Ήθελε να ξέρει με κάθε λεπτομέρεια την κατάσταση μου. Θαρρείς και μπορούσε να επέμβει σε κάτι απ' όλα - συνέβαιναν τόσα αυτές τις μέρες. Ζητούσε να δει την απάντηση του μικροβιολογικού εργαστηρίου στο τεστ. «Στο 'πα είναι θετική.» Σηκώθηκε, έσβησε μανιασμένα το τσιγάρο - του καψάλιζε τα δάχτυλα. Στάθηκε μπροστά μου. Τα χέρια στη μέση. «Θέλω να το δω.» Μια αστραπή ξέσκισε ξαφνικά το μυαλό μου. Με υποψιάζεται λοιπόν. Σηκώθηκα αργά. Καθώς ξέφευγα από την τροχιά του βλέμματος του σκεφτόμουν. Δεν γύρισε αμέσως το κεφάλι. Το 'νιωσα να με παρακολουθεί ξανά όταν σταμάτησα μπροστά στο μικρό γραφείο. Η επιμονή του τρυπούσε το κρανίο μου, πυροδοτούσε τον εγκέφαλο. Έδωσα εντολή στα χέρια μου να μην τρέμουν. Δεν υπάκουσαν.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Στο σκοτεινό δωμάτιο σιγή. Έκανα αργά για να μην τη βιάσω. Άρχισα να ψάχνω την τσάντα μου, θυμάμαι την είχα αφήσει πάνω στο γραφείο. Κλικ. Λουστήκαμε στο φως. Στην καρδιά μου το αίμα χύθηκε με ορμή. Τον κοίταξα. Χλομός, τυλιγμένος στο φως, έλπιζε ακόμη. Το μυαλό μου πνιγόταν στην ένταση. Η σουβλιά στην κοιλιά μου ξανάρθε δυνατή. Να η τσάντα. Την ανοίγω. Το χέρι μου ψάχνει πυρετικά. Ο Λύσιος περιμένει. Σφίγγομαι μην ακουστεί το μυαλό μου ξεκαρδισμένο στα γέλια. «Λοιπόν;» Ρωτά. Πολύ απλό. «Ξέχασα το φάκελο στο γραφείο. Ναι, είχα πάει στο γραφείο. Μετά. Ήταν ο δρόμος μου. Στο είπα άλλωστε. Το ανακοίνωσα σε όλους. Τον κράταγα στο χέρι. Κάπου θα τον άφησα. Τη Δευτέρα θα τον βρω. Ελπίζω να μην τον πετάξει η καθαρίστρια.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Με κοιτάζει χαμένος στην αγωνία του. Η υποψία ξανά στο βλέμμα του. Ο Λύσιος μου αρπάζει την τσάντα και την ανοίγει. Μπιχλιμπίδια στο πάτωμα. Πορτοφόλι, καθρεφτάκι, στυλό, ευρετήριο τηλεφώνων, παλιές παιδικές φωτογραφίες. Φάκελος δεν υπάρχει πουθενά. Με κοιτάζει θλιμμένα. Η χούφτα μου απλωμένη μπροστά του. Το μικρό λευκό χαρτί της απόδειξης είσπραξης ανεμίζει. Το παίρνει, το βλέμμα του πλανιέται πάνω του. Η έκφραση μαλακώνει. Είχα πάει λοιπόν για το τεστ. «Τέσσερις χιλιάδες για μια εξέταση. Φαντάσου!» Οπισθοχωρεί μαλακά κρατώντας αφηρημένα την απόδειξη. Ακούω τον καπανέ να τρίζει απ' το βάρος του. Μένω ακίνητη. Κι αποφασίζω. Τη Δευτέρα πρέπει να πάω τελικά να πάρω την απάντηση του τεστ που σήμερα δεν είχα τολμήσει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Η τηλεόραση τέτοια ώρα είχε ειδήσεις. Ο Λύσιος ακίνητος στον καναπέ, μολυβένιος. Τα μάτια στηλωμένα στην εικόνα, η σκέψη στο περιεχόμενο της κοιλιάς μου, πέτρα κρεμασμένη στο λαιμό. Αυτή η εξέλιξη μ' εντυπωσίαζε και με πονούσε. Έβαλα να ζεστάνω το κοτόπουλο. Μ' όλα αυτά είχαμε σχεδόν καταργήσει το φαγητό. Όχι ότι πείναγα, αλλά θα 'ταν και μια δικαιολογία να έρθουμε ξανά σ' επαφή, απόμακροι τώρα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Άρχισα να σκέφτομαι ξανά το παιδί στην κοιλιά μου. Πως να 'ταν τα μάτια του. Σε ποιον θα έμοιαζε. Στο μυαλό μου στροβιλίστηκε μια γνώριμη φιγούρα. Λεπτά χαρακτηριστικά, ανασηκωμένη μύτη, μάτια αχνά γαλανά, γυαλιά μυωπίας. Ο μικρός Παναγιώτης. Δεν ήταν άσχημο παιδί παρ' όλα τα γυαλιά. Η μάνα του ήταν μια καλλονή μου 'χαν πει στο ίδρυμα, δεκάξι ετών πουτανάκι, αργότερα βουτήχτηκε στα ναρκωτικά, το ίδρυμα την είχε χάσει ολότελα. Μόνο ένα χαρτί τους είχε αφήσει. Δεχόταν το παιδί της να υιοθετηθεί. Ένιωθα συμπάθεια. Μπορεί και να 'χει πεθάνει με τέτοια ζωή, μου 'χαν πει. Είχε υπάρξει πολύ αδύνατη. Προσπάθησα να ξεφύγω απ' τη σκέψη. Είχα πάλι για καλά παγιδευτεί. Όλο και πιο πολύ βυθιζόμουν στο όνειρο - με είχε συνεπάρει. Εδώ και μέρες. Κεντούσα ένα μέλλον που πίστευα πως θα κράταγε όλη μου τη ζωή. Απέφευγα τη λέξη της αιωνιότητας και την αποζητούσα συγχρόνως. Η έσχατη ανασφάλεια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Το κοτόπουλο κόντεψε να καεί. Το 'βλεπα να σκουραίνει αμέτοχη στην πραγματικότητα. «Κάτι μυρίζει.» Ο Λύσιος παρακολουθούσε τα πάντα χωρίς βλέμμα κοιτάζοντας συνέχεια τηλεόραση. Έσβησα το φούρνο. Το κοτόπουλο σώθηκε. Μπορούσε και να φαγωθεί. Έβαλα δυο πιάτα στο τραπέζι. Μια σκέψη και μου 'ρθε πάλι χαμόγελο. Κάποτε, λίγο αργότερα θα σερβίριζα για τρεις. Φίλος. Σύμμαχος. Δικός μου. Κι άλλη σκέψη πιο μακρινή. Ίσως ξαναγινόμαστε δύο. Έβλεπα την απουσία του Λυσίου. Ταράχτηκα. Ο άλλος δεν θα μ' άφηνε ποτέ γιατί εγώ δεν θ' άφηνα τον εαυτό μου να τον αφήσει να φύγει. Δεν πετάς τη δικαιολογία σου όταν ζεις γι' αυτήν. Κι εκείνος, ο Λύσιος, γιατί ζει; Αυτό δεν το είχα ποτέ αναλογιστεί. Τον έβλεπα μονάχα άναμεσά μας σαν τρίτο. Μια τιμωρία που άθελά μου του επέβαλα. Άθελά μου;<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ήρθε στο τραπέζι σιωπηλός. Κάθισε αντίκρυ μου παγιδευμένος στις σκέψεις του. Σέρβιρα το κοτόπουλο. Η κοιλιά μου μ' εμπόδιζε να καθίσω καλά στο τραπέζι. Το πρόσεξε. Έμεινε για λίγο να με κοιτάζει χαμένα. Σε μένα έβλεπε από τώρα και τους δυο. Εκείνος αντίκρυ μόνος. Αυτά όλα ο Λύσιος τα είχε ξαναζήσει. Ήξερε τι σήμαιναν για τον ίδιο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Έτρωγε μηχανικά το πόδι του κοτόπουλου. Του 'χα βάλει το καλό. Εγώ κράτησα το καμένο. Θέλησε να τ' αλλάξουμε. Δεν πεινούσα. Έβγαλα την πέτσα, από μέσα ήταν εντάξει. Άρχισε να μου μιλάει. «Θα 'χουμε πάλι βροχές. Το 'παν ξανά στην τηλεόραση. Μεγάλες καταστροφές. Όταν θα τελειώσουν τ' αποθέματα των λαχανικών στα ψυγεία δεν θα 'χουμε να φάμε. Πολλά ζώα τα τίναξαν στα ορεινά. Χωριά έχουν αποκλειστεί. Δεν υπάρχουν ούτε ζωοτροφές.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Σήμερα δεν είχα καμία επαφή με τον Παναγιώτη. Ίσως η κυρία Αντωνία Σ. να θεωρήσει την εξαφάνιση μου σαν άρνηση. Αν είχε κάτι καταλάβει για την κοιλιά μου τόσο το χειρότερο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> «Έχουν χαλάσει πολλά αυτοκίνητα απ' τα νερά στους δρόμους και σίγουρα θα υπάρξουν θύματα έτσι όπως γλιστράνε όλα με τα φθαρμένα τους λάστιχα. Η αστυνομία δίνει οδηγίες απ' το ραδιόφωνο στους οδηγούς· ελπίζουν ότι θα έχουν το ραδιόφωνο τους ανοιχτό .»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Μπορώ να της δικαιολογηθώ ότι με τέτοια βροχή ήταν αδύνατο να πηγαίνω κάθε μέρα. Ένα τηλεφώνημα ωστόσο μπορούσα να έχω κάνει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> «Ο Παπαδάκης σήμερα με ξελίγωσε. Για δυο δεκάρες. Θαρρείς και το 'κανε επίτηδες. Έβγαλε το άχτι του μαζί μου λες και είχαμε προηγούμενα. Κλασικός τύπος εργοδότη, ξεκίνησε από χαμηλά και εκδικείται. Μόλις πάρει ο βλάχος εξουσία...»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Τον κοίταξα. Μιλούσε διαρκώς. Είχε ανάγκη από ακροατή. Μου 'λεγε τα προβλήματα του και ’γω ταξίδευα αλλού. Δεν μπορούσα να θυμηθώ αν είχε ξανασυμβεί αυτό. Αν μου 'λεγε και δεν το θυμόμουν. Ή αν δεν είχα ακούσει ποτέ. Βυθισμένη στα δικά μου. Είχα αρχίσει κάποτε κάτι να λέω. Έκρινε πως δεν ήταν σοβαρό . Τις μεταφράσεις είχε πει τις έκανα για πλάκα. Τα λεφτά του μας έφταναν κουτσά στραβά. Είχε δίκιο, μας έφταναν. Ίσως οι μεταφράσεις τελικά να 'ταν για πλάκα. Σηκώθηκε απ' το τραπέζι, έψαχνε γύρω γύρω τα τσιγάρα του. Τα βρήκε στη θέση του καναπέ. Εντάξει μπορεί να 'χε δίκιο με τις μεταφράσεις. Αυτό ήξερα να κάνω. Τίποτ' άλλο. Ίσως το να είσαι εκτελωνιστής να μοιάζει πιο ενδιαφέρον. Αλλά το σημαντικό είναι να βγάζεις λεφτά. Για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Ο σκοπός είναι που αξίζει. Και θα μπορούσαν και οι μεταφράσεις μου να είχαν κάποιο σκοπό που δεν τον είχα βρει. Οι μεταφράσεις τώρα έμοιαζαν αυτοσκοπός, έχαναν κάθε σοβαρότητα. Ξανασκέφτηκα την κοιλιά μου. Η μητρότητα ήταν αλλιώς. Ακόμη και σαν αυτοσκοπός δικαιωνόταν.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ένιωθε κουρασμένος είπε θα 'πεφτε να κοιμηθεί. Κάθε πρωί έξι και μισή τον είχε κουράσει. Είπα να ξεπλύνω τα πιάτα. Πολλές φορές το κάναμε παλιότερα μαζί γελώντας και πίνοντας κρασί ανακατωμένο με κονιάκ και πορτοκαλόφλουδες. Έμοιαζε παιχνίδι. Αρκετό καιρό τώρα, δεν θυμάμαι πόσο, το κόψαμε. Εκείνος πρώτος. Δεν διαμαρτυρήθηκα. Μπροστά στο νεροχύτη έβρισκα χρόνο να σκεφτώ.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Δεν άργησα να βρεθώ κουρασμένη στη θέση μου στο κρεβάτι. Το φως ήταν ακόμη αναμμένο. Και 'κείνος με τα μάτια κλειστά. Ένιωθα την κούραση να με τυλίγει ολοκληρωτικά. Έπρεπε να πάψω να σκέφτομαι. Να κοιμηθώ. Η σημερινή και η χθεσινή μέρα είχαν πολλά συσσωρεύσει. Ήμουν πολλές ώρες σε ένταση. Γύρισα στο πλευρό κι έκλεισα τα μάτια. Κλικ και σκοτείνιασε. Ο Λύσιος έσβησε το φως. Σιωπή. Βυθιζόμουν. Και τότε τον αισθάνθηκα να γυρίζει προς τη μεριά μου. Η ανάσα του στο σβέρκο μου ζεστή. Το χέρι του καβάλησε τη μέση μου. Ήρθε μπροστά μου. Τα δάχτυλα του άρχισαν να μαλάζουν τα βυζιά μου. Όλο και πιο δυνατά. Με πονούσε. Παλιότερα του το 'χα πει. Δεν μπορούσε να το κόψει. Τα βυζιά μου τον τρέλαιναν είχε πει. Ήταν λευκά και μεγάλα. Του άρεσε να τα ζουλά και άλλοτε να βυθίζει το κεφάλι του σ' αυτά και να μου δαγκώνει τις ρώγες. Αποφάσισα να του αφήσω αυτό το παιχνίδι μια και τον ενθουσίαζε. Δεν γελούσε όμως ποτέ. Στο πρόσωπο του είχε μια έκφραση αχόρταγη και θλιμμένη. Για 'κείνον δεν έμοιαζε να ήταν παιχνίδι. Πολλές φορές το 'κανε αυτό και δεν συνέχιζε κανονικό γαμήσι. Έμενε εκεί. Να πιπιλάει τις ρώγες μου. Θαρρείς και ικανοποιούσε κάτι άλλο που έβραζε στην ψυχή του. Σήμερα ήταν αλλιώτικα. Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Μ' έσφιξε δυνατά και κόλλησε τ' όργανο του στον κώλο μου. Ήταν σκληρό. Ο Λύσιος προχωρούσε στην πράξη. Μια εσωτερική ανάγκη τον πίεζε πολύ, ασφυκτικά, έπρεπε να εκτονωθεί . Δεν αντέδρασα. Ποτέ δεν αντιδρούσα πια. Όταν ήθελε, ήθελε. Γιατί αλλιώς τον πονούσαν τ' αρχίδια του έλεγε μετά και έμοιαζε σαν άρρωστος. Χωρίς να μιλά σάλιωσε πολύ τα δάχτυλα του και μετέφερε το σάλιο χαμηλά. Με το αριστερό του πόδι άνοιξε δίοδο ανάμεσα στα δικά μου και με τράβηξε όσο μπορούσε προς το μέρος του. Ήξερα πως σε πέντε λεπτά θα 'χαμε και οι δυο μας κοιμηθεί. Βρήκε την τρύπα με το δάχτυλο και έσπρωξε τον πούτσο του μέσα βαθιά, πόνεσα. Τραβήχτηκα λιγάκι. Η μήτρα μου ήταν φουσκωμένη και πονούσε. Ο Λύσιος άρχισε να κουνιέται δυνατά και όλο πιο γρήγορα. Η ανάσα του γρήγορη και σφυριχτή. Ένιωσα την καρδιά του να πάλει δυνατά στην πλάτη μου. Το στήθος του κολλούσε πάνω μου μουσκεμένο. Αγκομαχούσε. Σχεδόν υπέφερε να τινάξει από πάνω του τη διέγερση, το άγχος, το τέρας που του δάγκωνε τα σωθικά. Και δεν μπορούσε. Μ' όλη μου την κούραση και τη νύστα άρχισα να κουνιέμαι για να τον διευκολύνω. Ώρα πολλή. Πιαστήκαμε και οι δυο στην ίδια θέση. Πονέσαμε απ' την τριβή. Τα γεννητικά μας όργανα είχαν στεγνώσει. Ο Λύσιος αναστέναξε βαθιά. Πιο πολύ έμοιαζε κλάμα. Δεν μπορούσε να χύσει. Τράβηξε το όργανο του που 'χε γίνει μαλακό και με γύρισε ανάσκελα. Έμεινε για λίγο με το κεφάλι βουτηγμένο στα βυζιά μου. Η ανάσα του έμοιαζε πνιγμένη. Δεν μας είχε ξανασυμβεί αυτό. Με τίποτα στον κόσμο δεν του 'πεφτε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ο Λύσιος δεν ήθελε να με κοιτάξει. Είχε τα μάτια κλειστά. Παρατηρούσα το πρόσωπο του. Έκφραση πόνου. Τα χείλη σφιγμένα. Πεισμωμένα. Ή μου φάνηκε στο χαμηλό φως του φεγγαριού που γλιστρούσε απ' την τζαμόπορτα. Ο Λύσιος αυτή τη φορά ήθελε κάτι άλλο από μένα. Άρχισε πάλι να μου δαγκώνει τις ρώγες. Δυνατά. Κρατήθηκα να μη φωνάξω. Ύστερα έχωσε το δάχτυλο του στον αφαλό μου. Και πίεζε. Θαρρείς καί ήθελε να εισχωρήσει από κει μέσα μου. Να γαμήσει με το δάχτυλο την κοιλιά μου. Φουσκωμένη τον ατένιζε. Τον τρόμαζε ίσως. Τον αποξένωνε. Ο Λύσιος έλεγε πάντα ότι μ' αγαπούσε. Η αγάπη ήταν το όπλο του. Εγώ ήμουν το θύμα αυτού του όπλου. Ο Λύσιος με ήθελε όλη δική του. Και φοβόταν πως με χάνει. Κι ίσως όχι τόσο αυτό. Όσο το άλλο που με δέος άρχισε να μου διοχετεύει το μυαλό μου. Ο φόβος του δεν ήταν για μένα. Ήταν για κείνον τον ίδιο. Ο Λύσιος λυσσούσε με τη σκέψη πως πάλι θα 'ρχόταν δεύτερος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Το δάχτυλο του ξαναβυθίζεται πιο βαθιά στον αφαλό μου. Θα τον διαρρήξει λοιπόν αυτή τη φορά. Μια τρομαγμένη κραυγή από εντός μου. Ο Λύσιος δεν σταματά με τίποτα τώρα. Τραβάει το κεφάλι του από το στήθος μου και πιάνει το χέρι μου αρπακτικά. Μ' αναγκάζει να στρίψω στο άλλο πλευρό. Η κοιλιά μου διαγράφει μαζί μου το ημικύκλιο της πορείας. Με γυρίζει σε 'κείνον. Εξακολουθεί να τραβά το χέρι μου με μανία, το κατευθύνει. Προς τα κάτω. Στο μαλακό του όργανο. Πρέπει να το κάνω να σκληρύνει. Μισώ αυτό τον εξαναγκασμό αλλά υποτάσσομαι. Όλη του η ψυχή εκεί κάτω. Στα δάχτυλα μου. Κλείνει τα μάτια και περιμένει. Σε λίγο θα 'ναι έτοιμος να τα καταφέρει. Αρχίζει ξανά η γνωστή προετοιμασία. Κρατάει τα μάτια σφαλιστά μη φύγει τ' όνειρο που δουλεύει εντός του. Σαλιώνει ξανά και σκαρφαλώνει στα τυφλά πάνω στην κοιλιά μου. Το βάρος του τη συνθλίβει. Φωνάζω. Ο ήχος μου δεν φτάνει στ' αυτιά του. Δεν μπαίνει στο μυαλό του. Διασπάται στο χώρο. Ο ιδρώτας του μουσκεύει το πρόσωπο μου. Τα μαλλιά μου. Το στήθος μου. Δεν φωνάζω πια. Δεν σκέφτομαι. Δεν αντιδρώ. Περιμένω. Δεν μπορεί το όργανο του να μπει πιο βαθιά. Δεν φτάνει να διαρρήξει τη μήτρα. Δεν προλαβαίνει να με ματώσει. Σπαρταράει κιόλας βιαστικά. Χωρίς φωνή. Χωρίς λαγνεία. Μονάχα με βία. Τέλειωσε. Η εκτόνωση ήρθε. Πέφτει στο πλάι. Αυτό ήταν. Τον σπρώχνω μαλακά, γλιστράει μέχρι την άκρη του κρεβατιού. Τον κρατώ να μην πέσει. Το σπέρμα κυλάει. Μια αναγούλα πλημμυρίζει τα σωθικά μου. Αλλά στο μυαλό μου αναβοσβήνει μια χαρά. Η κοιλιά μου εξακολουθεί να υπάρχει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Για πολλή ώρα μείναμε και οι δυο μας ακίνητοι. Όπως πάντα ταξιδεύοντας εντός των τειχών. Αναμασώντας. Ύστερα σηκώθηκε. Μέτρησα τα βήματα του μέχρι το καθιστικό. Άκουσα τα σπίρτα να χορεύουν στο κουτί, πάντα το κουνούσε μήπως είχε πάρει το άδειο. Ύστερα ήρθε η μυρωδιά του καπνού στο δωμάτιο. Έπρεπε να σηκωθώ. Έφτασα μέχρι το μπάνιο στα τυφλά. Κάθισα στην παγωμένη λεκάνη. Το κρύο είχε γίνει πάλι τσουχτερό. Είχαμε σβήσει την ηλεκτρική σόμπα. Έμεινα ώρα στη λεκάνη. Το υγρό απ' τον κόλπο μου είχε αδειάσει. Η κοιλιά μου άρχιζε να με σουβλίζει. Αν με ρωτούσε κανείς τι θα 'θελα περισσότερο στον κόσμο εκείνη τη στιγμή θα 'ταν εύκολο να πω. Ήθελα να εξαφανιστώ. Να βουτηχτώ μέσα σ' αυτή τη λεκάνη, ν' ανακατευτώ στα κατουρά και στα χύσια όλης της πολυκατοικίας εγώ μαζί με την κοιλιά μου. Με τίποτα δεν μπορούσα λοιπόν να βρω το σωστό μονοπάτι. Βολόδερνα σε λαθεμένες στοές μέσα σε λαβύρινθο. Κι ένιωθα αποκαμωμένη. Δεν όριζα ούτε τις πράξεις μου ούτε τις σκέψεις μου. Στο μυαλό μου αναδύθηκε ο Αντρέας του γραφείου. «Είσαι ευτυχισμένη;» Τι ερώτηση! Και πώς μπορούσα να ξέρω εκ των προτέρων; Η απάντηση έρχεται μετά. Όταν γίνονται οι συγκρίσεις και ο απολογισμός. Την ευτυχία δεν τη ζεις. Την αποδέχεσαι ή την απορρίπτεις μετά. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει. Αφού και όταν την ανακαλύπτεις είναι πια παρελθόν. Η καλύτερη απάντηση θα 'ταν ότι ζω σε ένταση, αυτό ακριβώς έπρεπε να του είχα πει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Άκουσα το καζανάκι τού από πάνω. Τους είχα για να κοιμούνται νωρίς. Εκείνη δασκάλα, ταγιεράκι, μαλλιά ολόφρεσκα κομμωτηρίου, έξι χιλιάδες τη φορά. Ποσό που με άφηνε άναυδη στη σκέψη. Έξι επί τέσσερις φορές το μήνα είκοσι τέσσερις χιλιάδες. Ο μισός μου μισθός σε κομμωτήρια. Σκέφτηκα τη δόση της τηλεόρασης που πλήρωνα. Δεν είχε δίκιο ο Λύσιος που έλεγε τα λεφτά μου περιττά. Σηκώθηκα. Ο κώλος μου είχε πιαστεί τόση ώρα στη λεκάνη. Πλύθηκα από κάτω και έριξα πάνω μου τη ρόμπα του. Είχε το άρωμα του. Άλλοτε αυτό μου δημιουργούσε διέγερση. Ύστερα σταμάτησε από μόνο του. Δεν είχε αντίκρισμα. Κοντοστάθηκα στο χολ. Μύριζε ακόμη καπνός τσιγάρου στο καθιστικό. Δεν θα 'χε πάει ξανά στο κρεβάτι και δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Κάτι μέσα μου σπάραζε. Η κατάσταση είχε γίνει σκατά. Κι εγώ έπρεπε να τη σώσω. Κάποιος μου είχε από πάντα αναθέσει αυτό το έργο. Τυλίχτηκα στη ρόμπα καλά και κίνησα. Είχε ανάψει τη σόμπα πλάι του. Το τασάκι φουσκωμένο μέχρι επάνω. Γυμνός και κρύωνε. Το ρολόι έδειχνε τρεις. Ακόμη ένα εικοσιτετράωρο χωρίς ύπνο. Ευτυχώς ξημέρωνε Σάββατο. Πήγα κοντά του. Ρούφηξε τη μύτη του. Τα βλέμματα μας αγκαλιάστηκαν. Ή διαξιφίστηκαν. Το φως χαμηλό από τη λάμπα του γραφείου στην άλλη άκρη. Ύστερα κοίταξε αλλού . Μια λάμψη φάνηκε να κυλά στα μάγουλα του. Ο Λύσιος ήταν δυστυχισμένος. Και τη δυστυχία δεν είναι ανάγκη να γίνει παρελθόν για να την καταλάβεις. Δυστυχία μας γεμίζει μια απώλεια. Ο Λύσιος είχε κάτι απωλέσει αποκτώντας κάτι παραπάνω. Αποκτώντας ένα παιδί έχανε κάτι άλλο. Και ήξερε τι ήταν αυτό, όλα αυτά του είχανε ξανασυμβεί στο παρελθόν. Κάποιο παιδί πάντα τον κυνηγούσε στη ζωή του. Τον έκανε να χάνει. Ο μικρότερος αδελφός του. Το παιδί με την πρώην. Κι η δική μου απειλητική κοιλιά. Ένιωθε δεύτερος. Ξένος. Μίζερος. Στερημένος.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος ένιωθε ότι κάποιος τον είχε κοροϊδέψει. Υπήρχαν πράγματα για 'κείνον, του είχαν πει, που περίμεναν να του δοθούν. Κι αντί γι' αυτά όλο κάποιος του τράβαγε το κουτάλι με το μέλι. Και στη θέση του ξεφύτρωνε μια ταμπέλα: καθήκον. Κανείς ποτέ δεν του εξήγησε την αιτία. Τόσο που πίστευε ότι γινόταν κάποιο λάθος και περίμενε το παρακάτω. Αλλά και τώρα πάλι θα ερχόταν δεύτερος. Θα έτρωγε όταν δεν βύζαινε το μωρό. Θα κοιμόταν όταν δεν θα 'κλαιγε. Θα γαμούσε όταν δεν θα 'μουν απασχολημένη με 'κείνο. Θα μπορούσε να πει το παράπονο του όταν το μωρό δεν θα 'χε κοιλόπονο. Γαμώ τα μωρά με τα εντερικά τους. Το 'χε πει κάποτε. Θα ζούσε ξανά με τα περισσεύματα της αγάπης. Δεν μπορείς να ζητάς πιο πολλά όταν υπάρχει ένα παιδί. Και μάλιστα δικό σου. Δεν επιτρέπεται να ζηλεύεις το παιδί σου. Ν' ανταγωνίζεσαι. Πρέπει να χαίρεσαι που 'ρχεσαι δεύτερος. Αλλά ο δεύτερος είναι δεύτερος και τα παιδιά αργούν να φύγουν από πάνω μας. Θαύμαζε τα ζώα σ' αυτό. Δεν μπορούσε όμως να μισήσει φανερά το παιδί. Ούτε και μένα. Κι ας μ’ ένιωθε ν' αποξενώνομαι και να 'μαι πλήρης ακόμη και χωρίς αυτόν τώρα. Και το χειρότερο: Δεν υπήρχε κάποιος να τα πει όλα αυτά χωρίς να κινδυνεύσει να εισπράξει το χαρακτηρισμό γελοίος. Το έδαφος γλιστρούσε από κάτω του. Μια πίστευε ήταν η λύση. Η φυγή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Σηκώθηκε. Το ψύχος τον διέτρεχε. Έβλεπα το δέρμα του ν' αντιδρά. Έφτασε στη μεγάλη τζαμόπορτα του μπαλκονιού. Έξω, στο φως του φανοστάτη, αναδεικνυόταν η γκριζάδα αυτής της εποχής. Ίσως να φταίει και αυτή για τα ζοφερά συναισθήματα. Όταν βγει ο ήλιος θ' αλλάξουν, ελπίζω τουλάχιστον, οι διαθέσεις μας. Δεν μιλάω βέβαια για τα γεγονότα. Όταν έχεις μια φορά προδοθεί μένεις προδομένος για πάντα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του. Δεν με κοίταξε. Ρούφηξε πάλι τη μύτη του. Θα 'θελα να τον αγαπήσω ξανά. Να μ' αγαπήσει ξανά. Απ' την αρχή. Αγαπάμε αυτούς που μας κάνουν να αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας. Με γέμισε θλίψη η σκέψη. Σίγουρα ο Λύσιος δεν μπορούσε πια να μ' αγαπά. Είχα ανατρέψει τον κανόνα του. Τον άφηνα μόνο. Αν όχι τώρα κιόλας. Αλλά σύντομα. Το παράξενο είναι ότι η σχέση χρειάζεται μόνο έναν. Έναν που να κάνει θυσία. Ο άλλος είναι βοηθητικός. Απλά δέχεται ότι του προσφέρεται. Γι' αυτό γίνεται σχέση. Αλλιώς θα 'ταν ο καθένας μόνος του. Η σκέψη μου φάνηκε τρελή αλλά έμεινα αποσβολωμένη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ο Λύσιος είχε ξεκολλήσει από το τζάμι. Κινιόταν προς τα μέσα. Όταν το συνειδητοποίησα είχε ξαναγυρίσει ντυμένος. «Μα είναι μόλις τρεις.» Δεν είχε ύπνο. Το καταλάβαινα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ίσως μαζί με την κοιλιά μου βρυκόλακες απ' το παρελθόν βρήκαν την ευκαιρία ν' ανασυρθούν και να τον πνίξουν. Εγώ είμαι μόνο μια αγκίδα στον κορμό του τριαντάφυλλου. Δεν απαντά στην ερώτηση μου. Έχει βία στις κινήσεις του. Αρπάζει τα τσιγάρα και τα κλειδιά. Τώρα ξέρω πως τον χάνω. Το άκουσμα της πόρτας -κλείνει δυνατά - σκορπίζει τις σκέψεις μου. Τα αισθήματα μου ανατρέπονται όπως συμβαίνει πάντα όταν ένας φόβος γίνεται γεγονός. Μια επιθυμία μονάχα κυριαρχεί μέσα μου: Δεν θέλω να φύγει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Φουντάρω μαζί του στις σκάλες. Με τη ρόμπα και τις πάνινες παντόφλες. Το ασανσέρ δεν έχει ακόμη φτάσει στο ισόγειο. Θα τον προφτάσω. Χάνω τη μια παντόφλα κατεβαίνοντας. Βιάζεται πιο πολύ από μένα, την τρακάρω στο τελευταίο σκαλί. Προσπαθώ να τη φορέσω και μπερδεύομαι. Τον βλέπω να κινείται αργά με το αυτοκίνητο. Η σακαράκα έχει πάρει μπρος με τη πρώτη παρ' όλη την παγωνιά. Πετάω την παντόφλα μακριά και τρέχω προς το μέρος του. Αν φύγει δεν θα 'χω ούτε κλειδιά να ξαναμπώ στο σπίτι. Το γυμνό μου πόδι βουλιάζει στις λάσπες του δρόμου. Με καθυστερεί. Ο Λύσιος δεν μ' έχει δει ή δεν τον νοιάζει πια. Το μόνο που έχει μπροστά του είναι τ' όραμα της φυγής. Γαντζώνομαι απ' τον προφυλακτήρα και χτυπάω το καπό με τη γροθιά μου. Γυρίζει και με κοιτάζει. Ναι. Δεν με είχε αντιληφθεί. Σταματά. Τρέχω πλατσουρίζοντας μέχρι το παράθυρο. Η βροχή με μουσκεύει. Χτυπώ το τζάμι. Μου κάνει νόημα με το χέρι να φύγω. Δεν κουνιέμαι. Δεν είναι ότι σκέφτομαι πως δεν έχω κλειδιά. Είναι που θέλω να μείνει μαζί μου. Ένα κύμα μετάνοιας με συνεπαίρνει. Όχι άλλο πια μόνη. Καλύτερα θυσιαζόμενη αλλά μέσα σε κάποια σχέση. Δεν μπορώ όμως να του τα εξηγήσω όλα αυτά - ανάμεσα μας το τζάμι. Μου κάνει πάλι νόημα με το χέρι να φύγω. Αρνιέμαι. Δεν κρατιέται άλλο. Το πόδι του στο γκάζι. Το περίμενα. Αρπάζομαι την τελευταία στιγμή από το καθρεφτάκι της πόρτας. Το αμάξι κυλάει με κόπο στον πλημμυρισμένο δρόμο. Τρέχω μαζί του βουλιάζοντας στις μαλακές λάσπες. Τα γυμνά μου πόδια παγώνουν. Στα τρία βήματα η βροχή κατάπιε και την άλλη μου παντόφλα. Ποιος νοιάζεται. Δεν νιώθω το κρύο και ας είμαι μουσκίδι. Τρέχω πιο γρήγορα. Ο Λύσιος δεν σταματά. Το μυαλό μου στέκει θεατής - αναδύεται η εικόνα μου ηρωική. Θα 'θελα πάντα να πεθάνω σαν ήρωας. Στην πρώτη γραμμή. Τόσο πιο πολύ το θέλω όσο πιο βαθιά αισθάνομαι να βουλιάζω στα σκατά. Ο Λύσιος δεν σταματά. Ούτε καν κοιτάζει στο πλάι. Το καθρεφτάκι σε λίγο θα ξεκολλήσει. Τρέχω και βουλιάζω. Κι όλο μειώνεται η αντοχή μου. Θα πεθάνω εδώ μπροστά του εξαγνισμένη. Θα πεθάνω εδώ μπροστά του φορτώνοντας ακόμη ένα βάρος στην ψυχή του. Την ενοχή. Χαίρομαι γι την τιμωρία που τον περιμένει. Η ρόμπα έχει ανοίξει Κάπου μπερδεύτηκε και χάθηκε η ζώνη. Ανεμίζει το πετσετένιο ύφασμα, βάφει μπλε σκούρο το φόντο μέσα στο οποίο αναδύεται τρέχοντας ολόγυμνο το σώμα μου με την τεράστια κοιλιά. Και πέφτω. Στα χέρια μου κομμένο το καθρεφτάκι της πόρτας. Ούτε φωνή. Η πλάτη ολόγυμνη στο λασπωμένο δάπεδο του δρόμου. Πολύ διασκεδαστικό θέαμα για τη δασκάλα του πάνω ορόφου αν άκουσε τη φασαρία και έτρεξε στα δακρυσμένα της παράθυρα. Δεν κρυώνω. Μια φωτιά καίει ολόκληρο το σώμα. Το μυαλό μου γελά. Όλα έχουν αρπάξει φωτιά. Η ρόμπα είναι κιόλας μακριά. Κλείνω τα μάτια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ένας ήχος ρυθμικός φτάνει στ' αυτιά μου. Στάσιμος. Ούτε δυναμώνει. Ούτε χάνεται. Κάτι υπάρχει κοντά μου και τρέμει ρυθμικά βγάζοντας ήχους. Σχεδόν έχω χάσει κάθε αίσθηση. Κι ύστερα κάτι ζεστό, ανθρώπινα ζεστό στο αυτί μου. Να είναι ανάσα; Έρχεται και φεύγει με την εισπνοή και την εκπνοή. Δεν μπορώ ν' ανοίξω τα μάτια. «Μαρία.» Εδώ είμαι. Είμαι ακόμα ζωντανή. Το εργοστάσιο μέσα μου δουλεύει. Μη θορυβείσαι. Παράγει σκέψεις, αισθήματα και αίμα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Κατορθώνω ν' ανοίξω τα μάτια. Είναι από πάνω μου και με κοιτά. Δεν μπόρεσε να φύγει. Δεν ψάχνω το γιατί. Ίσως ούτε ο ίδιος να μην ξέρει την αιτία. Χαμογελώ. Και περιμένω. Ξαπλωμένη στις λάσπες του δρόμου και πέφτει πάνω μου η βροχή. Στον ορίζοντα μακριά το μπλε χρώμα μιας αστραπής. Βλέπω τα χέρια μου που απλώνονται. Με βουτάει δυνατά. Εγώ και όλο το βάρος της κοιλιάς μου στα χέρια του. Πράξη ηρωική, σαν από έργο. Βαδίζει αργά. Πιο πέρα σταματημένο το αυτοκίνητο με αναμμένη μηχανή. Ο θόρυβος του έφτανε στ' αυτιά μου. Η πόρτα του οδηγού ανοιχτή. Με βάζει εκεί βιαστικά. Σκύβει από πάνω μου και ανοίγει τη διπλανή πόρτα. Ύστερα κάνει το γύρο και μπαίνει από κει. Κλείνει και τις δυο πόρτες. Εγώ αφήνομαι. Θέλω, μ' αρέσει και αφήνομαι. Είναι εύκολο. Και απλό. Σχεδόν πάντα η πιο ανώδυνη λύση. Ο Λύσιος ρίχνει πίσω την πλάτη του καθίσματος μου, βρίσκομαι ξαπλωμένη. Σκέφτομαι τη γύμνια μου. Λίγο με νοιάζει. Ο Λύσιος βάζει στο φουλ το καλοριφέρ. Σε λίγο νιώθω να πνίγομαι. Ανοίγει ελαφρά το παράθυρο. Ο αέρας ανανεώνεται. Ξαναζωντανεύω. Κοιτιόμαστε στα μάτια. Μια αίσθηση. Υπάρχουμε ξανά. Μ' αγγίζει. Μια φρενίτιδα τρεμοπαίζει στο μυαλό μου. Γίνεται θύελλα. Γίνεται πάθος. Γίνεται πόθος. Τον βλέπω να λάμπει ολοκάθαρα στα μάτια του. Δίνομαι στη στιγμή με πάθος. Αγκαλιαζόμαστε τόσο σφιχτά που θαρρείς δεν θα μπορούσαμε να χωρίσουμε ποτέ. Ο Λύσιος με χαϊδεύει με βία, ανταποκρίνομαι. Παίζουμε ξανά το παιχνίδι των ερωτευμένων. Του πρώτου πάθους - με τον καιρό έχει δώσει τη θέση του στην οδύνη. Τα χέρια του τρέχουν σ' όλο το γυμνό μου λασπωμένο σώμα σκορπίζοντας τις σπίθες παντού. Ο Λύσιος είναι έτοιμος κιόλας. Πιο ορμητικός. Πιο γρήγορος από ποτέ. Δεν αντέχει το πάθος του. Μπαίνει βαθιά μέσα μου. Τα μάτια του ακτινοβολούν. Αφήνομαι. Περνάει σαν μπόρα από πάνω μου. Σαν οδοστρωτήρας. Ελπίζω ν' ακολουθήσω αυτό το χείμαρρο. Τρέχω για λίγο κοντά του. Αγωνίζομαι. Όλο το σώμα τεντωμένο στην προσμονή. Όχι. Δεν μπορώ . Η διέγερση ξέφυγε. Οπισθοχωρώ. Δεν θέλω να το δείξω. Φοβάμαι μην του χαλάσω τ' όνειρο. Ο Λύσιος βογκάει. Τρελαίνεται από ηδονή. Πιέζω τον εαυτό μου να μην τον μισήσω. Τα χείλη του δαγκώνουν τα δικά μου δυνατά. Ματώνω. Όλα μοιάζουν να ξαναρχίζουν απ' την αρχή. Η ελπίδα της σχέσης, έστω μονόπλευρης αστράφτει. Είδε ότι και τώρα μπορώ να του δίνω απλόχερα. Μπορεί ακόμη να μείνει μαζί μου. Ο Λύσιος τραβιέται λαμπερός. Το σπέρμα κυλάει στην ταπετσαρία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ο Λύσιος κάθεται κοντά μου σιωπηλός. Προσπαθεί να μη με στριμώξει και μένα και την κοιλιά μου. Τον κοιτάζω. «Αν μπορούσα θα έκανα έκτρωση» λέω. Το ακούω με τ' αυτιά μου. Δεν έχω προλάβει να το σκεφτώ. Είναι όμως πολύ αργά πια. Κουνάει το κεφάλι του. Καταλαβαίνει. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Λύσιος παραμένει σιωπηλός. Περιμένει κάτι ακόμη από μένα. Μα και βέβαια, πώς δεν το είχα σκεφτεί τόση ώρα πριν. Δεν θα γεμίζαμε όλο το σπίτι με μωρά. Θα κάναμε και οι δυο από μια υποχώρηση μια και η σχέση μας είχε ακόμη ελπίδες ζωής. Μίλησα φυσικά σαν να ήταν μια απόφαση που είχα πάρει από καιρό. Είπα θα σταματούσα τη διαδικασία για την υιοθεσία αφού μπορώ να έχω δικό μου μωρό. Θα τηλεφωνούσα αύριο κιόλας το πρωί στο ίδρυμα. Πάει κι αυτό. Έτσι απλά. Και ήμουν ευχαριστημένη με τον εαυτό μου που το σκέφτηκε. Έβγαινα κιόλας από πολλούς μπελάδες και εξηγήσεις. Ο Λύσιος μου χαμογέλασε αινιγματικά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Η βροχή εξακολουθούσε να χοροπηδάει στο δρόμο. Σταγόνες χτυπούσαν συνέχεια τη λαμαρίνα του αυτοκινήτου. Μ' έπληττε η βροχή. Μ' έκανε να βυθίζομαι όλο και πιο πολύ στις σκέψεις μου. Σιγά σιγά είχα κατορθώσει να φτιάξω τη δική μου αποκλειστική εσωτερική ζωή. Και σ' αυτή πρωταγωνιστούσε ο μικρός Παναγιώτης. Όταν θα τον γεννούσα κανείς δεν θα ήξερε ποιος ήταν στ' αλήθεια. Ίσως θα 'ταν μια λύση να πήγαινα να γεννήσω σε μια κλινική στο εξωτερικό. Όλοι θα σκέφτονταν μόνο πως είναι λίγο πιο μεγάλος από μωρό, αλλά τι μ' αυτό; Ένιωσα το μυαλό μου να γελάει. Τα είχαμε καταφέρει λοιπόν εμείς οι δύο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-83519486097510161952010-05-17T11:13:00.001-07:002010-05-17T11:13:54.314-07:00<div class="Style1" style="text-align: justify;"><b><u><span style="font-family: UB-Helvetica;"> ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο</span></u></b><span style="font-family: UB-Helvetica;"><o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ξέχασα πια πόσες μέρες κρατούσε η βροχή. Έπρεπε ν' αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε σοβαρά. Σήμερα δεν βρήκα κρέας στο χασάπη, δεν έσφαξαν λέει ή δεν μπόρεσαν να 'ρθουν τα φορτηγά από την επαρχία. Και στο μανάβικο δεν υπήρχε τίποτα. Κάτι ψόφια μαρούλια, εβδομήντα δραχμές το ένα, να τα κλαις. Η μανάβισσα σκεφτόταν να το κλείσει, έκανε και κρύο. Γύρισα με δυο πακέτα μακαρόνια, ο Λύσιος τα 'τρωγε και χωρίς κιμά. Ευτυχώς κατορθώσαμε να πάρουμε λίγο πετρέλαιο. Το βενζινάδικο μοίρασε με οικονομία στις γύρω πολυκατοικίες, εντάξει από θέρμανση, για λίγες βέβαια μέρες. Από την άλλη εβδομάδα θα βλέπαμε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος με περίμενε πίνοντας καφέ. Κοιταχτήκαμε. Ακόμη στο βλέμμα του η λάμψη η χθεσινή. Μήπως νιώθω λιγάκι κουρασμένη; Άυπνη; Κρυωμένη από την ξάπλα μου στη βροχή χτες; Ένα ζεστό, να με τρίψει στο κρεβάτι; Όχι, ας πάμε καλύτερα, θα 'ναι όμορφα. Μια βόλτα μέχρι τη θάλασσα. Μας άρεσε πάντα όταν είχε βροχή. Οι αναμνήσεις ξαναγίνονταν παρόν. Επιτέλους υποχωρούμε αμοιβαία, θα κρατούσα μόνο το παιδί της κοιλιάς μου και θα έκανα πως τίποτα δεν θ' άλλαζε μεταξύ μας και 'κείνος θα δεχόταν το μωρό αφού έβλεπε πως ήμουν στ' αλήθεια διατεθειμένη να μη στερήσω τίποτα απ' τον ίδιο. Δεν τα 'χαμε πει με λέξεις. Υπήρχε όμως η αίσθηση αυτή μεταξύ μας.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Έριξα ακόμη μια μάλλινη ζακέτα στην πλάτη μου πάνω απ' το παλτό και αφέθηκα να νιώσω χαρούμενη. Στην εξώπορτα θυμήθηκε. «Σε ζήτησαν από το ίδρυμα. Τους είπα ότι τους ήθελες κι εσύ.» Με γύρισε στην πραγματικότητα. Στο μυαλό διαγράφτηκαν ξανά εικόνες. Έπρεπε να επικοινωνήσω μαζί τους. Τον κοίταξα. Ανίχνευε το πρόσωπο μου. Η Αντωνία Σ. προσπαθούσε λοιπόν να με βρει. Έπρεπε να το κάνω σήμερα κιόλας. Κι έπρεπε τώρα αμέσως να το ξεστομήσω. «Θα πάω από κει.» Δείλιασε αλλά το 'πε. «Δεν γίνεται τηλεφωνικά;» Σκέφτηκα λίγο. Η γραφειοκρατία φαίνεται πως τελικά είχε κάποιο λόγο να υπάρχει. Όπως υπέγραψα την αίτηση για να μου δώσουν ένα παιδί, έπρεπε να υπογράψω την αίτηση για να σταματήσω τη διαδικασία. Ήταν λογικό. Προσπάθησα να μείνω όσο μπορούσα πιο ψύχραιμη. Ο Λύσιος υποχώρησε. Είχα δίκιο, ας ξεχνούσαμε τη θάλασσα για σήμερα. Εμπρός λοιπόν για τους Αγίους Αναργύρους. «Μαζί;» Μαζί, αφού το ήθελε δεν μπορούσα να το αρνηθώ.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η βροχή είχε σταματήσει αλλά ο ουρανός έδειχνε ότι δεν είχε ακόμη ξεθυμάνει. Στο δρόμο σκεφτόμουν τι να πω στον Λύσιο για να μην έρθει μέσα στο ίδρυμα μαζί μου. Το βρήκε μόνος του. Ήταν δική μου υπόθεση είπε, έτσι κι αλλιώς δεν τον ήξερε κανείς από δαύτους.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η πλατεία με την εκκλησία λασπωμένη όσο ποτέ. Το περίπτερο όμως αυτή τη φορά ήταν ανοιχτό λόγω Σαββάτου. Αγόρασα μια εφημερίδα και την πιο μεγάλη σοκολάτα με αμύγδαλο και την παράχωσα στην τσάντα μου βιαστικά. Το μυαλό μου πετούσε κιόλας στις επόμενες στιγμές μου. Ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο. 0 Λύσιος θα με άφηνε ακριβώς απ' έξω και θα στάθμευε λίγο πιο κάτω να χαζέψει την εφημερίδα. Ας μην αργούσα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βγήκα με φόρα. Έτρεξα στην καγκελόπορτα του ιδρύματος κι ύστερα γύρισα δυο βήματα πίσω. Ο Λύσιος είχε παρκάρει στην πιο κάτω γωνία. Τα δέντρα θα τον εμπόδιζαν να βλέπει το ίδρυμα. Κουκούλωσα όσο μπορούσα καλύτερα την κοιλιά μου και ξαναγύρισα στην καγκελόπορτα. Άργησαν να μ' ανοίξουν. Τέτοια ώρα όλοι θα 'ταν στο φαγητό. Μπήκα επιτέλους με το μάτι καρφωμένο στο κόκκινο σημάδι. Η πόρτα του πέτρινου σπιτιού. Το τοπίο ολότελα λασπωμένο, λυπηρό. Μου άνοιξε η ασπροντυμένη κοπέλα, τα χείλη της γυάλιζαν από κάτι λιπαρό. Το ίδρυμα μύριζε παστίτσιο και κουνουπίδι βραστό. Έπρεπε να περιμένω λιγάκι στο γραφείο της διευθύντριας.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Δεν έκανε τόσο κρύο όσο την άλλη φορά. Είχαν βάλει τη θέρμανση. Το Σάββατο πάντα δέχονταν απ' το πρωί επισκέπτες. Βολεύτηκα όσο μπορούσα καλύτερα στην πολυθρόνα κρύβοντας με το παλτό, την τσάντα μου και το επιπλέον μου πουλόβερ την κοιλιά μου. Καθιστή ήταν πιο εύκολο. Όρθια δεν ήξερα πώς θα τα κατάφερνα, ιδιαίτερα με τη ζέστη που 'κανε σήμερα εδώ μέσα και δεν δικαιολογούσε το παλτό.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το ίδρυμα ήταν γεμάτο θορύβους. Παιδικές μπουκωμένες φωνές. Στριγκλιές απαγορευτικές φράσεις. Διέκρινα την κραυγή της κυρίας Αντωνίας Σ. «Σκασμός.» Δεν είχα ξανακούσει τις ευγενικές της εξάρσεις. Κι ύστερα τρίξιμο του παρκέ όλο και πιο κοντινό. Η πόρτα γκρινιάζει. Η Αντωνία Σ. γλείφεται στο κάδρο της. Κρατά ακόμη τη μικρή λευκή χαρτοπετσέτα - κοκκινίζει απ' το κραγιόν - γρήγορα την πετάει στο καλάθι των αχρήστων. «Καλημέρα σας.» Έσφιξα κι άλλο το παλτό μου. Με κοίταξε ερωτηματικά. Λίγο κρυωμένη δικαιολογούμαι. Τι με ήθελε; Κάθεται στη θέση της, το βλέμμα της σοβαρό, επίσημο σπαθίζει τα νεύρα μου. «Κι εσείς με θέλατε μου είπε κάποιος κύριος.» Κάποιος κύριος; Ναι βέβαια. Δεν τους είχα μιλήσει ποτέ γι' αυτόν. Δεν είχε τύχει ποτέ η συζήτηση. Ο Λύσιος δεν υπήρχε για το ίδρυμα. Ήμουν μόνη και είχα ζητήσει σαν μόνη ένα παιδί που θα είχε μόνο μητέρα. Η Αντωνία Σ. περίμενε χωρίς βία την απάντηση μου. Ήξερα, αν τη ρωτούσα, θα μου έλεγε πως ήταν τυπικό. Τυπικά είχαν εξετάσει εξονυχιστικά τη ζωή μου - μ' ενοχλούσε αυτό. Τυπικά είχαν ζητήσει να ξέρουν πόσα βγάζω το μήνα και αν ήμουν σε μόνιμη δουλειά. Για τυπικούς λόγους αρνιόνταν επί δυο χρόνια να μου δώσουν απάντηση. Τυπικά είχαν σχεδόν αρνηθεί. Ώσπου προέκυψε η περίπτωση του μικρού Παναγιώτη. Μεγάλωνε αζήτητος στο ίδρυμα. Μια επιβάρυνση γι' αυτούς. Και βρήκαν τη λύση. Τα εμπόδια έγιναν μεμιάς τυπικά στην πραγματικότητα και ξεπεράστηκαν. Θα μου έδιναν το παιδί. Και θα 'ταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα μόνη θα υιοθετούσε παιδί από το ίδρυμα. Ένα ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου είχε πεισθεί. Με την ευκαιρία αυτή θ' άλλαζαν κάτι στον κανονισμό τους. Δεν συνέφερε πια να κρατάνε τα προβληματικά μωρά και να τα μεγαλώνουν εκεί μέσα. Οι πόροι του ιδρύματος δεν επαρκούσαν. Τα προβληματικά παιδιά θα τα έδιναν στις μοναχικές γυναίκες που θα τα δέχονταν. Έτσι κι αλλιώς αυτές δεν ήλπιζαν σε κάτι καλύτερο. Θα 'ταν έστω ένα χέρι βοήθειας στα γεράματα τους. Με μια προϋπόθεση· να είχαν να τα ζήσουν και να μην τα χρησιμοποιούσαν τελικά σαν υπηρετικό προσωπικό. Στην αρχή τα 'χα βρει τρομακτικά όλα αυτά. Ο λόγος που εγώ ήθελα ένα παιδί δεν ήταν η μοναξιά. Κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό ζητούσε μέσα μου να πληρωθεί. Το παιδί θα βούλωνε μια τρύπα. Την πιο μεγάλη τρύπα της ψυχής μου. Ίσως δεν θα 'ταν λάθος αν το χαρακτήριζα σαν ένστικτο επιβίωσης. Τόσο αναγκαία και οδυνηρή ένιωθα την ανάγκη να βρω το λόγο της ύπαρξης μου. Ένα παιδί νόμιζα θα πλήρωνε αυτό το κενό. Η τρύπα θα 'παυε να στάζει. Κέρδος για την ψυχική μου ισορροπία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η Αντωνία Σ. ακόμη με κοιτούσε. Ήξερα ότι τα παιδιά, έστω και προβληματικά δεν ήταν πολλά. Η καινούρια αντιμετώπιση του ιδρύματος προς τις μοναχικές γυναίκες είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή. Οι αιτήσεις οπωσδήποτε θα στοιβάζονταν η μια πάνω στην άλλη. Και τότε τρομοκρατήθηκα. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε απ' το μυαλό μου να υποβάλω παραίτηση. Αντίθετα άρχισα να φοβάμαι ότι μπορούσα να χάσω τον Παναγιώτη. Αν αυτή η μέγαιρα που στεκόταν αλύγιστη μπροστά μου έκρινε πως κάτι είχα κρύψει από την προσωπική μου ζωή, κάτι που δεν της άρεσε, μπορεί να έκανε αρνητική εισήγηση στο διοικητικό συμβούλιο για μένα. Ένιωθα την έχθρα μου να βράζει. Κρατήθηκα. Κατάπια με δυσκολία τον κόμπο του λαιμού μου και ανέπνευσα βαριά. Η Αντωνία Σ. ήταν ακόμη εκεί. Με κοιτούσε. Περίμενε. Έπρεπε να της πω την αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς ήμουν υποχρεωμένη. Άνοιξα το στόμα μου ν' αρχίσω. Δεν βγήκε φωνή. Κάτι σαν κακάρισμα βραχνό. Ξερόβηξα. Λίγα κλάσματα δευτερολέπτου ακόμη να σκεφτώ. Και το αποφάσισα. Ναι, έμενα μαζί με κάποιον άντρα. Είχα σχέσεις. Υπήρξα και ερωτευμένη. Κάποιος άντρας με γαμούσε. Κοιμόμουν μαζί του. Τρώγαμε μαζί. Κυκλοφορούσαμε γυμνοί στο σπίτι. Παίζαμε με τα γεννητικά μας όργανα, δεν το θεωρούσαμε ντροπή. Όχι λοιπόν Αντωνία Σ. δεν ήμουν αγία ή στερημένη γεροντοκόρη. Είδα όλες αυτές τις εικόνες να περνούν απ' το βλέμμα της. Τις ένιωθα. Τα συναισθήματα της μεταβάλλονταν ανά δευτερόλεπτο, προσπαθούσε να τα κρύψει, το καταλάβαινα, το αντιλαμβανόταν αυτό. «Έχει σημασία που ζω μ' έναν άντρα;»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Άφησε την ανάσα της βαριά. Έφαγε βιαστικά δικαιολογήθηκε, να τη συγχωρώ, ήξερε ότι την περίμενα. Για 'κείνη δεν άλλαξε τίποτα, έπρεπε όμως να το είχα πει. Θα το ανέφερε στο συμβούλιο βέβαια γιατί θα της ζητούσαν όσα στοιχεία ήξερε για μένα, ήλπιζε όλα να πάνε καλά, έκλεισε το φάκελο μου αφού συμπλήρωσε την καινούρια αναφορά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το αίμα μου κυλούσε δυνατά. Άκουσα το γλουπ γλουπ καθώς χοροπηδούσε στην καρδιά μου. Το κρανίο μου στένευε, το μυαλό σφιγγόταν.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σηκώθηκε. Σταγόνες ιδρώτα ένιωσα να παγώνουν στο μέτωπο μου. «Γιατί δεν βγάζετε το παλτό σας;» Όχι αυτό δεν θα το μάθαινε ποτέ. Της είπα ξερά πως είχα φέρει κάτι για το μικρό Παναγιώτη και ήθελα να του το δώσω η ίδια. Πιο πολύ το 'πα για να τσεκάρω την αντίδραση της, αν είχε κάτι αλλάξει απέναντι μου. Ήταν κανονική. Δεν αρνήθηκε, χτύπησε το κουδούνι και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να εμφανισθεί η νεαρή εκκολαπτόμενη Αντωνία Σ. Μιλήσαμε για τον καιρό, τη βροχή, το παράξενο θέαμα που παρουσίαζε η Αθήνα, τη βλακώδη ταινία που είχε βάλει χτες η ΕΡΤ, πού τις βρίσκουν, ασπρόμαυρες, πανάρχαιες, κρίμα τα λεπτά που πλήρωσε να πάρει έγχρωμη. Της είπα αγοράσαμε κι εμείς. Κι ύστερα ρώτησα. Τι με ήθελε εκείνη και με πήρε. Το σκέφτηκε. Το ζύγισε. Ίσως τελικά δεν θα 'πρεπε να μου το πει. Όμως ας είναι. Είχα δικαίωμα να το μάθω. Χτες ο Παναγιώτης ρώτησε για μένα. Για πρώτη φορά. Το μυαλό μου ηλεκτρίστηκε. Ένιωσα σαν να με είχε χτυπήσει ρεύμα υψηλής τάσης. Την κοίταξα χωρίς να τη βλέπω. Ανέπνευσα βαθιά. Τα πνευμόνια μου γέμισαν ζεστό αέρα και καπνό απ' το τσιγάρο της. Τον έβγαλα με δυσκολία. Ύστερα, άκουσα το πάτωμα να τρίζει ξανά. Η πόρτα άνοιξε. Η μικρή με τ' άσπρα μας κοίταξε ερωτηματικά. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Η φωνή μου δεν θα 'βγαινε ήχος φυσιολογικός. Σηκώθηκα αργά. Η Αντωνία Σ. το είχε καταλάβει. Κοιταχτήκαμε. Αμίλητες. Έχανε σιγά σιγά τη δύναμη της. Δεν μπορούσε άλλο να εμποδίζει τη διαδικασία. Ο Παναγιώτης ερχόταν προς τα μένα μόνος του πια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βγήκα ακολουθώντας την κοπέλα στο στενόμακρο λαδοκίτρινο διάδρομο. Πέθαινα από την αγωνία να συναντήσω το γιο μου. Εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά στ' αλήθεια ένιωσα πως είχα παιδί. Ούτε που θυμόμουν πια τον Λύσιο και την υπόσχεση μου. Βρήκαμε τον Παναγιώτη στο μικρό θάλαμο με τ' άλλα πιτσιρίκια. Δεν έπαιζε. Δεν κρατούσε βιβλίο. Δεν έκανε τίποτα. Μόνο στεκόταν μπροστά στο παράθυρο κοιτώντας τη βροχή που είχε ξαναρχίσει. Δεν μίλησα. Η κοπέλα τον φώναξε για μένα. «Παναγιώτη.» Ο μικρός γύρισε ξαφνιασμένος. Ατένισε αφηρημένα. Δεν φορούσε γυαλιά. Δεν μας έβλεπε καλά. Η κοπέλα το κατάλαβε και ρώτησε τ' άλλα παιδιά πού είναι τα γυαλιά του μικρού Παναγιώτη. Ο πιο μεγάλος κοιτάχτηκε με τους υπόλοιπους. Ήταν σκισμένος και λαχανιασμένος. Οι άλλοι μαζεύτηκαν. Ο πιο μεγάλος έδειξε δειλά την άλλη γωνία της κάμαρας. Κι ύστερα στριμώχτηκε μαζί με τ' άλλα παιδιά σε μιαν άκρη μακριά μας. Η κοπέλα πήγε και σήκωσε κάτι που γυάλιζε. Στραβοπατημένος ένας σκελετός, ευτυχώς τα τζάμια δεν είχαν σπάσει. Τον κοίταξε. Ο Παναγιώτης δεν κουνιόταν απ' τη θέση του. Δεν μιλούσε. Περίμενε. Σαν φωτιά έτοιμη ν' απλωθεί αν τη φυσούσες ν' ανάψει. Να πάρει δύναμη. Τον πλησίασα. Τώρα που είμαστε πιο κοντά βεβαιώθηκε πως ήμουν εγώ και ταράχτηκε. Τον έπιασα απ' το χέρι. Δεν αντέδρασε. Η κοπέλα προσπάθησε να ισιώσει τα γυαλιά, του τα φόρεσε. Δεν ήταν απόλυτα εντάξει, χοροπηδούσαν αστεία στη μύτη του όταν περπατούσε. Είπε την Δευτέρα θα τα πήγαινε στον οπτικό στην πλατεία και θα 'ταν μια χαρά ξανά. Τράβηξα τον Παναγιώτη έξω απ' το δωμάτιο. Τον ένιωσα ν' αναπτύσσει το βήμα του βιαστικά - μια λαχτάρα. Να φύγει από κει. Θα 'θελα να μπορούσα να τον πάρω από τώρα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βγήκαμε στο λασπωμένο υπόστεγο. Και οι δυο μας απορροφημένοι στις σκέψεις μας. Τσιμουδιά. Δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια καλημέρα. Και ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να τρέξω. Να εκτονώσω τη φόρτιση που είχε συσσωρευτεί μέσα μου - με έπνιγε. Άρχισα να τσαλαβουτάω στα νερά και στις λάσπες σαν τρελή, έτρεχα με μανία. Να ξεφύγω. Από την ένταση. Από την θλίψη. Από τη χαρά που με τύλιγε ανάκατη με αγωνία, μέχρι την Τρίτη. Πίσω μου πλατς πλατς τα τρεχαλητά βήματα του Παναγιώτη. Διασχίσαμε σαν μανιακοί τρέχοντας τον λασπωμένο κήπο γύρω απ' το κόκκινο πέτρινο σπίτι. Η βροχή μας χτυπούσε το πρόσωπο. Μπροστά εγώ, πίσω αυτός. Έλπιζα να μη μας βλέπει κανείς. Σταμάτησα πίσω από το σπίτι σ' ένα κιόσκι, θα 'ταν άλλοτε ζωσμένο με σύρμα, κοτέτσι.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Φρενάρισε και 'κείνος μπροστά μου. Τα γυαλιά είχαν γλιστρήσει στη μύτη του. Τα ' σπρώξε στη θέση τους. Με κοίταζε κατάματα. Γονάτισα μπροστά του και τον αγκάλιασα. Ήταν η πρώτη φορά. Δεν αντέδρασε. 'Έμεινε ακίνητος. Η ανάσα του βαθιά στο αυτί μου, την κατάλαβα τρεμουλιαστή. Ο Παναγιώτης λαχταρούσε. Χαιρόταν. Μου έπαιρνε και μου έδινε συγκίνηση. Δυο δοχεία που ενώνονταν, στην ίδια στάθμη. Σχεδόν κόντευα να πλημμυρίσω. Μαζί του. Για ώρα αγκαλιασμένοι. Δειλά δειλά τώρα μ' έσφιγγε και 'κείνος. Έξω από το κιόσκι η βροχή έπεφτε μανιασμένη. Κάθισαμε δίπλα δίπλα σε κάτι βαρέλια σκεπασμένα με κουρέλια και μουσαμάδες. Άνοιξα την τσάντα μου. Ο Παναγιώτης με κοιτούσε με προσοχή. Του πρόσφερα τη σοκολάτα. Η έκφραση του παρέμεινε σοβαρή. Μ' ευχαρίστησε ψιθυριστά, την άνοιξε στην αρχή σιγά, μετά με βιασύνη και την έφαγε όλη. Ύστερα ζάρωσε τα χαρτιά και τα 'βαλε προσεκτικά στην τσέπη του. Απόμεινε να κοιτάζει τη βροχή. Αμίλητοι. Τότε θυμήθηκα τον Λύσιο στη γωνία. Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα είχε περάσει αρκετά. «Πρέπει να φύγω» ψιθύρισα. Κατάλαβε. Κατέβηκε απ' τα βαρέλια και περίμενε. Κατέβηκα και γω και τον έπιασα απ' το χέρι. Βαδίσαμε σιωπηλοί και μουσκεμένοι ως το κόκαλο μέχρι το πέτρινο σπίτι Δεν θα 'ταν ακόμη εκεί για πολύ. Την Τρίτη είχε πει η κ. Αντωνία Σ. θα γινόταν σίγουρα το συμβούλιο. Σήμερα Σάββατο. Είχαμε ακόμα τρεις μέρες. Κοιταχτήκαμε μ' ελπίδα. Όλα θα πάνε καλά. Ένα φιλί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ο Λύσιος κρατούσε αναμμένη τη μηχανή μην κρυώσει το αυτοκίνητο. Μύριζε μέσα τσιγαρίλα - μου 'ρθε να ξεράσω. Ξεκίνησε. Παραπονέθηκε ότι είχα αργήσει πολύ. Ρώτησε κοιτάζοντας με λοξά αν τους το 'χα πει για την εγκυμοσύνη. Αν είχα κάνει την αίτηση για να σταματήσει η διαδικασία για το παιδί. Ρωτούσε πάντα χωρίς να με κοιτά. Άνοιξα το παράθυρο να φύγουν οι καπνοί και η μπόχα του τσιγάρου. Το ξανάκλεισα γρήγορα, η βροχή έμπαινε μέσα απειλητικά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ο Λύσιος οδηγούσε προσεκτικά, όλοι οι δρόμοι κόντευαν να πλημμυρίσουν. Δεν είχαμε καινούρια λάστιχα. Ήταν επικίνδυνο. Γύρισε σε μένα. Δεν μπορούσα να σωπαίνω άλλο. Ήδη είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι δεν είχα κρατήσει την υπόσχεση μου. Δεν μ' άρεσε να τον κοροϊδεύω. Δεν μπορούσε όμως να γίνει διαφορετικά. Για 'κείνον έτσι κι αλλιώς θα ήταν το ίδιο. Είχε πάρει απόφαση όπως φαινόταν το παιδί που είχα μέσα στην κοιλιά μου. Η υιοθεσία και άλλου παιδιού έμοιαζε να τον ενοχλεί τώρα. Μα δεν επρόκειτο ποτέ βέβαια να υπάρξουν δυο παιδιά. Αυτό που είχα στην κοιλιά μου και ο Παναγιώτης ήταν το ίδιο πράγμα. Αλλά πως μπορούσα να του τα εξηγήσω όλα αυτά, χωρίς να σκεφτεί πως είμαι τρελή; Δεν μου έμενε λοιπόν άλλη λύση παρά να κρατήσω την αλήθεια για τον εαυτό μου. Μείναμε και οι δυο σκεπτικοί. Δεν ξέρω αν κάτι άλλο περνούσε απ' το μυαλό του ή αν είχε αφοσιωθεί στο οδήγημα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το αμάξι ντελαπάρισε ξαφνικά, ελαφρά ευτυχώς. Ο Λύσιος ίσιωσε με δεξιοτεχνία και αργές κινήσεις το τιμόνι. Καλύτερα να γυρίζαμε σπίτι. Δεν είχε νόημα, οι δρόμοι είχαν γίνει πολύ επικίνδυνοι. Γύρω μας σταματημένα αυτοκίνητα, λεωφορεία, μια σύγκρουση Ι.Χ. μ' ένα ταξί, βρίζονταν οι οδηγοί. Η διαδρομή στη Λένορμαν κι ύστερα στην Πατησίων αφόρητη. Βήμα σημειωτόν. Ο Λύσιος έδειχνε εκνευρισμένος. Εγώ αφοσιωμένη στην κοιλιά μου. Ένιωθα το μικρό Παναγιώτη στριμωγμένο εκεί μέσα ν' αγωνιά. Κάποιος πόνος που ακολούθησε μετά από μια σουβλιά μ' έκανε να πιστέψω πως το παιδί κλοτσούσε. Χαμογέλασα μόνη μου. Κρατήθηκα. Δεν ήθελα να το πω. Ήξερα πως ο Λύσιος δεν θα μοιραζόταν τη χαρά μου. Δεν ήταν πολλές τρεις μέρες να περιμένω ακόμη. Το πολύ τέσσερις. Μέχρι την Τετάρτη το πρωί. Τ’ απόγευμα της Τρίτης θα γινόταν το συμβούλιο. Και ξαφνικά άστραψε στο μυαλό μου μια σκέψη που με γέμισε<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">αγωνία. Αν όλα γίνονταν όπως είχαν προγραμματισθεί τότε την Τετάρτη θα 'τανε η μέρα μου να γεννήσω. Κι ακόμα δεν είχα καθόλου προετοιμαστεί. Δεν ήξερα καν σε ποια κλινική. Ή πώς θα γινόταν. Αν προλάβαινα για το εξωτερικό ή θα τα 'φηνα όλα στην τύχη. Αλλά φαινόταν ότι εγώ δεν μπορούσα με τη θέληση μου να επέμβω σε πολλά. Τα πράγματα από μόνα τους εξελίσσονταν. Ίσως να ήταν κιόλας όλα ρυθμισμένα και να μην εξαρτιόταν από μένα το παραμικρό.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Φτάσαμε στο σπίτι πολύ αργά. Για πρώτη φορά πεινούσαμε και οι δυο. Χωθήκαμε αμέσως στην κουζίνα και βαλθήκαμε να φτιάξουμε μακαρονάδα ναπολιτάνα και μια κονσέρβα τόνο που είχε ξεμείνει στο ντουλάπι. Δεν μιλούσαμε. Εκείνος ψιλόκοβε τα κρεμμύδια κι εγώ άνοιγα τις κονσέρβες με τα ντοματάκια και τον τόνο, έτριβα το τυρί - σκεφτόμασταν και οι δυο τα γεγονότα της τελευταίας μέρας. Ο Λύσιος όπως παλιά είχε μπει στην κουζίνα μαζί μου, καλό σημάδι. Όπως είχαμε και οι δυο υποχωρήσει οι σχέσεις μας ξανάρχιζαν, φαίνεται, απ' την αρχή. Δεν το 'χαμε όμως ο ένας στον άλλον ομολογήσει. Κάπου κρατιόμασταν λίγο μακρύτερα σαν θεατές - παρακολούθηση απλά των εξελίξεων μην εμπλακούμε σε λάθος συναισθήματα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η μυρωδιά του κρεμμυδιού με ανακάτεψε. Ο μικρός Παναγιώτης κλότσησε δυνατά μέσα στην κοιλιά μου. Κάθισα βαριά στην καρέκλα. Μου 'ρχόταν εμετός. Το στομάχι μου έκαιγε. Οι σουβλιές και τα γλου γλου με βασάνιζαν. Πήρα βαθιά ανάσα και βγήκε σαν στεναγμός. Ο Λύσιος με κοίταξε. Κατάλαβε. Τα 'χε όλα αυτά ξαναπεράσει με την πρώην. Ας πήγαινα λοιπόν να ξαπλώσω. Θα με φώναζε όταν θα τέλειωνε το φαγητό. Τον φίλησα κι έτρεξα γρήγορα στο κρεβάτι. Οι σουβλιές στην κοιλιά μου συνεχίζονταν. Ίσως να 'παιρνα τηλέφωνο κάποιο γιατρό να με συμβουλέψει. Ύστερα σκέφτηκα τη μάνα μου. Ήταν το μόνο πρόσωπο όμως που δεν ήθελα ν' ανακατέψω σ' αυτή την ιστορία. Δεν ήξερε τίποτα για την κατάσταση μου. Οπωσδήποτε όμως θα χαιρόταν αν της έλεγα πως περιμένω δικό μου παιδί και εγκατέλειψα την ιδέα της υιοθεσίας - ήταν πάντα εναντίον. Της τηλεφώνησα λοιπόν. Φυσικά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Την έκπληξη ακολούθησε κλάμα, εξιστόρηση αναμνήσεων της δικής της ιστορίας, γέλια, χαρές για το εγγόνι, ύστερα πάλι κλάμα και τέλος πέταξε κι αυτό που τη βασάνιζε πάντα. Θα ήταν λέει ψυχολογικό τόσο καιρό που δεν έπιανα παιδί και ο γιατρός δεν θα 'φταιγε καθόλου. Τα θυμόταν όλα. Οι τύψεις τη βασάνιζαν χρόνια. Τώρα ήταν μια ευκαιρία ν' απαλλαγεί από την ενοχή της. Έβγαινε και από πάνω. Τέλος ζήτησε να με δει, αρνήθηκα, ήμουν χάλια. Και μου σύστησε κάποιο γιατρό, να τον πάρω εκ μέρους του θείου μου, ήταν γνωστός του, καλός γιατρός, λίγο μεγάλος βέβαια. Κλείσαμε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βρισκόμουν καθισμένη στο σκαμνάκι μπροστά στην πρωτόγονη επινόηση μου με σανίδες που χρησίμευε για τουαλέτα. Ο μεγάλος καθρέφτης μου έστελνε ένα χαμόγελο. Είχα αδυνατίσει πάρα πολύ. Το μόνο σημείο που προεξείχε από το σώμα μου ήταν η κοιλιά. Τεράστια. Αχόρταγη. Έμοιαζε να με τρώει. Να με τρώει... Και ξαφνικά μ' έπιασε ένας παράλογος, απόλυτος φόβος. Πώς θα 'ταν η ζωή μου μετά; Για πρώτη φορά τέτοια σκέψη σούβλιζε το μυαλό μου. Αλυσοδεμένη κρατιόμουν στην παγίδα του εαυτού μου. Σερνόμουν σε βράχια μυτερά, κάτω το υδάτινο στοιχείο έβραζε. Τα κύματα έφταναν στ' αυτιά μου και γω κυλούσα. Έβλεπα κιόλας την άκρη, κάτω αδηφάγος ο γκρεμός. Λίγο ακόμη, μέχρι την Τρίτη, την Τετάρτη το πρωί και ο εαυτός μου θα 'παυε να υπάρχει. Σάρκες και κόκαλα, μια μάζα πεταμένη πιο κει, ούτε αίμα, ξεπλυμένα όλα, λαμπερά, απ' το νερό. Έχω καταβροχθιστεί από 'κείνο που φέρω μέσα μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η κοιλιά μου με κοιτάζει απ' τον καθρέφτη. Ανοίγει στα δύο, διαφανής. Στριμωγμένο στα έντερα, δίπλα στο συκώτι και τη χολή, το γαλανό βλέμμα. Μυωπικό, αδυσώπητο. Βυθίζομαι στην οδύνη και ηδονή της αυτοκαταστροφής. Μεταμορφώνομαι. Παύω σιγά σιγά να υπάρχω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βγάζω τα ρούχα μου ένα ένα. Δεν μου χρειάζονται. Δεν κρυώνω πια. Δεν έχω ανάγκες. Είμαι μονάχα σώμα. Χωρίς αισθήσεις. Χωρίς ουσία. Μια αποθήκη που κατοικεί αυτό το μικρό με τα γαλάζια μάτια. Απροστάτευτο. Μ' έχει παγιδέψει. Θα ζήσει απ' την ανάσα μου. Απ' τη σάρκα μου. Απ' το μυαλό μου. Απ' τη στάχτη μου. Μ' αφήνει άδειο σακί. Επιτέλους οι αγωνίες πέθαναν. Ο φόβος σταμάτησε. Η καταστροφή του εαυτού μου ολοκληρώνεται. Παύω να είμαι για μένα. Γλίτωσα. Το ένστικτο της αυτοκαταστροφής νίκησε. Αφήνομαι σ' αυτό. Ξέρει τη δουλειά του.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κοιτάζω ένα γύρω. Πού θα μπει το κρεβάτι του μωρού; Όχι μπροστά στο παράθυρο. Θα κρυώνει. Μα τι λέω; Θα κοιμόμαστε μαζί. Θα ’μαστε συνέχεια μαζί. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να ’μαστε χωριστά. Αφού εγώ είμαι αυτός. Υπάρχω μόνο μέσα απ’ αυτόν και γι’ αυτόν. Σ’ ευχαριστώ που μου βρήκες λόγο να υπάρχω. Όλοι με κάποιο τρόπο προσπαθούμε να κρατηθούμε στη ζωή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο ήχος των βημάτων του με ξαναφέρνει στη γη. Ο Λύσιος με κοιτάζει. Στη μέση του δωματίου χειρονομεί. Τα λόγια του δεν φτάνουν στ’ αυτιά μου. Μόνο μια βουή με πλημμυρίζει. Το δωμάτιο κοχλάζει, να με καταπιεί. Οι τοίχοι προχωρούν, στενεύουν. Χαμηλώνω το φως. Βουλιάζω ξανά προς τα μέσα. Φοβάμαι να μιλήσω. Ο Παναγιώτης κραυγάζει εντός μου. Θ' ακουστεί η δική του φωνή. Και νάτη πάλι η ζαλάδα. Το δωμάτιο ξεφεύγει απ' τον έλεγχο της οροφής και των δοκαριών. Γυρίζει. Πιο γρήγορα. Όλο και πιο γρήγορα. Δεν είναι πια τετράγωνο. Είναι στρογγυλό κι εγώ στη μέση άξονας. Τώρα γυρίζουμε μαζί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ανοίγω τα μάτια μου. Λευκό. Έντονο και θολό. Φως. Τα ξανακλείνω. Ένα βάρος στο μέτωπο μου. Μαρία.» Ο Λύσιος είναι κοντά μου. Ανοίγω ξανά τα βλέφαρα. Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Έχει τραβήξει τις κουρτίνες. Μπαίνει το κατάλευκο φως της μέρας. Έξω απ' τη τζαμόπορτα η βροχή συνεχίζει να πέφτει. Το χαλάζι γίνεται όλο και πιο δυνατό. Σαν να πετάει κάποιος στα τζάμια στραγάλια. Ο Λύσιος με κοιτάζει. Ναι, είναι σήμερα Κυριακή πρωί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Ανασηκώνομαι. Μου έχει ετοιμάσει πορτοκαλάδα να πιω με πολλή ζάχαρη. Πρέπει να τονωθώ λέει. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει και το νιώθω θολό. Κοιμόμουν γύρω στις δεκαέξι ώρες, λέει ξανά. Ήμουν χάλια χτες. Μου έδωσε ηρεμιστικό χαπάκι. Είχα λιποθυμήσει και πήρε το γιατρό. Με συνέφερε. Με τάισε όπως όπως κι ύστερα μου 'δωσε ηρεμιστικό . Πέρασα κρίση. Υστερική. Φώναζα κι έκλαιγα επιμένει, γοερά, καλούσα τη μάνα μου. Τα χρειάστηκε. Ο γιατρός είπε είχα ανάγκη από ύπνο. Ίσως ερχόταν αργότερα να με δει. Να τον παίρναμε τηλέφωνο. Είπα όχι. Ήμουν μια χαρά. Ποτέ δεν αμφέβαλα περισσότερο γι' αυτό. Ωστόσο δεν καταλάβαινα τι μπορούσε να μου συμβαίνει. Όλα έμοιαζαν να εξελίσσονται κανονικά. Κι όμως κάπου υπήρχε ένα αγκάθι. Ψαχούλεψα με αγωνία την κοιλιά μου. Ευτυχώς. Ήταν ακόμη εκεί. Ο Λύσιος δεν είχε καταφέρει να την καταστρέψει. Φοβόμουν πως αν μ' έπιανε στον ύπνο μπορούσε να με γαμήσει δυνατά και βαθιά, να με ματώσει. Αν μάτωνα μπορεί να 'χανα το παιδί. Ψαχούλεψα πιο κάτω με το χέρι μου. Έχωσα το δάχτυλο μου στον κόλπο μου, κάνοντας πως ξύνομαι. Δεν ήθελα τίποτα να υποψιαστεί. Δεν υπήρχαν ευτυχώς υγρά. Ησύχασα. Ύστερα έφερα το χέρι μου έξω απ' το πάπλωμα και κοίταξα το δάχτυλο. Δεν υπήρχε ίχνος αίματος. Ανάσανα. Ευτυχώς όλα πήγαιναν μια χαρά. Κυριακή λοιπόν. Δευτέρα. Τρίτη. Και την Τετάρτη το πρωί...<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος ανοιγόκλεινε το στόμα του. Μα τι έλεγε λοιπόν τόσες ώρες; Έπρεπε λέει να παίρνω πιο συχνά τα ηρεμιστικά, συμβούλεψε ο γιατρός. Γέλασα. Αυτοί οι άνθρωποι ή ήταν τρελοί ή με περνούσαν εμένα για τρελή. Γκαστρωμένη γυναίκα δεν έπρεπε να παίρνει φάρμακα. Μπορεί να έκαναν κακό στο μωρό ή να δηλητηρίαζαν το γάλα μου. Σκέφτηκα τα πρησμένα μου βυζιά γεμάτα γάλα. Το αίμα μου γινόταν γάλα. Όλα τα υγρά του σώματος μου γίνονταν γάλα. Για να θρέψουν το μικρό Παναγιώτη. Ο Λύσιος με κοίταξε απορημένος. Αποφάσισα να μη σκέφτομαι καθόλου γιατί μπορεί και να 'χε βρει τρόπο ν' ακούει το μυαλό μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σηκώθηκε και ξαναγύρισε αμέσως μ' ένα ποτήρι νερό . Έπρεπε να πιω το ηρεμιστικό. Ο γιατρός είχε πει πρωί και βράδυ. Μ' αιφνιδίασε. Δεν ήθελα να του δείξω ότι αρνιόμουν να το πιω μήπως κουβαλήσει τον τρελογιατρό εδώ πέρα. Το μυαλό μου δούλευε πυρετικά. Ο Λύσιος μου 'δινε το χαπάκι και το νερό. Γαμώτο, δεν έπρεπε να το πιω. Δεν θα θυσίαζα τη βούληση μου σ' ένα συνθετικό στρογγυλό γαλάζιο πραγματάκι. Το πήρα και το 'χωσα στο στόμα μου. Ύστερα έριξα μέσα μια γουλιά νερό και έχυσα με τρόπο το υπόλοιπο στα σεντόνια. Το ποτήρι κύλησε στο πάτωμα και έσπασε. Ο Λύσιος έσκυψε να το μαζέψει. Ύστερα έτρεξε στο μπάνιο να φέρει πετσέτα. Εγώ έφτυσα το χαπάκι που 'χα στριμώξει κάτω απ' τη γλώσσα μου. Το πέταξα κάτω απ' το κρεβάτι. Αργότερα που θα σηκωνόμουν θα το εξαφάνιζα στα σκουπίδια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος ξαναγύρισε με πετσέτες και σεντόνια να τ' αλλάξει. Δεν μιλούσε. Έδειχνε να κάνει υπομονή. Είχε υποταχτεί στον τρόπο ζωής που διάλεξα εγώ να του επιβάλω. Ίσως είχε πια καταλάβει πως όσα του φύλαγε η ζωή ήταν όλα αυτά. Μια δουλειά για να βγάζει λίγα χρήματα. Μια γυναίκα να γαμεί. Κι ένα παιδί να τον κάνει να 'ρχεται δεύτερος. Τίποτ' άλλο. Όσο και να προσπάθησε να το αλλάξει και να ξεφύγει απ' αυτό, το 'χε δεμένο το πεπρωμένο του μαζί του. Πήρε φόρα, νόμισε ξέφυγε και γύρισε στα ίδια. Πώς δεν το 'χε απ' την αρχή καταλάβει; Κινιόταν, πίστευε, ελεύθερα αλλά ήταν δεμένος με λάστιχο και όταν το τέντωνε πολύ, αυτό τον τράβαγε με φόρα πίσω. Με κοίταζε με φόντο τη λευκότητα των τοίχων. Απόμακρος. Θλιβερός.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η μέρα δεν έλεγε να ξασπρίσει. Το γκρίζο της έβαφε τη διάθεση μου. Πετάχτηκα ολόγυμνη απ' το κρεβάτι μπροστά στον Λύσιο. Η κοιλιά μου άστραψε στο δωμάτιο. Τα βυζιά μου στρογγυλά και ολόρθες οι ρώγες. Είχα ερεθιστεί από την ηδονή της τιμωρίας που του επέβαλα. Άφησε τις πετσέτες και τα σεντόνια και με πλησίασε. Το βλέμμα του γυαλιστερό. Κατάλαβα τι του περνούσε απ' το μυαλό. Γέλασα. Γλίστρησα στο χολ. Ο Λύσιος ξοπίσω μου. Φράσεις που το μυαλό μου αρνιόταν ν' ακούσει. Έτρεξα στο καθιστικό. Στάθηκε δίπλα μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Δεν ήταν ανάγκη να μιλάμε πια. Τα συναισθήματα κοχλάζανε. Έφτιαχναν λάμψεις στο βλέμμα. Εκφράσεις στο πρόσωπο. Κινήσεις στα μέλη του σώματος. Η συνομιλία ήταν έντονη χωρίς φωνή. Άηχα λόγια. Διαξιφισμοί, τρυπούσαν κατευθείαν το μυαλό. Ο Λύσιος είχε καταλάβει. Την τιμωρία που του είχε επιβληθεί. Και ήθελε ν' ανταποδώσει. Ήξερε πως κι εγώ όπως και 'κείνη θα τον πλήρωνα με τη στέρηση. Όχι πια γαμήσι. Είμαι στις μέρες μου. Είμαι λεχώνα. Και ποιος ξέρει τι άλλο μετά. Τα 'ξερε όλα. Τα περίμενε. Είχε προετοιμαστεί γι' αυτά. Και είχε το δικαίωμα να το ανταποδώσει. Ήταν ο πιο ισχυρός. Μες στο μυαλό του είχε ετοιμάσει τη δική μου τιμωρία. Δεν υποχωρούσε. Τον έσπρωξα μακριά και ξανάρθε. Μου άρπαξε τα χέρια. Το στόμα του σφιγμένο, μια γραμμή. Το βλέμμα κυριαρχούσε λαμπερό. Τραβήχτηκα ξανά και ξέφυγα. Δεν υποχώρησε. Ξανάρθε κοντά μου. Οπισθοχώρησα. Η πλάτη μου γυμνή κολλημένη στο κρυσταλλιασμένο τζάμι. Πλησιάζει. Δεν ελέγχω πια τις κινήσεις μου. Από δω και πέρα ενεργώ σαν αυτόματο. Χωρίς σκέψεις. Τον φτύνω κατάμουτρα. Σταματά. Αρχίζω να φοβάμαι. Δεν ξέρω ποιος απ' τους δυο μας είναι ο πιο τρελός. Ανάσες λαχανιασμένες. Κοφτές. Καυτερές. Περιμένουμε και οι δυο. Η επόμενη κίνηση θα είναι δική του. Και νάτη. Ένα χαστούκι, αστράφτουν τα μάτια του. Μένω ακίνητη. Το μυαλό μου κουδουνίζει για ώρα. Δεν θέλω να φωνάξω. Δεν θέλω να κλάψω. Καταλαβαίνω μονάχα. Οι σχέσεις που μόλις είχαν ξαναρχίσει τέλειωσαν. Ή στ' αλήθεια δεν είχαν ξαναρχίσει ποτέ. Ή καλύτερα έχουν πάρει μια άλλη μορφή. Αυτή που υπέβοσκε πάντα. Δυο θηρία και πλησιάσαμε. Πιο κοντά. Ακόμη πιο κοντά. Να μικρύνει η απόσταση. Να μπορέσουν τα νύχια να μπούνε πιο βαθιά. Να ματώσουν πιο πολύ. Να κάνουν τον πόνο αφόρητο. Σκέτη τρέλα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">«Δεν πρόκειται ν' αναγνωρίσω το παιδί. Έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε παντρεμένοι.» Γελάω. Δυνατά. Πολύ δυνατά. Όσο πιο δυνατά μ' αφήνει να γελάω ο κόμπος στο λαιμό μου. «Δεν κατάλαβες λοιπόν πως ο σκοπός μου δεν ήταν αυτός; Δεν έχεις καμία σχέση εσύ μ' αυτό. Αυτό έχει να κάνει μόνο μ' εμένα.» Κανείς μας δεν δίνει συνέχεια. Η σιωπή βασανίζει το χώρο. Οι στιγμές κυλάνε μία μία, μαχαίρια βουτάνε πιο βαθιά στην πληγή. Χάσκει ανοιχτή. Έτσι ήταν πάντα. Δεν κλείνει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ένας θόρυβος. Ο Λύσιος κινείται αργά στο δωμάτιο. Ανοίγω τα μάτια. Φορά το σακάκι του. Κι ύστερα το παλιό του μοντγκόμερι. Ψάχνει τα τσιγάρα του. Ύστερα κουδουνίζουν στα χέρια του τα κλειδιά. Ο Λύσιος φτάνει στην πόρτα. Κοντοστέκεται. Ξαναγυρίζει. Όχι σε μένα. Κατευθύνεται στο μπάνιο. Προσπαθώ ν' ακούσω. Κατουράει. Ύστερα τραβάει το καζανάκι. Κι ύστερα νερά χύνονται στο νιπτήρα. Πλένεται. Για λίγο σιωπή. Μετά ένα μπουκάλι ξεβουλώνεται. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Λύσιος εμφανίζεται στο χώρο. Κινείται σαν υπνοβάτης, κολυμπά στο καθιστικό μέχρι την εξώπορτα. Έχει βάλει κολόνια. Θ' άδειασε το μπουκάλι. Μου 'ρχεται εμετός. Δεν μιλά. Δεν με χαιρετά. Ανοίγει την πόρτα. Και την κλείνει. Ανοίγω τα μάτια. Έχει φύγει. Τα κλείνω ξανά. Έχω πάρει το μήνυμα. Η δική μου τιμωρία τώρα μόλις αρχίζει. Όλα αυτά που έγιναν πριν ήταν απλώς το ξεσφράγισμα της καταδίκης. Ανοίχτηκε ο φάκελος. Διαβάστηκε η ετυμηγορία. Τώρα αρχίζει η έκτιση της ποινής. Τώρα αρχίζει η πραγματική τιμωρία. Και είναι ακριβώς όπως την είχα προβλέψει. Όπως την είχα κι εγώ από πριν στον ίδιο επιβάλει. Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Ο Λύσιος ξέρει να φεύγει την κατάλληλη στιγμή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Την ακούω να χτυπά μανιασμένη στα τζάμια. Μένω με την πλάτη καρφωμένη να παγώνει στον τοίχο. Τα μάτια κλειστά. Το μυαλό να βουίζει. Την κοιλιά να σπαρταρά απ' τις σουβλιές. Ώρα ατέλειωτη. Κρυώνω. Στεγνώνω. Μόνη μου. Έχασα λοιπόν το παιχνίδι. Η σκέψη μου φωνάζει κονιάκ. Επιτέλους ξεκολλάω απ' τον τοίχο και τρέχω. Το καφετί διάφανο υγρό χύνεται ανακουφιστικά στα εντόσθια μου. Πλημμυρίζει τον εγκέφαλο. Πίνω κι άλλο. Όσο μπορώ. Όσο έχει το μπουκάλι. Είναι αρκετό . Τελειώνει γρήγορα. Είμαι μόνη μου. Δεν πέτυχε. Ξαναβρίσκομαι πάλι στην αρχή. Και μισώ την κοιλιά μου. Πηγαίνω στο υπνοδωμάτιο και ντύνομαι. Περπατώ σαν χαμένη. Γλιστράω στο πάτωμα. Κρατιέμαι απ' τους τοίχους - αλλάζουν χρώματα. Τρομάζω. Όχι δεν είναι τίποτα. Απλώς σκοτεινιάζει. Πότε πέρασε η ώρα; Θ' ανάψω το φως. Και χτυπάει το τηλέφωνο. Ακούω φωνές. Μουσική, γέλια. Δεν θα 'ρθει το βράδυ. Να μη φύγω. Πού να τρέχω μ' αυτή τη κοιλιά, Καταλαβαίνει. Εκείνος έχει κάπου αλλού να κοιμηθεί. Είναι ο Λύσιος που μιλάει. Μόλις που τον ακούω και φωνάζει. Το κονιάκ μ' έχει τραβήξει κοντά του. Και κλείνει. Στέκω δίπλα στο γραφείο, μπροστά στο τηλέφωνο. Τουτ τουτ. Δεν υπάρχει κανείς στη γραμμή. Άλλη μια φορά εγώ συντροφιά με την κοιλιά μου στο σκοτεινό δωμάτιο, κάνει κρύο πάλι, περασμένες δώδεκα, έχει σβήσει το καλοριφέρ. Τέλειωσε στ' αλήθεια λοιπόν αυτή η σχέση. Τίποτα δεν κολλάει, θρύψαλα, πού να βρεις τη σύνδεση. Ξαναρχίζουμε απ' την αρχή. Τα ίδια λάθη αλλά με άλλα πρόσωπα. Σε άλλες καταστάσεις. Τα ίδια πρόσωπα δεν μπορεί να μείνουν ποτέ και ν' αλλάξουν τα λάθη. Αποδείχτηκε αυτό και κανείς δεν το αμφισβητεί. Άλλωστε αν ένα λάθος δεν είναι το ίδιο δεν είναι λάθος.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;"> Κούρνιασα χάμω στη γωνιά δίπλα στο καλοριφέρ. Δεν θα 'πεφτα σ' αυτό το κρεβάτι. Μ' ενοχλούσε η μυρωδιά που είχε ποτιστεί πια από τα γυμνά μας σώματα. Περίμενα με τα μάτια ανοιχτά να ξημερώσει επιτέλους η Δευτέρα. Η μία μέρα πριν. Δεν έκλαψα ,εκείνο το βράδυ. Κρατούσα τα υγρά καλά φυλαγμένα στο σώμα μου τρέμοντας μη χυθώ ολόκληρη αν κάποια τρύπα άρχιζε να στάζει. Ποτέ δεν μπορείς ν' αποκλείσεις μια απρόβλεπτη εξέλιξη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-11999768952415535162010-05-17T11:11:00.001-07:002010-05-17T11:11:31.893-07:00<div class="Style1" style="text-align: justify;"><b><u><span style="font-family: UB-Helvetica;">ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></u></b></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Για πρώτη φορά μετά από εφτά χρόνια ξύπνησα μόνη μου το πρωί και δεν ήμουν καν στο κρεβάτι. Η πλάτη μου και τα πόδια μου πονούσαν. Τεντώθηκα. Έπρεπε να συνεφέρω τον εαυτό μου από το κρύο και την πείνα. Οι κινήσεις μου δεν ήτανε σβέλτες όπως παλιότερα. Η κοιλιά μου εμπόδιζε τη γρηγοράδα. Έβαλα καφέ και γάλα και ένα αυγό. Τυλίχτηκα καλά με τη ρόμπα και φόρεσα μάλλινα σοσόνια. Δευτέρα πρωί. Ο καιρός; πάντα ο ίδιος. Γκρίζος. Κουραστικό το ομοιόμορφο τοπίο με κορνίζα το πλαίσιο μπαλκονόπορτας. Ένας ατέλειωτος καταρράκτης από βροχή πάνω σε στέγες, αυτοκίνητα, ποδήλατα, θάμνους. Για μια στιγμή έμοιαζε να σταματά αλλά αμέσως ξανάρχισε δυνατότερη. Ο ορίζοντας φορτωμένος. Μ' είχε κουράσει πια. Μικρή χαιρόμουν στη σκέψη μιας ατέλειωτης ρομαντικής βροχής και γω πίσω απ’ τα δακρυσμένα τζάμια. Πέρασαν πολλές χιλιάδες χρόνια από τότε που ήμουν μικρή. Οι μνήμες μου τυπωμένες μονάχα σε φωτογραφίες. Ένα παλιό άλμπουμ. Πενήντα διπλές γεμάτες σελίδες. Πέντε χρονών. Κάτι θυμάμαι. Δύο χρονών. Με το μεγάλο μου σταυρό και τις μπούκλες. Να η μαμά μου κομψή όσο μπορούσε. Ο πατέρας μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ένας κόμπος, δεν θέλω να μιλάω γι' αυτόν. Ήταν πάντα σαν να μην υπήρχε. Γλιστρούσε δίπλα μου σαν σκιά. Δεν ζητούσε. Φοβόταν. Δεν πρόσφερε. Δεν ήξερε τι. Πολύ αργότερα τον ανακάλυψα όταν είχε πάρει τη σύνταξη του. Κοιτούσε, το βλέμμα γυάλινο, έξω στο δρόμο. Έπινε τον καφέ του. Έριχνε μια πασιέντζα. Έτρωγε. Ύστερα ύπνος. Μετά πάλι καφές, τηλεόραση, φαγητό, ύπνος. Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτόν. Δεν έμαθα. Γλιστρούσε μόνο δίπλα μου, δίπλα απ' τον καθένα αμέτοχος. Μερικές φορές τον είχα δει να γελά. Ύστερα τίποτα. Ωστόσο ζούσε. Έπαιρνες όρκο πως ζούσε ακόμη και όταν τον έβλεπες να στέκεται ακίνητος μπροστά στο παράθυρο. Έπαιζε ένας μυς στο μάγουλο του συνεχώς. Απ' αυτό καταλάβαινες την ύπαρξη του. Εσωτερική ζωή. Είχε δεχτεί την τιμωρία της μητέρας μου χωρίς αντίσταση. Ακόμη και η τιμωρία ήταν καλύτερη από το τίποτα. Νόμιζα πως έτσι θα σκεφτόταν. Δεν υπήρχε καμιά ρωγμή στον εαυτό του. Ή τις έκρυβε καλά μην τις δω εγώ κι οι άλλοι. Δεν μπορούσα να πάρω όρκο αν αυτό ήταν επιτυχία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Έκλεισα το άλμπουμ. Πάντα με μελαγχολούσαν οι φωτογραφίες. Νεκρές στιγμές του παρελθόντος. Ασπρόμαυροι βρυκόλακες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν συντροφιά. Το αυγό κρύωσε και δεν μου 'κανε όρεξη να το φάω. Ήπια μόνο το γάλα με τον καφέ. Μου 'κανε εντύπωση που δεν μου 'ρχότανε να κλάψω. Ο εαυτός μου έμοιαζε ήρεμος αν και σχετικά θλιμμένος. Σκέφτηκα να πλυθώ και να πάω στο γραφείο. Είχα ουσιαστικά τέσσερις μέρες να πάω κανονικά για δουλειά. Η ιδέα και μόνο μ' αναστάτωσε. Σίγουρα δεν ήθελα να μιλάω με κανένα. Καλύτερα θα καθόμουν να κοιτάξω τις μεταφράσεις εδώ. Είχε και πιο ησυχία. Θα τα εξηγούσα έτσι στον Γιώργο Μ. απ' το τηλέφωνο, θα καταλάβαινε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το ρολόι χτύπησε οκτώ. Με ξάφνιασε. Ήταν η πρώτη φορά που χτυπούσε μόνο του, χωρίς λίγη ώρα πριν να το 'χω πασπατέψει. Το έκρινα σαν καλό σημάδι. Η ώρα ήταν εφτά. Πήγαινε μια ώρα μπροστά. Δεν το θεώρησα σημαντικό. Άλλωστε οι ώρες δεν είχαν για μένα νόημα παρά μόνο σε σχέση με την κοιλιά μου. Ο χτύπος του ρολογιού μου φάνηκε πιο δυνατός από άλλοτε, πιο βαθύς. Σαν ηχώ ακουγόταν. Όπως όταν ακούμε ένα θόρυβο σε ένα δωμάτιο χωρίς έπιπλα. Άδειο. Ένα άδειο σπίτι είναι ένα μοναχό σπίτι. Προσπαθώ ν' αποφύγω τις σκέψεις της μοναξιάς. Να στρέψω το μυαλό μου αλλού. Μεταφράσεις. Βροχή. Πετρέλαιο. Μεταφράσεις. Εγχειρίδιο για νέους δικηγόρους. Όχι. Μη άλλο. Δεν θέλω να σκέφτομαι άλλο. Εκείνος καλπάζει στο μυαλό μου. Είναι η απουσία του που έχει γεμίσει το χώρο μοναξιά. Είναι ακόμη πολύ πρόωρο για μένα. Δεν έχω μάθει να ζω μόνη. Το σώμα μου και το μυαλό μου ζητάνε. Δέχονται να μην παίρνουν τίποτ' άλλο όταν τους έχεις δώσει συντροφιά. Τι τρέλα! Μπορούν να μείνουν νηστικά μια ζωή όταν υπάρχει δίπλα κάποιος. Τρέφονται με ψευδαισθήσεις. Αλλιώς θυμούνται και απαιτούν. Ή μήπως και χορταίνουν δίνοντας;<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σκέφτομαι. Για ποιόν να μαγειρέψω; Για ποιον να ντυθώ; Για ποιον να γίνω επιθυμητή; Ποτέ για τον εαυτό μου. Δεν έχω μάθει να ζω με μένα. Και ποια είμαι λοιπόν εγώ; Πού με ξέρω; Τι να μου δώσω; Περισσότερο φοβάμαι να κοιτάξω μέσα μου παρά να βαδίσω βράδυ σε νεκροταφείο. Φοβάμαι τη μοναξιά δεν είναι σωστή φράση. Φοβάμαι να μείνω μόνη είναι η αλήθεια. Κι αν το ψάξεις λίγο παραπάνω υπάρχει κάτι πιο ουσιαστικό. Φοβάμαι να μείνω με τον εαυτό μου. Να η ουσία. Φοβάμαι τον εαυτό μου γιατί δεν τον ξέρω. Γιατί έτσι ξαφνικά έχω μια φουσκωμένη κοιλιά. Γιατί μέσα μου κολυμπάνε σκατά μαζί με αίμα και συναισθήματα. Γιατί το μυαλό μου είναι γεμάτο ιδέες, ηλεκτρισμό, λάμψεις, φαντάσματα· βοήθεια, φοβάμαι.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Είχε περάσει αρκετή ώρα αφ' ότου ξύπνησα. Ένιωσα το σπίτι να με τυλίγει σαν φυλακή. Το χέρι μηχανικά στο τηλέφωνο. Τα δόντια μου χτυπάνε. Ήχος εκκωφαντικός. Τα δάχτυλα γυρίζουν το καντράν αργά, σλόου μόσιον. Αργεί να επιστρέψει ο δίσκος. Ο φόβος εντείνεται. Η αγωνία ξέφρενη βομβαρδίζει τις αισθήσεις. Η αδρεναλίνη με κυριεύει. Οι βρικόλακες ξεκολλάνε απ' τους τοίχους. Προσπερνάνε τα έπιπλα, γαλακτερές σκιές, διαφανείς, πληθαίνουν. Ίδια πρόσωπα, απαράλλαχτα. Όλοι οι βρικόλακες είναι εκείνος. Κατά βάση εκείνος. Όμως αν τους κοιτάξεις καλύτερα δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Είναι εκείνος αλλά διαφορετικοί. Βλέπω τη μάνα μου και του μοιάζει. Τον πατέρα μου και του μοιάζει. Το χασάπη γιατρό μου και του μοιάζει. Τον Γιώργο Μ. Την ξαδέλφη μου. Κι άλλα πρόσωπα των παιδικών μου χρόνων σχεδόν ξεχασμένα. Όλα συσσωρευμένα στον Λύσιο. Τα πρόσωπα που κατά καιρούς μου είχαν στερήσει την εκπλήρωση μιας επιθυμίας μου συγκεντρωμένα σ' αυτό το μελαχρινό στρογγυλό πρόσωπο με τα σγουρά μαλλιά και τα σκούρα μάτια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Γελάω δυνατά. Πιο δυνατά. Απελπιστικά δυνατά. Κρατάω την κοιλιά μου απ' τα γέλια. Την κοιλιά μου; Υπάρχει ακόμη η τεράστια κοιλιά μου. Τσιτωμένη. Κάτασπρη σαν αυγό. Τη σφίγγω δυνατά να της κόψω την ανάσα. Δεν νιώθω πόνο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Την κοιλιά μου δεν την επηρεάζουν τα εξωτερικά γεγονότα. Βλέπει μόνο προς τα μέσα. Πονάει από μέσα. Γι' αυτό με τρομάζει πιο πολύ.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Γδύνομαι. Μένω ολόγυμνη μέσα στο κρύο άδειο σπίτι. Και τρέχω στο μεγάλο καθρέφτη του δωματίου. Η τεράστια κοιλιά δεσπόζει στο αστραφτερό γυαλί. Ο αφαλός τρύπα βαθιά, κατάμαυρη, τεντώνεται, μοιάζει έτοιμη ν' ανοίξει. Εξετάζω την κοιλιά μου ψηλαφιστά, προσεκτικά. Η παλάμη πολλές φορές πάνω στο ίδιο σημείο της. Δεν υπάρχει προεξοχή. Απόλυτα λεία. Έχει φουσκώσει κανονικά απ' όλες τις μεριές. Και με σουβλίζει. Κάτι που μοιάζει ξανά σαν κλοτσιά ή το νομίζω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κάθομαι στο κρεβάτι με τα πόδια ανοιχτά. Η κοιλιά παίρνει θέση ανάμεσα τους. Η κοιλιά εξακολουθεί να μένει μαζί μου. Δεν είμαι μόνη. Η σκέψη αυτή αρχίζει να μαλακώνει την αγωνία. Είναι κάτι κι αυτό. Την έχω τώρα ανάγκη φαίνεται την κοιλιά. Που κρύβει κάτι μέσα της. Μπορώ μαζί ν' αντέξω όση μοναξιά και αν έρθει. Σκέφτομαι το μικρό Παναγιώτη και τρέχω ξανά στο τηλέφωνο. Η αγωνία πάλι με ξεζουμίζει. Μήπως και αναβλήθηκε το συμβούλιο. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ν' αντέξω άλλο την προσμονή. Η προσμονή είναι που μας κάνει δυστυχισμένους. Η ίδια η δυστυχία πονάει λιγότερο. Την Τετάρτη το πρωί θα γεννήσω το μικρό Παναγιώτη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η κρύα φωνή της κυρίας Αντωνίας Σ. με ξανάφερε στο δωμάτιο. Όχι δεν είχε τίποτα αναβληθεί. Όλα βάδιζαν βάσει του προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Όλα κατ' ευχήν στο εθνικό ίδρυμα του βρεφοκομείου. «Ρώτησε πάλι για μένα;» Τόλμησα. Όχι πως περίμενα κάποια απάντηση που θα μου σταμάταγε την αγωνία. «Χαίρετε λοιπόν» το 'κλεισα. Δυο μέρες ακόμη και όλα θ' άρχιζαν απ' την αρχή. Δυο εαυτοί είναι καλύτερα από έναν. Με τρέλαινε η επιθυμία ν' αγκαλιάσω σφιχτά τώρα αυτό το μεγάλο αυγό που είχα μπροστά μου και που προηγουμένως ήθελα να πνίξω. Τώρα ένιωθα σχεδόν δυνατή. Η χοντρή κοιλιά ξόρκιζε τη μοναξιά, την αδυναμία που κουβαλάει μαζί της. Ωστόσο υπήρχε ακόμη κάτι που έπρεπε να ξεκαθαριστεί. Ο Λύσιος. Μια και η ζωή μου έμοιαζε να ξαναδιαγράφει την πορεία της έναρξης, είχα χρέος απέναντι της να ξεκαθαρίσω δυο πράγματα. Οριστικά. Πρώτον ποιος μένει και δεύτερον ποιος φεύγει απ' τη ζωή μου. Ο Παναγιώτης μένει. Έπρεπε να δω τι επρόκειτο να γίνει με τον Λύσιο. Σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω. Απ' το τηλέφωνο δεν μπορεί όμως να λεχθούν πράγματα ζωής. Ντύθηκα βιαστικά. Έκανα στα γρήγορα ένα τηλεφώνημα στο γραφείο μου. Θα πήγαινα τις μεταφράσεις αύριο έτοιμες. Που σήμαινε πως απόψε το βράδυ με περίμενε πολλή δουλειά. Απέκτησα όμως κέφι. Είχα πάρει αποφάσεις. Ευτυχώς που δεν είχα παρατήσει τη δουλειά μου. Τώρα με το παιδί θα μου είναι απαραίτητη. Έτσι κι αλλιώς το παιδί ήταν δική μου επιλογή και κανείς δεν είχε υποχρέωση απέναντι του εκτός από μένα. Αρχισα να αισθάνομαι καλύτερα. Να νιώθω χρήσιμη. Γελάω ξανά. Για λίγο είχα αρχίσει να πιστεύω πως όλα αυτά είναι η αληθινή ζωή. Κουκουλώνομαι και βγαίνω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η βροχή έχει λίγο κοπάσει και βρίσκω εύκολα ταξί μαζί με δύο άλλους, νέα παιδιά, μ' αφήνουν να μπω, κατεβαίνουν και 'κείνοι στον Πειραιά. Η κοιλιά μου ανοίγει τις πόρτες. Εξαγοράζει σεβασμό. Τα παιδιά με κοιτάζουν σοβαρά στο ταξί. Προσπαθούν να μη μ' ενοχλήσουν. Ο ταξιτζής ζητάει πρώτα να μάθει πού πηγαίνω εγώ. Καραϊσκάκη. Εντάξει, ξέρει. Θα με αφήσει έξω απ' την πόρτα. Γκαστρωμένη γυναίκα. Μου δίνουν σημασία. Ίσως όχι ακριβώς σε μένα. Αλλά στην κοιλιά μου. Κι ίσως όχι ουσιαστικά σ' αυτήν όσο στο έργο της. Δεν παίζει ρόλο. Μέσα από κάποιες ενέργειες μας γινόμαστε σημαντικοί. Έτσι γνωρίζουν οι άλλοι την αξία μας. Μετράνε οι πράξεις έλεγαν απ' το σχολείο. Να λοιπόν. Έπραξα αυτό που περιμένατε να πράξω. Έγινα δια μέσου αυτού σημαντική. Κέρδισα. Ποτέ δεν το φανταζόμουν πως θα 'ταν τόσο εύκολο. Απλώς φουσκώνεις και νάτο. Ακολουθείς το δρόμο που σου άνοιξαν και νάτο. Τρελαίνομαι. Μεθάω από χαρά. Ήταν τόσο εύκολο. Και βρέθηκα ξαφνικά πάλι ανάμεσα τους.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο ταξιτζής μ' αφήνει ακριβώς στο νούμερο. Γνωρίζω το κτίριο που στεγάζει το γραφείο του Λύσιου. Στο δρόμο κάποιος με σκουντά βιαστικά, με κοιτάζει, βλέπει την κοιλιά μου, χαμογελά, ζητά συντριμμένος συγγνώμη. Τον συγχωρώ με το πιο γλυκό μου χαμόγελο. Με γνωρίζετε; Είμαι η Μαρία, όχι αυτή που ξέρατε χθες. Αυτή που έγινα σήμερα. Το σημαντικό πρόσωπο της μέρας. Η μέλλουσα μητέρα Μαρία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος με προλαβαίνει στην είσοδο πριν μπω μέσα. Είναι βιαστικός. Στο μέτωπο του σταγόνες ιδρώτα. Μ' αρπάζει από το μπράτσο και με στριμώχνει σε μια γωνιά έξω από το κτίριο. Τα μάτια δείχνουν αϋπνία. Κόκκινα και θολά. Ξαφνικά νιώθω πως θέλω να κλάψω. Νιώθω πως αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπώ. Είναι κομμάτι του εαυτού μου, των αναμνήσεων μου. Κι ίσως αρχίζω να ελπίζω. Μπορεί κι ο Λύσιος να νιώθει το ίδιο για μένα. Το όραμα μιας πραγματικής οικογένειας λάμπει στο μυαλό μου. Θα μπορούσε και να υπάρξει στ' αλήθεια. Το κυριακάτικο τραπέζι με το ψητό, τα κόκκινα μήλα, λίγο κρασί. Ένα ή δύο παιδιά καθαρά, πλυμένα, ήσυχα. Χαμόγελα. Μια σιγανή μουσική. Έστω και ποδόσφαιρο στην ανοιχτή τηλεόραση. Θυμίζει τα σχολικά μας βιβλία. Ή κάποιο διαφημιστικό απορρυπαντικού στην τηλεόραση. Μέσα μου όμως κάτι επαναστατεί. Φωνάζει δεν είναι αλήθεια. Μου φέρνει στο στόμα μια γεύση πικρή. Κάτι σαν αίσθηση αποτυχίας.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο Λύσιος με κοιτά στα μάτια. Συνέρχομαι. Μπορώ λέει να μείνω στο ίδιο σπίτι μέχρι να γεννήσω. Πού να τρέχω τώρα να ψάχνω. Ξέρει πως δεν θα 'θελα να μείνω με τους δικούς μου. Ας γεννήσω και βλέπω μετά. Εκείνος θα με βοηθήσει αν κάτι χρειαστώ. Μη διστάσω να ζητήσω. Αλίμονο τόσα χρόνια είμασταν μαζί. Ας προσπαθήσουμε να μείνουμε φίλοι. Θα 'ναι καλύτερα και για το παιδί. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα. Και μην το ξεχάσει, θα 'ρθει αύριο βράδυ να μαζέψει μερικά απαραίτητα. Σε ένα σακ βουαγιάζ. Έτσι για προσωρινά. Για το κάθε μέρα στο γραφείο. Όσο για στέγη, κάπου έχει να μείνει. Δεν θα 'θελε όμως τώρα να μου πει. Όχι δεν είναι δεσμός. Δεν είχε καμιά όσο είχε εμένα. Τουλάχιστον για 'κείνον δεν σημαίνει τίποτα σημαντικό. Κάτι προσωρινό. Ήταν του είπε ερωτευμένη μαζί του από καιρό. Συνάδελφος στο γραφείο. Δεν της έδινε μέχρι προχθές σημασία. Όχι πολύ όμορφη. Ας τον καταλάβω μια φορά. Είναι άντρας. Έχει ανάγκες. Δεν μπορεί να παριστάνει τον καλόγερο. Η συζήτηση τέλειωσε. Ο Λύσιος κοίταζε τις πλάκες του πεζοδρομίου. Η βροχή είχε σταματήσει αφήνοντας σημάδια από λάσπες. Γλιστρούσαν. Μου 'σφιξε το μπράτσο. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν τόσο απλά όλα. Γεια σου Μαρία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Τον παρακολούθησα να χάνεται μέσα στο κτίριο. Το γκρίζο κουστούμι απορροφήθηκε στο σκοτάδι του διαδρόμου. Ο κόσμος ήταν πολύ ζωηρός σε σχέση με την Αθήνα. Ο Πειραιάς δουλεύει περισσότερο σκέφτηκα. Η ζωή είναι σκληρή για τους εκτελωνιστές. Είχε δίκιο. Είναι αστείο να λες πως δουλεύεις καθισμένη σ' ένα γραφείο και κάνοντας μεταφράσεις. Είμαι έξω απ' την ουσία. Είμαι περιθωριακή. Έχω τη δυνατότητα να υποφέρω για ότι κάνω που δεν το διάλεξα εγώ. Έχω την πολυτέλεια να κατηγορώ τους άλλους για ένοχους. Είμαι αντιπολίτευση. Ο Λύσιος είναι περισσότερο βουτηγμένος στα σκατά. Τα 'φτιαξε μόνος του. Δεν τολμάει να πει δεν του αρέσουν. Κολυμπάει σ' αυτά ζητώντας διέξοδο που δεν τη λέει διέξοδο γιατί αν την πει έτσι θα φανεί πως θέλει ν' αποφύγει τα σκατά που αυτός τα 'φτιαξε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ξεκινάω. Δεν βιάζομαι πια. Έχω όλο τον καιρό μπροστά μου. Δεν νιώθω καμιά επιθυμία. Τα πόδια μου μόνα τους βαδίζουν. Ξέρουν αυτά. Μηχανικές κινήσεις. Δεν έχω άλλη επιλογή. Αφήνομαι να με σύρουν πίσω. Σε κάποιο ταξί. Να η οδός Πειραιώς. Που πάτε στην Αθήνα; Πατησίων και ύστερα θα σου πω. Λέει θα ρίξει κι απόψε. Το 'πε προ ολίγου το ραδιόφωνο. Τα μάτια μας συναντιώνται στο καθρεφτάκι. Είναι γαλανά. Για σκέψου. Θυμίζουν το γαλάζιο του μικρού Παναγιώτη. Δεν θέλω να σκέφτομαι. Είμαι πλήρης. Εδώ αριστερά. Στο νούμερο 49. Ευχαριστώ. Κάποιος φωνάζει το ταξί μόλις βγαίνω. Είναι η δασκάλα της πολυκατοικίας. Το πήρε κι έφυγε. Καλύτερα. Δεν είχα όρεξη για κουβέντες. Και πως να της δώσω να καταλάβει. Παντρεμένη είκοσι χρόνια, τρία παιδιά, παραδίδει μαθήματα εις αρχαρίους.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η εξώπορτα ήταν κλειστή όπως πάντα. Δεν υπήρχε θυρωρός. Βρίσκω το κλειδί της εξώπορτας με κόπο. Ήταν αδύνατον να θυμηθώ ποιο ήταν απ' όλα. Ωστόσο δεν μπαίνω μέσα στην πολυκατοικία. Κοντοστέκομαι διστακτική χωρίς να ξέρω τι μου συμβαίνει. Κλείνω ξανά την πόρτα και μένω απ' έξω. Κι ύστερα αρχίζω να περπατάω αργά. Μηχανικά. Δεν πάω μακριά. Εδώ απέναντι στη γωνία. Στην κάβα. Έχει μόνο ελληνικά ποτά. Παίρνω δυο μπουκάλια κονιάκ. Η πωλήτρια με κοιτάζει. Όχι δεν είναι για δώρο. Ευχαριστώ. Βγαίνω. Έχει αρχίσει πάλι να ρίχνει. Χοντρές σταγόνες χτυπάνε το πρόσωπο. Οι άνθρωποι τρέχουν να χωθούν στα σπίτια τους βλαστημώντας. Μα επιτέλους δεν θα σταματήσει ποτέ η βροχή αναρωτιόμαστε όλοι.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Πάλι δεν θυμάμαι ποιο είναι το σωστό κλειδί. Σχεδόν κανένα δεν εφαρμόζει στην κλειδαριά. Ευτυχώς κατεβαίνει κάποιος από μέσα και ανοίγει. Προσπερνά και φεύγει. Δεν τον ξέρω. Δεν είχε πρόσωπο. Ήταν μόνο παλτό και καπέλο. Το «χαίρετε» έφτασε στ' αυτιά μου όταν ήμουν μέσα στο ασανσέρ. Δεν μπορούσα να θυμηθώ σε ποιον όροφο έπρεπε να κατέβω. Το μυαλό σκεπασμένο με μια πάχνη έμοιαζε ν' αρνείται τη συμμετοχή του στα γεγονότα. Έψαξα όλους τους ορόφους. Τα κλειδιά μου δεν ταίριαζαν σε καμιά κλειδαρότρυπα. Κάθισα στα μαρμάρινα σκαλιά. Το φως του διαδρόμου έσβησε. Ύστερα θυμήθηκα το κονιάκ. Δεν μπορούσα όμως ν' ανοίξω το μπουκάλι. Σκέφτηκα να το σπάσω στη γωνιά του τοίχου και να ρουφήξω ότι θα 'μενε μέσα. Το φως του διαδρόμου άναψε ξανά. Μ' έτσουξαν τα μάτια. «Κλειστήκατε έξω;» Αυτή την θυμόμουν κάπως. Χαμογελούσε. Ντράπηκα. Με τσάκωνε με τις μπουκάλες το κονιάκ στο χέρι, γκαστρωμένη γυναίκα. «Χάσατε τα κλειδιά σας;» Δεν θυμάμαι τι της απάντησα. Με ρώτησε αν είχα αφήσει καμιά μπαλκονόπορτα ανοιχτή να με βοηθούσε λέει να περάσω απ' το δικό της μπαλκόνι. Το είχε κάνει κι εκείνη παλιότερα όταν στο διαμέρισμα μας ήταν οι προηγούμενοι ενοικιαστές. Το διαμέρισμα μας; Φαίνεται την κοιτούσα σαν χαζή. Απελπίστηκε. Ξεκλείδωσε μια πόρτα δεξιά μου και χώθηκε μέσα. Με κοίταξε πάλι λοξά, ζήτησε συγγνώμη και κλειδώθηκε. Ακόμη και μια τυφλή κότα, λέει μια γερμανική παροιμία, μπορεί να βρει ένα κόκκο στάρι. Να 'μαι λοιπόν κι εγώ που βρέθηκα έξω από τη σωστή πόρτα χωρίς να το καταλάβω. Ευτυχώς είχα και κάποιες λάμψεις. Δεν ήμουν τελείως εκτός. Σηκώνομαι. Κοιτάζω το κουδούνι της πόρτας που υποψιάζομαι πως κρύβει πίσω της το «διαμέρισμα μας». Πώς δεν το είχα σκεφτεί να το κάνω προηγουμένως και πάγωνα τον κώλο μου στα μάρμαρα; Γράφει τα δυο μας ονόματα στο κουδούνι. Αφήνω κάτω τα μπουκάλια το κονιάκ και ξαναδοκιμάζω όλα τα κλειδιά. Επιτέλους η πύλη ανοίγει. Και εισέρχομαι εγώ μαζί με τα μπουκάλια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ανασαίνω βαθιά τη γνώριμη μυρωδιά του σπιτιού. Ύστερα εκπνέω και η ατμόσφαιρα μυρίζει κάτι ξινό. Ξινισμένο. Θα 'ναι η ανάσα μου σκέφτομαι και ησυχάζω. Γνώριμος χώρος. Το μεγάλο τρελό ρολόι. Τα μαξιλαράκια. Πηγαίνω στην κουζίνα και επιτέλους βρίσκω τρόπο ν' ανοίξω τα μπουκάλια. Ενώνουμε τα χείλη μας και ρουφάμε ο ένας τον άλλον απνευστί. Ύστερα τ' αφήνω να πέσει στο δάπεδο. Το συντρίβω στα πλακάκια. Σκέφτομαι. Αργότερα θα ξαπλώσω πάνω του με την κοιλιά μου. Ίσως να είναι αυτή η ενέργεια που πρέπει στο τέλος να διαλέξω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Είναι πια μεσημέρι. Ο ήλιος έχει χαθεί εντελώς απ' τον ορίζοντα και πρέπει ν' ανάψω τα φώτα στο διαμέρισμα αν θέλω να βλέπω. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η μαμά μου. Θέλει να ξέρει τι κάνει το παιδί στην κοιλιά μου, τι λέει ο Λύσιος, πώς είμαι εγώ. Είμαι το τελευταίο που έχει σημασία γι' αυτήν. Τώρα προηγείται το παιδί. Να 'μαι λοιπόν εγώ η σημαντική να κρύβομαι ξανά πίσω από κάποιον. Δεν της είπα τίποτα. Έτσι, τα τυπικά. Δεν ξέρω αν κι εκείνη ήθελε στ' αλήθεια να μάθει περισσότερα. Πονούσε το χέρι της, οι δουλειές πολλές, ολόκληρο σπίτι, ο πατέρας μου δεν τη βοηθούσε ποτέ. Μην ξεχάσω να την πάρω όταν είναι. Το χρυσό μου να 'ναι κοριτσάκι. Όχι. Είναι αγόρι. Πώς το ξέρεις; Έτσι. Και κλείσαμε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Τσουλούσα το καροτσάκι με κόπο στο μονοπάτι. Ήταν δύσβατο γεμάτο πέτρες, μυτερές, αλείαντες. Στράβωσαν οι ρόδες - σχεδόν τετράγωνες πια. Περισσότερο το 'σπρωχνα κι αυτό μετατόπιζε τις πέτρες έρποντας παρά κυλούσε. Ο ήλιος δυνατός. Καυτερός. Είχε πάει κιόλας καλοκαίρι. Η μικρή ομπρέλα του καροτσιού ξασπρισμένη απ' τον ήλιο. Φοβόμουν μην αφήνει το φως και χτυπά τα γαλάζια του μάτια. Ήταν ευαίσθητα. Είχε πει η Αντωνία Σ., να τον προσέχω. Ησυχία στο καρότσι. Θα κοιμάται σκέφτηκα. Τα μάτια προστατευμένα. Κλειστά. Στο βάθος του δρόμου μια βρύση. Η ζέστη αφόρητη. Δεν έπρεπε ν' αποφασίσω να βγω. Μ' ενοχλούσαν τα ρούχα μου. Ήταν βαριά γι' αυτή την εποχή και κολλούσα. Σκέφτηκα τουλάχιστον να βγάλω τη ζακέτα. Την έχωσα εκεί σε μια γωνιά στο καρότσι. Άκουσα ένα στεναγμό. Το μωρό διψά σκέφτηκα με τρόμο. Θα 'χει ξεραθεί απ' τη ζέστη. Το καρότσι όμως κινείται αργά. Σπρώχνοντας τα χώματα και τις πέτρες που γίνονταν πιο πολλές. Ήταν λάθος που βγήκα. Σκέτη τρέλα. Ιδιαίτερα τέτοια εποχή που όλα ξεραίνονται από την έλλειψη του νερού. Σκέφτηκα πως έπρεπε να επιστρέψω να πάρω ένα καπέλο. Ένιωθα το κεφάλι μου να βράζει. Γύρισα κι έριξα μια ματιά πίσω. Μπα! Ήταν αδύνατον να γυρίσω τώρα πια. Οι πέτρες και τα χώματα που υποχωρούσαν καθώς έσπρωχνα εγώ το καρότσι δεξιά κι αριστερά μετά ξανάσμιγαν παρασέρνοντας κι άλλες μαζί τους. Ο δρόμος έδειχνε τελείως κλειστός για επιστροφή. Θα 'πρεπε να 'παιρνα το άλλο μονοπάτι αφού έφτανα βέβαια πρώτα στη δημόσια βρύση εκεί κάτω. Παραιτήθηκα λοιπόν από την ιδέα του καπέλου. Η ζέστη ωστόσο με τρέλαινε, αφόρητη, έβγαλα και το πουκάμισο. Κοίταξα γύρω μου. Κανείς ευτυχώς. Θα 'ταν γελοίο το θέαμα να μ' έβλεπαν στο μονοπάτι να σπρώχνω το καρότσι με το σουτιέν. Ένας στεναγμός ξανάρθε πάλι στ' αυτιά μου. Με πόνεσε σαν μαχαιριά. Το μωρό ζεσταινόταν κι αυτό. Και να σκεφτεί κανείς πως το 'χα τελείως γυμνό και σκεπασμένο μ' ένα λεπτό βατιστένιο σεντόνι. Έπρεπε να βιαστώ. Σχεδόν άκουγα το νερό να κελαρίζει πάνω στις πέτρες, στο τέρμα του δρόμου. Σκέφτηκα θα νιώθω πιο άνετα χωρίς τη φούστα. Και την έβγαλα. Έτσι κι αλλιώς κανείς άλλος δεν κυκλοφορούσε μεσημεριάτικα, ντάλα ο ήλιος. Ίσως στο γυρισμό φυσούσε λιγάκι και δροσιζόμασταν.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το μονοπάτι γινόταν όλο και πιο δύσβατο. Οι πέτρες ήταν πολύ μεγάλες πια. Οι ρόδες του καροτσιού τελείως τετράγωνες και σε πολλά σημεία μόνο το στεφάνι είχε μείνει. Το λάστιχο φαγωμένο. Τα σίδερα στρίγκλιζαν. Γαμώτο πάλι την είχα πατήσει. Και μου 'χανε πει ήταν γερό, εγγύηση δύο χρόνια. Σκεφτόμουν πως έπρεπε να τους χέσω στην επιστροφή. Τα πόδια μου κολλούσαν. Παρ' όλο που ήμουν μόνο με το σουτιέν και την κιλότα ο ιδρώτας έτρεχε σαν βροχή. Γέμιζε τα παπούτσια μου. Τα πόδια μου κολυμπούσαν, καλύτερα ξυπόλυτη, τα ’βγαλα και τα πέταξα μακριά, εκνευρισμένη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Αμέσως κατάλαβα το λάθος μου. Τα πόδια μου ξεσκίζονταν στις πέτρες. Σε δέκα βήματα τα χνάρια που άφηνα πίσω μου ήταν κόκκινα. Κατάλαβα. Αίμα. Οι πατούσες μου σκίζονταν στις μυτερές πέτρες. Μα τι είχα πάθει η μαλακισμένη. Τελείως απερίσκεπτα ενεργούσα σήμερα. Σαν κάποιος άλλος να οδηγούσε τις κινήσεις μου έχοντας ένα δικό του σκοτεινό σκοπό. Κι εγώ δεν μπορούσα ν' αντιδράσω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το μωρό άρχισε να βήχει στο καρότσι. Η ζέστη και η σκόνη το έκαναν να πνίγεται. Έπρεπε να βρω κάτι υγρό να το βρέξω πριν εξατμιστεί ολότελα κάθε υγρό του σώματος του. Το μυαλό μου γεμάτο πυρετό έψαχνε μια λύση, έστω προσωρινή, το νερό ακουγόταν, κυλούσε στις πέτρες, σε κάνα μισάωρο, το πολύ, θα 'φτανα. Έβγαλα την κιλότα μου και το σουτιέν μου. Τελείως βρεγμένα. Σκέφτηκα να τα στίψω και να ξεπλύνω το μωρό. Δεν έβγαλαν πολύ υγρό. Ίσα ίσα για το προσωπάκι του - λευκό σαν χαρτί - τα μάτια έλαμπαν γαλάζια, πονεμένα απ' το πολύ φως.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το μωρό εξατμιζόταν στην κάτασπρη ατμόσφαιρα γεμάτη ήλιο, πέτρες και σκόνη. Έπρεπε κάτι να κάνω να το σώσω. Πριν να 'ναι αργά. Δεν είχε άλλο ιδρώτα να βγάλει το σώμα του. Έμοιαζε στεγνό. Τα γαλανά μάτια σχεδόν είχαν αρχίσει ν' ασπρίζουν. Κατατρόμαξα. Τι διάολο γινόταν τώρα; Έπρεπε να σώσω το μωρό . Εγώ είχα ακόμη μέσα μου υγρά. Η σκέψη άστραψε στο μυαλό μου. Αυτό ήταν. Άρπαξα το μωρό. Έτσι κι αλλιώς εγώ υπήρχα μονάχα για 'κείνο. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω από ένστικτο. Είχα ακούσει παλιότερα να μιλάνε για το μητρικό φίλτρο, τα θαύματα που μπορούσε να κάνει. Θα γινόμασταν λοιπόν ξανά συγκοινωνούντα δοχεία με το μωρό. Όπως τότε. Μέσα στην κοιλιά μου που ζούσε από μένα. Κοίταξα τα χείλια του. Ήταν εντελώς μελανιασμένα. Τ' άνοιξα προσεκτικά και τα 'βαλα να γραπώσουν την αριστερή μου ρώγα. Το μωρό κρεμάστηκε απ' το βυζί. Ύστερα κάθισα προσεκτικά σε μια πέτρα που πίστεψα πως ήταν λιγότερο μυτερή απ' τις άλλες. Η αγωνία με τρέλαινε. Έπρεπε το μωρό να σωθεί. Περισσότερο σαν επιβίωση δική μου, γιατί ήταν σίγουρο πως χωρίς το μωρό εγώ δεν θα 'χε νόημα να εξακολουθώ να υπάρχω. Ένα κουτί που πήραν από μέσα του το πολύτιμο δώρο. Ζουλούσα με μανία το βυζί. Το μωρό ενστικτώδικα ρουφούσε. Το γάλα έρεε άφθονο. Ευτυχώς. Δεν το είχε κι αυτό ξεθυμάνει ο ήλιος. Ζουλούσα και ρουφούσε. Κι αγαλλιάζαμε και οι δυο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κάτω απ' τον καυτερό ήλιο, κολλημένο στο βυζί μου σιγά σιγά το μωρό άρχισε να γεμίζει πάλι υγρά. Το κορμί του ζεσταινόταν σταδιακά. Το γαλάζιο ξανάρθε στο βλέμμα του. Κοιτούσε μακριά και ρουφούσε. Κι εγώ ζουλούσα. Η ρώγα με πονούσε αφόρητα. Το μωρό δεν έλεγε πια να σταματήσει. Ρουφούσε αχόρταγα. Τα μάγουλα του έγιναν ροζ, ύστερα κόκκινα. Κόκκινα έντονα. Σαν αίμα. Και ρουφούσε. Το βυζί μου έτσουζε και με σούβλιζε δυνατά. Το μωρό ρουφούσε όλο και πιο λαίμαργα. Ένιωσα σιγά σιγά, σταδιακά, ν' αδειάζω. Οι δυνάμεις μου μ' εγκατέλειπαν. Τα πόδια μου έγιναν κάτασπρα σαν πανί. Έδειχναν άδεια, σκέτο δέρμα. Το ίδιο και η κοιλιά μου. Ρουφηγμένα, σκελετωμένα μέλη. Τα χέρια μου έπεσαν, δεν μπορούσα να κρατήσω το παιδί. Κι εκείνο φούσκωνε. Στηριζόταν μόνο στο βυζί και ρουφούσε. Κατακόκκινο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ήμουν πια μονάχα μια πέτσα. Κολλημένη στα κόκαλα, τα 'βλεπα να προεξέχουν. Και το μωρό εξακολουθούσε απεγνωσμένα να ρουφά. Είχε τόσο πολύ γεμίσει που το επιπλέον το 'βγαζε αμέσως. Κατουρούσε πάνω μου. Κόκκινα κατουρά. Το αίμα μου. Ζαλιζόμουν. Ένιωθα ότι κάπως έτσι θα έπαυα να υπάρχω. Το αίμα μου ξεχείλιζε στο συγκοινωνούν δοχείο και χυνόταν, φρέσκο, ζωντανό - πέθαινε έξω από μένα. Είχα εκπληρώσει τον προορισμό μου. Και άρχισα να βουλιάζω. Να βουλιάζω στο αίμα που κάποτε ήταν μέσα μου, σ' αυτές τις άδειες φλέβες. Το αίμα κυλάει στις πέτρες, ανακατεύεται στη σκόνη, μύγες κολλάνε πάνω του, σαύρες και ποντίκια τρώνε το σώμα μου. Το μωρό έχει φουσκώσει, είναι κόκκινο, πασχαλιάτικο μπαλόνι, λίγο ακόμη, τα χείλη αποκολλούνται απ' τη ρώγα, το μωρό υπερίπταται φουσκωμένο. Ανεβαίνει στον ουρανό, πετά. Φτάνει στον ήλιο, ζεσταίνεται, μπαμ, τρομερή έκρηξη, το μωρό σκάει, πλημμυρίζει ο τόπος αίματα, πολλά αίματα και ολόλευκο γάλα και σκατά, πολλά σκατά πάνω μου, στην ξεραμένη πέτσα του σώματος μου, χαίρε Μαρία, ο κύριος μετά σού.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Μια σουβλιά διαπερνά το σώμα μου απ' άκρη σ' άκρη. Σαν να 'ναι όλο το κορμί σεξουαλικό όργανο και το βατεύει ένα αχόρταγο πέος. Αλλόκοτος πόνος. Σχεδόν ηδονικός. Ανοίγω τα μάτια τρομαγμένη, η καρδιά μου πάει να σπάσει. Η ατμόσφαιρα βρομοκοπάει κονιάκ και γω αναρωτιέμαι πού είμαι. Η πλάτη μου κολλημένη στα πλακάκια - γύρω μου τα σπασμένα γυαλιά. Αίματα - έχω κοπεί. Αδειάζω. Η κοιλιά μου ματωμένη. Την κοιτάζω μ' ένα φόβο ηδονικό, γεμάτο ελπίδα. Σηκώνομαι. Τρέχω στον καθρέφτη. Στάζω αίματα. Το μυαλό μου ξεκαθαρίζει. Το θέαμα με βοηθά να συνέλθω. Καθαρίζω με μπαμπάκι και οινόπνευμα τις μικρές πληγές που στάζουν. Ξεκολλάω τα θρύψαλα του γυαλιού. Δεν είναι η κοιλιά που θέλω να σώσω. Είναι ο εαυτός μου που μου φαίνεται ότι κινδυνεύει Ανάβω το φως. Έχει σκοτεινιάσει πια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Δεν υπάρχει άλλο κονιάκ στο μπουκάλι. Κοιτάζω το ρολόι. Θα ’χει κλείσει η κάβα. Μου μένουν τώρα τα ηρεμιστικά. Δεν με νοιάζει πια αν θα κάνουν κακό στο μωρό. Αυτή την τεράστια τσιτωμένη κοιλιά θα 'θελα να την εξαφανίσω. Να πάψει να βαραίνει πάνω μου. Να ρυθμίζει τη ζωή μου. Αρχίζω να τη χτυπώ με τις γροθιές μου όσο πιο δυνατά μπορώ. Ακούγεται ο ήχος υπόκωφος. Με ηχώ. Όπως όταν χτυπάς κάτι άδειο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-81614596285130166182010-05-17T11:07:00.001-07:002010-05-17T11:07:29.734-07:00<div class="Style1" style="text-align: justify;"><b><u><span style="font-family: UB-Helvetica;">ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></u></b></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το μυαλό μου άρχιζε να ξεκαθαρίζει γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Ο πονοκέφαλος έμοιαζε να υποχωρεί . Με τύλιγαν πάλι αισθήσεις και σκέψεις. Μπροστά μου ένα μεγάλο φλιτζάνι καφές. Σκέτη πίκρα. Ήταν μέχρι τη μέση. Φαίνεται θα είχα πιει αρκετό απ' αυτό. Σηκώθηκα μηχανικά να βάλω ζάχαρη. Τράκαρα σε μια πόρτα. Ο διακόπτης του ηλεκτρικού είχε αλλάξει θέση. Η ζάχαρη ήταν γεμάτη κόκκους καφέ. Τα κουταλάκια δεν ήταν πουθενά. Η ζαλάδα έκανε ξανά την εμφάνιση της. Πρόλαβα κι αρπάχτηκα από κάτι μεταλλικό και κρύο. Δεν πρέπει να κράτησε πολύ. Συνήλθα κρατώντας τη βρύση του νεροχύτη. Το νερό έτρεχε ακατάσχετο πιτσιλίζοντας παντού όλη την κουζίνα. Όχι δεν ήταν η κουζίνα μου. Ήταν η μικρή αποθηκούλα με το νεροχύτη και τα χαρτοκιβώτια με τα επιστολόχαρτα και τα χαρτιά του φωτοτυπικού. Ήμουν στο γραφείο. Να δούμε ποιος θα μπορέσει να μου εξηγήσει πως έφτασα μέχρι εδώ. Τι είχε γίνει όλη μέρα. Έχυσα τον υπόλοιπο καφέ στο νεροχύτη και ξέπλυνα το κατακάθι στο φλιτζάνι. Διψούσα. Κατέβασα τέσσερις κούπες νερό απανωτά. Το λαρύγγι μου καιγόταν. Σίγουρα θα έβγαιναν αχνοί αν άρχιζα να μιλάω. Ίσως έπρεπε να έπινα και μια ασπιρίνη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Βγήκα απ' αυτή την τρύπα που χρησιμοποιούσαμε για κουζίνα και πήγα στο γραφείο μου. Ένα χέρι με χούφτωσε απ' τον ώμο. «Έχεις τα χάλια σου.» Τι κουβέντα! Σκέτη παρηγοριά. Μήπως δεν το 'ξερα; Κοίταξα την Ευγενία Β. Τη γνώρισα αμέσως παρ' όλη την κατάσταση μου. Επέμενε να γυρίσω σπίτι μου να ξαπλώσω. Έτσι έμαθα πως δεν ήξερε τίποτα για μένα. Την ψάρεψα ωστόσο για να μάθω τις ενέργειες μου. Είχα έρθει πριν απ' όλους το πρωί. Με βρήκαν εκεί να δουλεύω. Η καθαρίστρια μου 'χε φτιάξει καφέ. Η Ευγενία αναρωτιόταν τι μπορεί να είχα πάθει. Λίγο κονιάκ παραπάνω αποκρίθηκα. Ίσως κατέβασα και κανένα ηρεμιστικό. Δεν θυμάμαι. Με κοίταξε εμβρόντητη. «Παίρνεις τέτοια πράγματα στην κατάσταση σου;» Έδειξε την κοιλιά μου. Την κοίταξα και γω και μου 'ρθε πάλι να κάνω εμετό. Η χοντροκοιλιά μου υπήρχε ακόμη. Επέζησε της καταστροφής. Με κρατά δέσμια. Πρέπει να βρω έναν τρόπο ν' απαλλαγώ απ' αυτήν επιτέλους. Όχι η Ευγενία δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει σ' αυτό. Ούτε της το ζήτησα. Δεν θα κατάφερνε καν να καταλάβει. Μα μήπως θα μπορούσα να της εξηγήσω κι εγώ τι συνέβαινε στ' αλήθεια; Το μόνο που ήξερα - σφυροκοπούσε στο μυαλό μου - ήταν ότι έπρεπε να σταματήσει αυτό το αστείο. Έπρεπε να πάψει να υπάρχει αυτή η κοιλιά. Δεν ήθελα να είμαι έγκυος, δεν ήθελα μωρό. Δεν ήξερα γιατί, ούτε πότε άρχισε να μη μ' αρέσει η ιδέα. Απλά, ξαφνικά μισούσα την κοιλιά μου. Έκρινα ότι δεν είχε νόημα να παίζω άλλο το θύμα. Δεν ήταν αυτό που είχα διαλέξει να ζήσω στη ζωή μου. Άλλωστε δεν υπήρχε κανείς να γίνει θύμα του θύματος τώρα που ο Λύσιος διάλεξε να φύγει από κοντά μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Μια τρελή ιδέα άρχισε να ροκανίζει ξαφνικά το μυαλό μου. Ξαφνικά; Ίσως να 'ταν εκεί από πάντα. Κρυμμένη. Ταμπουρωμένη. Μυστική. Από 'κείνες τις ιδέες που 'ναι επίμονες αλλά τις απωθούμε. Όχι εμείς οι ίδιοι ακριβώς. Αλλά οι άλλοι. Μας τις βγάζουνε σκάρτες. Αφορούν πολύ τον εαυτό μας, λέει και είναι ποταπές. Προέχουν άλλες, σπουδαίες ιδέες, υψηλές. Αυτές που εξελίσσονται σ' αυτό που λέμε ιδεολογία. Είμαι ιδεολόγος, θα πει, θυσιάζω τα πάντα για ένα ιδανικό. Που φυσικά δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με το σώμα και τις ανάγκες του. Φαΐ, χέσιμο, γαμήσι. Ακόμη και η επιθυμία του θανάτου έχει τοποθετηθεί στις ιδεολογίες. Έτσι το καθετί που είναι ιδεολογία σημαίνει κατά κάποιο τρόπο θάνατο. Δηλαδή μη ζωή. Κι εκεί την πατήσαμε. Ξεχάσαμε να ζούμε. Κάποια στιγμή όμως γίνεται μια έκρηξη στο μυαλό. Η ζωή πρέπει να υπάρξει πριν από το θάνατο. Λίγο πριν αρχίσει η σήψη, κραυγάζει. Βασανιστικά. Είμαι στο τελευταίο στάδιο. Σε λίγο θα γεννήσω. Που σημαίνει θα πάψω να υπάρχω για τον εαυτό μου. Θα 'ναι λίγο πολύ σαν θάνατος. Κι αυτό το σώμα που δεν χόρτασε ότι πεθύμησε θα ζει λαθραία. Πέρασε η ζωή σαν νερό, γλίστρησε, ξέφυγε. Σίγουρα η φύση κάτι άλλο θα εννοούσε φτιάχνοντας τη ζωή. Νιώθω το μυαλό μου να φουσκώνει. Σκέψεις βασανιστικές. Γυμνά σώματα παλεύουν. Αγγίζονται. Ζωντανεύουν εικόνες. Παλιές. Παιδικές. Μυστικές, χρόνια παραχωμένες. Αρχέγονες. Μια φωτεινή και αναβοσβήνει επιγραφή: Ζωή δεν σημαίνει θυσία. Πνίγομαι. Με πιέζουν επιθυμίες που κατέπνιξα. Μου κόβουν την ανάσα. Στο διάολο όλα τα υποκατάστατα. Το πάθος και η ένταση ιμιτασιόν. Ποιος φοβάται λοιπόν την αλήθεια; Τη διαλέγουμε την αυτοκαταστροφή. Το αλκοόλ. Τα ναρκωτικά. Τη θυσία του εαυτού μας. Το έγκλημα. Δεν τολμάμε να χρησιμοποιήσουμε το σώμα μας. Μια γνήσια πηγή έντασης και εκτόνωσης. Και φοβόμαστε λέμε τη μοναξιά. Γιατί η μοναξιά μας ξαναφέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας, που 'ναι οι ορμόνες, οι εκκρίσεις, το νευρικό μας σύστημα, το σώμα. Όλο ζητάει. Το μισούμε γιατί υπάρχει, γιατί μαζί του υπάρχουμε κι εμείς που το πολεμάμε γιατί θέλουμε να πάψει να υπάρχει αλλά αυτό θα υπάρχει όσο υπάρχουμε και μεις. Μήπως τρελαίνομαι;<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η Ευγενία Β. εξακολουθεί να με κοιτάει. Βλέπω στο βλέμμα της την απορία. Όχι δεν καταλαβαίνει. Αντί να είμαι χαρούμενη που φέρνω στον κόσμο μια καινούρια ζωή. Τι άλλο πιο σημαντικό υπάρχει; Κάθεται στο γραφείο της. Ξύνει ένα μολύβι, φυσά προσεκτικά τις φλούδες στο τασάκι της μη σκορπίσουν. Αρχίζει να γράφει. Αποφεύγει να συνεχίσουμε την κουβέντα και όχι σίγουρα γιατί τη βρίσκει περιττή. Φεύγω από κοντά της.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Στο γραφείο μου είναι το ημερολόγιο. Ανοιχτό στη σημερινή μέρα. Έχει αναλάβει να γυρίζει κάθε μέρα τις σελίδες των ημερολογίων μας η καθαρίστρια. Είναι Τρίτη. Η μέρα που περίμενα με αγωνία, δυο χρόνια τώρα. Τ' απόγευμα στις έξι είναι το συμβούλιο. Φυσικά και δεν το 'χω ξεχάσει. Μόνο που τώρα το νιώθω διαφορετικά. Θα 'θελα να μπορούσα να το σταματήσω. Αν τους το 'λεγα βέβαια καθαρά θα μ' έβγαζαν τρελή αλλά τι μ' αυτό; Εγώ έπρεπε να σταματήσω το συμβούλιο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Πήρα το κέντρο και ζήτησα γραμμή. Ύστερα σκέφτηκα με πανικό πως θ' άκουγε αυτή τη συνομιλία η Ευγενία. Ήταν αργά. Απ' το βρεφοκομείο μιλούσαν κιόλας. Ζήτησα την κυρία Αντωνία Σ. «Περιμένετε.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Άρχισα να σκέφτομαι τι έπρεπε να της πω. Δεν είχα φτιάξει μια φράση. Μια πρόταση που να 'λεγε κάτι, μια δικαιολογία. Μέσα μου μπερδεμένες κραυγές, μη, όχι, βοήθεια, φτάνει πια. «Εμπρός.» Η δική μου φωνή όμως δεν μπορεί να βγει. Δεν υπάρχει ακόμη η φράση. «Εμπρός.» Η Ευγενία Β. με κοιτάζει. Η φωνή της κυρίας Αντωνίας Σ. πλημμυρίζει το χώρο. Σφίγγω τ' ακουστικό στ' αυτί μου, με πονά. «Σου μιλάνε» με σκουντά η Ευγενία. Δεν μπορώ τώρα ούτε να το κλείσω. Ψιθυρίζω τ' όνομα μου. Από την άλλη μεριά πλακώνει ένας χείμαρρος διαβεβαιώσεων πως όλα πάνε καλά. Να μην ανησυχώ. Όπως είπαμε. Το απόγευμα στις έξι θα γίνει το συμβούλιο. Χαίρετε. Κλείνω. Ο Παναγιώτης έχει αρπαχτεί από πάνω μου για τα καλά. Έχει αρχίσει κιόλας να ρουφά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η Ευγένεια Β. πιστεύει πως έχω πυρετό και πρέπει να πάω να ξαπλώσω. Κι εκείνη, μια μέρα πριν γεννήσει το πρώτο της, ήταν σε παρόμοια χάλια. Φαίνεται θα 'ναι φυσική αντίδραση του οργανισμού. Το μωρό γυρίζει μέσα στην κοιλιά. Πρέπει να βγει με το κεφάλι. Αναρωτιέμαι τι λέει τώρα αυτή. Φαντάζομαι το μικρό Παναγιώτη ανάποδα μέσα στην κοιλιά μου. Σε θέση βουτιάς. Το κεφάλι του πιέζει το υπογάστριο. Η Ευγενία Β. συνεχίζει. Είχε την αίσθηση, τότε, πως αν έβαζε το δάχτυλο της στον κόλπο της θα 'πιανε το πρόσωπο του μωρού της. «Το έπιασες;» Με κοίταξε τρομαγμένη. Το 'βρισκε γελοίο ακόμη και ν' απαντήσει. Χωρίς άλλη κουβέντα έτρεξα στο μπάνιο. Έπρεπε να μάθω. Το βάρος στο υπογάστριο μεγάλωνε. Λες να κατεβαίνει το παιδί; Έβγαλα την κιλότα μου και έχωσα το μεγάλο μου δάχτυλο βαθιά μέσα στον κόλπο. Έφτασα μέχρι τη μήτρα. Κι εκεί το δάχτυλο σταμάτησε. Γέλασα. Σίγουρα δεν ήμουν και τελείως με τα καλά μου, σκέφτηκα. Έβγαλα το δάχτυλο και ξανάβαλα την κιλότα. Μια άλλη σκέψη είχε εμφανισθεί τώρα στο μυαλό μου. Αυτό ήταν. Άλλωστε έπρεπε από τότε να το είχα κάνει. Πάντα όμως δίσταζα ν' αντικρίσω την αλήθεια. Έτρεξα στο γραφείο μου. Ήταν εκεί δυστυχώς ο Γιώργος Μ., θα με χασομερούσε. Μου 'φερε λέει τις μεταφράσεις. Δεν ήταν καλές. Τις είχα κάνει στο πόδι. Πώς το 'παθα; Δεν ήξερα τι να του πω. Προφασίστηκα ζαλάδες και τέτοια. Καταλάβαινε. Ήμουν στις μέρες μου. Γιατί δεν έπαιρνα την άδεια μου; Τον κοίταξα έκπληκτη. Είχε δίκιο. Είχαν γίνει όλα τόσο ξαφνικά που δεν είχα προλάβει ν' ακολουθήσω την κανονική διαδικασία. Κρατούσε ακόμη τα χαρτιά με τις μεταφράσεις. Με κοίταξε ερωτηματικά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μπήκε στη μέση η Ευγενία. Θα τους έριχνε εκείνη μια ματιά. Ο Γιώργος Μ. έφυγε. «Σ' ευχαριστώ .» Η Ευγενία με κοίταξε. Δεν μίλησε. Ύστερα συνέχισε τη δουλειά της. Άρπαξα την τσάντα μου και φώναξα ένα γεια. Δεν μπορούσα να περιμένω. Έπρεπε να ξαναγυρίσω γρήγορα εκεί απ' όπου είχα ξεκινήσει πριν μερικές μέρες.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Η βροχή είχε κατά πολύ αραιώσει. Και τ' αυτοκίνητα κινιόνταν σχεδόν κανονικά. Η Αλεξάνδρας όμως ήταν όπως πάντα, τέτοιες ώρες, πήχτρα. Δεν μπορούσα ωστόσο να περιμένω να κόψει η κυκλοφορία. Αυτό που ήθελα να κάνω δεν χωρούσε άλλη αναβολή. Μέτρησα τα λεφτά μου. Δεν είχα πολλά. Έφταναν όμως για ταξί πηγαινέλα. Στο σπίτι είχα κρατήσει μερικά. Αρκετά μέχρι να ξαναπληρωθώ. Μπήκα στο ταξί και έδωσα τη διεύθυνση. Του είπα να βιαστεί. Φοβόμουν μην κλείσουν. Ο ταξιτζής με κοίταξε βλοσυρά. Τι μπορούσε όμως να πει σε μια γκαστρωμένη πελάτισσα. Το 'κλεισε δείχνοντας τον απαιτούμενο σεβασμό. Οδηγούσε σαν να κυλούσε μέσα σ' ένα ρυάκι αργά ακολουθώντας τους άλλους. Το ρεύμα μετατοπιζόταν ελάχιστα. Κάθε φανάρι άναβε τρεις φορές μέχρι να το πετύχουμε. Ήταν η καλύτερη απ' τις βροχερές μέρες κι ο κόσμος έβγαινε για τ' απαραίτητα. Ο ταξιτζής είχε ανοιχτό το ραδιόφωνο. Πέτυχε ειδήσεις. Το μόνο που ενδιέφερε όλο το κόσμο ήταν ο καιρός. Θα 'ριχνε κι απόψε το βράδυ. Από αύριο έμοιαζε ο καιρός να ξανοίγει. Αύριο Τετάρτη σκέφτηκα. Ο καιρός θα ξανοίξει. Μου 'δωσε ελπίδες. Είδα και τον ταξιτζή στο καθρεφτάκι να χαμογελά. Η ατέλειωτη βροχή στην ηλιόλουστη κάποτε Αθήνα ήταν για όλους μας μια φυλακή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Το ταξί σταμάτησε στην ανηφόρα. Φτάσαμε λοιπόν. Κατέβηκα. Το Κολωνάκι είχε χάσει τη γυαλάδα του. Λιωμένες λάσπες στα πεζοδρόμια και στα σκαλιά. Κανείς δεν ενδιαφερόταν να καθαρίσει. Οι μαγαζάτορες μόνο το χώρο τους μπροστά. Το βράδυ όλα θα ξαναμούλιαζαν απ' την αρχή. Ανέβηκα προσεκτικά την Αναγνωστοπούλου. Γλιστρούσε. Έφτασα στο νούμερο που έπρεπε. Ο ταξιτζής με είχε αφήσει στην πλατεία. Δεν έμπαινε ο δρόμος. Το εργαστήριο ήταν ακόμη ανοιχτό . Άρχισε πάλι το γλουπ γλουπ στην καρδιά μου. Μου άνοιξε η ίδια κοπέλα. Κοιταχτήκαμε. «Ήρθα για μια απάντηση.» Νόμιζε πως την είχα πάρει. Όλες έρχονταν αυθημερόν. Δεν αποκρίθηκα. Τι μπορούσα να της πω; Ρώτησε τ' όνομα μου. Με θυμόταν βέβαια, αλλά... Της το 'πα. Κατευθύνθηκε στο γραφειάκι με την κόκκινη πλαστική αρχειοθήκη. Ξαναρώτησε τ' όνομα. Της το ξανάπα. Δεν έβρισκε τίποτα. «Σίγουρα δεν την είχα πάρει;» Της ορκίστηκα. Με κοίταξε σχεδόν ειρωνικά. Ύστερα κλεφτά κοίταξε τη κοιλιά μου. Δεν της είχε ξανατύχει. Πήγε στο άλλο δωμάτιο. Την άκουσα να ρωτά το γιατρό για τ' όνομα μου. Ύστερα άκουσα κι άλλη μια κοπέλα να μιλά. Δεν κατάλαβα τι έλεγαν. Η άλλη κοπέλα ήρθε για λίγο έξω. Ξεφύλλισε το αρχείο. Έριξε κλεφτές ματιές σε μένα και την κοιλιά μου. Την τσάκωσα να με κοίταζε ερευνητικά. Ντράπηκε και ξαναμπήκε στο άλλο δωμάτιο. Τις άκουσα να χαχανίζουν. Κρατιόμουν να μην μπήξω τις φωνές. Βγήκε ο ίδιος ο γιατρός. Με κοίταξε και αυτός εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω. Άρχισε να με ρωτά τα ίδια. Όνομα, για τι τεστ, πότε και διάφορα άλλα βλακώδη και εκνευριστικά. Κρατήθηκα να μην τον χέσω. Οι φούχτες μου είχαν μουσκέψει απ' τον ιδρώτα. Ζητούσα μόνο το φάκελο με την απάντησή του επανέλαβα κοφτά. Οι λέξεις ξεπηδούσαν σχεδόν ασυνάρτητες, με το ζόρι. Μήπως δεν ήμουν σαφής; Όχι. Επιτέλους κατάλαβε. Και θυμήθηκε. Κάποιος την είχε πάρει χτες. «Την δική μου απάντηση;» Ναι. Όχι δεν είπε τ' όνομα του. Ζήτησε μόνο το φάκελο εκ μέρους μου. Ναι, ψηλός, όχι πολύ, μάλλον μελαχρινός, δεν ξέρει όμως, μπαινοβγαίνουν τόσοι, πού να θυμάται.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Έμεινα αμίλητη, ακούνητη. Κοιταζόμασταν στα μάτια. Τόλμησε ένα αστείο. «Έχετε μπροστά σας την απάντηση.» Έδειχνε την κοιλιά μου. Σκέφτηκα ότι είναι ένας πούστης. Θα 'θελα να του το φωνάξω. Και κρατήθηκα. Μου ήρθε να ρωτήσω αν θυμόταν τουλάχιστον από μνήμης την απάντηση. Δεν το ρώτησα. Δεν μ' έπαιρνε άλλο. Καλύτερα να έφευγα από κει μέσα. Λίγο ακόμη και θα φώναζε κανένα φορείο απ' το Δαφνί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σταμάτησα στην πλατεία λαχανιασμένη. Άπρακτη λοιπόν. Το βάρος στο υπογάστριο όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε. Σχεδόν με είχε πιάσει απελπισία. Ο Λύσιος είχε πάρει την απάντηση πριν από μένα. Δεν είχε πιστέψει όσα του είχα πει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κάθισα σε μια καρέκλα στο Τοπ. Το συνηθίζαμε άλλοτε οι δυο μας. Ήξερε άραγε την απάντηση όταν είχα πάει χτες να τον βρω στον Πειραιά; «Τι θα πάρετε;».Ζήτησα καφέ. Μέτριο προς το πικρό. Έκανε κρύο. Τυλίχτηκα καλά στο παλτό μου. Στην πλατεία μ' ό,τι καιρό πάντα καθόταν κάποιος έξω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Προσπαθούσα ν' ανασυντάξω τις σκέψεις μου και δεν ήξερα πώς. Μια επιθυμία κυριαρχούσε πάνω απ' το κάθε τι. Έπρεπε ν' απαλλαγώ απ' την κοιλιά μου και τον Παναγιώτη. Αυτά τα δύο ήταν δεμένα απ' την αρχή. Έδιωξα τη σκέψη να επικοινωνήσω ξανά με τον Λύσιο. Δεν θα 'ντεχα κάποιο σχόλιο αν είχε να μου κάνει. Βίαζα το μυαλό μου κάτι άλλο να σκεφτεί. Ο καφές ήταν καλός. Το στομάχι μου όμως δεν τον δεχόταν. Χτες όλη μέρα μόνο κονιάκ. Από πότε είχα να φάω κάτι στ' αλήθεια; Απορούσα πώς κατάφερνα να ζω. Δεν ένιωθα όμως καθόλου πείνα. Πιθανώς υποσυνείδητα να προσπαθούσα μ' αυτό τον τρόπο να σκοτώσω την κοιλιά μου. Τρόμαξα. Δεν θα 'θελα να μου κοστίσει και τη δική μου ζωή. Ζήτησα μια τυρόπιτα. Έφαγα με το ζόρι τη μισή. Στο μυαλό μου χοροπηδούσε ο Λύσιος. Οι σχέσεις μας ήταν μια λάθος ιστορία απ' την αρχή. Πίεσα το μυαλό μου να σκεφτεί μια από τις σχέσεις που είχα κάποτε και που δεν ήταν λάθος. Η απάντηση που ήρθε ήταν αρνητική. Όλες οι σχέσεις ήταν λάθος. Στηρίζονται στις υποχωρήσεις. Υποχωρώ σημαίνει δεν χορταίνω τις επιθυμίες μου. Αφαιρώ ευχαρίστηση. Λιγοστεύω ζωή. Αυτό που μένει είναι λειψό. Ανικανοποίητο. Άρα οι σχέσεις βασίζονται στο ανικανοποίητο. Άρα εξαρχής είναι λάθος. Στην ουσία δεν υπάρχουν καν. Δύο μισά δεν κάνουν ένα ολόκληρο. Είναι πάντα δύο μισά. Σημασία έχει το ολόκληρο. Πρέπει λοιπόν πρώτα να γίνω ένα ολόκληρο. Με το παραπάνω όμως σκεπτικό δυο ολόκληρα δεν μπορούν να ενωθούν. Είναι όμως πάντα δυο ολόκλήρα, έστω και μοναχικά. Τώρα είμαι απόλυτα σίγουρη ότι η κοιλιά μου δεν έχει τη δύναμη να με ολοκληρώσει. Ούτε το μωρό. Έχω μια ακράτητη επιθυμία να ζήσω. Πρέπει να αντικαταστήσω τα υποκατάστατα με κάτι αληθινό.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Δεν μπορώ να φάω άλλη τυρόπιτα. Έχει παγώσει. Πληρώνω και ξεκολλάω από την υγρασία της καρέκλας. Μέχρι και η κιλότα μου έχει μουσκέψει. Κρυώνω. Το κεφάλι μου βουίζει. Είχε δίκιο η Ευγενία. Πρέπει να 'χω πυρετό.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ανηφορίζω την Πατριάρχου Ιωακείμ ψάχνοντας για ταξί. Κατεβαίνουν όλα γεμάτα. Κανείς δεν πάει προς Πατησίων. Σκέτη απελπισία. Σφίγγω το παλτό γύρω μου. Δεν καταλαβαίνουν πως είμαι γκαστρωμένη. Σιγά σιγά απ' την υπερένταση και το περπάτημα οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν. Σούρνομαι πια στο πεζοδρόμιο, το ένα πόδι στο κατάστρωμα του δρόμου μήπως σταματήσει ταξί. Αντέχω για κανένα λεπτό ακόμη, σκέφτομαι. Ύστερα θα ξαπλώσω κάτω. Δεν θα με νοιάζει τίποτα πια. Ωστόσο κρατιέμαι ακόμη με τα δόντια. Υπόσχομαι στον εαυτό μου πως όλα θα πάνε καλά μόλις απαλλαγούμε απ' την κοιλιά. Και τον μικρό Παναγιώτη. Ξέρω τον τρόπο. Τον ήξερα σχεδόν απ' την αρχή. Αρκεί να βρεθεί ένα ταξί. Πριν είναι αργά. Αν έχω ακόμη μέσα μου κάποια δύναμη για ζωή. Αν υπάρχουν ακόμη εντός μου υγρά να κυκλοφορούν. Αν δεν είναι το σώμα μου κιόλας νεκρό.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ένα αυτοκίνητο σταματά μπροστά μου. Αναπτερώνομαι. Γρήγορα όμως ανακαλύπτω ότι δεν είναι κίτρινο. Άρα δεν είναι ταξί. Το φανάρι είναι κόκκινο. Μόλις γίνει πράσινο θα φύγει. Βάζω τα δυνατά μου να προχωρήσω. Ανοίγει η πόρτα δίπλα μου. Δεν βγαίνει κανείς. Με καλούν από μέσα. Φωνάζουν τ' όνομα μου. «Μαρία.» Δεν το έχω ξαναδεί αυτό το αυτοκίνητο. Ίσως μοιάζω με κάποια. Δεν υπάρχουν όμως περιθώρια. Δεν μπαίνω απλά μέσα. Αλλά αφήνομαι να πέσω στο κάθισμα. Ακούω το θόρυβο της πόρτας που κλείνει. Ένα δυνατό ήχο. Μοιάζει με κλάξον. Κι ύστερα αισθάνομαι σαν να σέρνομαι στην άσφαλτο. Μετράω τις λακκούβες. Τα σταματήματα και τα ξεκινήματα. Και κυλάω. Μ' αγκαλιάζει μια ζέστη. Σχεδόν μου καίει το πρόσωπο. Ωστόσο ακόμη βαθιά μου κρυώνω. Δεν αναρωτιέμαι ποιος είναι ο οδηγός. Φαίνεται πως η τύχη είναι απ' τα λίγα σίγουρα πράγματα που μπορεί κανείς να στηρίζεται - στην κατάσταση μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Δεν ξέρω πόσες φορές τις τελευταίες μέρες έχω χάσει τις αισθήσεις μου. Δεν μπορώ ακόμη να ελέγξω πότε βρίσκομαι σε όνειρο ή στην πραγματικότητα. Τα πράγματα έχουν μπερδευτεί. Γύρισαν ανάποδα. Σαν δοχεία. Δεν κρατάνε το περιεχόμενο τους. Τ' αφήνουν να γλιστράει έξω. Χύνεται. Μένω άδεια. Κι ύστερα συνέρχομαι. Συνεχίζω από κει που σταμάτησα. Όμως δεν ξέρω αν συνεχίζω τώρα τ' όνειρο ή τη ζωή. Έτσι μένω λίγο αμέτοχη. Λίγο θεατής. Δεν ξέρω πια αν όταν πιάνω τη χοντροκοιλιά μου και διαπιστώνω ότι υπάρχει, είμαι στ' όνειρο ή στη ζωή. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω. Άγνωστα πράγματα. Κάτασπροι τοίχοι. Το χρώμα που σιχαίνομαι. Φοβάμαι ότι σε λίγο θ' αρχίσουν να κυκλοφορούν κατσαρίδες. Και προβάλλονται έντονα στο άσπρο. Δεν μπορείς να υποκριθείς πως δεν τις βλέπεις. Κι αφού τις βλέπεις υπάρχουν. Είμαι με τα ρούχα μου. Το παλτό όμως είναι δίπλα κρεμασμένο σε μια καρέκλα. Και είμαι σκεπασμένη με μια χοντρή καρό κουβέρτα. Χαμογελώ. Εντάξει λοιπόν είμαι ακόμα ζωντανή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ακούω βήματα. Αυτός που έρχεται φοράει παπούτσια που τρίζουν. Μεγάλα παπούτσια καφέ. Το βλέμμα μου ανεβαίνει. Είναι άντρας. Φοράει σακάκι και γραβάτα. Γαλάζιο πουκάμισο. Λίγο ξανθός. Δεν βλέπω το χρώμα των ματιών. Το πρόσωπο βουτηγμένο σε σκιά. Μου προτείνει ένα ποτήρι. Το πίνω μονορούφι. Πορτοκαλάδα. Θέλει να μου βάλει θερμόμετρο κι αρνιέμαι. Είμαι καλά. Ευχαριστώ. «Μαρία.» Κάτι μου θυμίζει αυτή η φωνή. Αρπάζω το πρόσωπο του, το γυρίζω στο φως. Δεν έρχεται πολύ απ' το παράθυρο. Έχει πάλι συννεφιά. Τα μάτια καστανά. Θεέ μου, πού βρέθηκε μπροστά μου; Γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο του. Δεν μπορώ να κρατήσω άλλο τα υγρά που πλημμυρίζουν εντός μου. Προσπαθώ μόνο να κρατήσω τον ήχο που ανεβαίνει από μέσα μου. Σφίγγω τα δόντια. Όχι δεν μπορώ άλλο να τον εμποδίσω. Και βγαίνει. Κραυγή πληγωμένου θηρίου. Κι ύστερα σουρτός λυγμός. Δεν το 'χει αποτελειώσει ο κυνηγός. Μπορεί και να ζήσει. Είναι η ζωή που κραυγάζει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Σκύβει κοντά μου. Οι κινήσεις του έχουν τρυφερότητα. Μ' αγκαλιάζει. Μένουμε έτσι ώρα πολλή. Η πλημμύρα εντός μου ξεχειλίζει. Συνοδεία λυγμών. Μια μακρόσυρτη λυπητερή κραυγή. Δεν έχω δύναμη να τη σταματήσω. Αφήνομαι ν' αδειάσω στην αγκαλιά του. Όπως το βρέφος στη μητρική φροντίδα - κρατά τόσο λίγο ωστόσο. Δεν φτάνει να συντροφέψει ολόκληρη τη ζωή. Προσπαθώ να ξεθολώσω το βλέμμα. Κοιταζόμαστε. Τον βλέπω να χαμογελά. Ψαχουλεύω με τις άκρες των δαχτύλων μου το πρόσωπο του. Κι ύστερα το δικό μου. Αισθάνομαι την ύπαρξη και των δυο μας. Η αφή φτάνει στον εγκέφαλο. Δεν κοιμάμαι. Είναι αλήθεια. Αφήνομαι να χαμογελάσω κι εγώ.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Κρατά ακόμα το θερμόμετρο στο χέρι. Του το παίρνω και το ακουμπάω προσεκτικά στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ. Κινούμαι αργά μην ταράξω την αρμονία. Μην τον τρομάξω. Φοβάμαι μήπως διαλυθεί. Σηκώνομαι αργά. Κοιτάζω το ρολόι. Είναι τρεις. Έχουμε ακόμη τρεις ώρες μέχρι το συμβούλιο. Βγάζω το πουλόβερ μου. Δεν νιώθω κρύο. Μια θερμότητα έχει ξεκινήσει απ' το μυαλό μου και ποτίζει όλα τα κύτταρα του σώματος. Καίει το λαιμό. Μου κόβει την ομιλία. Το στήθος κάνει την καρδιά να χτυπά τρελά. Καίει τις άκρες στα βυζιά μου. Οι ρόγες τεντώνονται. Κι ύστερα κατεβαίνει αργά. Διαπερνά την κοιλιά. Της ανάβει φωτιά. Το βάρος στο υπογάστριο μεγαλώνει. Δεν είναι το κεφάλι του μωρού. Είναι η φλόγα που καψαλίζει τα όργανα. Που τα κάνει να φουσκώνουν. Το αίμα μου πλημμυρίζει τις σάρκες τους καυτερό. Ποιος έβαλε στο πικ-απ αυτή τη μουσική; Φτάνει στ' αυτιά μου σαν μεθυσμένη. Κανείς δεν κινήθηκε στο δωμάτιο. Είναι το μυαλό μου που δουλεύει ασταμάτητα. Και φτιάχνει μόνο του μουσική. Οι κινήσεις μου γίνονται χορευτικές. Η φούστα μου έτσι κι αλλιώς δεν ήταν κουμπωμένη. Τη φρακάριζα μονάχα στην κοιλιά μου. Πέφτει στο δάπεδο. Κατεβάζω το καλσόν μου. Με κινήσεις αργές. Στο μυαλό μου κιόλας χορεύω. Πατάω τα γυμνά μου πέλματα στο χνουδωτό χαλί και γελάω. Η μουσική εντός μου δυναμώνει. Τραγουδάω μαζί της και χορεύω. Τον κοιτάζω. Κάθεται στην καρό κουβέρτα και καπνίζει. Με κοιτάζει και 'κείνος αχόρταγα, τα μάτια του μιλάνε. Νομίζω πως βλέπω τι λέει. Λέει μη σταματάς. Συνεχίζω να χορεύω και τραγουδάω. Χτυπώ την κοιλιά μου τύμπανο. Καλώ τον ήλιο. Καλώ τον έρωτα, τη ζωή. Στην άκρη του μυαλού μου ο ήλιος ανατέλλει. Το ουράνιο τόξο. Πνίγομαι στα χρώματα. Γελάω και μοιάζει με κλάμα. Όμως είναι γέλιο. Εκείνος το καταλαβαίνει. Γελάει μαζί μου. Κουνάει το χέρι του και καταλαβαίνω. Θέλει να προχωρήσω. Βγάζω το σουτιέν μου. Το πετάω στα πόδια του. Τον βλέπω το σηκώνει, το μυρίζει βαθιά ανασαίνοντας με και το πετά πάνω απ' το κεφάλι του, προς τα πίσω. Κρεμιέται ψηλά στις κουρτίνες. Το κοιτάζουμε. Γελάμε μαζί. «Μυρίζει ιδρώτα» φωνάζω. «Μυρίζει εσύ.» Φαντάζομαι μια οσμή ανάμεσα σε ξύλο πεύκου και κανέλας. Μ' αρέσει να σκέφτομαι αυτή τη μυρωδιά. Και συνεχίζω. Τα βυζιά μου χορεύουν μαζί μου. Πονάνε. Εγώ δεν σταματώ. Μένει ακόμη η κιλότα. Δεν έχω πάρει απ' τις μεγάλες από τότε που φούσκωσε η κοιλιά μου. Είναι πάντα το ίδιο μικρές. Η κοιλιά μένει ξεσκέπαστη, ξεδιάντροπη, ολότελα θεατή. Προς στιγμή δειλιάζω. Κοιταζόμαστε ξανά. Τον βλέπω που περιμένει. Θέλει όλα να τα δει. Μέχρι το τέλος. Δεν νιώθει ντροπή που με βλέπει. Δεν φοβάται. Έχει ξεπεράσει την ιδέα της χοντρής μου κοιλιάς. Βγάζω την κιλότα και την αφήνω να πέσει στα πόδια μου. Ύστερα είμαι εγώ που βγαίνω από μέσα της. Συνεχίζω το χορό μου. Λίγο πιο σιγανά. Χωρίς τραγούδι. Γίνεται πιο σιγανή και η μουσική στο μυαλό μου. Και 'κείνος με πλησιάζει. Με παίρνει απ' το χέρι. Με ξαπλώνει στην καρό κουβέρτα. Η μουσική έχει σταματήσει εντελώς. Ήχοι σιωπής. Κάποιος χτυπά από μέσα. Είναι η καρδιά μου. Με ξεκουφαίνει. Το χέρι του ανοίγει τα πόδια μου. Ψαχουλεύει ανάμεσα τους. Θέλω να κρατήσω την ανάσα μου που βγαίνει λαχανιασμένη. Δεν μπορώ. Με προδίνει. Βογκητά. Το χέρι του χαϊδεύει ρυθμικά το μικρό βουναλάκι. Στο μυαλό μου χυμάνε οι μνήμες. Μακρινές.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ακουμπισμένη στο κάδρο της πόρτας. Μισή μέσα στην κουζίνα, μισή στο χολ. Το σπίτι βυθισμένο στο σκοτάδι. Το φως του δρόμου απ' το απέναντι πεζοδρόμιο αναδεικνύει τις σκιές στο χώρο. Πιέζει το όργανο του, που 'χει φουσκώσει, στο μπούτι μου. Οι δικοί μου κοιμούνται. Είναι αργά. Περασμένα μεσάνυχτα. Το πάρτυ έχει τελειώσει. Το πικ-απ σταμάτησε να εκπέμπει. Ο Φώτης ξέμεινε για λίγο. Μ' είχε κοιτάξει στα μάτια ώρα πολλή. Οι άλλοι έλεγαν αντίο. Είχαμε χορέψει σφιχτά όλο το βράδυ. Μετά στο μπαλκόνι με δάγκωσε. Οδήγησε το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια του. Το τράβηξα. Μπορούσε κάποιος να μας δει. Όλο το βράδυ καιγόταν η φούχτα μου. Κι ένα βάρος εκεί χαμηλά. Στο υπογάστριο. Σαν να 'θελα συνέχεια τσίσα μου. Δεν έβγαζα τίποτα στην τουαλέτα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Είχα αφήσει μισάνοιχτη την πόρτα. Ο Φώτης ξαναγύρισε. Δεν μιλήσαμε. Την έκλεισε πίσω του μαλακά. Κολλήσαμε στην πόρτα. Τον ένιωθα να καίει. Βούιζε ακόμη στο μυαλό μου love me tender και Πρίσλεϋ. Άφησα το χέρι του να βυθιστεί στην κιλότα μου. Ήταν αδύνατον ν' αρνηθώ. Έτριβε με το δάχτυλο την κλειτορίδα, σχεδόν δεν ήμουν σίγουρη τότε αν τη έλεγαν έτσι. Κύματα ξεκινούσαν από κάθε γωνιά του σώματος μου να με πνίξουν. Ο Φώτης συνέχιζε χωρίς σταμάτημα. Ώρα πολλή. Κι έτριβε συγχρόνως το όργανο του πάνω μου. Αφέθηκα εντελώς. Ένα κύμα δυνατό, σχεδόν λιποθυμία. Κι ύστερα ασυγκράτητοι σπασμοί με πήραν μαζί τους. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε. Ήταν η πρώτη φορά. Ντρεπόμουν και χαιρόμουν μαζί. Σε λίγο άκουσα και 'κείνον να βογκάει. Τράβηξε το χέρι του απ' την κιλότα μου. Πίεσε το σαγόνι του στον ώμο μου. Συγκλονιζόταν. Ένιωθε ό,τι ένιωθα λίγες στιγμές πριν. Σε λίγο το φουστάνι μου πάνω απ' το μπούτι μου ήταν μούσκεμα. Μας πιάσαν τα γέλια. Κάτω μου δεν υπήρχε πια βάρος. Η κιλότα μου ήταν μούσκεμα. Κατουρήθηκα σκέφτηκα. «Μην είσαι χαζή. Είναι τα υγρά σου αυτά», είπε. Το αίμα ξεχείλισε στα μάγουλα μου. Ύστερα μου ζήτησε ένα μαντίλι. Σκουπίστηκε όπως όπως κι έφυγε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Περπάτησα στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι μέχρι το δωμάτιο μου. Οι δικοί μου κοιμόνταν βαθιά. Ο πατέρας μου ροχάλιζε. Η μάνα μου είχε σφυριχτή αναπνοή. Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο. Ο Φώτης μου κουνούσε το χέρι. Ακούμπησα την παλάμη μου στο κρύο τζάμι σαν χαιρετισμό. Τον παρακολούθησα μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι. Τον κατάπιε μια στροφή. Έβγαλα τα ρούχα μου και ξάπλωσα κάτω απ' τις κουβέρτες. Το χέρι μου όλο το βράδυ ήταν εκεί. Χάιδευε και το σώμα τρανταζόταν. Ριγούσε. Μετά έρχονταν σπασμοί. Σταμάταγα λίγο. Κι ύστερα πάλι. Είχε αρχίσει να χαράζει όταν κοιμήθηκα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Λίγο αργότερα το κάναμε στ' αλήθεια με τον Φώτη. Δεν ξανάβαλε ποτέ όμως το χέρι του εκεί. Ντρεπόμουν να το ζητήσω. Έβαλα μια φορά δειλά το δικό μου χέρι και μου το τράβηξε. Δεν θα παίζαμε είπε τώρα πια. Γαμιόμασταν κανονικά. Δεν κατάλαβα τι θα πει κανονικά. Τον πίστεψα όμως. Ύστερα άρχισαν οι εκτρώσεις. Κάπου εκεί σταμάτησε η ερωτική μου ζωή. Είχε αρχίσει η ερωτική ζωή των άλλων πάνω στο σώμα μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν ξαπλωμένη στην καρό κουβέρτα με 'κείνο το χέρι ανάμεσα στα πόδια μου. Το σώμα μου τρανταζόταν απ' τους σπασμούς. Όχι μη σταματήσεις. Δεν ήθελα πια να κρατώ τις φωνές που ξεσηκώνονταν μέσα μου. Τις άφησα να κατακλύσουν το δωμάτιο. Μέσα μου τα κύματα έρχονταν διαρκώς. Έσκαγαν με πάταγο στα βράχια. Τραβιόνταν. Και πάλι απ' την αρχή. Ύστερα κατάλαβα πως το χέρι κουράστηκε. Τον τράβηξα πάνω μου απαλά και μου ξέφυγε. Διασκέδαζε πολύ μ' αυτό που έβλεπε να διαδραματίζεται μπροστά του. Δεν ήθελα να σταματήσει το παιχνίδι. Γλίστρησε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου. Ένιωθα κάτι τρυφερό και σκληρό να μ' ερεθίζει ξανά. Το 'κανε με τη γλώσσα. Η ψυχή μου άνθιζε στην άκρη της κόκκινης γλώσσας του. Ύστερα ένιωθα πως θα λιποθυμούσα και τον τράβηξα να σταματήσει. Φορούσε ακόμη τα ρούχα του. Κοιταχτήκαμε βλέποντας ο ένας το μέσα του άλλου. Είχα την αίσθηση πως όλα πάλι ξεκινούσαν απ' την αρχή. Έβγαλε τα ρούχα του. Το όργανο του κόκκινο και σκληρό. «Θα γαμήσω μια γκαστρωμένη.» Το βρήκα αστείο. Η στάση που μ' έβαζε να πάρω δεν έμοιαζε βολική. Το δέχτηκα όμως και το όργανο του μπήκε με φόρα χτυπώντας τη μήτρα δυνατά. Ένιωσα όλο το κύμα του στο δικό μου σώμα. Μέχρι που χτύπησε στα βράχια δυνατά και ξεχείλισε στον κόλπο μου. Είχα την αίσθηση πως είμασταν θεοί. Μας έπιασαν πάλι τα γέλια. Όλα είχαν έρθει τόσο απλά. Απλώς ακολουθήσαμε τη φωνή του σώματος μας. Όταν τραβήχτηκε φρόντισε να με σκεπάσει. Έκλεισα τα μάτια. Άκουσα τα νερά στο μπάνιο. Αυτή τη φορά το κύμα μέσα μου ήταν δάκρυα. Κυλούσαν μηχανικά και με ζέσταιναν. Δεν κατάλαβα τίποτ' άλλο. Δεν είχα τη δύναμη να μείνω άλλο ξύπνια. Το όνειρο με πήρε μαζί του. Σαν μια αγκαλιά που δεν θ τολμούσε να με προδώσει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Άνοιξα τα μάτια αρκετή ώρα αργότερα. Η καρό κουβέρτα είχε γλιστρήσει. Κρύωνα πάλι. Με κράταγε στα χέρια του κοιμισμένος. Για πρώτη φορά η ησυχία στο δωμάτιο δεν μ' έκανε να υποψιάζομαι κάτι δυσάρεστο, είχα τελείως χαλαρώσει. Ξετύλιξα απ' τη μέση μου τα χέρια του και ανασηκώθηκα. Το πρώτο πράγμα που με ενόχλησε ήταν η χοντρή κοιλιά μου. Το βάρος στο υπογάστριο ξανάρθε. Έτρεξα στο μπάνιο και κλειδώθηκα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ο χώρος ήταν στενός και μύριζε αποσμητικό. Κάθισα στην κρύα λεκάνη. Άφησα το σώμα μου ελεύθερο. Είχα πολλά ούρα. Ανακουφίστηκα. Το βάρος έδειχνε να φεύγει. Αλλά όχι. Ήταν ακόμη εκεί, όχι τόσο έντονο, αλλά πάντα αισθητό. Άρχισα να τουρτουρίζω απ' το κρύο. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν κιόλας σχεδόν πέντε. Σκέφτηκα πως με χώριζε μια ώρα απ' το συμβούλιο και η αγωνία ενέσκυψε ξανά. Όχι τόσο έντονη. Κάπου στο βάθος της έμοιαζε να 'χει ατονίσει. Τράβηξα το καζανάκι. Σκουπίστηκα από κάτω μου με λίγο χαρτί. Το κοίταξα πριν το πετάξω. Μου φάνηκε παράξενο. Είχε πάνω του κάτι αδιόρατα κόκκινο. Σταγόνες κόκκινες και πηχτές. Ήταν αίμα. Στην πλάτη μου άρχισαν να τρέχουν ζωύφια. Έτσι ένιωθα τα ρίγη. Δεν ήταν από κρύο. Μια άλλη συγκίνηση ταλάνιζε το σώμα μου. Το μυαλό μου δεν τολμούσε να σκεφτεί. Σηκώθηκα σαν υπνωτισμένη. Πέρασα τις παλάμες μου πάνω απ' την κοιλιά μου. Η κοιλιά ήταν πάντα εκεί. Τι σήμαινε λοιπόν αυτό το αίμα; Πλύθηκα βιαστικά από κάτω και έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπο μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Ήλπιζα να ξεκαθαρίσουν οι σκέψεις μου. Δεν κατάφερα τίποτα. Όπως και χτες, όπως και προχτές δεν ρύθμιζα εγώ τις καταστάσεις. Απλώς δεχόμουν παθητικά της εξελίξεις. Το χαλαρωμένο μου σώμα άρχισε πάλι να δένεται σε κόμπους. Ξεκλείδωσα και βγήκα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Δεν τον βρήκα καθισμένο στην κουβέρτα. «Αντρέα» φώναξα. Ερχόταν απ' την κουζίνα μ' ένα δίσκο. Είχε γάλα, ψωμί και τυρί. «Δεν έχω τίποτ' άλλο. Πρέπει όμως να φας» με κοίταξε προστατευτικά. Ψιθύρισα πάλι τ' όνομα του σαν να μην το πίστευα που ήμουν μαζί του. Με κοίταξε αυτή τη φορά παραξενεμένος. Γνωριζόμαστε χρόνια. Είχα την αίσθηση πως πάντα επικοινωνούσαμε. Λίγο απόμακροι όμως. Δεν τολμούσαμε την επαφή. Με φόβιζε το βλέμμα του, τόσο εξεταστικό. Με ρώτησε για τον Λύσιο. Είχε την αίσθηση πως κάτι μου συνέβαινε σημαντικό αυτή την εποχή. Κάτι που προσπαθούσα να το κρύψω απ' όλους. Έμοιαζε, είπε, να γίνεται μονάχα ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-family: UB-Helvetica;">Μιλούσε ακόμη ώρα πολλή. Έβλεπα το στόμα του ν' ανοιγοκλείνει ρυθμικά. Το μυαλό μου ταξίδευε αλλού . Ένα χρώμα κυριαρχούσε εντός μου. Και ήταν το κόκκινο. Με έζωνε η αίσθηση του αίματος. Είχα δει αίμα. Φρέσκο, σκούρο, πηχτό, δικό μου αίμα να στάζει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-8241348558790336792010-05-17T11:03:00.001-07:002010-05-17T11:03:47.296-07:00<span style="font-size: small;"></span> <div class="Section1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"> <div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-size: small;"><b><u>ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8<o:p _moz-userdefined=""></o:p></u></b></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Έξι και πέντε. Το συμβούλιο είχε αρχίσει εδώ και πέντε λεπτά. Νόμιζα πως το γεγονός θα 'πρεπε να μου δημιουργούσε κανονικά πολύ μεγάλη αγωνία. Έμενα ακίνητη. Παρατηρητής. Το μυαλό κουρασμένο. Είχαν πολλά συντελεστεί την τελευταία εβδομάδα. Όσο διαρκούσε η βροχή. Έκανε την Αθήνα να μοιάζει σαν να πέρασε από πάνω της ένας πόλεμος. Όλοι είχαμε ένα αόριστο συναίσθημα απειλής. Χωρίς να 'χουμε τη δυνατότητα της φυγής. Ευτυχώς η τηλεόραση είπε ότι αύριο οι βροχές σταματούν. Μας επισκέπτεται ο ήλιος ξανά. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Στις συνηθισμένες μας καθημερινές ιστορίες ρουτίνας. Οι βρυκόλακες που φτιάχτηκαν απ' την κατάθλιψη της βροχής θα ρουφηχτούν ξανά απ' το μυαλό. Τέρμα η πολυτέλεια της εσωτερικής ζωής. Θα ξαναγίνουμε εξωστρεφείς. Μεσογειακός λαός χωρίς προβληματισμούς και ανησυχίες. Το να ψάχνεις για την αλήθεια είναι μια κατάρα που φέρνει μαζί της η σκοτεινιά της βροχής. Με τον ήλιο μπορούμε ν' αφεθούμε ξανά στον κόσμο των ψευδαισθήσεων. Τα υποκατάστατα αποκτούν πάλι αξία. Μεταφράσεις. Οργασμός εκτελωνισμών. Πολιτικοί λόγοι. Θεατρικές παραστάσεις με σκοπό το κέρδος.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1"><span style="font-size: small;">Χωρίς αντίκρισμα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div></div><span style="font-size: small;"><span style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"><br clear="all" style="page-break-before: always;" /> </span></span> <div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Ο Αντρέας έμενε ξαπλωμένος δίπλα μου. Τα μάτια κλειστά χωρίς να σαλεύει. Ωστόσο ήμουν σίγουρη πως δεν κοιμόταν. Κάτι περίμενε. Από μένα. Να κάνω εγώ την αρχή. Έμενα αδέξια χωρίς δύναμη για πρωτοβουλία. Η ώρα ήταν έξι και τέταρτο. Πέρασε ένα τέταρτο από τότε που είχε αρχίσει το συμβούλιο. Η κυρία Αντωνία Σ. μου είχε πει τα θέματα είναι λίγα, στις εφτά το πολύ θα 'χουν τελειώσει. Μπορούσα τότε να τους τηλεφωνήσω. Το μυαλό μου αρνιόταν να σχηματίσει το πρόσωπο του μικρού Παναγιώτη όσο και να το πίεζα. Ήταν πολύ κουρασμένο. Το μόνο που αποζητούσε ήταν ν' αδειάσει και να κοιμηθεί. Αλλά δεν μπορούσα ν' αφήσω τον εαυτό μου να κλείσει τα μάτια. Έπρεπε να είμαι παρούσα στις τελευταίες εξελίξεις. Δεν είχα σκοπό να γίνει τίποτα άλλο εν απουσία μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Ο Αντρέας δεν κρατήθηκε για πολύ. «Τι σκέφτεσαι;» Νοιαζόταν για μένα και το 'δειχνε. Ο Λύσιος δεν είχε κάνει τέτοια ερώτηση ποτέ. Πάντα εγώ ρωτούσα όταν τον έβλεπα σκεπτικό γεμάτη φόβο μήπως με κατηγορήσει για κάτι. Κοιτούσε αφηρημένος πολλές φορές έξω απ' το παράθυρο. Μου θύμιζε τον πατέρα μου. Ξέφευγε από κοντά<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify;"><span style="font-size: small;">μου. Κι ένιωθα ένοχη γι' αυτό. Εγώ πάντα ευθυνόμουν αόριστα. Μια ενοχή που την κουβαλούσα μέσα μου από παιδί. Ο Λύσιος δεν απαντούσε. Με κοίταζε νεκρά. Δεν ήξερε και 'κείνος σε τι αλήθεια είχα φταίξει. Ένιωθα και γω τα φίδια που έσφιγγαν το δικό του μυαλό. Ο Λύσιος ήταν κι εκείνος ένα κομμάτι μισό όπως και γω. Δεν μπορούσε να τον ολοκληρώσει η παρουσία μου. Τότε κάναμε έρωτα μανιασμένοι. Εγώ έβαζα τα δυνατά μου να νιώσει ικανοποιητικά. Κι εγώ ν' απαλλαγώ από την ενοχή μου. Δουλεύαμε και οι δύο για 'κείνον. Ποτέ δεν κατάλαβε τη δική μου ελλιπή συμμετοχή. Το 'βρισκε φυσικό να 'ναι έτσι. Με όλες ήταν έτσι. Άρα έτσι ήταν σωστό. Δεν τολμήσαμε να το ψάξουμε ποτέ. Εγώ φοβόμουν μη δει πως είμαι μισή και λακίσει. Ένιωθα ένοχη ακόμη και που υστερούσα. Δεν μπορούσα ούτε στις πιο τρελές μου φαντασιώσεις να διώξω από πάνω μου αυτή την ενοχή. Πέρασα εφτά χρόνια μαζί του. Βαρύ παρελθόν. Δεν ολοκληρωνόταν όμως το παρελθόν μου στα εφτά αυτά μόνο χρόνια. Βυθιζόταν πολύ βαθιά. Έφτανε μέχρι τους εραστές των εφηβικών μου χρόνων. Έσφιξα το χέρι του Αντρέα. Έτσι απλά του είπα ευχαριστώ. Με κοίταξε απορημένος και μετά χαμογέλασε. Ήταν τυχαίο είπε. Κατάλαβα πως βρισκόμαστε σε διαφορετικά κανάλια σκέψης. Ήταν σίγουρος πως τον ευχαρίστησα γιατί, κατά κάποιο τρόπο, με έσωσε το μεσημέρι καθώς με πήρε στο αυτοκίνητο του. Δεν ήταν μακριά απ' την αλήθεια. Κατά κάποιο τρόπο ήταν η αιτία που ξανάρχισε το σώμα μου να υπάρχει απ' την αρχή. Τον φίλησα. «Μείνε μαζί μου.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Με τον Αντρέα γνωριζόμασταν καιρό. Ήξερε πάντα για τον Λύσιο. Δεν είχε τολμήσει όμως ποτέ να μ' ενοχλήσει. Νόμιζε πως ήμουν παντρεμένη. Έδειχνα να περνάω καλά. Ενώ τώρα... Τον κοίταξα. Έλπιζα πως το βλέμμα μου είχε όση τρυφεράδα ένιωθα εκείνη τη στιγμή να κυλάει στις φλέβες μου. Εγώ η ίδια πάντως δεν μπορούσα πια ν' ακολουθήσω τις μεταπτώσεις μου. Ο εαυτός μου μου ξέφευγε, σκάρωνε τα πάντα δικά του. «Μείνε μαζί μου.» Δεν μπορούσα ν' απαντήσω. Ήταν ακόμη νωρίς. Υπήρχαν εκκρεμότητες. Το συμβούλιο. Ο μικρός Παναγιώτης. Η χοντρή κοιλιά. Δεν ήξερα τι να πω. Ξαφνικά όμως ήθελα να χωθώ στην αγκαλιά του και να κλάψω πάλι σαν μωρό. Η τρυφεράδα του είχε αγγίξει εντός μου μια ευαίσθητη χορδή. Μου ξανάδωσε τη χαρά να πιπιλάω το δάχτυλο μου. Να βυζαίνω. Να 'μαι μέσα στο σώμα μου. Μπορεί όμως και να 'κανα λάθος. Όλα αυτά να τα είχα εγώ προκαλέσει αλλά και απλά εκμαιεύσει. Να μην έγιναν παρά μόνο γιατί ο εαυτός μου ήταν πια ώριμος να τα δεχτεί. Και τα πήρε. Μετά από σκέψη. Από απεριόριστη ένταση. Από απελπισία για ζωή. Γαμώτο. Πάλι κατόρθωσα όλα να τα μπερδέψω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Ο Αντρέας με κοιτούσε επίμονα. Ύστερα άναψε τσιγάρο. Κάτι σε μένα τον προετοίμαζε για την αλήθεια. Ήθελα να φύγω. Όχι εγώ. Ούτε το σώμα μου. Ήταν κάτι άλλο που έσπρωχνε τη Μαρία να φύγει. Άρχισα να φοβάμαι. Δεν ξεκαθάριζε όμως αν ήταν ο φόβος του να μείνω ή του να φύγω. Κοίταξα το ρολόι. Έξι και μισή. Είχα ακόμη μισή ώρα χρόνο. Ύστερα μπορεί να ήταν για πάντα αργά. Θα ενέκριναν την αίτηση μου στο συμβούλιο. Πάρε με ακόμη μια φορά. Τράβηξα το χέρι του και το 'βαλα ανάμεσα στα πόδια μου. Κατάλαβε. Άρχισε να με τρίβει δυνατά. Κοιτιόμασταν στα μάτια. Ντρεπόμουν που βλέπαμε την αλήθεια κατάματα, δεν κατέβαζα όμως το βλέμμα. Ήθελα να το γευτώ βαθιά. Το κύμα ήρθε αργά αργά με μεγάλη ένταση. Δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο τα μάτια ανοιχτά. Έκλεισα σφιχτά τα βλέφαρα μη φύγει καμία σπίθα ηδονής. Να το γευτώ μόνη. Έγινε αυτόματα. Δεν ήξερα τι ένιωθε ο Αντρέας. Δεν τολμούσα να το ψάξω. Μπορεί να συνειδητοποιούσε τι γινόταν. Ίσως να 'ξερε κιόλας από πριν. Ή απλά μπορεί να διασκέδαζε μ' ένα καινούριο παιχνίδι. Ή να 'ταν περήφανος που έδινε ηδονή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Με κοίταζε ακόμη όταν άνοιξα τα μάτια μου. Φιληθήκαμε παθιασμένα λες κι ανακαλύπταμε μιαν όαση μέσα στην έρημο. Κι αυτό το χρωστούσε ο ένας στον άλλο. Περίμενε ακόμη την απάντηση μου. Κοίταξα το ρολόι. Είχε περάσει ακόμη ένα τέταρτο. Σηκώθηκα. Πήγα στο μπάνιο. Ένιωθα πάλι από κάτω μου υγρασία. Κοίταξα το χαρτί. Όχι, δεν υπήρχε άλλο αίμα. Το αίμα είχε σταματήσει. Η κοιλιά είχε φράξει πάλι τις πόρτες. Ταμπουρωμένη καλά. Το βάρος ωστόσο στο υπογάστριο είχε υποχωρήσει. Δεν θα 'ταν το κεφάλι του μωρού, σκέφτηκα. Η Ευγενία θα 'κανε λάθος. Εκτός κι αν το δικό μου κατέβαινε με τα πόδια. Μ' έπιασε πανικός. Κάτι τέτοιο είχα ακούσει πως ήταν επικίνδυνο. Μπορεί να 'βγαινε όλο το σώμα του μωρού και το κεφάλι να ζοριζόταν. Αν έκανε τότε κάποιο σπασμό η μήτρα και σφιγγόταν μπορεί να πάθαινε το παιδί ασφυξία και να πέθαινε. Να πέθαινε; Δεν ήθελα ούτε καν να το σκεφτώ, καθώς έπιασα το μυαλό μου να συλλαμβάνει μάλλον με ανακούφιση μια τέτοια ιδέα. Πίεσα τον εαυτό μου να πάψει να σκέφτεται, επιτέλους. Πλύθηκα και βγήκα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Τα λεπτά κυλούσαν ολοταχώς κι ύστερα κόλλησαν στο παραπέντε. Ο Αντρέας με παρακολουθούσε να ντύνομαι. «Δεν κούμπωσες τη φούστα.» Τον κοίταξα. Δεν έκανε λοιπόν τίποτα να με κρατήσει παρ' όλο που ετοιμαζόμουν να φύγω. Ήθελε να το θέλω κι εγώ. Δύσκολο μετά από τόσα χρόνια να σου αφήνουν τη δυνατότητα να διαλέξεις. Δεν ήξερα πώς γίνεται αυτό. Κι αν ήταν στ' αλήθεια επιλογή. Ή μια άλλη μορφή καταναγκασμού. Διαλέγω σημαίνει επιθυμώ. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που δεν επιθυμείς τίποτα πια; Που θες μονάχα ν' αφήνεις το χρόνο να κυλάει κι ότι βγει. Κρύωνα πάλι. Ο Αντρέας μου 'δωσε ένα δικό του χοντρό πουλόβερ. Γύρισα τα μανίκια τρεις φορές. Έφτανε μέχρι τον πισινό μου. Άφηνε την κοιλιά μου να διαγράφεται σ' όλο της το χάλι. Δεν μιλούσαμε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Κανείς μας δεν ήξερε ακόμη τι θα γίνει. Είδε που κοίταγα πάλι το ρολόι. «Εγώ δεν περιμένω κανένα», είπε. Μ' έκανε να γελάσω. Το ήξερα. Δεν ήταν χωρισμένος γιατί δεν ήταν καν παντρεμένος. Και βέβαια δεν είχε παιδί. Δεν είχε ούτε γονείς. Για αδέλφια δεν είχε πει ποτέ τίποτα. Ξέραμε, ήταν απ' το Άργος. Ο μόνος ίσως που δεν είχε καλλιέργειες με πεπόνια. Αγωνιζόταν να σταθεί σε μια δουλειά. Δεν έφταιγε που δεν ήταν καλός. Ήταν που ζητούσε πάντα κάτι παραπάνω απ' αυτό που μπορούσαν να του δώσουν. Ήταν που έδινε πάντα κάτι παραπάνω απ' αυτό που μπορούσαν ν' απορροφήσουν. Έτσι κάτι περίσσευε. Κι εγώ που διψούσα να πάρω ή είχα κουραστεί να δίνω, βρισκόμουν σε σύγχυση.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Δεν μπόρεσα να συνεχίσω να του το κρύβω. «Περιμένω μια απάντηση μετά τις εφτά.» Ήθελε να ξέρει αν θα εξαρτιόταν απ' αυτό το αν θα μείνω ή θα φύγω. Δεν ήξερα. Δεν το 'χα σκεφτεί έτσι. Απλά περίμενα μια απάντηση μετά τις εφτά. Και βλέπαμε. Δεν υπήρχε η δυνατότητα αυτή τη στιγμή για προγραμματισμό. Για εξαρτήσεις. Όπως έρθει. «Τώρα είναι μετά τις εφτά.» Και ξαφνικά μ' έπιασε πανικός. Θα είχε τελειώσει το συμβούλιο. Θα είχαν εγκρίνει την αίτηση. Η Αντωνία Σ. σχεδόν μου το είχε πει. «Μην ανησυχείτε. Όλα θα πάνε κατ' ευχήν.» Κι εγώ ανησυχούσα. Αν το είχαν εγκρίνει μπορεί να το 'παν κιόλας στον Παναγιώτη. Θα ετοιμαζόταν το παιδί. Δυο παλιά ρούχα σε μια σακούλα. Έχω την αίσθηση πως με περιμένει να τον πάρω. Ήξερε πάντα πως θα τον έπαιρνα. Μα τότε δεν μένει λοιπόν παρά να γεννήσω. Αύριο είναι σίγουρα η μέρα μου. Σ' όποια κλινική. Δεν βαριέσαι. Δεν υπάρχει κανείς να πρέπει πια να του εξηγήσω. Ή να του κρύψω. Τι; Τα δυο παιδιά μου. Το μυαλό μου γελάει. Ποια δυο παιδιά μου; Ο Παναγιώτης είναι το μόνο μωρό που θα γεννηθεί. Ξαναβουλιάζω στις σκέψεις. Ήμουν σίγουρη τόσο καιρό πως ο Παναγιώτης μεγαλώνει στην κοιλιά μου. Τώρα το 'βρισκα σχεδόν αστείο. Κάποιο άσχημο παιχνίδι μου παίζει ο εαυτός μου, αν δεν είχα οδηγηθεί οριστικά στην τρέλα. Κανείς λογικά δεν μπορούσε να βρίσκεται συγχρόνως σε δύο μεριές. Στο βρεφοκομείο και στην κοιλιά μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify;"><span style="font-size: small;">Ο Αντρέας περίμενε την απάντηση μου. Κι εγώ έμενα μετέωρη σ' ένα σκοινί. Ακροβατούσα με δυο παιδιά στην αγκαλιά. Και πίστευα ότι ήταν ένα. Μέσα μου όμως μια φωνή κραύγαζε: δεν θέλω κανένα. Ένιωθα πως μόλις προ ολίγου είχα γεννηθεί. Και λαχταρούσα τώρα να ζήσω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Ο Αντρέας με 'πιασε απ' τους ώμους. «Τι έχεις Μαρία;» Του λέω πρέπει να τηλεφωνήσω. Ξέρω την απάντηση αλλά πρέπει να τηλεφωνήσω. «Πού;» Εκεί δεν απαντώ. Η ηρεμία μου χάνεται. Αρχίζουν πάλι να τρέμουν τα χέρια μου. Με δυσκολία σχηματίζω τον αριθμό. Ύστερα σκέφτομαι πως θα προδοθώ στον Αντρέα και το κλείνω. Με κοιτάζει. Καταλαβαίνει. Προτείνει να βγει απ' το δωμάτιο. Να κατέβει ν' αγοράσει τσιγάρα. Ελπίζει να βρει το περίπτερο ανοιχτό. Βάζει το μπουφάν του και βγαίνει. Ακούω το ασανσέρ. Είμαι μόνη. Ξαναβρίσκομαι μαζί μου. Στο χώρο μου. Στην κοιλιά. Στον Παναγιώτη. Στα υποκατάστατα. Ξαναπαίρνω γραμμή με δυσκολία. Τέτοια ώρα φρενιάζουν τα τηλεφωνήματα. Ο κόσμος γυρεύει διέξοδο απ' τη μοναξιά. Τηλεπικοινωνεί. Ο ΟΤΕ κάνει ότι μπορεί να τσιτώνει τα νεύρα σου. Κάθε τηλεφώνημα είναι ένα κατόρθωμα. Χτυπάει. «Την κυρία Αντωνία Σ.» Ακούω που συνδέουν. Έχει τελειώσει λοιπόν το συμβούλιο. Κι ύστερα η φωνή της. Με καταλαβαίνει αμέσως. Λέει με περίμενε. Όμως δείχνει διστακτική. Κάτι προσπαθεί να μου πει. Ακούω κάποιο ναι κι ύστερα κάποιο όχι. Φράσεις ασυνάρτητες. Μοιάζει να προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Αγωνιώ. Τι σημαίνουν αυτά; Πέρασε ή δεν πέρασε η αίτηση; Παίρνω ή δεν παίρνω το παιδί; Από το σύρμα έρχεται σιωπή. Ύστερα κάτι φωνές μακρινές. Γέλια. Οι γραμμές έχουν μπλέξει. «Εμπρός.» Η φωνή της Αντωνίας Σ. ξανάρχεται. Λόγια μασημένα. Το μυαλό μου προσπαθεί να διαλευκάνει το μυστήριο. Με αγωνία. Δεν μου δίνουν το παιδί, φαίνεται. Νιώθω να πέφτω απ' το σκοινί. Ο Παναγιώτης με συγκρατούσε. Καθώς βυθίζομαι γελάω. Ξαλαφρώνω. Όλα αντιστρέφονται. Μήπως αυτό δεν ευχόμουν στο βάθος; Να ξεγλιστρήσω απ' τον Παναγιώτη. Πιστεύω ότι η Αντωνία Σ. αυτό προσπαθεί να μου πει. Ανακουφίζομαι και σκέφτομαι να της πω δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς έμαθα πως είμαι έγκυος. Όμως ξανάρχεται πάλι η φωνή της γρήγορη. Σχεδόν ψιθυριστή. «Με συγχωρείτε. Ήταν ο ίδιος ο πρόεδρος εδώ. Δεν ήθελα να καταλάβει ότι είσαστε εσείς. Μη νομίσει, καταλαβαίνετε.» Κι ύστερα λίγο πιο δυνατά. Σχεδόν θριαμβευτικά. «Συγχαρητήρια. Το πήρατε το παιδί!»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Ο Αντρέας μπήκε με τα τσιγάρα. Είδα στο βλέμμα του ταραχή. Έτρεξε κοντά μου. Άρπαξε το ακουστικό που γλιστρούσε απ' τα χέρια μου. Είπε στην άλλη γραμμή. «Να τη συγχωρείτε τη Μαρία. Είναι ταραγμένη τώρα. Ναι. Θα της το πω να περάσει αύριο από κει.» Το 'κλεισε. Ζήτησα μόνο ένα ποτήρι νερό. Μέχρι να μου το φέρει είχα βάλει κιόλας το παλτό μου. Τον παρακάλεσα να μ' αφήσει το πουλόβερ του. Όχι δεν μπορούσα ακόμη να του δώσω απάντηση. Όλα ήταν σκατά. Ας μου δάνειζε ένα μπουκάλι κονιάκ. Όχι, καλά δεν πειράζει. Φεύγω λοιπόν. Θα πάρω ταξί. Δώσε μου τουλάχιστον μερικά τσιγάρα. Ρίχνω στην τσάντα μου το πακέτο. Τον καταλαβαίνω που ανησυχεί. Δεν μπορώ να κάνω όμως τίποτα γι' αυτό. Έχω τώρα τα δικά μου θηρία να παλέψω. Γεια σου. «Η πρόταση μου ισχύει. Περιμένω ακόμη απάντηση.» Ναι αύριο. Η οριστική εκκαθάριση θα γίνει αύριο. Ημέρα Τετάρτη. Η ΕΜΥ λέει θα σταματήσουν οι βροχές. Το χαμηλό ξεκαθαρίζει. Τουλάχιστον εντός Αττικής. Και γω δεν μπορώ να καταλάβω ποιος πούστης κατόρθωσε να μου φορτώσει τώρα δυο παιδιά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Ο Αντρέας με παρακολουθούσε απ' το μπαλκόνι. Του κούνησα το χέρι. Ήθελα να τρέξω πάλι επάνω. Να χωθώ στην αγκαλιά του. Να μην υπήρχε αυτή η κοιλιά. Να μην είχα γνωρίσει ποτέ τον Παναγιώτη. Συνέχισα το δρόμο μου με το κεφάλι σκυφτό. Έπρεπε να προσέχω πού πατάω. Γλιστρούσε σαν τρελό. Βάδιζα σχεδόν σουρτά μ' ανοιχτά τα πόδια για περισσότερη ισορροπία. Επιτέλους βρήκα ταξί. Τα λεφτά μου με βγάλαν ίσα ίσα με τόσα δρομολόγια και ταξί αυτές τις μέρες. Δυο στενά και πλήρωνες κατοστάρικο. Σκεφτόμουν πως θα 'ταν δύσκολο να τα βγάλω πέρα με δύο παιδιά. Είχα και τη δόση της τηλεόρασης. Είκοσι πέντε χιλιάδες το μήνα. Μου έμεναν άλλα τόσα καθαρά. Και δεν είχα ούτε δραχμή για τη γέννα. Άκουγα κάτι τρελά ποσά που έδιναν στις κλινικές. Θα πήγαινα βέβαια με το ΙΚΑ. Δεν βαριέσαι. Στην κατάσταση που βρισκόμουν οι πολυτέλειες με μάραναν. Εδώ δεν είχα σκεφτεί ούτε πού θα 'μενα. Εγώ, τα δυο παιδιά και η τηλεόραση. Το περιουσιακό μου στοιχείο. Σκέφτηκα μήπως την ήθελε ο Λύσιος. Ερχόταν άνοιξη, καλοκαίρι θα 'χε πολλά ματς. Να την κράταγε και να μου 'δινε όσα είχα πληρώσει μέχρι στιγμής. Και ν' αναλάμβανε τα γραμμάτια. Μόνο που για όλα αυτά έπρεπε να μιλήσουμε. Καλά που το σκέφτηκα. Σήμερα το βράδυ είχε πει θα 'ρχόταν να μαζέψει μερικά πράγματα. Θα 'βρισκα λοιπόν την ευκαιρία. Ο ταξιτζής ρωτούσε τον αριθμό. Απορροφημένη στις σκέψεις το 'χαμε περάσει. Θα κατέβαινα εδώ να γυρίσω με τα πόδια. Πέρασα απ' την κάβα. Ήταν ανοιχτή. Δεν μπήκα. Έπρεπε να 'χω το μυαλό μου καθαρό ν' αντιμετωπίσω τα γεγονότα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Το σπίτι ήταν όπως πάντα κρύο. Και ακατάστατο μέχρι τρέλας. Θα πρέπει ν' ανάψω το σομπάκι. Η λάμπα της κουζίνας έχει καεί. Δεν υπάρχει βέβαια άλλη να την αλλάξω. Βγαίνω γρήγορα απ' την κουζίνα και ανάβω όλα τ' άλλα φώτα του σπιτιού. Με φοβίζει να τριγυρίζω μόνη στο σκοτεινό σπίτι. Όχι για κλέφτες και τέτοια. Φοβάμαι γενικά και αόριστα. Τα έπιπλα μήπως μεταμορφωθούν. Τους τοίχους μην ανοίξουν. Μην αρχίσει και χαμηλώνει το ταβάνι. Στην κάθε γωνιά, μπορεί να κρύβεται ο δράκος, τα δόντια του είναι μυτερά. Πόσων χρονών ξαναγίνομαι αλήθεια; Γλιστράω σε κάτι που μοιάζει νερουλό. Μοιάζει σαν εμετός που ακόμη δεν στέγνωσε τελείως. Απ' τα πρωινά ξεχασμένα γεγονότα, σκέφτομαι. Τι άλλο θα βρω εδώ μέσα. Καλύτερα να φέρω το σφουγγαρόπανο. Πλατσουρίζω σ' όλο το σπίτι μέχρι το μπάνιο. Πατάω σε χαρτιά. Είναι γραμμένα. Κάποια στιγμή φαίνεται πως θα 'χα προσπαθήσει να τελειώσω εκείνες τις μεταφράσεις. Στο διάολο. Τα κλοτσάω. Παίρνω το σομπάκι και πηγαίνω στο δωμάτιο. Κλείνω την πόρτα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Σε λίγο οι αντιστάσεις κοκκινίζουν. Αρχίζω και ζεσταίνομαι. Βγάζω τα ρούχα μου κοιτάζοντας στον καθρέφτη. Σιχαίνομαι το σώμα μου μ' αυτή τη κοιλιά. Σκέφτομαι τον Αντρέα. Πώς μπόρεσε; Τους πιάνει δέος. Τι είδους άντρας είναι ο Αντρέας; Ίσως δεν υπάρχουν είδη στους ανθρώπους. Είναι όλοι απ' όλα. Ή καλύτερα σκέτο άνθρωποι. Αν ξεφύγεις και δεν τυποποιηθείς μένεις άνθρωπος. Κι αυτό είναι ασυνήθιστο, ξαφνιάζει. Δεν ξέρεις τι να κάνεις μ' έναν άνθρωπο. Το βλέμμα του σκοντάφτει στο μυαλό σου. Ψάχνει και βρίσκει. Καταλαβαίνει. Έχει αντιδράσεις απρόβλεπτες. Κυλάει. Είναι ρευστός. Καταλαβαίνεις πως ζει. Δεν μένει να κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο. Πώς να φερθείς σ' έναν άνθρωπο στ' αλήθεια; Νιώθω την επιθυμία μιας ατέλειωτης βόλτας στη θάλασσα. Να 'χει και λίγο κύμα. Στο βάθος της ν' ασπρίζει. Η θάλασσα μεταβάλλεται. Σαν τους άτυπους ανθρώπους. Που σημαίνει πως ζει. Τη ζηλεύω. Έχω την αίσθηση της απόλυτης τυποποίησης. Θα γίνω λοιπόν μητέρα ως εσύ πρόσταξες, με δυο παιδιά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Η πίεση ξανάρχεται στο υπογάστριο. Κάθομαι στο κρεβάτι όσο πιο βολικά μπορώ. Μια σκέψη με κόβει στα δύο. Ήρθε η ώρα μου. Γεννάω. Δεν μένουν παρά λίγες ώρες. Ίσως μονάχα αυτό το βράδυ. Ξαπλώνω έτσι γυμνή πάνω απ' το πάπλωμα. Κοιτάζω το ταβάνι. Έχει κάτι σχέδια που δεν τα είχα προσέξει άλλη φορά μέσα στα εφτά χρόνια, για σκέψου. Θα 'ναι λέω απ' την υγρασία. Από πάνω υπάρχει μεγάλη βεράντα. Η μόνωση της πολυκατοικίας είναι σκατά. Σκέφτομαι πως αν υπήρχε λίγο κονιάκ... Ανάβω τσιγάρο. Αμέσως μου θολώνει το μυαλό. Διάβολε πώς τα κατάφερα και είμαι γκαστρωμένη. Κι ένα παιδί με περιμένει στο βρεφοκομείο. Μεσ' το μυαλό μου πύρινα γράμματα. Λένε όχι. Δεν θέλω άλλη θυσία. Δεν θέλω ούτε να τιμωρήσω κανένα πια και το μόνο πρόσωπο που βρίσκεται ένα γύρω είναι ο εαυτός μου. Χάθηκε η ισορροπία μου και απλά καταρρέω. Λίγο πριν νόμιζα πως ήμουν πλήρης. Μητρότητα ίσον πληρότητα. Νιώθω άδεια. Ένα κενό μέσα στο σώμα μου παντού. Κάποιος έχει ροκανίσει το ψαχνό. Χτυπάω τη σάρκα και ακούγεται κούφιο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Μέσα στην απόλυτη ησυχία η εξώπορτα ακούγεται εκκωφαντικά καθώς ανοίγει. Πετάγομαι πάνω. Δεν θέλω να με βρει εκείνος γυμνή. Φοράω μια ρόμπα. Δεν βρίσκω το κορδόνι της μέσης. Τη δένω με μια γραβάτα. Τον ακούω να περπατάει σαν τη γάτα. Ξέρει ότι είμαι εδώ. Προδόθηκε όμως απ' τα χαρτιά που τρίζουν καθώς τα πατάει στη βιασύνη του. Περιμένω. Δεν έρχεται στο δωμάτιο. Έχει σταματήσει απ' έξω. Ακούω που ανοίγει τη ντουλάπα του διαδρόμου έξω απ' την κρεβατοκάμαρα. Διάχυτοι θόρυβοι. Καταλαβαίνω, ψάχνει το σακ βουαγιάζ. Είναι στο τελευταίο ράφι. Το 'χω βάλει εγώ. Δεν πρόκειται να βγω να του το πω. Ας κάνει καλά μόνος του. Φαίνεται πως το βρήκε. Ο θόρυβος έχει λιγοστέψει. Ίσως διαλέγει ρούχα. Δεν έχει σκοπό να μπει στο δωμάτιο. Δεν θέλει να με δει. Καταλαβαίνω δεν υπάρχει τίποτα να μας συνδέει. Σκέφτομαι την τηλεόραση. Πρέπει να του το πω. Και βγαίνω απ' το δωμάτιο ξαφνικά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Βλέπω τον Λύσιο στο καθιστικό να παραχώνει ρούχα στο σακ βουαγιάζ. Δεν γυρίζει να με δει. Καταλαβαίνω πως προσπαθεί να με αποφύγει όσο μπορεί. Αν είχα κάτι βαρύ θα του το κατάφερνα στο κεφάλι. Γυρίζει ξαφνικά. Κοιταζόμαστε. Όχι δεν θα μπορούσα να τον χτυπήσω. Το βλέμμα του είναι λυπημένο. Ή έτσι μου φάνηκε. Ή δεν βλέπω πια καλά. Δεν μιλάει. Στεκόμαστε βουβοί. Δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω να λέω για την τηλεόραση. Του φωνάζω. «Αύριο γεννάω.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Δεν μιλάει. Με κοιτάζει μονάχα με θλίψη που δεν καταλαβαίνω τη σημασία της. Τον πλησιάζω. Οπισθοχωρεί. Μήπως δεν ήταν θλίψη και ήταν φόβος αυτό που είδα στο βλέμμα του; Ο Λύσιος μοιάζει να φοβάται. Κοιτάζω γύρω γύρω. Όχι δεν υπάρχει κανένας άλλος. Ο Λύσιος αν φοβάται, φοβάται εμένα. Θαρρείς και μάντεψε τη σκέψη μου να τον χτυπήσω. Μα σου ορκίζομαι, φωνάζει παρακλητικά το μυαλό μου, δεν το νιώθω στ' αλήθεια. Πώς θα μπορούσα να σκοτώσω μετά από τόσους οργασμούς. Με πιάσαν τα γέλια. Δυνατά. Δεν κρατιόμουν. Το βλέμμα του Λύσιου έγινε ακόμη πιο τρομαγμένο. Καταλάβαινα. Ο Λύσιος είχε από πάντα, μου είχε κάποτε εξομολογηθεί, μια υποψία για μένα. Τώρα βεβαιωνόταν σίγουρα ότι επρόκειτο περί τρελής.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Έσβησα το τσιγάρο που κόντευε να μου κάψει τα δάχτυλα. Κάθισα όσο μπορούσα πιο ήρεμα στον καναπέ. Έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε το θέμα της τηλεόρασης. Ήταν βασικό για μένα και τ' αναθεματισμένα τα παιδιά μου. Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, με διέκοψε. «Παίρνεις τα χάπια σου;» Τι λέει τώρα τούτος εδώ; Ποια χάπια; «Τα ηρεμιστικά. Είπε ο γιατρός να μην παραλείψεις πρωί, μεσημέρι και βράδυ.» Πού του 'ρθε τώρα; «Πέρασα και τον είδα. Θέλει μάλιστα να σε δει. Είπε να πας. Ή να του τηλεφωνήσεις.» Δεν καταλάβαινα γιατί μου τα έλεγε όλα αυτά. Δεν μ' άφηνε όμως να του θίξω το θέμα της τηλεόρασης που ήταν η ουσία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Το σακ βουαγιάζ ήταν έτοιμο και ο Λύσιος το κρατούσε στα χέρια έτοιμος προς αναχώρηση. Σηκώθηκα. Έπρεπε πριν φύγει ξανά να το ξεκαθαρίσουμε. Χωρίς ν' αφήσει το σακ βουαγιάζ με πλησίασε. Με φίλησε στο μέτωπο. Παλιά του συνήθεια. Ύστερα ακούμπησε το χέρι του στην κοιλιά μου. Ακολούθησε το σχήμα της με την παλάμη του. Σχεδόν είχε μια τρυφερότητα σ' αυτή του την κίνηση, που δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί, αφού έφευγε και μ' εγκατέλειπε εξαιτίας αυτού, που τώρα έδειχνε να τον νοιάζει. Πίεσα τον εαυτό μου να μην αρχίσει πάλι να εγκλωβίζεται σε υποθέσεις και σκέψεις γιατί δεν θα βρίσκαμε άκρη. Του μίλησα βεβιασμένα για την τηλεόραση. Συμφώνησε σε όλα. Έμοιαζε έτοιμος για ότι και να του ζητούσα. Έβγαλε το πορτοφόλι του και μου 'δωσε μια προκαταβολή. Την Δευτέρα που πληρωνόταν θα την ξοφλούσε. Καλύτερα όμως να πήγαινα, είπε, να μείνω με τους δικούς μου. Ούτε λέξη για το παιδί. Κι εγώ δεν τόλμησα να του αναφέρω τίποτα. Φεύγοντας έβαλε ξανά το χέρι του στην τσέπη. Έβγαλε ένα μακρόστενο λευκό φάκελο. Τον άφησε περνώντας στο γραφείο. Δεν με κοίταξε άλλο. Δεν είπαμε ούτε αντίο. Έκλεισε πίσω του την πόρτα όσο μπορούσε πιο μαλακά. Δεν περίμενε καν το ασανσέρ. Κατέβηκε με τα πόδια. Το παλιό κίτρινο αυτοκίνητο έστριψε βιαστικά τη γωνία. Το 'βλεπα απ' τη θέση που στεκόμουν χωρίς καν να κουνηθώ. Ανακατεύτηκε στην κίνηση της Πατησίων. Η βροχή έμοιαζε να 'χει σταματήσει πια. Είχε αρκετές ώρες να ρίξει. Το κρύο εξακολουθούσε να είναι τσουχτερό. Κι η υγρασία πλημμύριζε απ' άκρη σ' άκρη το σπίτι. Έριξα το σώμα μου βαρύ στον καναπέ. Δεν είχα τίποτα να κάνω πια στο σπίτι. Δεν είχα όμως ούτε πού να πάω αν έβγαινα. Δεν ήξερα ούτε σε ποιον να τηλεφωνήσω. Ίσως μπορούσα να μιλήσω στον Αντρέα. Αλλά μετάνιωσα. Ντρεπόμουν. Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς να του πω. Ήταν εννέα. Δεν πεινούσα καθόλου. Δεν νύσταζα για να κοιμηθώ. Άνοιξα την τηλεόραση. Έφερα έξω και το σομπάκι. Άκουσα όλες τις ειδήσεις. Η Έλλη Στάη δεν πρόσεχε πια τόσο τον εαυτό της όπως παλιά. Ήταν αχτένιστη και φορούσε γυαλιά. Οι εφημερίδες είχαν γράψει παλιότερα πως είχε γεννήσει. Πέρασε μια ολόκληρη εγκυμοσύνη λέγοντας τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Αν δεν το 'λεγαν δεν θα το καταλάβαινε κανείς έτσι όπως τους δείχνουν από τη μέση και πάνω. Μισοί άνθρωποι.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Οι περισσότερες ειδήσεις αφορούσαν τις καταστροφές που είχαν προκαλέσει οι βροχές σε μια χώρα καλοκαιρινή, απροετοίμαστη για οτιδήποτε άλλο πέρα απ' το καμάκι και το εύκολο κέρδος. Μας είπαν αύριο θα 'χουμε ήλιο και αρχίζει η άνοδος της θερμοκρασίας. Ο μετεωρολόγος έλαμπε ολόκληρος που είχε την ευκαιρία να μας ενημερώσει επιτέλους για κάτι ευχάριστο. Δεν με ξεγελούσε όμως εμένα. Αύριο πάλι θα μας έλεγαν για νέες καταστροφές που ανακάλυψαν απ' τις βροχές και το χαλάζι στις αγροτικές περιοχές. Εγώ το 'ξερα. Απορούσα που δεν το 'ξεραν ποτέ οι υπεύθυνοι. Κι αυτοί δεν ήταν βέβαια οι μετεωρολόγοι του Δελτίου Ειδήσεων. Είχε αρχίσει ένας καραφλός να μιλάει για κάποια εγκαίνια και τη σημασία τους στην πολιτιστική ζωή του τόπου. Έκλεισα την τηλεόραση. Ήταν αρκετά χρόνια τώρα που με νευρίαζε όλη αυτή η δημόσια ζωή της χώρας. Μου δημιουργούσε οργή έτσι όπως την άκουγα να σέρνεται μέσα στις ειδήσεις και να μην μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα που την είχαν καταδικάσει πλειοψηφούντα και μειοψηφούντα κόμματα. Μου έφτανε η οργή που κουβαλούσα μέσα μου για τον εαυτό μου. Δεν ήθελα άλλη. Το χτύπημα του τηλεφώνου με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Είχα πάλι απορροφηθεί. Φαντάσθηκα θα 'ταν ο Λύσιος να μου πει για 'κείνο το λευκό φάκελο που άφησε φεύγοντας πάνω στο γραφείο, τι να 'ταν; Το σήκωσα. «Εμπρός.» Δεν ξεκαθάρισε αμέσως η φωνή πάντως δεν ήταν του Λυσίου. «Μ' ακούς Μαρία;» Ναι τον άκουγα. Κατάλαβα. Ήταν ο ψυχίατρος που 'χε φαγωθεί να του τηλεφωνήσω και να με δει. Ποιος ξέρει πώς θα με περιέγραψε ο Λύσιος σ' αυτόν. Τέρατα και σημεία θα του είχε πει. Είδα κι έπαθα να τον διαβεβαιώσω πως είμαι απόλυτα καλά. Πως δεν έχω ανάγκη τα φάρμακα του. Πως αύριο μάλλον είμαι για το μαιευτήριο. Του υποσχέθηκα, ωστόσο, αλλιώς δεν θα το 'κλεινε, ότι αύριο, αν δεν ήταν η μέρα μου να γεννήσω, θα πήγαινα στο γραφείο του να τα λέγαμε. Άλλες φορές ήταν μαζί μου πιο αυστηρός. Τώρα έμοιαζε λιγάκι συνεσταλμένος. Σαν να 'θελε να με καλοπιάσει μη με χάσει από πελάτισσα, σκέφτηκα. Εκτός πια αν ήταν και αυτός σίγουρος ότι έχει να κάνει με τρελή. Κλείσαμε με γλυκόλογα και διαβεβαιώσεις. Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε μέχρι να καταλάβω ότι το καλύτερο που είχα να κάνω σαν λογικός άνθρωπος ήταν να πάω για ύπνο τέτοια ώρα. Ή έστω να προσπαθούσα να περάσω με όσες περισσότερες ώρες ύπνου μπορούσα το διάστημα που με χώριζε από το αύριο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Βαδίζοντας για το δωμάτιο το βλέμμα μου έπεσε πάλι στο λευκό φάκελο που είχε αφήσει πάνω στο γραφείο ο Λύσιος. Αναρωτήθηκα τι να 'χε μέσα. Είδα τ' όνομα μου γραμμένο με μπλε στυλό απ' έξω. Και τυπωμένο τον αποστολέα. Όχι δεν υπήρχε γραμματόσημο. Είχε έρθει χέρι με χέρι. Η κοιλιά μου με σούβλισε ξαφνικά. Μου θύμισε την ύπαρξη της. Παρ' ολίγο να μου πέσει ο φάκελος απ' το χέρι. Ο πόνος ήταν οξύς όσο ποτέ άλλοτε. Το χέρι μου έσφιξε το φάκελο μέχρι που ζάρωσε. Ιδρώτας άρχισε να εμφανίζεται στο μέτωπο μου. Κάποιος έμοιαζε από μέσα μου να κλοτσά. Το βάρος στο υπογάστριο έγινε ξαφνικά αβάσταχτο. Από τη μια στιγμή στην άλλη. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο «πρώτων βοηθειών» ή στο 166 να με μεταφέρουν με φορείο σε κλινική. Φοβόμουν μόνη μου να γεννήσω στο σπίτι σαν μια σκύλα. Ωστόσο καλύτερα να περίμενα λίγο ακόμη. Να πήγαινα να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Δίπλωσα στα δύο μήπως ξεγελάσω τον πόνο. Πήρα μαζί μου το σομπάκι. Παρά λίγο να κάψω στην αντίσταση το φάκελο που κρατούσα. Έκλεισα την πόρτα και ξαναξάπλωσα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Απ' το κρεβάτι το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν μια μεγάλη λεύκα χωρίς φύλλα να κουνιέται ρυθμικά στο ύπαιθρο. Προσπάθησα, παρ' όλους τους πόνους στην κοιλιά μου, να διαβάσω στο φάκελο τον αποστολέα. Δόκτωρ Βασίλης Κ. Μικροβιολόγος-Εργαστήρια Μικροβιολογίας. Η σουβλιά τώρα ήταν πιο δυνατή. Ίσως γιατί τη συνόδευε μια νέα αγωνία. Ο Λύσιος είχε πάρει την απάντηση μου στο τεστ εγκυμοσύνης που είχα κάνει στο εργαστήριο της Αναγνωστοπούλου. Ο Λύσιος ήξερε. Είχε διαβάσει. Και τώρα μου έδινε την απάντηση να τη διαβάσω κι εγώ. Γιατί όμως δεν μου την είπε προφορικά; Η μυστικότητα με τάραζε παραπάνω. Έμοιαζε σαν συνωμοσία. Θυμήθηκα το φόβο στα μάτια του. Κάτι δεν ήθελε να μου πει. Κάτι που τον έκανε να με κοιτάζει ερευνητικά και να διστάζει να μείνει άλλο κοντά μου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div><div class="Style1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;">Οι πόνοι στην κοιλιά μου δυνάμωναν. Αν αυτό ήταν γέννα θα 'πρεπε να 'ταν τρομακτικό. Απορώ πως όσες έχουν γεννήσει μια φορά το ξανακάνουν και δεύτερη. Μοιάζει εντελώς μαζοχιστικό. Ίσως γι' αυτό μας λένε μαζοχίστριες. Ένα ατέλειωτο βασανιστήριο. Πονούσα και φοβόμουν. Φοβόμουν και ο φόβος με γέμιζε πόνο. Κι ο πόνος φόβο. Μ' ενοχλούσε το φως. Ανάσκελα έτσουζε τα μάτια μου. Ανασηκώθηκα και το 'κλεισα. Όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Οι πόνοι έμοιαζαν τώρα πια μεταφυσικοί. Σχεδόν σαν να μην υπήρχαν στην πραγματικότητα. Καμώματα του ταραγμένου μυαλού μου. Με έσφαζε. Μήπως έπρεπε στ' αλήθεια αύριο να επισκεφτώ αυτό το μαλάκα τον ψυχίατρο; Σκέφτηκα ψυχίατρο και στο μυαλό μου ξανάρθε ο μικροβιολόγος. Το ειρωνικό του βλέμμα. Το αστείο του «την απάντηση την έχετε μπροστά σας». Κι έδειχνε την κοιλιά μου. Κάπου είχε γίνει ένα λάθος. Είχα ξανά την αίσθηση ότι κάποιο παιχνίδι παιζόταν σε βάρος μου. Έσκισα το φάκελο. Έπρεπε λοιπόν να διαβάσω την απάντηση. Τέντωσα τα μάτια μου. Ήταν πολύ σκοτεινά πια. Δεν έμπαινε καν φως απ' το φεγγάρι. Ακόμη δεν είχε γυρίσει απ' αυτή τη μεριά του σπιτιού. Αλλά δεν πίστευα κιόλας πως θα το ξανάβλεπα μετά τόσες βροχές. Οι σουβλιές στην κοιλιά μου ξανάρθαν. Παρέλυσαν κάθε μου προσπάθεια. Έπρεπε όμως το περιεχόμενο αυτού του φακέλου να το διαβάσω επιτέλους απόψε. Δεν είχα ωστόσο τη δύναμη ούτε να σηκωθώ ν' ανάψω πάλι το φως.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-43322846949454614842010-05-17T10:59:00.001-07:002010-05-17T10:59:26.673-07:00<span style="font-size: small;"></span> <div class="Section1" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"> <div class="Style1" style="text-align: justify;"><span style="font-size: small;"><b><u>ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9<o:p _moz-userdefined=""></o:p></u></b></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify;"><br />
</div><div class="Style2" style="line-height: normal; margin: 2.65pt 0.5pt 0.0001pt 0cm; text-indent: 0cm;"><span style="font-size: small;">Καθόταν μπροστά μου κι ανοιγόκλεινε ρυθμικά το στόμα της. Που και που χτυπούσε το μολύβι της πάνω σ' ένα ξύλινο πιαστράκι χαρτιών. Ήταν κόκκινο και τραβούσε την προσοχή μου. Παρακολουθούσα το μολύβι ν' ανεβοκατεβαίνει κι ένιωθα το μυαλό μου να μαγνητίζεται απ' αυτή την επαναλαμβανόμενη κίνηση που έμοιαζε να μετρούσε το χρόνο. Τα δάχτυλα της νευρικά άσπριζαν στο σημείο που κρατούσε το μολύβι. Σφίγγονταν. Δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια. Άλλωστε δεν μπορούσα να σταθεροποιήσω ούτε το μυαλό μου σε μια σκέψη. Διαχεόταν. Σκόρπιζε παντού. Το μολύβι σταμάτησε να χτυπά. Το βλέμμα μου έμεινε μετέωρο για λίγο. Ύστερα το τράβηξε το παράθυρο. Έμπαινε ήλιος. Η βροχή είχε σταματήσει πια. Όμως ακόμη τα σημάδια είχαν παραμείνει στους δρόμους. Πλατσουρίζαμε στις λάσπες. Μ" άρεσε περισσότερο αυτό το καφετί χωμάτινο χρώμα απ' την γκριζάδα της βροχής. Είχα την αίσθηση πως κάτι είχε τελειώσει. Κάτι περισσότερο απ' τη βροχή. Κάτι εσωτερικό . Ήταν μέσα μου και βάθαινε συνέχεια χωρίς να πιάνει πάτο. Τράβηξα τα μάτια μου απ' τον ήλιο. Με τύφλωνε έτσι που τον κοιτούσα συνεχώς. Μ' άρεσε όμως γιατί <span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">ήταν κάτι ζεστό. Με τραβούσε. Σαν μαγνήτης. Ένιωθα τη ζέστη του στα κόκαλα και στο αίμα μου. Εδώ μπροστά μου. Κάτω απ' το πράσινο παλτό. Ένα πράσινο ανοιχτό που θύμιζε αγουρίδες. Μόλις τέλειωνε ο χειμώνας θα το πετούσα πια.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Την είδα με την άκρη του ματιού μου να σηκώνεται. Ερχόταν κατά πάνω μου. Για μια στιγμή ένιωσα φόβο. Τι θα προσπαθούσε να μου κάνει; Ύστερα μαλάκωσα. Κι άρχισα να παίρνω απόφαση πως από δω και μπρος θα ζούσα βλέποντας μπροστά μου μόνο θηρία και αγωνιζόμενη ν' ανοίξω δρόμο στη ζούγκλα. Ένιωσα τέτοια κούραση που θα 'θελα στ' αλήθεια να μείνω για πάντα εδώ. Σ' αυτό το άχρωμο δωμάτιο. Δίπλα στο παράθυρο. Καθισμένη σ' αυτή την καρέκλα. Μ' αυτό το απαίσιο άγουρο, πράσινο παλτό, θ' αφηνόμουν στα χέρια τους. Ήξεραν αυτοί τι να με κάνουν. Είναι τόσο απλό. Αφήνεσαι ν' ακολουθείς τις υποδείξεις. Σου δίνουν ένα σπαγκάκι. Δεν είναι ανάγκη καν να το κρατάς. Και δεν υπάρχει κίνδυνος ούτε να το χάσεις. Το δένουν στον καρπό σου. Και πας. Ακολουθώντας τους άλλους. Χωρίς να ξεφεύγεις σπιθαμή. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου δουλεύουν οι μπουλντόζες ανοίγοντας τις τάφρους. Αν μείνεις στη γραμμή μαζί με τους άλλους δεν κινδυνεύεις να πέσεις. Αλλά αν ξεφύγεις και πέσεις στην τάφρο σε σκοτώνουν αμέσως. Όμως δεν πεθαίνεις τελείως. Εξακολουθείς να ζεις πεθαμένος. Η διαφορά είναι ότι απ' την τάφρο βλέπεις συνεχώς τον ίδιο εφιάλτη. Τους άλλους στη γραμμή χαμογελαστούς να περνούν. Κι εσύ έχεις ξεχάσει με ποιο τρόπο βρέθηκες μέσα στην τάφρο. Και θες να μπεις ξανά στη γραμμή. Αλλά τον Ιούδα κανείς δεν τον εμπιστεύεται έστω και αν η προδοσία του δεν έχει κάνει κακό παρά μόνο στον εαυτό του. Δεν είμαι σίγουρη όμως αν μέσα στην τάφρο ζει κανείς μια πιο ουσιαστική ζωή.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Ένιωσα το χέρι της στον ώμο μου. Μ' άρπαξε η ταραχή απ' τα μαλλιά. Μ' έστησε μπροστά της. Η κυρία Αντωνία Σ. με κοιτούσε από ψηλά. Και ’γω περιμένω στην τάφρο. Το βλέμμα της ψυχρό. Ίσως και λίγο παραξενεμένο. «Έχετε τίποτα;» Τι λέει τώρα αυτή η μαλακισμένη. Τι μπορεί να φαντάζεται ότι πηγαίνει καλά για ν' απορεί που ίσως έχω κάτι. Προσπαθώ να την κοιτάξω όσο πιο ανέκφραστα μπορώ μην καταλάβει πως είμαι μέσα στην τάφρο. Αν δεν το ξέρει κιόλας. «Τίποτα.» Της λέω ψέματα. Η κυρία Αντωνία Σ. χαμογελά. Ησύχασε. Δεν κινδυνεύει να την κατηγορήσω λοιπόν για τίποτα. Εκείνη έκανε απλώς τη δουλειά της. Άλλοι ρυθμίζουν τους κανονισμούς. Και τις προτεραιότητες. Κάθε ίδρυμα, όπως θα ξέρω αφού είμαι σ' αυτή την ηλικία και εργαζόμενη, έχει τους νόμους του και αυτό για να προστατεύεται το ίδιο αλλά και η λειτουργία και τα μέλη του και κατ' επέκταση όλοι οι άλλοι. Αυτό, το όλοι οι άλλοι κατ' επέκταση, μου άρεσε πολύ. Ενθουσιάστηκα γιατί υπέθεσα πως ακόμη με τοποθετούσε και εμένα στο «όλοι οι άλλοι». Δηλαδή δεν ήμουν μόνη μου. Η Αντωνία Σ. είναι φανερό δεν ήξερε για τη σχέση μου με την τάφρο. Έκανα λοιπόν κι εγώ πως ήμουν ακόμη μαζί τους. Χαμογέλασα. Το μετέφρασε σαν μια αποδοχή εκ μέρους μου κάποιων γεγονότων, τα οποία θα έπρεπε να μου είχε αραδιάσει προηγουμένως χτυπώντας ρυθμικά το μολύβι της στο κόκκινο πιάστρο και ’γω δεν είχα φυσικά ακούσει ούτε λέξη, παλεύοντας μέσα στην τάφρο. «Ελάτε μαζί μου. Καλύτερα να τα πείτε οι δυο σας αμέσως τώρα. Μην αργοπορούμε.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; margin-right: 1.45pt; text-indent: 0cm;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Μου έδειξε με το χέρι της την πόρτα του γραφείου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style4" style="line-height: normal; margin: 2.65pt 0.25pt 0.0001pt 0cm; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Εκείνη ήταν κιόλας εκεί. Χωρίς περιστροφές σηκώθηκα κι εγώ. Βρέθηκα δίπλα της και δρασκελίσαμε βουβές - τι άλλο να πούμε - την πόρτα. Έσφιγγα γύρω μου το παλτό. Ακόμη δεν ήξερα αν έπρεπε ή όχι να φανερώσω την κοιλιά μου. Περάσαμε ένα διάδρομο ανήλιαγο, σκοτεινό. Σε δέκα μέτρα μόνο μια λάμπα είκοσι πέντε κεριών. Οικονομία. Είχαν τόσα στόματα να θρέψουν. Την ακολουθούσα σιωπηλή, σχεδόν νυχοπατώντας. Η ησυχία βούιζε γύρω μας. Τώρα δεν ακούγονταν ούτε οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπροστά. Τη φωνή του Παναγιώτη ποτέ δεν την είχα ξεχωρίσει ανάμεσα τους. Πού με πήγαινε; Φτάσαμε, είπε, κι άνοιξε μια άλλη πόρτα. Έτριξε βαριά, καρυδένια ή δρυς, σκέφτηκα μόνο ένας ειδικός θα μπορούσε να τις ξεχωρίσει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Μ' άφησε να μπω πρώτη. Δωμάτιο σκοτεινό. Ένα μακρύ τραπέζι. Η αίθουσα συμβουλίου. Τράβηξε μια κουρτίνα. Φάνηκε η ταπετσαρία στους τοίχους. Ψηλό ταβάνι. Γύψινες διακοσμήσεις. Καθίσαμε αντικριστά. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω τι και πώς κι άνοιξε μια άλλη πόρτα στο βάθος. Θαύμασα το συγχρονισμό των κινήσεων τους.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Εμφανίστηκε μία άλλη κυρία με άσπρα που ήρθε γρήγορα κοντά μας. Κρατούσε χαρτιά κι ένα ντοσιέ. Θυμήθηκα τα τυπικά της κυρίας Αντωνίας παλιότερα. Η νέα γυναίκα ήταν όμως πραγματικά νέα και χαμογελούσε. Ωστόσο το χαμόγελο της μου φάνηκε πιο τυπικό και από 'κείνο παλιά της κυρίας Αντωνίας. Ίσως αν το έλεγα φαρμακερό θα 'ταν σωστότερο. Την αντιπάθησα αυτομάτως. Έμοιαζε σαν να ήταν ο δολοφόνος και πήγαινε στην κηδεία του θύματος του. Η Αντωνία Σ. μας σύστησε. Η κυρία, λέει, που μου είχε πει. Να λοιπόν για ποιον μου μιλούσε τόσες ώρες πριν. Η νέα γυναίκα κάθισε κι άνοιξε το ντοσιέ της. Έπεσε μια φωτογραφία του Παναγιώτη. Έκανα να την πιάσω και μου την άρπαξε. Πολύ μαλακισμένους τρόπους είχαν όλοι εκεί μέσα. Ύστερα με κοίταξε στα μάτια. Ύστερα κοίταξε την Αντωνία Σ. με σημασία. Εγώ μάλλον της έμοιαζα για χαζή, έτσι που χαμογελούσα χωρίς νόημα. «Την ενημερώσατε;» Η κυρία Αντωνία Σ. κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Αμέσως η νέα γυναίκα γύρισε πάλι σε μένα. Τότε άρχισε η αγωνία να με τρώει. Κατάλαβα πως απ' το πρωί εδώ μέσα κάτι προσπαθούσαν όλοι να με κάνουν να καταλάβω κι εγώ τους ξέφευγα. Αλλά για να το προσπαθούν τόσο πολύ θα πρέπει να 'ταν πολύ σημαντικό. «Είναι σημαντικό να το καταλάβετε αυτό.» Ποιο; Η νέα γυναίκα ξανακοίταξε κεραυνοβολώντας την Αντωνία Σ. Η άλλη κατέβασε το κεφάλι. Εγώ ένιωθα την καρδιά μου να πηδά. Έφτανε μέχρι το λαιμό μου. Σε λίγο είχα την αίσθηση πως θα τη μασούσα. Σχεδόν αισθανόμουν τη γεύση απ' το αίμα της στη γλώσσα. Η νέα γυναίκα πήρε αμπάριζα. Δεν μας έπαιρνε άλλο. Έπρεπε να συνεννοηθούμε. Σφίχτηκα να κρατήσω τον εαυτό μου μέσα στο δωμάτιο. Στη σκληρή καρέκλα. Απέναντι τους. Με το μυαλό τεντωμένο.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Η καινούρια κυρία με τα άσπρα και το δολοφονικό χαμόγελο ήταν ψυχολόγος. Μου το 'χε, λέει, πει και πριν η κυρία Αντωνία. Βρισκόταν στο ίδρυμα γιατί εξέταζε τα παιδιά. Όσα βέβαια είχαν ανάγκη. Συνήθως όμως τα ιδρυματικά παιδιά, έτσι έλεγαν όσα έμεναν στο ίδρυμα, είχαν λίγο πολύ αυτή την ανάγκη. Όχι βέβαια τα βρέφη αλλά τα μεγαλύτερα. Που είχαν μείνει καιρό εδώ μέσα. Τρία ή τέσσερα χρόνια. «Αναπτύσσουν μια διαφορετική προσωπικότητα. Διαφορετική ως προς τα άλλα παιδιά που ζουν έξω από ιδρύματα με την οικογένεια τους ή με άλλους ανθρώπους, π.χ. θετούς γονείς.» Την παρακολουθούσα μ' ενδιαφέρον. Μου 'χε κινήσει την περιέργεια η μικρή αυτή διάλεξη. Άρχισα να τρώω τα νύχια μου. Η ψυχολόγος επέμενε ότι η προσωπικότητα αυτή είναι λίγο προβληματική. Δηλαδή παρουσιάζει μια καθυστέρηση. Ωριμάζει αργότερα αλλά ίσως και να μη φτάσει στο φυσιολογικό στάδιο ωρίμανσης ποτέ. Είπε.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Το δάχτυλο μου μάτωσε. Έφαγα το νύχι μου πάλι μέχρι ρίζα. Τ' άφησα στο στόμα μου να κυλά το αίμα. Το ρουφούσα κιόλας που και που.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Αυτό το έλεγαν ιδρυματική καθυστέρηση γιατί παρουσιαζόταν στα παιδιά που κ.λ.π. Βέβαια σε μεγάλο ποσοστό όταν τα παιδιά έβγαιναν απ' το ίδρυμα κι έμπαιναν σε οικογένειες που έβρισκαν στοργή το ξεπερνούσαν, είπε επιγραμματικά. Εδώ ίσως είχα να της κάνω κάποιες εύλογες ερωτήσεις αλλά κόντεψα να πνιγώ στην προσπάθεια μου να μιλήσω με το δάχτυλο στο στόμα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Φυσικά αυτό, συνέχισε η κυρία, δεν ήταν απόλυτα σίγουρο. Γιατί στην πραγματικότητα, πρέπει να το ομολογήσει, στην πράξη δεν ξεχωρίζεις εύκολα την ιδρυματική καθυστέρηση από την πραγματική καθυστέρηση.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; margin-top: 0.25pt; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Κοίταξα απεγνωσμένα την κυρία Αντωνία Σ. Τι ήθελε τέλος πάντων αυτή η νέα γυναίκα να μου πει; Γιατί μου έτρωγαν το χρόνο μου; Πόσο ακόμη θ' άντεχα με το παλτό αυτή τη ζέστη; Τόλμησα να ρωτήσω για τον Παναγιώτη. Αυτό ακριβώς. Προσπαθούσαν να μου μιλήσουν καθαρά για τον Παναγιώτη. Ότι δηλαδή παρουσίαζε αυτή την ιδρυματική καθυστέρηση. Γι' αυτό και είναι τόσο συνεσταλμένος. Ναι, βέβαια και το ήξεραν από πριν. Όχι φυσικά, δεν μπορούν να το λένε απ' την αρχή. Το παιδί μπορεί να παρουσιάσει μια εξέλιξη, ποτέ δεν ξέρεις μ' αυτά τα πράγματα, και να του κόψουν μια καλή τύχη σε μια οικογένεια. Σημασία για το ίδρυμα έχει το ίδιο το παιδί. Φυσικά και ενδιαφέρονται και για το θετό γονέα γι' αυτό άλλωστε και τον ενημερώνουν. Όχι, καθόλου δεν πιστεύει πως η ενημέρωση γίνεται αργά. Ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί άλλωστε η υιοθεσία επίσημα. Απλώς η αίτηση πέρασε θετικά απ' το συμβούλιο. Τώρα αρχίζει η ουσιαστική διαδικασία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Ο Παναγιώτης λοιπόν με λίγα λόγια είναι καθυστερημένος. Μου 'ρθε κατάμουτρα. Κάτι σαν το μοιραίο χτύπημα, που λέμε. Μοιάζει με έργο θρίλερ αυτό. Πού το σκέφτηκαν. Σκέτη τρέλα. Κάτι τώρα με σφίγγει μέσα στο μυαλό μου και κάνω ερωτήσεις που τις φέρνουν σε δύσκολη θέση. Η κυρία Αντωνία Σ. κατεβάζει πιο χαμηλά το κεφάλι και η νέα γυναίκα τινάζει επαγγελματικά τα μαλλιά της προς τα πίσω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 0cm;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Προσπαθούν και οι δύο μ' ένα στόμα να με πείσουν ότι δεν θέλουν που τα κρατάνε τα παιδιά. Αλλά ότι δεν μπορούν να τα δίνουν σ' όποιον να 'ναι. Εντάξει, περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουν. Πρέπει όμως ν' αναλογισθούμε και τις χιλιάδες αιτήσεις που έχουν κάθε χρόνο. Τα παιδιά αντίθετα είναι λίγα. Οι γυναίκες πλέον τα κρατάνε. Τα ζούνε μόνες τους. Δεν τα δίνουν στο ίδρυμα. Άλλαξαν αρκετά τα πράγματα. Υπάρχει βέβαια και το τρομερό εμπόριο των παιδιών εκτός του ιδρύματος από γιατρούς. Ακόμη και από μαμές. Ή νοσοκόμες. Το ίδρυμα δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό. Με τι δυνάμεις;<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 0cm;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Ένιωθα μια προδοσία. Μια οργή πλημμύριζε το αίμα μου. Εξ ονόματος των παιδιών που ήταν εκεί μέσα. Ή έξω από κει. Που μεγάλωναν προσπαθώντας να βρουν το δρόμο σκάβοντας με νύχια και με δόντια. Που εσκεμμένα τα έσπρωχναν να πέσουν στην τάφρο. Δεν είχαν καν δικαίωμα επιλογής. Η Αντωνία Σ. πήρε το λόγο. Αν τα 'διναν αμέσως όλα τα παιδιά, το ίδρυμα θα ’κλεινε. Δεν θα 'χε λόγο ύπαρξης χωρίς παιδιά. Καταλαβαίνετε. Με κοίταξε. Τόσα άτομα δουλεύουν εδώ μέσα. Θα 'ταν αδικία. Θα 'μεναν όλοι χωρίς δουλειά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Δεν μπόρεσα να καταλάβω ακριβώς τι ήθελε να πει. Άρχιζα πάλι να βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Έβλεπα μπροστά μου τη θάλασσα. Ήταν γραμμένο τ' όνομα του Παναγιώτη στην άμμο. Η θάλασσα το άγγιζε. Το κύμα μεγάλωνε. Τ' όνομα χανόταν. Ο Παναγιώτης ερχόταν απ' το βάθος. Δεν κολυμπούσε. Περπατούσε στα κύματα. Ήταν πιο εύκολο έτσι. Αν βουτούσε κινδύνευε να πνιγεί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">«Από σας θέλουμε μέχρι αύριο την απάντηση. Αν θα πάρετε μ' αυτές τις συνθήκες ή όχι τον Παναγιώτη.»<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style1" style="margin: 2.65pt 0.25pt 0.0001pt 0cm; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="Style1UB-Helvetica001265">Την κοίταξα. Η θάλασσα τη χτύπησε στο πρόσωπο. Κι ύστερα πρόβαλε το πρόσωπο ξανά χωρίς ούτε μια σταγόνα. Δεν χαμογελούσε πια. Είπε μπορούσα αν κάτι ήθελα να τη ρωτήσω. Δεν ήξερα όμως τι να ρωτήσω. Δεν μου 'ρχόταν τίποτα στο μυαλό. Συνέχισε μόνη της. Θα μπορούσε βέβαια να πάει σχολείο ο μικρός αλλά όχι πέρα απ' την έκτη δημοτικού. «Θα μείνει για πάντα στα δώδεκα;» περισσότερο το ρώτησα τυπικά έτσι για να πω κάτι. Δεν ήταν σίγουρο, ήταν όμως πολύ πιθανό. Κάτι σαν ρίσκο. «Μήπως όταν κάνεις παιδί ξέρεις τι θα βγει;» Σοφή κουβέντα. Μου 'ρθε να ξεράσω. Η συζήτηση πήρε τις διαστάσεις φωτορομάντζου πια. Δεν άνοιξα το στόμα μου. Σκέφτηκα μονάχα την κοιλιά μου. Και θυμήθηκα το λευκό φάκελο που είχα ρίξει στην τσάντα μου φεύγοντας απ’ το σπίτι το πρωί βιαστική. Δεν είχα προλάβει να τον διαβάσω. Το βράδυ μ' είχε πιάσει ο ύπνος τελείως ξαφνικά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Η νέα γυναίκα μίλησε πάλι. Έπρεπε να φύγει, είχε δουλειά. Χαιρετιστήκαμε πολιτισμένα, χωρίς δαγκώματα και λοιπές εξάρσεις. Η κυρία Αντωνία Σ. με κοίταζε που προσπαθούσα με το βλέμμα να τρυπήσω το παράθυρο. Μου 'σφιξε το χέρι. Όταν την κοίταξα σχεδόν χαμογελούσε. Άρχισε κιόλας να μιλά. Καταλάβαινε πως μπορεί να μην ήθελα πια το μικρό Παναγιώτη. Αλλά να μην ανησυχούσα γι' αυτόν. Είχαν δέκα ακόμη αιτήσεις. Περιπτώσεις σαν τη δική μου. Κάπου θα βολευόταν. Ύστερα είχαν ακόμη και άλλη μια δυνατότητα. Μπορούσαν να τον βάλουν εσωτερικό σ' ένα σπίτι, που είχαν κι άλλα παιδιά, όπου για λίγο χρόνο θα τον κρατούσαν δοκιμαστικά έναντι αμοιβής μέχρι να δουν αν τους έκανε. Ύστερα ή θα τον κρατούσαν με υιοθεσία ή θα τον έδιναν σε άλλο σπίτι μέχρι να ενηλικιωθεί. «Σε ποια ηλικία ενηλικιώνεται ένα καθυστερημένο παιδί» ρώτησα. Δεν ήξερε να μου απαντήσει. Η κυρία Αντωνία Σ. είχε μόνο το διοικητικό τμήμα και τις δημόσιες σχέσεις του ιδρύματος. Δεν ήξερε τίποτ' άλλο. Πριν φύγω τους διαβεβαίωσα πως σίγουρα αύριο θα τους απαντούσα. Και παρακάλεσα τη μέγαιρα να δώσει εκ μέρους μου αυτή τη σοκολάτα. Την είχα πάρει στο περίπτερο της πλατείας. Ήταν με αμύγδαλο. Ήξερα πως του άρεσε πολύ.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 0cm;"><br />
</div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Η λάσπη κυλούσε πηχτή στα πεζοδρόμια. Μύριζε και κάτι άσχημο. Σαν αποσύνθεση. Φοβόμουν να κλειστώ μέσα σ' ένα ταξί. Αν αυτή τη μυρωδιά την έβγαζα εγώ, θα δηλητηριαζόμουν στον κλειστό χώρο. Περπάτησα βιαστικά μέχρι τη λεωφόρο. Ήθελα να βρεθώ ανάμεσα σε κόσμο. Σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους που είχαν βγει μετά τη βροχή σαν τα σαλιγκάρια. Ένιωθα μια απέραντη τρυφερότητα για όλο αυτό τον κόσμο. Που δεν ήξερε πού πηγαίνει και τι τον ευχαριστεί. Παίρνει πάντα την ίδια κατεύθυνση, δεν περνάει με κόκκινο, δεν στρίβει εκεί που απαγορεύεται, αποφεύγει να μπει όπου υπάρχει πινακίδα με αδιέξοδο, το βράδυ προσεύχεται στο Θεό να τον βοηθήσει και το πρωί κλείνει στο άσυλο τους τρελούς και τα παιδιά πιστεύοντας πως έχει τη δυνατότητα της επιλογής. Ξαφνικά μια παράξενη αίσθηση με πλημμύρισε. Ένιωθα ελευθερία. Ίσως όχι όμως ακριβώς. Απλά είχα δυνατότητα επιλογής. Μ' άφηναν λοιπόν εμένα να διαλέξω. Αλλά αφού ήμουν κιόλας στην τάφρο τι νόημα είχε πια αυτή η δυνατότητα; Εκτός και αν το γεγονός ότι ήμουν στην τάφρο προέρχεται από την εξάσκηση του δικαιώματος μου της επιλογής. Οι σκέψεις κούρασαν πολύ το μυαλό μου. Άρχισε πάλι να μου φτιάχνει φαντάσματα που θα αναλάμβαναν ξανά πρωτοβουλίες. Χαιρόμουν όμως που μπορούσα έστω να βαδίζω ελεύθερα χωρίς να τσαλαβουτάω σε νερά. Χωρίς να με περιμένει κανείς πουθενά. Χωρίς να με σκέφτεται κανείς. Χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογηθώ σε κανένα. Στην τάφρο είναι τελικά όμορφα. Είσαι αντιμέτωπος μόνο με τον εαυτό σου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Περπατούσα ακάθεκτη. Το πράσινο παλτό μου ανέμιζε. Άφηνε να προβάλει μπροστά η κοιλιά μου. Μου 'κοβε τη θέα να βλέπω τα πόδια μου να περπατούν. Λες και δεν υπήρχαν. Καβάλα στην κοιλιά μου τσουλούσα στην άσφαλτο. Αντίθετα στο ρεύμα. Αντίθετη στον άνεμο. Μπροστά η κοιλιά. Την ένιωθα σήμερα τόσο ελαφριά. Δεν μου 'φερνε βάρος καθόλου. Χαμογέλασα. Έμοιαζε σαν ένα μπαλόνι. Σκέφτηκα να 'χα μια καρφίτσα κι έσκασα στα γέλια. Θα το 'λεγα στον Αντρέα αυτό. Καλύτερα να τον έπαιρνα όμως πρώτα στο τηλέφωνο. Ύστερα μετάνιωσα. Καλύτερα να πήγαινα αυτοπροσώπως. Είχε πει αν δεν είχα λεφτά θα μπορούσε να μου πληρώσει εκείνος το ταξί, να μην το σκεφτόμουν καθόλου.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; margin-top: 0.25pt; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Η μυρωδιά της αποσύνθεσης είχε εξατμιστεί. Μπορεί να ήταν του ιδρύματος και όχι δικιά μου. Κοίταξα γύρω γύρω για ταξί. Φώναξα ένα. Είχε μέσα και κάποιον άλλο. Μια νέα γυναίκα. Κοιταχτήκαμε. Καθόμασταν στο πίσω κάθισμα και οι δύο. Αυτό που εξείχε μπροστά της κάτι μου θύμιζε. Φορούσε κόκκινο φουστάνι. Το κόκκινο και το πράσινο μπαλόνι. Της το 'πα και με έπιασαν τα γέλια. Με κοίταξε παραξενεμένη. Δεν είναι στην τάφρο αυτή σκέφτηκα και παρηγορήθηκα που δεν κατάλαβε ότι είμαι εγώ. Κατέβηκε δύο στενά παρακάτω. Βιαστικά. Σαν να 'χε δει εφιάλτη.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Έδωσα την ακριβή διεύθυνση στον ταξιτζή. Ήταν πιο ευγενικός απ' τους άλλους. Με κοίταζε προσεκτικά απ' το καθρεφτάκι φροντίζοντας μην τον δω. Τσάκωσα το βλέμμα του και του τα 'πα χύμα. Όμως δεν με πείραζε να κοιτάζει το πράσινο μπαλόνι μου. Είχε το χρώμα του άγουρου καρπού. Γούρλωσε τα μάτια. Ξέρω τι σκέφτηκε. Το σκέφτονταν κι άλλοι για μένα. Ιδιαίτερα ο Λύσιος. Κακοήθειες μονάχα των ανθρώπων που δεμένοι με σπάγκο συνέχιζαν το δρόμο τους στο μονοπάτι. Στην άλλη γωνία κατέβηκα. Σκέφτηκα να πάρω και μια μπουκάλα κονιάκ. Δεν είχα όμως λεφτά. Είπα στον ταξιτζή να περιμένει. Χτύπησα το κουδούνι. Δεν απάντησε κανείς. Κοίταξα το ρολόι μου. Αποκλείεται να ήταν η ώρα που έδειχνε. Φαίνεται δεν το είχα καθόλου κουρδίσει τελευταία.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; margin-right: 0.7pt; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Είδα τον Αντρέα να έρχεται βιαστικός απ' το απέναντι πεζοδρόμιο. Με είχε δει. Ήταν ιδρωμένος σαν να 'τρεχε πολλή ώρα. Πήρε βαθιά ανάσα. «Νόμιζα θα 'χεις μπει στο μαιευτήριο. Σ' έψαχνα παντού.» Πλήρωσε το ταξί και με ρώτησε αν είχα φάει. Του 'δωσα να μου διορθώσει το ρολόι. Πήγαινε δέκα ώρες πίσω. Ανεβήκαμε πάνω. Μύριζε τσιγάρο. Άνοιξε τα παράθυρα. «Όχι δεν πεινάω. Μόνο λίγο γάλα.» Το πράσινο μπαλόνι έγινε γκρίζο. Άφησα το παλτό σε μια καρέκλα. Θα 'θελα να 'κανα ένα μπάνιο. Δεν είχα ρούχα ν' αλλάξω θα φορούσα όμως κάτι δικό του. Μου πρότεινε να πηγαίναμε στο σπίτι του Λύσιου. Αρνήθηκα. Ήταν ακόμη νωρίς. Δεν είχα αποφασίσει. Άφηνα όλα τα σημαντικά να τα κάνω αύριο. Είχα ακόμη είκοσι τέσσερις ώρες καιρό. Έβγαλα από την τσάντα μου το λευκό φάκελο να τον διαβάσω αλλά η ανάγκη μου για ντους ήταν επιτακτική. Τον άφησα στο τραπεζάκι και μπήκα στο μπάνιο. Το νερό δεν είχε ακόμη καλά ζεσταθεί. Κοίταξα το τσιτωμένο μπαλόνι μπροστά μου. Τώρα το χρώμα ήταν κρεατί.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 0cm;"><br />
</div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Ρουφούσα το γάλα μου με σπαστό καλαμάκι ξαπλωμένη στον καναπέ του Αντρέα στο καθιστικό. Είχε τραβήξει τα παντζούρια να μη μ' ενοχλεί το φως. Ήταν δυτικό. Είχε μπει εκείνος στο μπάνιο και πλενόταν. Άφησα το ποτήρι στο τραπεζάκι όταν άρχισε το καλαμάκι να μου δίνει σκέτο αέρα. Είχα τα μάτια μου όλη την ώρα κλειστά. Δεν ήθελα πια να βλέπω. Είχα την αίσθηση πως κολυμπούσα σε μια απέραντη θάλασσα, πηχτή σαν γιαούρτι, που δεν με άγγιζε όμως. Περισσότερο έμοιαζε με πάχνη. Δεν ήταν χειροπιαστή η μάζα της. Τόσο πολύ με είχε απορροφήσει αυτή η δραστηριότητα του μυαλού μου που σχεδόν αναπήδησα όταν ξανάρθε η πρώτη σουβλιά στην κοιλιά μου. Δαγκώθηκα να μη φωνάξω. Κουκουλώθηκα παραπάνω περιμένοντας με υπομονή τη συνέχεια. Η δεύτερη σουβλιά δεν άργησε να έρθει με περισσότερη ένταση. Σχεδόν τα χείλη μου είχαν τρυπηθεί από τα μπροστινά μου δόντια. Προσπαθούσα να σταματήσω τον ένα πόνο προκαλώντας κάποιον άλλο. Οι σουβλιές σιγά σιγά πλήθαιναν. Μ' έσπρωχναν να σηκωθώ. Παρέμενα όμως με το ζόρι ξαπλωμένη και κουκουλωμένη. Είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ άλλο με την κοιλιά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Άκουσα τον Αντρέα που μπήκε στο δωμάτιο. Μύρισε όλος ο χώρος σαπούνι. Μ' άρεσε. Δεν κουνήθηκα καθόλου. Είχα αποφασίσει να μην τον αφήσω να καταλάβει τίποτα για τους πόνους. Ότι και να γινόταν θα συνέβαινε εδώ μέσα. Τώρα ή λίγο αργότερα. Αν επρόκειτο να γεννήσω αυτό θα το 'κανα πάνω σ' αυτόν τον καναπέ. Κάτω απ' αυτή την κουβέρτα. Μόνη μου. Με τον Αντρέα θεατή. Έτσι κλαπ θα ξεπεταγόταν το παιδί από κάτω μου και θα του 'λεγα να δαγκώσει το λώρο να τον κόψει. Απλά. Σαν τα ζώα. Θα βάζαμε το μωρό σ' ένα διπλωμένο σεντόνι και θα φεύγαμε. Ή μπορεί να βύθιζα τα δόντια μου βαθιά στο λαιμό του και να ρούφαγα ό,τι ρουφούσε εκείνο μέχρι τώρα από μένα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Οι σουβλιές τώρα είχαν κατέβει στο υπογάστριο και μου δημιουργούσαν ερεθισμό. Όσο πιο πολύ βάρος και πόνο αισθανόμουν εκεί κάτω τόσο πιο πολύ ήθελα να κάνω έρωτα. Ένιωθα τον εαυτό μου να 'χει φτάσει στα όριά του πλέον. Άπλωσα τα χέρια μου στον Αντρέα και ήρθε κοντά μου. Πέταξα από πάνω μου την κουβέρτα κι άφησα το παραμορφωμένο μου σώμα λεία στο βλέμμα του. Τον είδα να χαμογελά. Δεν τον ξένιζε τίποτ' απ' όλα αυτά. Σχεδόν τα περίμενε. Στο βάθος του είχε αποδεχτεί την ανθρώπινη φύση σαν τον πιο περίπλοκο λαβύρινθο του κόσμου. Ή είχε φτάσει και αυτός στα όριά του; Τον ευγνωμονούσα πάντως και ας συνέβαινε ότι ήθελε απ' τα δυο. Με κοιτούσε χωρίς να μιλά. Κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. Μπορούσα να τον οδηγήσω στον κόσμο μου άλλη μια φορά. Πήρα το χέρι του και χάιδεψα μ' αυτό την κοιλιά μου. Το κράτησα στο υπογάστριο την ώρα που οι σουβλιές διασχίζανε, αστραπές, τα τοιχώματα. Έκλεισα τα μάτια μην καταλάβει. Θα γεννούσα στα χέρια του. Μπορεί και στο στόμα του. Ή πάνω στην κοιλιά του. Στο σηκωμένο του όργανο. Μισή διαλυμένη από ηδονή μισή στην προσμονή του γεγονότος. Που έμοιαζε να ’ρχεται. Να φτάνει αργά αργά. Θέλει λίγο ακόμη. Η κοιλιά μου σφίγγεται, σφαδάζει. Τα δάχτυλα του Αντρέα τρίβουν επιδέξια το φύλο μου. Έχω ερεθιστεί τρελά. Και πονάω. Και περιμένω. Πρώτος έρχεται ο οργασμός και διακόπτει τον πόνο. Και ύστερα γελάω. Ο Αντρέας με κοιτάζει στα μάτια. Και συνεχίζει. Ο πόνος σχεδόν υποχωρεί. Αφήνει ελεύθερο πεδίο στους οργασμούς μου. Μια μανία με κυκλώνει. Με σφίγγει πάνω της. Κάτι σαν θάνατος. Θέλω αυτός ο οργασμός να με πάρει μαζί του. Μια μείξη από φωτιά και κύμα. Ίπταμαι. Κολλάω στο ταβάνι. Αρχίζω να πυροδοτώ το χώρο με φλόγες. Η σκεπή ξεκολλά κι ανεβαίνει. Οι ατμοί μας σπρώχνουν ψηλά. Ένα γέλιο δυνατό αγγίζει το μυαλό μου. Πονάνε οι παρειές μου καθώς τραβιούνται. Βλέπω τον Αντρέα. Τα μάτια του είναι καστανά. Ξαπλωμένος στον καναπέ. Πάνω στην κοιλιά του το κρεάτινο μπαλόνι μου κουνιέται ρυθμικά. Μέσα στον κόλπο μου το όργανο του παλεύει, το νιώθω σκληρό και δυνατό. Με πονά. Πόνος ηδονικός που κάνει και τις σουβλιές να μου φέρνουν ευχαρίστηση. Τρίβομαι πάνω του με μανία. Η κλειτορίδα έχει πάρει φωτιά. Συνθλίβεται πότε στο σηκωμένο όργανο πότε στις τρίχες του εφηβαίου. Καινούριο κύμα έρχεται από βαθιά. Δυναμώνει. Ασπρίζει. Φουσκώνει, αγγίζει το άπειρο. Το περιμένω να ξεσπάσει. Και νάτο. Αφρισμένο και δυνατό κατακλύζει το σώμα. Σπάει. Κομματιάζεται. Μας παίρνει μαζί του. Μόρια σκόνης ταξιδεύουμε στον άνεμο. Αυτή η αίσθηση δεν έρχεται δεύτερη φορά. Είναι η γέννηση. Δεν είναι η κοιλιά μου που γεννάει. Είμαι εγώ που γεννιέμαι ξανά. Ρουφάω τον κόσμο απ' τις τεντωμένες αισθήσεις μου. Το μυαλό είναι πλήρες. Δεν χωράει τίποτ' άλλο. Μπορώ τώρα να πεθάνω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 0cm;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Ο Αντρέας μένει ακίνητος. Έχει κλείσει τα μάτια. Παγιδευμένος και 'κείνος στην αναγέννηση του εαυτού του. Σηκώνομαι. <o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Ο κόλπος μου έχει πλημμυρίσει υγρά. Καθώς τραβιέμαι στάζουν στην κοιλιά του. Πρέπει να πάω στο μπάνιο. Θυμάμαι ακόμη πού είναι ευτυχώς. Βαδίζω σχεδόν με τα μάτια κλειστά. Δεν θέλω ν' ανάψω το φως. Φτάνει όσο έρχεται απ' το μικρό παράθυρο. Ο λευκός φάκελος αστράφτει στο μικρό τραπεζάκι αλλά μπορεί να περιμένει. Το σπέρμα τρέχει στα πόδια μου. Κάθομαι στην κρύα λεκάνη και αδειάζω μέσα σ' αυτήν το περιεχόμενο του κόλπου μου. Και τότε ξανάρχεται πάλι η σουβλιά χαμηλά. Πιο χαμηλά. Στην ίδια τη μήτρα. Κι είναι αβάσταχτα πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά. Αν γεννήσω τώρα, το μωρό θα πέσει μεσ' στη λεκάνη. Τραβιέμαι. Οι δυνάμεις μου μ' έχουν πια εγκαταλείψει. Παραπατάω και πέφτω στο πάτωμα. Λευκά πλακάκια κοντά στο πρόσωπο μου. Λευκό. Είναι το χρώμα που πάντοτε μισούσα. Δεν μπορεί τίποτα να κρυφτεί πάνω σ' αυτό. Νιώθω να στάζω. Ο κόλπος μου έχει ακόμη υγρά. Ασταμάτητα. Ανοίγω τα πόδια με κόπο. Ακουμπώ την πλάτη γυμνή στα πλακάκια του τοίχου. Παραξενεύομαι, δεν νιώθω το κρύο. Το σώμα μου βγάζει ακόμη φωτιά. Και τότε αρχίζει ο κόλπος μου ν' αδειάζει. Τα υγρά από μέσα μου δεν σταματάνε. Ένα ποτάμι που κυλάει ανάμεσα στα πόδια μου. Καυτό. Και γλοιώδες. Προσπαθώ ν' ανοίξω τα μάτια αλλά δεν μπορώ. Στο μυαλό μου αντηχούν εσωτερικές φωνές. Ένα κλάμα μωρού. Γοερό. Δεν ξεχωρίζω καλά. Μοιάζει να ζητάει βοήθεια. Κι εγώ πλημμυρίζω. Κάποιος γεννιέται εδώ μπροστά στα κλειστά μου μάτια. Τι να ‘ναι αυτό που βγαίνει από μέσα μου, αν δεν είναι ο μικρός Παναγιώτης; Νιώθω ακόμη τα υγρά να κυλάνε. Ένας σπασμός. Βάζω το χέρι μου από κάτω. Κολυμπάω στα υγρά που βγαίνουν από μέσα μου. Και τότε μονάχα ανοίγω τα μάτια αργά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Τα λευκά πλακάκια μπροστά μου προβάλλουν βαμμένα. Μ' ένα πολύ σκούρο κόκκινο χρώμα. Ζωηρό και βαθύ. Αραιό που πήζει στις άκρες. Ζεστό και γλοιώδες. Έκανε το δωμάτιο να μυρίζει σάπιο. Μια μυρωδιά που ερχόταν απ' τα λευκά πλακάκια του δαπέδου. Ήταν το κόκκινο χρώμα που άφηνε πάνω τους στάμπες. Κάτι μεγάλα σκούρα λουλούδια που μπορεί και να μην έβγαιναν ποτέ. Το κόκκινο ταξίδευε στο πάτωμα φτιάχνοντας μικρές γυαλιστερές, στην αρχή, κι ύστερα θαμπές, στεγνές λίμνες. Κοιτούσα χωρίς αγωνία τον εαυτό μου υγροποιημένο που χυνόταν στα πλακάκια. Το κόκκινο δεν θα τέλειωνε ποτέ. Γλιστρούσε ζεστό ανάμεσα στα πόδια μου γεμίζοντας το οπτικό μου πεδίο. Ό,τι έβλεπα ήταν κόκκινο. Το βλέμμα μου το ανακάλυπτε στις γωνιές του δωματίου, κάτω απ' την κλειστή πόρτα ν' απορροφιέται απ' το χαλάκι του διαδρόμου. Έβγαινε από μέσα μου ζωντανό και πέθαινε στην επαφή του με την ατμόσφαιρα. Είχα την αίσθηση πως κάθε ίχνος ζωής μέσα μου εξατμιζόταν. Το μυαλό μου τυλιγμένο στο κόκκινο δεν έβλεπε πια παρά ελάχιστα και θολά τον έξω κόσμο. Ήταν αποκομμένο απ' την πραγματικότητα. Ωστόσο εγώ, σε πείσμα, εξακολουθούσα ακόμη να ζω. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά το σώμα μου δεν είχε τη δύναμη να υπακούσει. Στις εντολές του μυαλού απαντούσε το σώμα μ' ένα μούδιασμα. Μια παραίτηση. Χωρίς αγωνία. Σαν θεατής εξακολουθούσα να παρακολουθώ πώς βουλιάζω μεσ' την δική μου πηχτή κόκκινη θάλασσα που ανέβαζε σταγόνα σταγόνα τη στάθμη της αδειάζοντας το περιεχόμενο της κοιλιάς μου. Την έβλεπα να μικραίνει σταδιακά. Σαν να ρουφιόταν. Σαν να ξερνούσε αυτά που είχε τόσο καιρό μαζέψει. Αίμα και τίποτα. Θυμήθηκα το λευκό φάκελο ξανά. Το μυαλό μου δεν σταματούσε να δουλεύει. Σαν από μακριά άκουσα τη φωνή του Αντρέα να μου φωνάζει: «Ο λευκός φάκελος γράφει ότι το τεστ είναι αρνητικό!» Η φωνή πολλαπλασιαζόταν σαν ηχώ. Αρνητικό! Αρνητικόοο! Δεν είχα βέβαια τη δύναμη να γελάσω. Αλλά ξαφνικά άρχισα να γελάω. Δυνατά. Εκκωφαντικά. Το γέλιο χτυπούσε στα κρύα πλακάκια και ξαναγύριζε τρυπώντας τ’ αυτιά μου. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία. Αυτό που κυλιόταν στο πάτωμα δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά το αίμα μου. Μέσα απ' το σώμα μου έβγαινα υγροποιημένη μόνον εγώ. Η σκοτεινή ματωμένη τρύπα μου γεννούσε εμένα. Ήταν σα να μ’ έβλεπα κιόλας μπροστά μου. Ω, τι όμορφα που ήταν. Ευτυχώς βγήκα καλά. Πρώτο το κεφάλι. Το κλάμα που ακούστηκε προηγουμένως στο μυαλό μου σίγουρα ήταν η πρώτη μου ανάσα. Ναι, μαμά, είμαι καλά. Βουλιάζω αλλά αναπνέω. Κρυώνω έτσι ολόγυμνο βρέφος όπως είμαι. Και πεινάω τόσο ξαφνικά.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Ακούω βήματα και τεντώνω τ' αυτιά μου. Μπορεί να ‘ρχεται επιτέλους η μαμά να με σώσει. Μέσα σ' όλα αυτά τα υγρά θα μπορούσα να κρυώσω. Μα πώς με παράτησε έτσι νεογέννητο; Ευτυχώς που δεν είναι κλειδωμένη η πόρτα. Γαμώτο, γιατί άναψε αυτό το απαίσιο φως; Αν δει πώς τα 'χω κάνει εδώ μέσα θ' αρχίσει να φωνάζει. Αν και μωρό, έχω συναίσθηση των πράξεων μου. Για σκέψου. Ποτέ δεν πίστευα πως τα νεογέννητα μπορούν να σκέφτονται τόσα πράγματα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style2" style="line-height: normal; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Η πόρτα τρίζει. Δεν θέλω να κοιταχτούμε στα μάτια. Τα κλείνω. Το χέρι μ' ακουμπά στον ώμο. Κάποιος σκύβει από πάνω μου. Ζεστή ανάσα στο πρόσωπο μου. Ευτυχώς γιατί κόντευα να ξυλιάσω. Με πιάνει αγκαλιά. Ω, τι υπέροχα ζεστά που είναι εκεί μέσα.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style1" style="margin-top: 2.65pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">Μπορώ να γείρω το κεφάλι μου στο μεγάλο στήθος. Να πιπιλίσω τη ρώγα, να ρουφήξω γάλα γιατί πεινάω. Να κουρνιάσω. Τι καλά! Όλα προσπαθούν να ξαναγεννηθούν απ' την αρχή. Δεν έχει σημασία αν οι άλλοι δεν καταλάβουν και με πάρουν για τρελό. Όπως δεν έχει σημασία ποιανού είναι το χέρι που μ' ακουμπά. Το ‘χα ανάγκη αυτό το χέρι. Θέλω να φωνάξω τ’ όνομά μου: «Παναγιώτης», αλλά σιωπώ. Αφήνομαι σ' αυτό το χάδι. Παύω να πονώ. Έχω δραπετεύσει.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style1" style="margin-right: 3.35pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span style="font-weight: normal;">«Ευτυχώς, μαμά, δεν θ' άντεχα άλλο», ψιθυρίζω.<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;"><br />
</div><div class="Style1" style="text-indent: 36pt;"><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13"><span><span> </span>ΤΕΛΟΣ<o:p _moz-userdefined=""></o:p></span></span></span></div></div><span style="font-size: small;"><span class="FontStyle13" style="font-family: Arial,Helvetica,sans-serif;"><span><br clear="all" style="page-break-before: always;" /> </span></span></span>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2716193342264848699.post-50034327511148470862010-03-10T09:31:00.000-08:002010-05-17T10:20:53.471-07:00<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfkftIuA7ThUDZ5GEA0On70a6hbdD77LBkPuJSJK5qVHogREA2odHd1nC_EV5lziBZ_w2ybm9XADzLQDr4JycfFlUF2GYQmrCRoOLiSoflxri2SJvVhUcKXOn3oVkoPJ_gRs_t1h2-r59D/s1600-h/%CE%97+%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%AC+%CF%84%CE%B7%CF%82+%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%AC%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfkftIuA7ThUDZ5GEA0On70a6hbdD77LBkPuJSJK5qVHogREA2odHd1nC_EV5lziBZ_w2ybm9XADzLQDr4JycfFlUF2GYQmrCRoOLiSoflxri2SJvVhUcKXOn3oVkoPJ_gRs_t1h2-r59D/s400/%CE%97+%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%AC+%CF%84%CE%B7%CF%82+%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%AC%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%82.jpg" width="275" /></a></div>Λεία Βιτάλη συγγραφέαςhttp://www.blogger.com/profile/09008520141978405201noreply@blogger.com3